Βούλιαζαν από τον κόσμο τα παπόρια. Φορτώσαμε κι εμείς τα πράγματα σε ένα παλιοκάικο, κάναμε τον σταυρό μας και βάλαμε μπρος για Ίο. Καθώς ξεμακραίναμε, οι γερόντοι έβλεπαν το βιος τους να χάνεται, σφούγγιζαν τα δάκρυά τους και αποχαιρετούσαν την παλιά ζωή.
Πιο δίπλα τα μωρά κλαίγανε από την πείνα. Μωρομάνες τρέχανε να τα ηρεμήσουν, να ξεγελάσουν για λίγο την κοιλιά τους αλλά δεν είχε μείνει ούτε μια στάλα γάλα στο ρωγοβύζι τους.
«Δώσε και μένα, θειά», της κάνω μιανής. Τίποτα. Έπιανε και το δικό μου στομάχι και γουργούριζε από τη νηστικομάρα. Έπρεπε να αντέξω.
Στην Ίο οι ντόπιοι δεν μας άφησαν να πιάσουμε λιμάνι. Τα παιδαρέλια μάς πετούσαν πέτρες, οι γυναίκες βρίζανε τις δικές μας που έρχονταν “να χαλάσουν τους άντρες τους”.
Ο καπετάνιος είπε να συνεχίσουμε για Σαντορίνη, εκεί ίσως να στεκόμασταν πιο τυχεροί.
Το ίδιο βράδυ πιάσαμε λιμάνι. Στρώσαμε τα σεντόνια στην προβλήτα και κοιμηθήκαμε αποκαμωμένοι πάνω στο τσιμέντο και την πέτρα την αρμυρωμένη.
Σαν έπιασε να ξημερώνει, αρχινάμε ποδαράτα και τραβούμε νότια, να βρούμε κανά περιβόλι για λίγη σκιά. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μην του φάμε τις κλημεντίνες.
«Διωγμένοι είμαστε, πρόσφυγες του λέμε, πού να πάμε;». Ούτε πόρτα ούτε αυλή είδαμε ανοιχτή.
Τελικά, ένα πεντάστερο στην Οία με μια ρημαδοπισίνα για παρηγοριά, μάς λυπήθηκε και μάς έμπασε μέσα.
Πρώτο καλοκαίρι μακριά απ’ τη Μύκονο, διακοπές αναγκαστικές, πρόσφυγας στον τόπο σου. Μην το περάσει άλλος άνθρωπος αυτό. Βλέπω το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη κι αναρωτιέμαι τι κακό έκανα για να μου αξίζει εμένα τέτοια τύχη.
Και τότε ξαφνικά ακούω μια γνώριμη φωνή να λέει κάτι οικείο, κάτι απ’ τα χρόνια που η ζωή ήταν ακόμα όμορφη. “Ούνα ντρατέ”.
Δεν μπορεί… Κι όμως. Γυρίζω και πράγματι, πίσω μου είναι ο Ραματζότι, ο τραγουδιστής, το φιλαράκι μου το καλό. Φαίνεται πως μέσα στη χθεσινή αναμπουμπούλα, κάπως τα κατάφερε και γλίτωσε κι αυτός απ’ τον χαλασμό. Τρέχω να τον αγκαλιάσω. Έχουμε τόσα να πούμε, τόσα να θυμηθούμε.
“Ούνα ντρατέ”.
Έτσι είναι φίλε μου καλέ, έτσι ακριβώς. Ούνα ντρατέ, δεν λες τίποτα…
Χτυπάει το τηλέφωνο και η κουβέντα μας μένει στη μέση. Βιντεοκλήση μέσα απ’ το Nammos, ο ιδιοκτήτης του θέλει να δει αν είμαι καλά.
Το έχετε δει ποτέ άδειο; Χωρίς σαμπάνιες, χωρίς κελεμπίες; Σαν να ‘χει πεθάνει άνθρωπος είναι.
Πάω να βουτήξω και με κρατάνε. Θέλω να πάω κολυμπώντας στη Μύκονο, θέλω να δουλέψω, “αφήστε με, δεν έχετε δικαίωμα να…”. “Πού πας τρελέ, μου λένε, κάτσε εδώ, θα πνιγείς, θα το δουλέψεις του χρόνου το μαγαζί”.
Και ποιος θα τραγουδήσει φέτος τον καημό και τα μεράκια των εμίρηδων; Ποιος θα σβήσει για λίγο την πίκρα απ’ τα χείλη τους;
Όμως έχουν δίκιο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δυστυχώς τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θελουμε. Πρέπει να υπομείνω την ξάπλα στις Κυκλάδες μέχρι να περάσει κι αυτό. Σφίγγω δόντια.