γράφει ο Κίμων ο Αθηναίος, σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στα istorikathemata.com
Η Πύλη του Αγίου Ρωμανού της Κυπριακής Ρωμηοσύνης βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο, έξω από την σκλαβωμένη Κερύνεια. Εκεί έπεσαν μαχόμενοι μερικοί από τους τελευταίους ήρωες του Ελληνισμού, την ημέρα της Αλώσεως της Κύπρου. Στις 22 Ιουλίου του 1974. Έπεσαν μαχόμενοι γενναία, σαν τους υπερασπιστές των τειχών της Βασιλεύουσας των Πόλεων το 1453, αρνούμενοι να υποχωρήσουν, αρνούμενοι να παραδοθούν, αδυνατώντας να αποδεχθούν πως η Μεγαλόνησος αλώνεται και αυτοί θα μείνουν ζωντανοί.
Η Κερκόπορτα της Κύπρου βρίσκεται στην ακτή Πέντε Μίλι και στο Πικρό Νερό της Κερύνειας, λίγο παραπέρα από τον Άγιο Γεώργιο. Όμως, ο διαχρονικά παρών Εφιάλτης της ελληνικής Ιστορίας βρισκόταν κάπως πιο μακρυά εκείνες τις ημέρες: στην Αθήνα, στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων και στα Επιτελεία. Οι μαχητές της 33ης Μοίρας Καταδρομών και η ηγεσία του 251 Τάγματος Πεζικού – με ό,τι είχε απομείνει από τη Μονάδα μετά από διήμερο αγώνα, εκεί, στην Πρώτη Γραμμή, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ήξεραν εκείνη τη Δευτέρα, 22 Ιουλιου του 1974, πως ο Εφιάλτης έχει φανεί «κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε». Ο Εφιάλτης τούς είχε άλλωστε διατάξει να «πάνε για ύπνο» το βράδυ της 19ης Ιουλίου και τους συνιστούσε «αυτοσυγκράτηση» το πρωινό της 20ης Ιουλίου, την ώρα που οι «Μήδοι» πατούσαν την Κύπρο. Ήξεραν λοιπόν πέραν πάσης αμφιβολίας πως «οι Μήδοι θα διαβούνε», αλλά αρνήθηκαν να φύγουν όταν η ισχυρότατη Τουρκική δύναμη που αποβιβάστηκε το πρωί της 22ας Ιουλίου εφόρμησε προς την Κερύνεια, με στόχο να ενώσει το παράλιο προγεφύρωμα με τον θύλακο της Λευκωσίας.
O Αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης, διοικητής του 251 Τ.Π. της Κερύνειας, εθεάθη τελευταία φορά το απόγευμα της 22ας Ιουλίου του 1974, κοντά στην είσοδο της πόλης. Μαζί του ήταν ο Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσιάκκας, επιτελής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος, και μερικοί στρατιώτες του Τάγματος. Οι μαρτυρίες φέρουν τους δύο αξιωματικούς να μάχονται μέχρι τέλους, κυκλωμένοι, με το πιστόλι στο χέρι, έξαλλοι από το μέγεθος της προδοσίας και της διάλυσης που είχαν ολοφάνερα επιφέρει την άλωση του Νησιού. Η αφήγηση για την τελευταία φορά που εθεάθησαν ζωντανοί, θυμίζει έντονα τη γραφή του Γεωργίου Φραντζή για τους συμπαραστάτες του τελευταίου Αυτοκράτορα της Ρωμηοσύνης, όταν ακούστηκε στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού το συγκλονιστικό «Η Πόλις Εάλω και ζω εισέτι;» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Figure 1 O Αν/χης Παύλος Κουρούπης, Διοικητής του 251 Τ. Π. (πηγή: διαδίκτυο)
Ο Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας της 33ης Μ.Κ. προσπάθησε να διαφύγει προς τον Πενταδάκτυλο με μερικούς καταδρομείς του, όταν έσπασε η γραμμή άμυνας στον Άγιο Γεώργιο. Στο ύψος του Τουρκοκυπριακού χωριού Τέμπλος, η ομάδα του κυκλώθηκε και ο ίδιος τραυματίστηκε. Διέταξε τους καταδρομείς του να φύγουν και τους κάλυψε, ενώ ο ίδιος έμεινε εκεί, τραυματισμένος, και έβαλλε κατά των Τούρκων με όσα πυρομαχικά του απέμειναν. Μέχρι τέλους.
Figure 2 Ο Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας της 33ης Μ.Κ. (πηγή: Politically Incorrect )
Αυτές είναι οι τελευταίες εικόνες που μας έχουν παραδοθεί για αυτούς τους ‘Ελλαδίτες αξιωματικούς. Δεν τους είδε ποτέ ξανά, κανείς, μετά το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974, νεκρούς ή ζωντανούς[i].
Figure 3 O Yποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης (πηγή: διαδίκτυο)
Ήταν η επική κορύφωση μιάς τριήμερης άνισης και προδομένης μάχης, η οποία ξεκίνησε το πρωινό της αποφράδας 20ης Ιουλίου του 1974, με τη βύθιση της Τορπιλακάτου Τ3 του Υποπλοιάρχου Ελευθέριου Τσομάκη στα ανοικτά της Κερύνειας. Μαζί της εβλήθη και η Τορπιλάκατος Τ1 του Σημαιοφόρου Νικολάου Βερύκιου, η οποία εξώκειλε στην κοντινή παραλία ενώ η Τ3 συμπαρέσυρε στον υγρό της τάφο όλο το πλήρωμα πλην του Αρχικελευστή Διονυσίου Μαγέτου, ο οποίος επέζησε αν και βαριά τραυματισμένος. Δεν θα αναφερθούμε εκτενώς στο τι έγινε εκείνο το πρωινό στην Ελλάδα και στην Κύπρο, άλλωστε σε γενικές γραμμές είναι γνωστή η παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία της «αυτοσυγκράτησης» απέναντι στον εχθρό που έπληττε με κάθε τρόπο τις δυνάμεις άμυνας του Νησιού και αποβίβαζε δυνάμεις από θαλάσσης και αέρος για να το καταλάβει – είναι κάτι δύσκολο να το επεξεργαστεί ο ανθρώπινος νούς. Στο χώρος της από θαλάσσης αποβιβάσεως των Τουρκικών δυνάμεων, βρέθηκε να μάχεται ουσιαστικά μόνο του το 251 Τ.Π. του Αν/χη Π. Κουρούπη, ενώ έδρασε και μία ομάδα από οκτώ ΠΑΟ του 120 Λ.Β.Ο. (Λόχου Βαρέων Όπλων), υπό τον Υπολοχαγό Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο. Ο πλήρης αιφνιδιασμός (άν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο, πράγμα αμφίβολο) της ελληνικής πλευράς είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία οργάνωσης μίας συνεκτικής άμυνας στην περιοχή του παράλιου προγεφυρώματος και βέβαια την αποτυχία εκτέλεσης κάποιου σοβαρού σχεδίου εξάλειψής του.
Figure 4 Τούρκοι στρατιώτες στην Κερύνεια, πιθανότατα με την Τορπιλάκατο Τ1 (Associated Press, πηγη: Ινφογνώμων)
Γνωρίζουμε πλέον αρκετά καλά την εξέλιξη της μάχης στην Κερύνεια, στο τριήμερο του Αττίλα Ι (20-22 Ιουλίου 1974). Ήδη από τη δεκαετία του ‘90, «Η μάχη της Κύπρου» του Ταξιάρχου Γ. Σέργη (Εκδόσεις Βλάσση, Αθήνα 1999) περιείχε πλήθος πληροφοριών γιά τη μάχη αυτή, που συμπληρώθηκαν με όσα περιέχει «Η Έκθεση του ΓΕΕΦ για το 1974» του Σάββα Βλάσση (Eκδόσεις Δούρειος Ίππος, 2010, εξαιρετική δουλειά, πολύτιμος σχολιασμός πάνω σε σημαντικά επίσημα κείμενα για το 1974). Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι πηγές. Αν και γραμμένο σε μία ιδιότυπη μορφή μυθιστορηματικής αφήγησης, το βιβλίο «1974 – Οι Αδικαίωτοι» του Υπολοχαγού Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου δίνει μία εξαιρετική εικόνα του χάους που επικράτησε στην περιοχή του παράλιου προγεφυρώματος, εκεί που παιζόταν η τύχη της Κύπρου. Είναι εμπειρία οδυνηρή, η ανάγνωσή του. Επίσης, οφείλεται έπαινος στις Εκδόσεις «Ινφογνώμων» που επιμελήθηκαν σχετικά πρόσφατα ένα συλλογικό αφιέρωμα στον Λοχαγό Ν. Κατούντα της 33ης Μ.Κ. («Νικόλαος Κατούντας – ο Λεωνίδας της Κερύνειας», 2019), το οποίο εκτός από την απόδοση της από πολλού χρόνου οφειλόμενης τιμής στον ήρωα Λοχαγό, περιέχει πολύτιμες μαρτυρίες για τους αγώνες της 33ης Μ.Κ. αλλά και για το συνολικό περίγραμμα της εποχής, σε ό,τι αφορά στον Ελληνικό Στρατό σε Ελλάδα και Κύπρο[ii].
Το πρωινό της 22ας Ιουλίου 1974, μέσα στο χάος και στη δίνη της προδοσίας, οι 120 περίπου άνδρες της Κυπριακής 33ης Μοίρας Καταδρομών, διατάχθηκαν από τον Διοικητή Καταδρομών Κύπρου Σ/χη Κ. Κομπόκη, να μεταβούν στο προγεφύρωμα της Κερύνειας. Ήταν μία αποστολή αυτοκτονίας, στο φώς της ημέρας, μακρυά από το είδος και το πνεύμα των αποστολών για τις οποίες εκπαιδεύονται οι καταδρομείς. Επι πλέον, ήταν βασισμένη σε ελλιπή πληροφόρηση και λανθασμένα στοιχεία[iii]. Ωστόσο, οι άνδρες της Μοίρας που δεν είχαν προλάβει να αποχαιρετήσουν τον Διοικητή τους, Ταγματάρχη Γεώργιο Κατσάνη, που έπεσε μαχόμενος στον Πενταδάκτυλο το πρωινό της 21ης Ιουλίου, χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησαν να συναντήσουν τον εισβολέα. Ήταν δύο Λόχοι Κρούσης, διοικούμενοι από τον Λοχαγό Ν. Κατούντα και τον Υπολοχαγό Βασίλειο Ροκκά, και ένας Λόχος Υποστήριξης, διοικούμενος από τον Υπολοχαγό Αθανάσιο Αργύρη – μαζί ήταν και ο Υποδιοικητής της Μοίρας Λοχαγός Ευάγγελος Μαντζουράτος, τραυματίας όμως από τις μάχες που είχαν προηγηθεί. Λίγο πριν τον Άγιο Γεώργιο, οι άνδρες του Λόχου Κατούντα που προπορευόντουσαν, συνάντησαν ό,τι είχε μείνει από την ομάδα του Υπολοχαγού Κ. Αργυρόπουλου. Οι δύο αξιωματικοί προσπάθησαν να δώσουν στους άντρες τους μία διάταξη μάχης, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τη θέση και τη δύναμη του εχθρού. Εκείνη την ώρα, εμφανίστηκαν κάποιοι στρατιώτες του 251 Τ.Π. που υποχωρούσαν, έχοντας υποστεί πίεση από την υπέρτερη Τουρκική δύναμη που αποβιβαζόταν από το πρωί. Ο Ν. Κατούντας προσπάθησε να πληροφορηθεί από αυτούς για τη θέση και τη διάταξη των Τούρκων και εκείνοι απάντησαν πως είναι καλύτερα να φύγουν από εκεί επειδή οι Τούρκοι που εχουν αποβιβαστεί είναι πολλοί. Η μαρτυρία είναι πως ο Ν. Κατούντας του απάντησε θυμωμένα: «Σας ρώτησα πού είναι οι Τούρκοι και όχι πόσοι είναι!»,
Εκείνη την ημέρα, ο Νίκος Κατούντας διέγραψε σε μία νοητή τροχιά ολόκληρη την Ελληνική Ιστορία. Ξεκίνησε από την αρχαία Σπάρτη, με την απάντηση που έδωσε στον στρατιώτη του 251 Τ.Π. Πέρασε από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού στην Κωνσταντινούπολη με τον ηρωικό του αγώνα. Και με τη θυσία του προσγειώθηκε στη νέα Πύλη του Αγίου Ρωμανού, στον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας, στο Νησί του Ευαγόρα. Και από εκεί στην Αθανασία, στην μακριά σειρά των ηρώων της Ελληνικής Ιστορίας, που γράφει ο Άγγελος Τερζάκης ότι «ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο».
Οι καταδρομείς της 33ης Μ.Κ. και οι αντιαρματιστές του 120 Λ.Β.Ο. προωθήθηκαν αμέσως φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Γεώργιο, εκεί που είχε εμπλακεί πρώτη φορά ο Υπολοχαγός Αργυρόπουλος με τους Τούρκους, το απόγευμα της 20ης Ιουλίου. Και τότε, βρέθηκαν μπροστά στην εφόρμηση της πανίσχυρης Τουρκικής δύναμης, που διέθετε μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης Μ47 και τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού Μ113, ενώ είχε απεριόριστη αεροπορική κάλυψη καθώς και υποστήριξη από τα τουρκικά πλοία που ναυλοχούσαν στα ανοιχτά της Κερύνειας. Η Τουρκική ενέργεια στόχευε στη συνένωση του παράλιου προγεφυρώματος με το αεροπρογεφύρωμα του Κιόνελι, και εκινείτο προς την κατεύθυνση της Κερύνειας (δείτε εδώ μία συγκλονιστική περιγραφή των στιγμών αυτών, από τον Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη, τότε επικεφαλής του κλιμακίου ΚΥΠ Κερύνειας, με τον βαθμό του Λοχαγού). Η εφόρμηση ήταν αδύνατον να αντιμετωπισθεί με τον ελαφρύ οπλισμό που διέθεταν οι αμυνόμενοι που όμως αγωνίστηκαν με σθένος αντάξιο των καλύτερων παραδόσεων της Ελληνικής Ιστορίας. Διαχωρισμένοι σε μικρότερες ομάδες, διεξήγαγαν επιβραδυντικό αγώνα, βάλλοντας με όποια όπλα διέθεταν απέναντι στα Τουρκικά τεθωρακισμένα και στους στρατιωτες που τα ακολουθούσαν. Η μάχη που δόθηκε είναι πραγματικά συγκλονιστική και ο απόηχός της ανιχνεύεται στις τουρκικές μαρτυρίες για την ημέρα εκείνη. Κάποιοι καταδρομείς του Λόχου Κατούντα προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό προς τον Πενταδάκτυλο. Άλλοι καταδρομείς του Λόχου Ροκκά, λίγοι στρατιωτες του Πεζικού και αντιαρματιστές, οπισθοχώρησαν μαχόμενοι προς την Κερύνεια για να αμυνθούν της πόλης. Σέ μία ανεγειρόμενη οικοδομή, στην είσοδο της Κερύνειας, όχυρώθηκαν 39 στρατιώτες, υπό τους Υπολοχαγούς Κων/νο Αργυρόπουλο και Βασίλειο Ροκκά: «εκεί πάνω σε αυτή την οικοδομή, μετρήθηκαν τριαντατρείς καταδρομείς και έξη αντιαρματιστές ….για μία επιβραδυντική ενέργεια μεχρις οι ενιχύσεις να κατέφθαναν, διότι ήμασταν πεπεισμένοι, όπως πεπεισμένη πρέπει να ήταν και η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς, ότι αυτή εδώ ήταν η κύρια εχθρική προσπάθεια.» («Οι Αδικαίωτοι», σελ. 316-318). Οι ενισχύσεις δεν ήλθαν ποτέ, τα πάντα είχαν καταρρεύσει. Οι υπερασπιστές της ανεγειρόμενης οικοδομής κυκλώθηκαν, αντέταξαν λυσσασμένη άμυνα και άρχισαν να αποδεκατίζονται από τις βολές βαρέων όπλων που δέχονταν. Αρνήθηκαν να παραδοθούν. Στις 17:00 περίπου, σχεδόν μία ώρα μετά την υποτιθέμενη «εκεχειρία», οι εναπομείναντες γενναίοι μαχητές έσπασαν τον κλοιό και έφυγαν προς την ελευθερία.
Από τους 39 «υπερασπιστές της πολυκατοικίας», είχαν μείνει μόνο 15 ζωντανοί, και κάποιοι εξ αυτών ήταν τραυματίες. «Μετά από μία ταχεία αναγνώριση στην περίμετρο εντοπίστηκε το κενό του πετάλου της τουρκικής διατάξεως. … Οι Τούρκοι δέχθηκαν ενα καταιγισμό πυρών από τη βάση υποστηρίξεως, που ίσχυσε μόνο για δεκαπέντε δευτερόλεπτα …. οι ζωντανοί στρατιώτες με μία ανάσα εκτινάχθηκαν έξω από την πολυκατοικία και χύθηκαν … στα δρομάκια του νότιου τομέα της πόλεως. …. Από τους ένδεκα που διέφυγαν, οι δύο πρέπει να έχασαν τον προσανατολισμό τους και έκτοτε αγνοούνται οριστικά. Άλλοι τρείς έμειναν στους δρόμους της πόλεως νεκροί. Έπεσαν στις οδομαχίες που κράτησαν γύρω στις δύο ώρες, ώσπου να κατορθώσουν να βγούν από την πόλη. … Σε δύο περιπτώσεις, όπου οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει πολυβόλα και ήλεγχαν μεγάλους τομείς χωρίς να είναι κανένας σε θέση να διαφύγει από τα πυρά τους, ανέλαβε ο ίδιος ο Υπολοχαγός Βασίλειος Ροκκάς, όπου προσεγγίζοντάς τα μόνος του εξουδετέρωσε τα πολυβολεία ρίπτοντάς τους χειροβομβίδες και αποτελειώνοντας τους υπηρέτες τους με το φορητό του οπλισμό.» («Οι Αδικαίωτοι», σελ. 326-335).
Figure 5 Ο Σ/χης ε.α. Βασίλειος Ροκκάς (φωτογραφία του 1989, πηγή: Politically Incorrect )
Από τους υπερασπιστές της ανεγειρόμενης οικοδομής, μόλις έξι διασώθηκαν και έφτασαν στο Στρατόπεδο της 33ης Μ.Κ. στο Πέλα Παϊς. Άλλοι δύο αιχμαλωτίστηκαν και αφέθησαν ελεύθεροι μετά από μήνες. Τα οστά των καταδρομέων και των εθνοφρουρών που έπεσαν στη μάχη αυτή, αναζητούνται ακόμη σε ομαδικούς τάφους της Κερύνειας η/και σε φρεάτια πολυκατοικιών[iv] που ανηγέρθησαν έκτοτε στην περιοχή της μάχης …
Διάβασα πρώτη φορά για την «μάχη της πολυκατοικίας» στην Κερύνεια και την ηρωική έξοδο των πρωταγωνιστών της, πολλά χρόνια πριν – πριν ακόμη εκδοθεί η μαρτυρία του Υπολοχαγού Κ. Αργυρόπουλου, υπήρχαν σκόρπιες περιγραφές εδώ κι εκεί. Έκτοτε, εχω διαβάσει πολλές φορές για το συγκεκριμένο περιστατικό. Δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να μην σκεφτώ ότι η συγκλονιστική αυτή μάχη του Αττίλα Ι, αποτελεί την περιεκτικότερη και πλέον αποστομωτική απάντηση σε όσους δεν έπαυσαν να διασπείρουν, από το 1974 και μετά, απαξιωτικές κρίσεις για την πολεμική προσπάθεια των Ελληνοκυπρίων υπερασπιστών του Νησιού και των Ελλαδιτών αξιωματικών τους. Οι 39 αξιωματικοί, καταδρομείς και εθνοφρουροί που οχυρώθηκαν στην ανεγειρόμενη οικοδομή, μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους και να γλυτώσουν, είχαν ήδη ξεφύγει από τον κλοιό των Τούρκων. Δεν έφυγαν όμως. ‘Εμειναν εκεί, να δημιουργήσουν μία εστία αντίστασης στην οποία θα στηριζόντουσαν οι ενισχύσεις που – δεν μπορεί – θα έφταναν. Και όταν κυκλώθηκαν, αμύνθηκαν λυσσωδώς, αναμένοντας κάποια βοήθεια, από κάπου. Και όταν πιά είχαν όλα τελειώσει, δεν παραδόθηκαν – έκαναν έξοδο και έφυγαν μαχόμενοι προς την ελευθερία. Είναι διδακτικό να σκέφτεται κανείς αυτές τις σκηνές όταν ακούει κάποιους βολεμένους Ελλαδίτες να αποφαίνονται πως η Κύπρος χάθηκε επειδή «οι Κυπριοι στρατιώτες και οι Ελλαδίτες αξιωματικοί δεν πολέμησαν». Είναι ντροπή, αλλά η εξήγηση δεν είναι δυσδιάκριτη, θα την συναντησει ο αναγνώστης παρακάτω.
Figure 7 Στη Λέσχη της 33ης ΜΚ (από αριστερά προς τα δεξιά): 1) Ο Ανθλγός Κ. Χριστοφίδης Κωνσταντίνος (Νεκρός), 2) Ο Τχης Γ. Κατσάνης (Νεκρός)), 3) Ο Ανθλγός Λ. Κακκουλής Λάμπρος (Βαρέως Τραυματισθείς) 4) Ο Λοχαγός Ευ. Μαντζουράτος Ευάγγελος (τραυματίας) και 5) Ο Υπλγός Β. Ροκκάς (η εξαιρετική φωτογραφία εχει αντληθεί από πρόσφατη συνέντευξη του Β. Ροκκά στο πολύ ενδιαφέρον site Politically Incorrect, ενώ διατηρήσαμε σε γενικές γραμμές και την περιγραφή της).
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια – πάνω από δέκα – από εκείνο το φθινοπωρινό μεσημέρι του Νοεμβρίου, που μπήκα στο Δημοτικό Σχολείο των παιδιών μου για να τα παραλάβω μετά το πέρας των μαθημάτων τους. Στον προθάλαμο του Σχολείου, υπήρχαν μερικά tableaux στα οποία οι δασκάλες και οι δάσκαλοί τους είχαν αναρτήσει εκθέσεις, σκίτσα και ζωγραφιές των παιδιών για την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, που είχε εορτασθεί εκείνες τις ημέρες. Μου τράβηξαν το ενδιαφέρον και έσπευσα να τα περιεργαστώ και να τα διαβάσω.
Παρενθετικά εδώ, και για να αποφύγω οποιαδήποτε παρεξήγηση, θα διευκρινίσω πως με βρίσκουν αντίθετο οι προσπάθειες απόδόμησης της εξέγερσης του 1973. Από πεποίθηση, είμαι αντίθετος στην αποδόμηση των ιστορικών γεγονότων, όπως είμαι αντίθετος και στην τεχνητή τους διόγκωση – συνήθως αυτές οι διεργασίες διαδέχονται η μία την άλλη, εξυπηρετώντας πολιτικές στοχεύσεις της συγκυρίας. Η εξέγερση του Νοεμβρίου 1973 υπήρξε σπουδαίο γεγονός, από τις κορυφαίες στιγμές της επτάχρονης δικτατορίας, και θα πρέπει κάποια στιγμή να λάβει τις πραγματικές της διαστάσεις που είναι – στην ουσία τους – εξαιρετικά σημαντικές. Πέραν πάσης αμφιβολίας, αξίζει τιμή και έπαινος στα νεαρά παιδιά πού αψήφισαν τους κινδύνους της σύγκρουσης με τη στρατιωτική δικτατορία και εξεγέρθηκαν προτάσσοντας τα ιδανικά τους για την Δημοκρατία και την Πατρίδα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εξεγερμένων αποδύθηκε με αξιοπρέπεια, μετά το 1974, στον αγώνα για πρόοδο και προκοπή και οι ύστερες «κατάρες» για την «γενιά του Πολυτεχνείου» – που εχουν αυξηθεί στα χρόνια της χρεωκοπίας, δεν τους αγγίζουν. Κατά τη γνώμη μου δε, ακέραιος παραμένει ο έπαινος και η τιμή και για όσους «επωνύμους» της εξέγερσης γοητεύθηκαν από τη σαγήνη της εξουσίας, «τσαλαβούτηξαν» στις «χαρές» της, «έμαθαν τα malt whiskies και τις γκόμενες» (όπως λέγεται ότι είπε κάποτε, ένας εξ αυτών) και πέρασαν ήσυχα στο περιθώριο της Ιστορίας. Πολύ σπάνια διαφωνώ με τη λαϊκή σοφία, αλλά ποτέ δεν πείσθηκα για την καθολική ισχύ της παροιμίας που βεβαιώνει πως «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Κάθε γεγονός, διατηρεί την αξία του.
Figure 8 Εικόνες από το πικρό καλοκαίρι του 1974 – πιθανώς από το Στρατόπεδο ΕΛΔΥΚ (πηγή: διαδίκτυο)
Επανέρχομαι στην αφήγησή μου. Διάβαζα με περιέργεια τα κείμενα των μικρών μαθητών του Δημοτικού. Η ζωηρή παιδική φαντασία συνέθετε έντονες εικόνες που παρέπεμπαν περισσότερο στο Stalingrad του 1942 και στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν του 1989, και λιγότερο στην οδό Πατησίων του 1973. Κάποιες εκθέσεις περιέγραφαν σκληρές μαχες, σώμα με σώμα, εντός των κτιρίων του πολιορκημένου Μετσοβίου, όπου οι φοιτητές υπερασπιζόντουσαν ηρωικά τα αμφιθέατρα και τις αίθουσες διδασκαλίας απέναντι σε εισβολείς με μάλλον ακαθόριστη ιδιότητα – πρέπει να ήταν δύσκολο ακόμη να διακρίνουν οι μικροί μαθητές ανάμεσα στην Αστυνομία και τις στρατιωτικές δυνάμεις. Στις περισσότερες εκθέσεις, θα διάβαζε κανείς για τραυματίες φοιτητές που πέθαιναν αβοήθητοι, αιμορραγώντας, στη διάρκεια αυτής της μάχης εντός του Πολυτεχνείου. Σε κάποια κείμενα (αλλά και σε ζωγραφιές) υπήρχε η εικόνα των φοιτητών που πάσχιζαν να σταματησουν με το σώμα τους τα άρματα που επήλαυναν εντός του Πολυτεχνείου, ισοπεδώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι σφαίρες των ελεύθερων σκοπευτών (πού όντως έδρασαν στο Πολυτεχνείο το 1973 και δικό τους αποτέλεσμα είναι ο κατάλογος των νεκρών, αλλά περιέργως δεν γνωρίζουμε τίποτα ουσιαστικό για τη δράση τους) έπεφταν σαν το «χαλάζι» στις παιδικές εκθέσεις, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας τους φοιτητές. Μάλιστα σε κάποια απολαυστική έκφραση της παιδικής υπερβολής, ένας εξεγερμένος τραυματιζόταν ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο με την τηνοικογένεια του – προφανώς, η ηλικία του μικρού «ανταποκριτή» δεν επέτρεπε μία ξεκάθαρη εικόνα του ιστορικού χρόνου σε ό,τι αφορά στην εξέλιξη της τηλεφωνίας.
Figure 9 Ο Λοχαγός Σωτήριος Σταυριανάκος της ΕΛΔΥΚ
Παρατηρούσα επί ώρα, με ενδιαφέρον την χαριτωμένη παιδική υπερβολή που ξεχείλιζε, μαζί με την ειλικρινή και αναπόφευκτη συγκίνηση των μικρών μαθητών. Χωρίς όμως να το θέλω, με πλημμύρισαν εκείνη τη στιγμή κάποια βασανιστικά ερωτήματα. Αναρωτήθηκα αν θα ακούσουν ποτέ οι μικροί μαθητές τα ονόματα που διάβασε ο αναγνώστης σε αυτο το άρθρο, αν θα μάθουν το συγκλονιστικό έπος των υπερασπιστών της Κερύνειας. Αναρωτήθηκα, αν η μικρή μαθήτρια και ο μικρός μαθητής που έγραψαν για τον φοιτητή που προσπαθούσε να σταματήσει το άρμα με το σώμα του, θα ακούσουν ποτέ για τον Λοχαγό της ΕΛΔΥΚ Σωτήρη Σταυριανάκο. Που τον θέρισε σαν στάχυ η ριπή του Τουρκικού άρματος στις 16 Αυγούστου του 1974, ενώ εφορμούσε ακάλυπτος για να σκοτωσει με το περίστροφό του τον επικεφαλής της ίλης αρμάτων που είχε ήδη φτάσει στα ορύγματα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Αν θα μάθουν ποτέ για τον ανώνυμο μαχητή της ΕΛΔΥΚπου βγήκε έξαλλος από το όρυγμά του, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά του, και εκτόξευσε με λύσσα το κράνος του πρός το Τουρκικό άρμα μάχης που ερχόταν προς το μέρος του – το κράνος του, ήταν το μόνο «όπλο» τού είχε μείνει. Αν θα μάθουν για τους ηρωικούς υπερασπιστές του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ που το υπερασπίστηκαν μονοι και αβοήθητοι, εκατοστό προς εκατοστό, απέναντι στην Τουρκική πλημμυρίδα του δεύτερου Αττίλα – και τα οστά τους, τα ψάχνει ακόμη η Επιτροπή Αγνουμένων στα πηγάδια και τις ρεματιές της Κύπρου.
Αναρωτήθηκα αν οι μαθητές που έγραφαν για τους τραυματίες που αιμορραγούσαν στο Μετσόβιο, θα ακούσουν για τον ανώνυμο καταδρομέα της 33ης Μ.Κ. που οχυρώθηκε στην ανεγειρόμενη οικοδομή της Κερύνειας, πολέμησε γενναία, και πρός το τέλος της μάχης, μέσα σε μία φρικτή ατμόσφαιρα από τη σκόνη, τον καπνό, τις εκρήξεις, τις καμμένες σάρκες και τα διαμελισμένα κορμιά των συμμαχητών του, γύρισε «με θλιμμενο βλέμμα, κοιτάζοντας την ανοιγμένη του κοιλιά»[v] προς τον Υπολοχαγό Βασίλειο Ροκκά, λέγοντας: «Δεν θα γυρίσω σπίτι. Συγχωρήστε με». Και έμεινε εκει, μαζί με τους αλλους νεκρούς υπερασπιστές της Κερύνειας, οδοδείκτης για όλους εμάς.
Αναρωτήθηκα αν θα ακούσουν ποτέ οι μικροί μαθητές τη συγκλονιστική ιστορία που κρύβει το όνομα του Κατσάνη, του Μπούτου, του Μουζάκη, του Χατζηδάκι, του Παναγόπουλου, του Συμεωνίδη, του Παπαλαμπρίδη, του Τσώνου, του Κέντρα, του Παπαλάμπρου και όλων αυτών που έδωσαν τον αγώνα τον καλό, σε εκείνο το μαυρό και πικρό καλοκαίρι της Κύπρου.
Με αυτές τις σκέψεις, ολοκλήρωσα την περιδιάβασή μου στις «ανταποκρίσεις» των μικρών δημοσιογράφων από το Πολυτεχνείο του 1973 και απομακρύνθηκα προσπαθώντας να καταπνίξω μέσα μου την ενοχλητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Που την ξέρει και ο αναγνώστης, την ξέρουμε όλοι μας. Όχι, κανένα από αυτά τα παιδιά δεν θα ακούσει ποτέ τα ονόματα που διαβάσατε σε αυτο το άρθρο, ούτε τις συγκλονιστικές περιγραφές για τις μάχες εκείνου του πικρού, προδομένου καλοκαιριού της Κύπρου[vi]. Επειδή, αν μάθει, αν ακούσει, θα αναρωτηθεί γιατί αφέθηκαν όλοι αυτοί να μάχονται αβοήθητοι, παρά τα επιτελικά σχέδια, παρά τις επιταγές της Ελληνικής Ιστορίας. Θα αναρωτηθεί γιατί αφέθηκαν ατιμώρητοι αυτοί που άνοιξαν την Κερκόπορτα στο Πεντεμίλι της Κερύνειας. Επειδή, αν μάθει, ίσωςαντιληφθεί ποιά είναι αυτή η «αόρατη» – αλλά παράξενα ψηλαφητή – δύναμη που ακόμη και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, ωθεί αξιόλογους – κατά τα άλλα – ανθρώπους να εκτίθενται άκομψα, πασχίζοντας να εξαγνίσουν το τυμπανιαίο πτώμα της Μεταπολίτευσης και να αποδώσουν άσπιλη στην Ιστορία τη δημόσια εικόνα των πρωταγωνιστών της[vii].
Η 22α Ιουλίου 1974 είναι μία πικρή, σημαδιακή ημέρα για την Ελληνική Ιστορία. Η Ελληνική κοινωνία όμως, σε Ελλάδα και Κύπρο, θα πρέπει όμως να είναι περήφανη για όσα διαδραματίστηκαν περί την Κερύνεια εκείνη την ημέρα, για το θάρρος και τον ηρωισμό των προδομένων παιδιών της.
Τους ήρωες αυτούς, τους έχουμε ξεχάσει. Όμως, αργά η γρήγορα θα πάρουν τη θέση που τους αξίζει στην Ιστορία.
Ὃταν θὰ θὲλουν οἱ Ἓλληνες νὰ καυχηθοῦν,
«Τέτοιους βγάζει τὸ ἔθνος μας» θά λένε
γιὰ σᾶς. Ἒτσι θαυμάσιος θἆναι ὁ ἒπαινός σας.
[i] Στη φωτογραφική σύνθεση που αποτελεί το «εξώφυλλο» του άρθρου: Αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης (άνω αριστερά), Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσιάκκας (κάτω αριστερά), Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας (άνω δεξιά), Υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης (κάτω δεξιά). Στο background, φωτογραφία του λιμανιού της σκλαβωμένης Κερύνειας. Οι φωτογραφίες έχουν αντληθεί από το διαδίκτυο.
[ii] Επίσης, σημαντική δουλειά εχει κάνει ο Κων/νος Δημητριάδης που διέσωσε τη μαρτυρία του Αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Σταυρουλόπουλου, στο βιβλίο «Το Χρονικό της Μάχης της ΕΛ.ΔΥ.Κ.» (Εκδόσεις Πελασγός, 2016). Ο Αν/χης Σταυρουλόπουλος διηύθηνε την επική μάχη του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στον Αττίλα ΙΙ, στην οποία αναφερόμαστε και στο παρόν άρθρο.
[iii] Είναι εντυπωσιακό δε, πως δεν υπήρξε αργότερα καμμία αναθεώρηση του σχεδίου και των διαταγών, υπό το φώς των πληροφοριών για την Τουρκική δύναμη που είχε ξεκινήσει από το πρωί να αποβιβάζεται στην περιοχή. Το κλιμάκιο Κερύνειας της Ελληνικής ΚΥΠ μετέδιδε τις πληροφορίες για την αποβίβαση του δεύτερου κύματος της Τουρκικής αποβατικής δύναμης σε πραγματικό χρόνο, περίπου όπως μεταδίδεται στο ραδιόφωνο ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Εις μάτην βέβαια, και τα συμπεράσματα είναι μάλλον αναπόφευκτα για τις πραγματικές προθέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας σε Ελλάδα και Κύπρο.
[v] «Οι Αδικαίωτοι», σελ. 327.
[vi] Ο μέσος «προοδευτικός» πολίτης της γενιάς του Πολυτεχνείου, ή της γενιάς της Μεταπολίτευσης (της δικής μου γενιάς), θα επιστρατεύσει σίγουρα το γνωστό επιχείρημα που «δικαιολογεί» γιατί οι ήρωες του Κυπριακού καλοκαιριού του 1974 δεν είναι (και δεν πρέπει να γίνουν) γνωστοί στα νέα παιδιά: «μα επειδή (κάποιοι εξ αυτών) συμμετείχαν στο άθλιο Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου!». Πρόκειται για ένα σαθρό επιχείρημα, από τα πιό υποκριτικά που έχω ακούσει ποτέ. Γνωρίζουμε πλέον πως οι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί και οι διοικητές των Μονάδων που συμμετείχαν στο Πραξικόπημα, διετάχθησαν ιεραρχικά γι’ αυτό (Στρ. Σταμάτη, «Κύριοι, πάτε για ύπνο», Δούρειος Ίππος, 2008). Η μαρτυρία είναι σαφής:
«Το εγχείρημα παρουσιάστηκε στους καταδρομείς και χαρακτηρίστηκε, ως κανονική στρατιωτική επιχείρηση, διαταχθείσα από το Ελληνικό Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, χωρίς να υπάρξουν συνωμοτικές μυήσεις, ενώ ουδέποτε ετέθη θέμα επιλογής για την συμμετοχή.» (Ομιλία Στρατηγού Ελευθέριου Σταμάτη σε εκδήλωση του Νοεμβρίου 2016 για τις επιχειρήσεις των Καταδρομών στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974)
Αξίζει να λεχθεί πως ο διοικητής μία Μονάδας Τεθωρακισμένων απαίτησε γραπτή διαταγή (σήμα) από το Αρχηγείο Στρατού (για να κινήσει την Μονάδα του στο πραξικόπημα), η οποία εκδόθηκε κανονικά και σίγουρα υπάρχει στον Φάκελλο της Κύπρου. Πώς είναι δυνατόν να τιμωρείς αυτούς που υπάκουσαν σε διαταγές και όχι αυτούς που τις εξέδωσαν; Πώς γίνεται να ασχημονείς σε βάρος αξιωματικών που έπεσαν μαχόμενοι επειδή υπάκουσαν σε (πραγματικά εγκληματικές) διαταγές και ταυτόχρονα να τιμάς τους δειλούς και άκαπνους που εξέδωσαν τις διαταγές αυτές, επιτρέποντάς τους να απολαμβανουν τιμές και προνόμια Στρατηγού μέχρι βαθέος γήρατος; Πρόκειται για γελοιότητα και παραλογισμό, για τον οποίο έχουμε γράψει ξανά, παλαιότερα (ενότητα: «Η συλλογική μας ενοχή» σε παλαιότερο άρθρο για το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου). Ο παραλογισμός είναι προφανής: ο μέσος «προοδευτικός» πολίτης θα καταδικάσει χωρίς δισταγμό τους «πραξικοπηματίες» αξιωματικούς – ακόμη κι αν έδωσαν τη ζωή τους, μαχόμενοι τον εισβολέα, αλλά δεν εξεγέρθηκε ποτέ για την υποκρισία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας που αρνήθηκε να δικάσει τους ιθύνοντες νόες του πραξικοπήματος και να τιμωρήσει τους ενόχους της τραγωδίας του 1974.
Και ένα σχόλιο, που επίτηδες αφέθηκε τελευταίο σε αυτή την υποσημείωση. Για την ιστορία, ας αναφέρουμε πως ακόμη και αυτό τα σαθρό και υποκριτικό επιχείρημα, ελάχιστους αφορά από τους ήρωες του 1974 των οποίων τα ονόματα διάβασε ο αναγνώστης σε αυτό το άρθρο. Ο Λόχος του Β. Ροκκά, με διαταγή του Διοικητή Καταδρομών Κύπρου, συμμετείχε στην επίθεση κατά του Συγκροτήματος «ΡΙΚ – Αρχηγείο Εφεδρικού Σώματος», όπου τραυματίστηκε ο Ταγματάρχης Ραυτόπουλος, Διοικητής της 31ης Μ.Κ. Το 251 Τ.Π. δεν κινήθηκε στο πραξικόπημα, υπάρχει όμως μαρτυρία που εμπλέκει τον Υποδιοικητή του, Ταγματάρχη Αλέξανδρο Μανιάτη σε βιαιοπραγίες στη Μητρόπολη Κυρηνείας. Δεν υπάρχει καμμία μαρτυρία περί εμπλοκής άλλων αξωματικών, από όσους αναφέραμε στο άρθρο. (Σημείωση: ο Τ/χης Α. Μανιάτης ανέλαβε τη διοίκηση της 31ης Μ.Κ. το βράδυ της 19ης Ιουλίου σε αντικατάσταση του Τ/χη Ραυτόπουλου και την οδήγησε στη επική καταδρομή στον Κοτζάκαγια). Τέλος, ο Υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης (κατά τη μαρτυρία του Ναυτικού Διοικητή Κύπρου Αντιπλοίαρχου Παπαγιάννη) ενεπλάκη στο Πραξικόπημα, κρατώντας εντός του Ναυτικού Σταθμού Κυρηνείας τους Εφεδρικούς που συνελάμβαναν οι πραξικοπηματίες..
[vii] Αν απορεί ο αναγνώστης ως προς το τι εννοούμε, ας διαβάσει το άρθρο του Καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου (ΕΚΠΑ): «Ο Αττίλας ΙΙ και η στάση της Ελλάδας» στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, και κατόπιν τις απαντήσεις των ιπταμένων της Πολεμικής Αεροπορίας που θα ανελάμβαναν δράση στην Κύπρο το 1974. Ας διαβάσει το άρθρο του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Βασιλείου Βρεττού στο περιοδικό «Στρατηγικόν»: «Αεροπορική Ισχύς και Κύπρος “Πόσο Μακριά Είναι η Κύπρος”;», και κατόπιν την απάντηση του σχολιαστή στο blog Belisarius – ίσως ένα από τα καλύτερα κείμενα που έχω ποτέ διαβάσει για το θέμα αυτης της σημείωσης. Και ας βγάλει, ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του. Ας μην ξεγελαστεί ο αναγνώστης από το γεγονός ότι οι αρθρογράφοι δίνουν έμφαση στον Αττίλα ΙΙ – κάτι που είναι ευεξήγητο. Αν διαβάσει προσεκτικά τα άρθρα, θα διαπιστώσει πως τα ίδια επιχειρήματα (σε ανατρiχιαστικό βαθμό) χρησιμοποίησαν οι γελοίοι αρχηγοί των επιτελείων και ο Μπονάνος για να αφήσουν αβοήθητη την Κύπρο στον Αττίλα Ι. Και όλα αυτά, αφήνουν αναπάντητα δύο αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία όχι μονο δεν θέτουν αλλά αποφεύγουν επιμελώς οι αρθρογράφοι: (1) γιατί αφέθηκαν οι ίδιοι αρχηγοί στο ΑΕΔ, στο Στρατό, στο Ναυτικό και στην Αεροπορία, και δεν αντικαταστάθηκαν προ του Αττίλα ΙΙ; (2) γιατί δεν τιμωρήθηκε κανείς για το πραξικόπημα και τον Αττίλα Ι. Ξαναλέμε: ο αναγνώστης, ας βγάλει τα συμπεράσματά του.