Κύπρος 1974 – Μαρτυρίες του τι εστί Τούρκος
Τρεις κοπέλες από το χωριό Άσσια μιλούν για όλα όσα βίωσαν το 1974.
Κάποια στιγμή δυο Τουρκοκύπριοι ήρθαν και στο δικό μας σπίτι. Ζήτησαν να τους δώσουμε λεφτά και όλα μας τα χρυσαφικά…
Είπαν και στην γειτόνισσα μας να πάει σπίτι της για να τους φέρει και τα δικά της. Άρπαξαν εμένα αλλά και μια ακόμη κοπέλα και με το όπλο να μας σημαδεύει στην πλάτη, μας πήγαν μέχρι το σπίτι της και αφού πήραν και τα δικά της, μας έφεραν πίσω, μόνο που στην επιστροφή,τα όπλα τους μας σημάδευαν στο κεφάλι.
Μετά που έφυγαν ήρθε ένας άλλος Τουρκοκύπριος που ήξερε τον πατέρα μου και τον ρώτησε «που είναι οι κόρες σου;» ο πατέρας μου δεν του απάντησε.
Εκείνος επέμενε, του έλεγε πως δεν έπρεπε να τον φοβάται, να του έχει εμπιστοσύνη και πως ποτέ δεν θα μας έκανε κακό. Ο πατέρας μου τότε μας φώναξε. Ήμασταν 6 κοπέλες και ήμασταν όλες κρυμμένες στον αχυρώνα.
Όταν μας είδε, μας ζήτησε χαρτί για να γράψει να μην μας ενοχλούν. Θα το έβαζε έξω από την πόρτα μας και κανένας Τούρκος δεν θα μας ενοχλούσε, έτσι μας είπε. Εμείς τον πιστέψαμε και του δώσαμε. Δεν έφτασε όμως να φύγει και άρχισαν να έρχονται Τούρκοι αλλά και Τουρκοκύπριοι.
Έπαιρναν με το ζόρι μια -μια κοπέλα, τις ανέβαζαν πάνω στα δωμάτια μας και τις βίαζαν. Εκείνες φώναζαν, παρακαλούσαν να τις αφήσουν, σπάραζαν στο κλάμα. Επειδή αντιστεκόντουσαν τις χτυπούσαν. Τις έβλεπα μετά που είχαν από τα χτυπήματα μαυρισμένα τα μάτια, βγαλμένους ώμους…
Κρυβόμουν σε μια γωνιά, έκλεινα τα αυτιά μου για να μην τις ακούω και προσευχόμουν. Έλεγα κάθε φορά κλαίγοντας «κάνε Θεέ μου να γλυτώσω και θα έρχομαι κάθε Κυριακή εκκλησία ή θα γίνω μοναχή».
Μετά μάθαμε ότι ο Τουρκοκύπριος στην κόλλα έγραψε «έχει κοπέλες στο σπίτι» και όχι «μην ενοχλείτε αυτό το σπίτι».
Έπρεπε να φύγουμε για να γλυτώσουμε, έτσι, κρυφά και από τοίχο σε τοίχο, πήγαμε σε ένα άλλο σπίτι. Η μητέρα μου ήθελε να με αφήσει εκεί και να φύγει. Μου είπε να μείνω μαζί με τις άλλες κοπέλες και σύντομα θα ερχόταν να με πάρει, όπως και έκανε.
Τότε δεν κατάλαβα γιατί με άφησε μόνη σε άλλο σπίτι. Δεν την ρώτησα ποτέ αλλά όταν μεγάλωσα κατάλαβα… Δεν μπορούσε, δεν άντεχε να βλέπει τις κόρες της στα χέρια των Τούρκων και να μην μπορεί να τις προστατεύσει.
Στο σπίτι που με πήγε, ήμασταν περίπου 60 γυναίκες και η μια από αυτές ήταν έγκυος. Τις περισσότερες μας έντυναν με μαύρα γεροντικά ρούχα για να μην καταλάβουν οι Τούρκοι ότι ήμασταν νέες.
Μια εικόνα που έμεινε έντονα στο μυαλό μου…
Κάποια στιγμή μπήκαν στο σπίτι τρεις Τουρκοκύπριοι και ο ένας άρπαξε ένα κορίτσι. Η μητέρα και η γιαγιά της άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε. Η έγκυος άρπαξε από το χέρι το κορίτσι και το τράβηξε προς το μέρος της για να το γλυτώσει.
Έβλεπα το κοριτσάκι να το τραβάει από το ένα χέρι ο Τουρκοκύπριος και από το άλλο η γυναίκα που όμως τελικά κατάφερε και την γλύτωσε από τα χέρια του. Την έσωσε!!! Εκείνος θυμωμένος έφυγε.
Μετά από λίγο ήρθαν τέσσερις Τούρκοι και μας έκαναν νόημα να βγούμε όλες έξω. Μας έβαλαν να σταθούμε σε μια σειρά και άρχισαν να πυροβολούν πάνω από τα κεφάλια μας και μπροστά από τα πόδια μας. Ήταν φανερό πως ήθελαν να μας τρομάξουν.
Μας πήγαν σε ένα άλλο σπίτι (εκεί βρήκα και τη μάνα μου) και κάποια στιγμή ήρθαν κάποιοι αξιωματικοί που στις τσέπες των σακακιών τους βλέπαμε ασημένια κουταλάκια και πιρουνάκια που προφανώς κλέψανε από τα προηγούμενα σπίτια.
Μας είπαν να πάμε στα σπίτια μας να πάρουμε ρούχα και ότι άλλο θέλουμε. Καθώς πήγαινα στο σπίτι μου, είδα πολλούς άντρες δεμένους να ανεβαίνουν στα φορτηγά. Ανάμεσα τους ήταν και ο θείος μου. Με κοίταξε στα μάτια σαν να με αποχαιρετούσε… Αυτοί οι άντρες είναι οι αγνοούμενοι μας.
Όταν πήγα στο σπίτι μου, το πρώτο που ήθελα να πάρω μαζί μου ήταν οι φωτογραφίες μας αλλά η μάνα μου δεν με άφησε. Μου είχε πει «κόρη μου που θα κουβαλάς τις φωτογραφίες και αν μας πάρουν στην Τουρκία;»
Στη συνέχεια, πήγαμε στην πλατεία. Μας έβαλαν στα λεωφορεία και μας έφεραν στις ελεύθερες περιοχές και συγκεκριμένα στο σχολείο του Αγίου Γεωργίου στη Λάρνακα. Εκεί μας είπαν πως θα μας δώσουν ρούχα, αλλά συνέβη το εξής απίστευτο που επίσης με πλήγωσε πολύ.
Κάποιοι συμπατριώτες μας δεν μας άφηναν να πάρουμε ρούχα αλλά τα έπαιρναν στην Λεμεσό και τα πουλούσαν. Δυστυχώς συνέβη και αυτό… Μέσα στον πόνο και τη δυστυχία, οι δικοί μας άνθρωποι βρήκαν τρόπο και τι τρόπο, να βγάλουν χρήματα.
Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω…
Τις φωνές και τα κλάματα των κοριτσιών που βίαζαν οι Τούρκοι, την γιαγιά 80 ετών που ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι και την βίασαν. Το βλέμμα του θείου μου… Τα τρομαγμένα μάτια της μάνας μου… Τον θόρυβο των τανκς… Τα πτώματα στους δρόμους…
Μύριζε θάνατο όλο το χωριό. Μου μένει ακόμη η οσμή των πτωμάτων που βρίσκονταν διάσπαρτα στους δρόμους. Είχαν καταστρέψει τα πάντα στο χωριό μας. Θεέ μου πώς να ξεχάσω…
Εκείνο το αγόρι που πυροβόλησαν και που νόμιζαν νεκρό αλλά εκείνο ήταν ζωντανό. Όλο το βράδυ φώναζε «νερό, νερό» κανείς όμως δεν τολμούσε να βγει έξω για να του πάρει, φοβόμασταν. Την επόμενη μέρα δυστυχώς πέθανε.
Είναι τόσες πολλές οι εικόνες, οι αναμνήσεις που μου σκοτώνουν τη ψυχή και δεν με αφήνουν να ηρεμήσω. Θυμάμαι που τα πρώτα δυο χρόνια δεν μπορούσα να κλάψω… πονούσα, έσφιγγα τα δόντια αλλά δεν έκλαιγα. Αυτή η “φωτιά” του πολέμου θα καίει τη ψυχή μου μέχρι να πεθάνω».
Η Ελένη αναφέρει:
«Ήμασταν από τους τελευταίους που έφυγαν από το χωριό γιατί δεν μπορούσαμε να μετακινήσουμε εύκολα την μητέρα μου, ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. Ήταν οκτώ άτομα, Τούρκοι αλλά και Τουρκοκύπριοι.
Με βίαζαν ο ένας μετά τον άλλο. Στο τέλος, ο αξιωματικός τους, με έβαλε να του κάνω στοματικό έρωτα. Δεν μπορούσα… Με χτύπησε και τρεις από αυτούς με πέταξαν έξω από το παράθυρο. Τραυματισμένη, αιμορραγούσα και ήμουν σχεδόν λιπόθυμη.
Μετά από αρκετή ώρα πέρασαν τα Ηνωμένα Έθνη. Με σκέπασαν με μια κουβέρτα και με πήγαν στο νοσοκομείο στη Λάρνακα. Ήθελα να πεθάνω αλλά δυστυχώς έζησα. Μακάρι να πέθαινα τότε… Δεν θα υπέφερα, δεν θα αιμορραγούσε η ψυχή μου τόσα χρόνια τώρα…».
Άλλη μια κυρία που ήταν 20 ετών τότε, αναφέρει:
«Στις 14 Αυγούστου 1974 έπεσε η Άσσια στα χέρια των Τούρκων.Όλα εμείς τα γυναικόπαιδα, ζήσαμε σε απάνθρωπες συνθήκες εκφοβισμού και καταπίεσης.
Τα τουρκικά στρατεύματα διαμόρφωσαν συνθήκες κόλασης… δολοφονίες, βιασμοί, καθημερινές λεηλασίες, παντού νεκροί καθώς και πολλά νεκρά ζώα να παραμένουν άταφα για μέρες. Η ατμόσφαιρα μύριζε παντού θάνατο, έναν θάνατο που ακόμα κουβαλάω μέσα μου…
Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό κρυφτήκαμε κάτω από τα δέντρα. Εκτός από τους γονείς και τις αδελφές μου, ήταν και μια γειτόνισσα με το κοριτσάκι της. Οι σφαίρες περνούσαν από δίπλα μας και η μητέρα μου φώναζε στον πατέρα μου «Θα μας σκοτώσουν, θα μας σκοτώσουν».
Καταφέραμε σιγά σιγά να προχωρήσουμε και να κρυφτούμε στον αχυρώνα ενός συγχωριανού μας. Εκεί μείναμε πέντε μέρες. Το νερό που υπήρχε κάποια στιγμή τελείωσε και ο πατέρας μου είπε πως έπρεπε να φύγουμε.
Φύγαμε βράδυ και πήγαμε στο σπίτι ενός γείτονα μας που έλειπε στο εξωτερικό. Εκεί μείναμε έξι μέρες. Κάποιος όμως από την γειτονιά που ήξερε ότι ήμασταν εκεί, μας φώναξε να παραδοθούμε. Όταν βγήκαμε από το σπίτι…
Τούρκοι στρατιώτες μας ζήτησαν να σταθούμε στη σειρά. Με τις αδελφές μου θυμάμαι προσπαθούσαμε να κρύψουμε τα πρόσωπα μας. Εκείνοι έβαλαν τα χέρια στην σκανδάλη και ήταν έτοιμοι να μας πυροβολήσουν. Ήρθε όμως ένας Τουρκοκύπριος και τους είπε να σταματήσουν.
Εγώ από το φόβο μου κρατούσα την αναπνοή μου και με το που κατέβασαν τα όπλα άρχισα με μεγάλη δυσκολία να αναπνέω. Ο φτωχός ο πατέρας μου προσπαθούσε αρκετά λεπτά μέχρι να με συνεφέρει.
Στη συνέχεια, μας πήγαν στην πλατεία του χωριού. Εκεί ήταν πολλοί συγχωριανοί μας. Εκείνοι μας χώρισαν, αλλού άνδρες και αλλού τα γυναικόπαιδα. Εμένα μαζί με τις αδελφές μου, την μητέρα μου αλλά και άλλες κοπέλες μας πήγαν σε ένα σπίτι. Τότε αρχίζει ο χειρότερος εφιάλτης…
Σε εκείνο το σπίτι υπήρχε πίσω ακόμα ένα μικρό σπιτάκι, ήταν σαν αποθήκη και μερικές μεγαλύτερες γυναίκες μας συμβούλεψαν να κρυφτούμε εκεί. Πήγαμε οκτώ κοπέλες. Από εκεί όμως ακούγαμε τι συνέβαινε στο σπίτι…
Λίγη ώρα αργότερα, ακούσαμε ένα λαντρόβερ να έρχεται και μετά φωνές και κλάματα. Αυτό γινόταν κάθε φορά…
Έπαιρναν κοπέλες μαζί τους, τις βίαζαν και μετά από αρκετή ώρα τις έφερναν πίσω. Επειδή αντιστεκόντουσαν τις χτυπούσαν, άλλες στο πρόσωπο και άλλες στο σώμα.
Κάθε φορά έκλεινα τα αυτιά μου για να μην τις ακούω. Έκλαιγα και από το φόβο μου κρατούσα την αναπνοή μου.
Μετά ερχόντουσαν και μας έφερναν νερό αλλά δεν θέλαμε καμιά να πιούμε επειδή κάποιες που ήπιανε αρρωστήσανε. Όσες ήμασταν στην αποθήκη, τρέμαμε μη μας βρουν οι Τούρκοι.
Μετά από τέσσερις μέρες,
Ήρθαν οι Τούρκοι και μας είπαν πως έπρεπε να φύγουμε. Πρώτα περάσαμε από έλεγχο και μάλιστα Τουρκοκύπριες που ήταν ντυμένες στρατιωτίνες, μας άρπαξαν ότι χρυσαφικό είχαμε πάνω μας και στη συνέχεια μας έβαλαν μέσα σε λεωφορεία. Σχεδόν σε όλη την διαδρομή,
Τουρκοκύπριες βγήκαν στους δρόμους και χτυπούσαν με ξύλα τα λεωφορεία και φώναζαν να μας σκοτώσουν. Κάποια στιγμή αλλάξαμε λεωφορείο – αυτή τη φορά ήταν από τη συνοδεία των Άγγλων. Στη συνέχεια μας έφεραν στην Λάρνακα και συγκεκριμένα στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου.
Ήμασταν οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ασσιώτες που έφτασαν στις ελεύθερες περιοχές. Όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο καθίσαμε κατάχαμα στην αυλή του σχολείου και κλαίγαμε με λυγμούς.
Τι συνέβη με τον πατέρα μου…
Ο πατέρας μου ήταν 50 ετών τότε και ήταν ανάμεσα σε εκείνους που… έδωσαν εντολή να τους «φορτώσουν στο τρένο»… Όταν έλεγαν «φορτώστε τους στο τρένο» σήμαινε «εκτελέστε τους αιχμαλώτους».
Εξάλλου όλοι ήξεραν ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε τρένα. Μαζί με άλλους αιχμάλωτους τον πήγαν στην περιοχή Ορνίθι και τον πέταξαν ζωντανό σε ένα πηγάδι. Μετά ένας Τουρκοκύπριος μας είπε ότι όταν τους πετούσαν γελούσαν και το διασκέδαζαν.
Ο πατέρας μου πέθανε από ασφυξία. Βρέθηκε και ταυτοποιήθηκε με την μέθοδο του DNA το 2014.
Από τότε έχει φωλιάσει ο φόβος στη ψυχή μου και έχω κλειστοφοβία. Με όλες εκείνες τις κοπέλες… ποτέ δεν μιλήσαμε για το παραμικρό.
Ο πατέρας μου πέθανε από ασφυξία. Βρέθηκε και ταυτοποιήθηκε με την μέθοδο του DNA το 2014.
Από τότε έχει φωλιάσει ο φόβος στη ψυχή μου και έχω κλειστοφοβία. Με όλες εκείνες τις κοπέλες… ποτέ δεν μιλήσαμε για το παραμικρό.