Η πολιτική και στρατιωτική πίεση του Πεκίνου στην Ταϊβάν έχει αυξηθεί σημαντικά, και ορισμένες δηλώσεις ανώτερων Κινέζων Αξιωματούχων υποδηλώνουν μια αυξανόμενη «ανυπομονησία» για επανένωση. Ουδείς όμως πιστεύει ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να ακολουθηθεί το μοντέλο του Χονγκ Κονγκ. Αντίθετα, σύμφωνα με τις δικές μας πληροφορίες, η Κίνα θέλει οπωσδήποτε να απαντήσεις τις προσπάθειες των ΗΠΑ να την περιθωριοποιήσουν και ακόμα χειρότερα, να μετατρέψουν την Ταϊβάν σε μία εστία απειλής. Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν καταγγείλει τον κίνδυνο μετατροπής της Ταϊβάν σε μία τεράστια στρατιωτική βάση των ΗΠΑ. Εξέλιξη που φυσικά θα αποτελεί μέγιστη απειλή για την ασφάλεια της Κίνας.
Αυτές οι εξελίξεις πυροδότησαν μια αμερικανική συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μακροχρόνιων πολιτικών των ΗΠΑ. Αλλά αν και πώς θα πρέπει να προσαρμόσουν την πολιτική των ΗΠΑ, ώστε να μην εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εκτιμήσεις των κινήτρων και των προθέσεων του Πεκίνου.
Οι παράγοντες όμως μίας τέτοιας αλλαγής πολιτικής από την πλευρά των ΗΠΑ, και δεν μιλάμε φυσικά για αποκλιμάκωση, διότι είναι εμφανής η πρόθεση του Τζο Μπάιντεν να συνεχίσει την πίεση στην Κίνα η οποία είχε ξεκινήσει από τον προκάτοχό του Ν. Τραμπ
Τα ενδεχόμενα λοιπόν που μπορούν να επηρεάσουν, ακόμα και να οδηγήσουν σε παγκόσμια σύρραξη, συνδέονται με συγκεκριμένα ερωτήματα : Έχουν σταματήσει οι Κινέζοι ηγέτες την προσπάθεια για ειρηνική επανένωση; Ή μήπως στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ποτέ τέτοια πρόθεση;
Είναι πιθανό να επιτεθούν στην Ταϊβάν όταν αισθανθούν μια ευνοϊκή στρατιωτική ισορροπία; Ή αντιδρούν σε αντιληπτές δράσεις της Ταϊβάν και της Αμερικής ενώ αναζητούν αφορμές για να αναλάβουν στρατιωτική δράση κατά της Ταϊβάν;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Ότι εάν οι κινέζοι έχουν στα χέρια τους πληροφορίες Έστω και για ενδεχόμενο μεταφοράς αμερικανικών δυνάμεων και όπλων στην Ταϊβάν, όπλων που φυσικά μπορούν να απειλήσουν το Πεκίνο, τότε η εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.