Του Γεωργίου Παπασίμου
Όταν το τουρκικό καθεστώς διαπίστωσε ότι η υπερεπέκταση στην οποία προχώρησε την προηγούμενη διετία (εισβολή στο Ιράκ και τη Συρία, παράνομη συμφωνία με τη Λιβύη (παράνομες έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ στη περιοχή του Καστελόριζου, παράνομες γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου, αγορά των S-400 από την Ρωσία) δημιούργησε αντιδράσεις σε κάποιες δυτικές χώρες (ΗΠΑ για τους S-400, Γαλλία-Αυστρία για την επέκταση στη Λιβύη και στη Βόρεια Αφρική και στη χειραγώγηση των ισλαμιστικών κινήσεων στις χώρες αυτές), σε συνδυασμό με την εξ αντανακλάσεως αντίδραση της Ελλάδος, μέσω της δημιουργίας συμμαχιών με αντι-τουρκικό πρόσημο, ακολουθώντας την παραδοσιακή και διαχρονική διπλωματική πονηρία της, προέβη σε τακτική αναδίπλωση.
Εμφάνισε δηλαδή ένα πιο ήπιο πρόσωπο, χωρίς όμως να αποστεί στο παραμικρό από τις στρατηγικές της επιδιώξεις, προκειμένου να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της, που είναι αφενός η υπερκέραση των αντιδράσεων διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, έχοντας σε αυτό καθοδηγητή τη Γερμανία και αφετέρου η «αναίμακτη» διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, υπό την νέα διοίκηση Μπάιντεν.
Ήδη, αυτή η τουρκική αναδίπλωση επέφερε σημαντικές επιτυχίες σε αυτήν. Για παράδειγμα, η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της Ε.Ε., η οποία σημειωτέον αποτελούσε τη συνέχεια των τρίμηνων αναβολών, που επέβαλε η Γερμανία από το προηγούμενο καλοκαίρι, όπου για πρώτη φορά είχε τεθεί το ζήτημα σοβαρών κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, όχι μόνο δεν ομιλεί για κυρώσεις σε βάρος της, αλλά αντιθέτως αποτελεί θετικό χάδι στον εν δυνάμει τουρκικό επεκτατισμό και εισιτήριο για περαιτέρω οικονομική ενίσχυση.
Από την άλλη πλευρά, η συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν, στη πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ, αποτέλεσε την απαρχή διαπραγματεύσεων των δύο αυτών χωρών, με προφανή στόχο την προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν έναντι ανταλλαγμάτων την Τουρκία στο δυτικό άρμα έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, που αποτελεί τον στρατηγικό αντίπαλο της Δύσης.
Έτσι παρά τα εσωτερικά δημόσια φληναφήματα των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, περί δήθεν ισχυρής συνεργασίας Ελλάδος και ΗΠΑ, στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι, λόγω του εξαρτημένου και ψοφοδεούς χαρακτήρα του πολιτικού προσωπικού της χώρας, να μετατρέπεται αυτή σε αποκλειστικό γρανάζι των ΗΠΑ και έτσι σε εν δυνάμει «Ιφιγένεια» έναντι των πιθανών ανταλλαγμάτων της Τουρκίας για τη, παραμονή της στο δυτικό στρατόπεδο.
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη και αντικειμενική πραγματικότητα, η Ελλάδα, η οποία βρέθηκε στο προηγούμενο διάστημα να απειλείται ευθέως με πολεμική σύρραξη από το επιθετικό τουρκικό καθεστώς και την ελπιδοφόρα αρχικά αναγκαστική αντίδραση της, είναι η ίδια που έδωσε το πράσινο διαβατήριο στην Τουρκία και στον Ερντογάν να εμφανίζεται ως «αθώα περιστερά», που επιθυμεί δήθεν διάλογο και καλές σχέσεις με στόχο τη θετική ατζέντα με την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Οι δηλώσεις Μητσοτάκη και Ερντογάν μετά τη συνάντηση τους στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, περί συμφωνίας για ήρεμο καλοκαίρι, και η προηγηθείσες συναντήσεις των αντιπροσωπειών των δύο χωρών και των επισκέψεων Δένδια – Τσαβούσογλου σε Άγκυρα και Αθήνα, προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Τουρκία, αφού η χώρα μας μετετράπη σε ιδανικό παίχτη για απενοχοποίηση της τουρκικής επιθετικότητας και την διευκόλυνση της στους διπλωματικούς της στόχους.
Είναι μάλιστα τραγικό ότι στην δημοσιοποιηθείσα δήθεν συμφωνία για «ήρεμο» καλοκαίρι, απουσιάζει η Κύπρος σαν αυτή να μην αποτελεί τμήμα του Ελληνισμού, αφού είναι δεδομένο ότι η Τουρκική απειλή αφορά συνολικά τον άξονα Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος, Ανατολική Μεσόγειος. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Τουρκίας, ο Ερντογάν θα μεταβεί στη Μεγαλόνησο στη μαύρη επέτειο της τουρκικής εισβολής, εγκαινιάζοντας τη στρατιωτική βάση με drones στα κατεχόμενα και θα επιχειρήσει το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου.
Πρόκειται για ενδημική ελληνική πολιτική ύπνωση έναντι της Τουρκικής απειλής, αφού είναι βέβαιο ότι η Τουρκία μόλις πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της (οικονομική ενίσχυση από την Ε.Ε., αποφυγή κυρώσεων, και διαμόρφωση νέων σχέσεων με τις ΗΠΑ) και όταν ενδυναμωθεί στον οικονομικό τομέα, αλλά και στον εντεινόμενο στρατιωτικό της εξοπλισμό (παραλαβή υποβρυχίων Type 2014 από τη Γερμανία, στην οποία έχουν κοπάσει πλέον οι οποιεσδήποτε αντιδράσεις για την παράδοση τους, ολοκλήρωση του αεροπλανοφόρου Anatolu στα ισπανικά ναυπηγεία κλπ) είναι βέβαιο ότι θα επανέλθει δριμύτερη σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου.
Και αυτό γιατί οι πραγματικοί μακροπρόθεσμοι στόχοι της, είναι η δορυφοροποίηση και η φιλανδοποίηση μας. Εξ’ ου και η ανάγκη ριζικής αλλαγής στην στρατηγική της χώρας μας σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.