Γιώργος Σωτηρέλης: Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία απέναντι στις προκλήσεις των καιρών

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κριτικές σκέψεις με αφορμή το βιβλίου του Προκόπη Παυλόπουλου «Το “μετέωρο βήμα” της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας» (Gutemberg, Αθήνα 2021).

A7048F25 B7A9 4997 8CA9 32F6BE421A79

Α. Είναι πανθομολογούμενο πλέον ότι η σύγχρονη Δημοκρατία διέρχεται μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση, στην βάση της οποίας βρίσκονται οι ραγδαίες εξελίξεις που σηματοδοτήθηκαν από την έκρηξη της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Αυτό το αναγνωρίζουν πλέον ακόμη και εκείνοι οι οποίοι, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, όχι μόνον «δεν ήκουσαν την βουήν των επερχόμενων γεγονότων», περιχαρακωμένοι στα θεωρητικά στερεότυπα του παρελθόντος, αλλά και αντιμετώπισαν με υπεροψία όσους έκρουαν από τότε τον κώδωνα του κινδύνου και ζητούσαν την δραστική και αποτελεσματική αντίδραση της πολιτικής απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ακρότητες της παγκοσμιοποίησης (που συνοψίζονται με τους όρους «αχαλίνωτος καπιταλισμός» και «φονταμενταλισμός των αγορών»). Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας αντιμετώπισης, από το σύνολο σχεδόν της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου, ήταν η νομικοπολιτική συζήτηση για την ευρεία πλην «άτολμη» και «άχρωμη» συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Πράγματι, η αναθεώρηση αυτή, παρά το ότι είχαν ήδη αναδειχθεί ανάγλυφα τα σχετικά προβλήματα (βλ. ιδίως Αρ. Μάνεση, Το Σύνταγμα στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ, Εκδ. Σάκκουλα,2007, σ. 113 επ., Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αντ. Σάκκουλας, 2000), κινήθηκε τελικά ερήμην των νέων δεδομένων, με αποτέλεσμα να αποδειχθεί πλήρως αναντίστοιχη με τις προκλήσεις των καιρών.

Β. Στην συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας, ως προς τους συνθέμελους κλυδωνισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από την νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα, συντέλεσαν ιδιαίτερα στην χώρα μας οι δύο αλλεπάλληλες κρίσεις που συνδέονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την παγκοσμιοποίηση. Η πρώτη, απότοκος της ασυδοσίας των τραπεζικών αγορών, είναι η οικονομική κρίση του 2008, η οποία έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα την χώρα μας, όχι μόνον λόγω των αναμφισβήτητων εσωτερικών μας παθογενειών αλλά και λόγω της ανάλγητης, υποκριτικής και άκριτα ενδοτικής, απέναντι στις γερμανικές πιέσεις, στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σταδιακά δε αποδείχθηκε μια συνολική κρίση τόσο του ελληνικού κράτους όσο και του εν γένει κοινωνικού μας σχηματισμού. Η δεύτερη, ακόμη και αν δεν οφείλεται κατά κάποιον τρόπο στην παγκοσμιοποίηση, επηρεάζεται πολλαπλώς από αυτήν. Πρόκειται για την κρίση της πανδημίας, η οποία ταλανίζει εδώ και καιρό ολόκληρη την ανθρωπότητα, ξεκινώντας μεν (για λόγους που ακόμη ερευνώνται) σαν υγειονομική κρίση αλλά προσλαμβάνοντας, στην συνέχεια, πολλά νέα χαρακτηριστικά, που την καθιστούν επίσης συνολική κρίση, τόσο διεθνώς όσο και στην χώρα μας.

Γ. Ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της θεωρίας του Δημοσίου Δικαίου που επηρεάσθηκε εντόνως από την οικονομική κρίση -και εν συνεχεία από την κρίση της πανδημίας- είναι ο τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Παρότι η διεύρυνση των ενδιαφερόντων του προς ζητήματα που άπτονται κατ’εξοχήν του Συνταγματικού Δικαίου είχε ξεκινήσει -ευδοκίμως- ήδη από την δεκαετία του ’90 και εντάθηκε με αφορμή την πρωταγωνιστική ενασχόλησή του, ως πολιτικού πλέον, με την αναθεώρηση του 2001, έπρεπε να ξεσπάσει η οικονομική κρίση του 2008 για να συνειδητοποιήσει το εύρος των νέων προβλημάτων και στην συνέχεια για να ενστερνισθεί πλήρως τις αγωνίες και τους προβληματισμούς ως προς τις δυσμενείς επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στο ευρωπαϊκό συνταγματισμό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κρίση αυτή αποτελεί ένα σημείο τομής στο έργο του. Όχι μόνον διότι ο προσανατολισμός του είναι πλέον κατά βάσιν το Συνταγματικό και όχι το Διοικητικό σκέλος του Δημοσίου Δικαίου αλλά και διότι σταδιακά εμβαθύνει ιδιαίτερα σε κρίσιμα πεδία του, αφ’ενός εμπλουτίζοντας και βελτιώνοντας θεαματικά τον θεωρητικό του προβληματισμό και αφ’ετέρου ριζοσπαστικοποιώντας την κριτική του απέναντι στις νέες πηγές διακινδύνευσης τόσο των φιλελεύθερων όσο και των κοινωνικών θεμελίων της σύγχρονης Δημοκρατίας.

Στα ζητήματα αυτά, μάλιστα, επανέρχεται με νέα ορμή μετά την λήξη της θητείας του, ως
Προέδρου. Παρότι στην πραγματικότητα δεν είχε εγκαταλείψει τον θεωρητικό προβληματισμό ούτε κατά την διάρκεια της θητείας του, η ενασχόλησή του με τα κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα του παρόντος είναι πλέον σχεδόν ακτιβιστική. Τα συνταγματικά αντίβαρα («αντηρίδες» όπως αρέσκεται να τα αποκαλεί), τα βαλλόμενα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι συνταγματικές επιπτώσεις της πανδημίας, η ένταση στις σχέσεις εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, η ποιότητα και η αντοχή των δημοκρατικών θεσμών είναι αντικείμενα συνεχούς και προσεκτικής θεωρητικής επεξεργασίας, στην οποίας κυριαρχεί πλέον το αμυντικό στοιχείο, η υπεράσπιση δηλαδή των κεκτημένων του εθνικού και ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.

Δ.Την σύνοψη αλλά και συνάμα την ολοκλήρωση αυτού του θεωρητικού προβληματισμού αποτελεί αναμφισβήτητα το έργο του «Το “μετέωρο βήμα”της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας», στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται πλέον συνολικά η κρίση της σύγχρονης Δημοκρατίας. Ειδικότερα:

Το Πρώτο Μέρος της μελέτης του ο συγγραφέας το αφιερώνει στην μαχητική υπεράσπιση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, της οποίας εμφανίζεται εκ προοιμίου ένθερμος θιασώτης. Η όλη επιχειρηματολογία του κινείται κατά βάσιν σε τρεις άξονες. Κατ’αρχάς επιχειρεί την θεωρητική πλαισίωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με πλούσιες αναφορές σε μια ευρύτατη γκάμα συγγραφέων, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά δεύτερον αναδεικνύει τις ιστορικές καταβολές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με προσεκτική αναγωγή σε συγκεκριμένους κρίσιμους σταθμούς των ευρωπαϊκών συνταγματικών εξελίξεων. Τέλος, επιδίδεται σε μια αναλυτική συγκριτική αξιολόγηση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, σε σχέση με την άμεση, αποδίδοντας αρκετά μειονεκτήματα στην δεύτερη σε όλα τα επίπεδα άσκησης της εξουσίας και προστασίας των δικαιωμάτων.

Το ισχυρό σημείο αυτού του Πρώτου Μέρους είναι αναμφίβολα το εύρος των γενικότερων γνώσεων σε συνδυασμό με την συνθετική ικανότητα του συγγραφέα, ο οποίος συνδιαλέγεται με άνεση -αλλά και με αδογμάτιστα εκλεκτικιστικό πνεύμα- με ένα ευρύτατο φάσμα ετερόκλητων θεωρητικών και ιστορικών στοιχείων, καταφέρνοντας να τα ενσωματώσει τελικά, έστω και με κάποιους δολιχοδρομικούς πλατειασμούς, σε έναν στέρεο νομικό συλλογισμό. Αντίθετα, ανοιχτή στην κριτική είναι μια γενικευμένη και μάλλον σχηματική ωραιοποίηση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ασφαλώς έχει δίκιο να θεωρεί αναμφίβολη την υπεροχή της, σε σχέση με την άμεση, όταν έχουμε να κάνουμε με εδαφικές επικράτειες που υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνες των πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας.

Το ίδιο ισχύει και ως προς την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων από την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, στο ευρύτερο πλαίσιο του σύγχρονου κράτους δικαίου, που της δίνει όντως ένα ακόμη σαφές και αναμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι το να αναγορεύεται η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία σε εξ ορισμού και εξ υπαρχής φρουρό και εγγυητή της εν γένει ελευθερίας, η απόσταση είναι μεγάλη και οι παρανοήσεις αναπόφευκτες. Ας δούμε γιατί:

Το πρώιμο συνταγματικό κράτος, όπως αποκρυσταλλώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, με την λήξη των ναπολεόντειων πολέμων, δεν καθιέρωνε την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όπως φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας, αλλά μια αντιπροσωπευτική ολιγαρχία, στην οποία δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής είχε μόνο το 10-20% των ανδρών (καθώς ψήφιζαν, με «τιμηματικά» -δηλαδή περιουσιακά και εισοδηματικά- κριτήρια, μόνο οι έχοντες και κατέχοντες της εποχής). Από αυτή την άποψη, η πολιτική συμμετοχή είχε παρόμοιους αποκλεισμούς με αυτούς των αρχαίων πόλεων-κρατών(στα οποία αποκλείονταν οι δούλοι και οι γυναίκες). Ακόμη όμως και ως προς την ατομική ελευθερία, το πρώιμο συνταγματικό κράτος δεν ήταν φιλελεύθερο αλλά αστικοφιλελεύθερο, αφού κατοχυρώνονταν μόνο τα οικονομικά δικαιώματα (δηλαδή αυτά που συνδέονταν με την επικράτηση της αστικής τάξης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) καθώς και εκείνα που είχαν αποκλειστικά ατομικιστικό χαρακτήρα και αποτελούσαν την αναγκαία βιόσφαιρα των οικονομικών (εξ ού και ο συνειδητός αποκλεισμός των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, καθώς και της ελευθερίας του Τύπου). Απόρροια δε μιας τέτοιας αντίληψης ήταν και το ότι στο πρώιμο συνταγματικό κράτος η αντιπροσωπευτική αρχή δεν συνδέθηκε ούτε με εργασιακά ούτε με κοινωνικά δικαιώματα. Χρειάσθηκε μια ακόμη μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση, του 1848, και στην συνέχεια μακρόχρονοι κοινωνικοπολιτικοί διεκδικητικοί αγώνες για να διευρυνθεί σταδιακά η αρχική κολοβή και ταξικά προσδιορισμένη ελευθερία και να φθάσουμε (ολοκληρωτικά μόνο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) στην κατοχύρωση μιας πραγματικής Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με καθολική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά (ισοπολιτεία) και με κατοχυρωμένα πλήρως τόσο τα ατομικά δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένων πλέον και των «επικίνδυνων» για την «καθεστηκυία τάξη» δικαιωμάτων ομαδικής δράσης) όσο και τα κοινωνικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, ιστορικά δεν υπήρξε μια Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ως «εκ γενετής» εγγυητής της ελευθερίας, όπως τονίζει με κάθε ευκαιρία ο συγγραφέας, αλλά ένα συνταγματικό κράτος στο οποίο, για πολλά χρόνια, το αντιπροσωπευτικό σύστημα ήταν ταυτισμένο με την επιβολή των θελήσεων και των συμφερόντων της -θριαμβεύσασας μετά την Γαλλική Επανάσταση- αστικής τάξης. Η συνάντηση της Δημοκρατίας με το αντιπροσωπευτικό σύστημα ήρθε πολύ αργότερα, και για να ακριβολογούμε επιβλήθηκε από το παγκόσμιο δημοκρατικό κίνημα, το οποίο επέβαλε πλήρως τελικά, με τα Συντάγματα της μεταπολεμικής περιόδου (και με καθυστέρηση 30 χρόνων στη χώρα μας), έναν δύσκολο αλλά αναμφισβήτητο θεσμικό μετασχηματισμό. Την αντικατάσταση της «αστικής» ή «φιλελεύθερης» από την (απλώς) συνταγματική -και βεβαίως αντιπροσωπευτική- Δημοκρατία, η οποία πράγματι έχει εξ ορισμού (και άρα χωρίς κανένα ταξικό ή ιδεολογικό πρόσημο) δημοκρατικό, φιλελεύθερο και κοινωνικό χαρακτήρα.

Κλείνω την παρουσίαση του Πρώτου Μέρους με την ειλικρινή απορία μου για την προσπάθεια του συγγραφέα να υποστηριχθεί η συμπόρευση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με τις βασικές αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας, τόσο γενικώς όσο και, ειδικότερα, ως προς την -κοινή- προάσπιση της ελευθερίας. Γνωρίζω και σέβομαι τις θρησκευτικές ευαισθησίες του αλλά η προσπάθειά του αυτή είναι οφθαλμοφανώς ατυχής (αλλά και εμφανώς αποκομμένη από την όλη λογική του βιβλίου). Όχι μόνον λόγω του ότι στην μακραίωνη πορεία του τόσο ο λόγος όσο και η πράξη των επίσημων Εκκλησιών των χριστιανικών δογμάτων ταυτίσθηκαν συχνά με θεοκρατικά («ελέω Θεού») αλλά και δικτατορικά καθεστώτα αλλά και διότι ακόμη και στο εσωτερικό της Εκκλησίας κάποιοι στοιχειωδώς δημοκρατικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί για την ανάδειξη των επισκόπων εγκαταλείφθηκαν προ πολλού. Ακόμη δε και η ρήση που αποδίδεται στον Χριστό («Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…») και δείχνει πράγματι μια προτροπή για ελεύθερη επιλογή, υπονομεύθηκε προκλητικά και εν τέλει αναιρέθηκε από όλες τις επίσημες Εκκλησίες που βρέθηκαν σε θέση ισχύος, λόγω της ταύτισής τους με την κρατική εξουσία. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς την στάση της δικής μας επίσημης Εκκλησίας απέναντι στο μάθημα των θρησκευτικών, που ταυτίζεται με τον υποχρεωτικό κατηχητισμό, για να καταδειχθεί ευχερώς ότι τέτοιοι ισχυρισμοί, για την συμπόρευση του σημερινού «υπαρκτού Χριστιανισμού» με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ως προς την προάσπιση της ελευθερίας, είναι απλώς ευσεβείς πόθοι…

Εν κατακλείδι, θεωρώ αστήρικτη την άλλοτε ρητώς εκφρασμένη και άλλοτε υποβόσκουσα στο έργο αντίληψη ότι η πορεία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας συνδέεται άρρηκτα τόσο με τον καπιταλισμό όσο και με τον Χριστιανισμό. Αμφότεροι συνυπήρξαν άνετα -και εξακολουθούν να συνυπάρχουν- με αυταρχικά ή ημιαυταρχικά καθεστώτα, τα οποία μάλιστα δείχνουν, με τους επίσημους φορείς τους, μάλλον να τα προτιμούν, διότι διασφαλίζουν την εκ των άνω και χωρίς φραγμούς επικράτησή τους. Απλώς ιστορικά αποδέχθηκαν εκόντες άκοντες, μετά από σκληρούς κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, ο μεν πρώτος (ο καπιταλισμός) την μεικτή οικονομία και τον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο της αγοράς ο δε δεύτερος (ο Χριστιανισμός) τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Και είναι βέβαιο, όπως αποδείχθηκε με την οικονομική παγκοσμιοποίηση, γενικώς, και με την στάση της δικής μας επίσημης Εκκλησίας, ειδικότερα, ότι μόλις βρουν ευκαιρία φροντίζουν να αποτινάξουν τα «δεσμά» και να επιβάλουν τις επιλογές τους, αδιαφορώντας τόσο για την Δημοκρατία όσο και για την ελευθερία.

Με αυτά τα δεδομένα, ούτε ο Χριστιανισμός ούτε ο καπιταλισμός είναι συστατικά στοιχεία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Εκείνο που όντως συνδέεται άρρηκτα με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι αφ’ενός μεν η θρησκευτική ελευθερία -σε συνδυασμό πάντως με τον σεβασμό των θρησκευτικών παραδόσεων κάθε κράτους αλλά και της Ευρώπης συνολικά- αφ’ετέρου δε ο οικονομικός πλουραλισμός, ο οποίος συνεπάγεται μεν την ύπαρξη αγοράς και τον ελεύθερο ανταγωνισμό όχι όμως κατ’ανάγκην και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που είναι απλώς μία εκδοχή τους. Και ναι μεν αυτή η εκδοχή επικράτησε ιστορικά, άλλοτε εχθρικά ή ανταγωνιστικά και άλλοτε συμβατά προς την Δημοκρατία, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει καταστεί «φυσικός νόμος» που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Πολλώ δε μάλλον όταν στην σημερινή μετάλλαξή του, που συνδέεται με γιγαντιαία διεθνή ολογοπώλια, όχι μόνον αντιστρατεύεται τον οικονομικό πλουραλισμό αλλά και έχει μετατραπεί σε έναν νέο (ιδιωτικό) Λεβιάθαν, που απειλεί το σύνολο των ελευθεριών και των δημοκρτικών κατακτήσεων, σύμφωνα με τις εύστοχες σχετικές αναλύσεις του Κωνσταντίνου Τσουκαλά.

Το Δεύτερο Μέρος της Μελέτης είναι αφιερωμένο αφ’ενός μεν στην ανάδειξη των προβλημάτων που στοιχειοθετούν την κρίση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφ’ετέρου δε στην διατύπωση προτάσεων για την αντιμετώπισή τους.

Ως προς το πρώτο σκέλος οι τοποθετήσεις του συγγραφέα είναι κατά βάσιν εύστοχες και εστιάζονται, δικαιολογημένα, στην προϊούσα αναδιάταξη του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στο πολιτικό στοιχείο, που υποχωρεί, και στο οικονομικό, που επελαύνει, κινούμενο ουσιαστικά εκτός ελέγχου στην γκρίζα ζώνη της σημερινής υπερεθνικής οικονομικής πραγματικότητας. Εκκινώντας από αυτήν την θεωρητική αφετηρία, ο συγγραφέας διαπιστώνει δικαιολογημένα -και πολλαπλώς τεκμηριωμένα- την σταδιακή διάβρωση των θεμελιωδών βάσεων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ξεκινώντας από το Κράτος Δικαίου -με ιδιαίτερη έμφαση στην αποδυνάμωση του κανόνα δικαίου από τους διαβρωτικούς ανέμους της παγκοσμιοποίησης και την απορρύθμιση κρίσιμων τομέων της κοινωνική συμβίωσης- και φθάνοντας στο Κοινωνικό Κράτος, με εύστοχες επισημάνσεις για την έκρηξη των οικονομικών ανισοτήτων και την συνεχή αμφισβήτηση του κοινωνικού κεκτημένου (για το οποίο πάντως δεν προβάλλει ιδιαίτερες επιφυλάξεις ως προς τυχόν προβληματικές πλευρές του, λόγω συντεχνιακών παρεκτροπών). Ιδιαίτερη σημασία επίσης έχουν, ως προς τον φωτισμό των αιτιών της κρίσης, οι σκέψεις του για τις αρνητικές επιπτώσεις της αλόγιστης χρήσης της τεχνολογίας καθώς και οι αναλύσεις του αφ’ενός μεν για την υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος -μέσω ιδίως του λεγόμενου «δημοσιονομικού» συμφέροντος- αφ’ετέρου δε για τις ευθύνες των σύγχρονων ΜΜΕ ως προς την υπονόμευση του πλουραλισμού.

β. Στο δεύτερο σκέλος, των προτάσεων, υπάρχουν επίσης πολλά αξιοπρόσεκτα σημεία, με επίκεντρο την ανάγκη ταυτόχρονης ενεργοποίησης, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο του νομοθέτη όσο και του δικαστή, προκειμένου να αντιστραφεί η ως άνω διαβρωτική πορεία. Στο σημείο αυτό είναι εμφανές ότι η βαθιά γνώση του συγγραφέα για την λειτουργία της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας του επιτρέπει να υπεισέλθει σε πράγματι ενδιαφέρουσες και συγκεκριμένες προσεγγίσεις, ως προς τον ιδιαίτερο ρόλο που αυτές μπορούν να διαδραματίσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ως κομβικό δε σημείο της όλης προσπάθειας θεωρεί την ταυτόχρονη θεσμική και λειτουργική τους αναβάθμιση, την οποία θεωρεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση τόσο για την αποκατάσταση του κύρους του κανόνα δικαίου όσο και για την εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής, μέσω θεσμών που θα εγγυώνται γενικώς μεν μια νέα -διευρυμένη και επεξεργασμένη- εφαρμογή της αρχής της ισότητας, ως υποβάθρου της κοινωνικής δικαιοσύνης, ειδικότερα δε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, ως πρώτη γραμμή άμυνας του κοινωνικού κράτους.

Για να τονίσει την ανάγκη επιστροφής της πολιτικής και λήψης μέτρων που θα αποκαθιστούν την τραυματισμένη εικόνα του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, ο συγγραφέας εντάσσει στην μελέτη του, με περισσότερη πλέον έμφαση στο πεδίο των προτάσεων, ορισμένες θέσεις που είχε ήδη διατυπώσει με αφορμή την εμφάνιση και την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι θέσεις αυτές τον οδηγούν στην πεποίθηση ότι οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για το κράτος και το δίκαιο έχουν αποδειγμένα χρεοκοπήσει και ότι η μόνη λύση που μπορεί να αναστηλώσει το κύρος της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι η επανασύνδεσή της με κεϋνσιανού χαρακτήρα επιλογές (σαν αυτές που υιοθέτησε πρόσφατα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden), που θα αποκαταστήσουν την ισορροπία του πολιτικού με το οικονομικό και θα αντιμετωπίσουν την επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση, προς αυτήν την κατεύθυνση, της κοινωνίας των πολιτών (στην οποία επίσης αποδίδει -και ορθώς- ιδιαίτερη σημασία).

Θα μπορούσαμε πάντως να εντοπίσουμε και κάποιες ελλείψεις στην εν γένει προσέγγιση του συγγραφέα ως προς τα αίτια και συνακόλουθα ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης. Η πρώτη έλλειψη νομίζω πως είναι απόρροια της ωραιοποιημένης, κατά τα ανωτέρω, εικόνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Διότι μόνο έτσι θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς το ότι δεν το απασχολεί σχεδόν καθόλου αυτό που στην κοινή συνείδηση αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, δηλαδή η παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης που αντιμετωπίζει, λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης απομάκρυνσης των πολιτών από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και της αίσθησης ότι η πολιτική συμμετοχή τους εξαντλείται με τις εκλογές σε τακτά διαστήματα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να στραφούμε γενικώς σε «αμεσοδημοκρατικές» λύσεις, οι διότι αυτό, όπως ορθώς υποστηρίζει, δεν είναι συμβατό με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Ωστόσο, και παρά την τραυματική εμπειρία του δημοψηφίσματος που διεξήχθη κατά την διάρκεια της θητείας του συγγραφέα στον θώκο του Προέδρου Δημοκρατίας, καμία σοβαρή συζήτηση για την αντιμετώπιση του «δημοκρατικού ελλείμματος» -που ορθά εντοπίζει- δεν μπορεί να γίνει αν δεν εμπεριέχεται στις σχετικές προτάσεις, λελογισμένα και με προσεκτικό σχεδιασμό, αφ’ενός μεν η συμμετοχική αναζωογόνηση των κουρασμένων αντανακλαστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφ’ετέρου δεν η απομάκρυνση των σύγχρονων Δημοκρατιών από την λογική των «τεχνικών της εξουσίας», που αποφασίζουν μεν «στο όνομα του λαού» αλλά κατά κανόνα ερήμην του. Προς αυτήν την κατεύθυνση, άλλωστε, κινείται ο σχετικός προβληματισμός σε όλα τα προηγμένα δημοκρατικά κράτη, με σημείο αιχμής την ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής ως προς το νομοθετείν, την οργάνωση νέων θεσμών λογοδοσίας και πολιτικού ελέγχου και γενικότερα την τόνωση της δημοκρατικής αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.

Επειδή δε η τελευταία στην χώρα μας συνδέεται άρρηκτα και με την οργάνωση σταθερού και δίκαιου εκλογικού συστήματος -που θα σέβεται προεχόντως την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου αλλά θα συνυπολογίζει και την επίτευξη κυβερνητικής σταθερότητας και διοικητικής αποτελεσματικότητας- αυτό το βιβλίο είναι νομίζω μια ακόμη χαμένη ευκαιρία του συγγραφέα για οφειλόμενη αυτοκριτική, καθώς είχε την αντικειμενική ευθύνη, με την ιδιότητα του αρμόδιου υπουργού, για δύο νομοθετικές επιλογές εκλογικών συστημάτων -σε βουλευτικές και δημοτικές εκλογές- οι οποίες δεν διεκδικούν δάφνες ούτε συνταγματικότητας ούτε δημοκρατικότητας…

Η δεύτερη έλλειψη αφορά την ίδια την προσέγγιση των συνταγματικών επιπτώσεων της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Στις αναλύσεις του δεν περιλαμβάνεται, παρά μόνον ακροθιγώς ή από τα συμφραζόμενα, η κρισιμότερη ίσως αλλαγή που σχετίζεται με τον ρόλο των σύγχρονων συνταγματικών κρατών. Πρόκειται για την ανάδειξη, υπό το κέλυφος υπερεθνικών ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων, τεράστιων και πανίσχυρων ιδιωτικών κέντρων ισχύος, που όχι μόνον επιβάλλουν τις θελήσεις τους στα σύγχρονα συνταγματικά κράτη -περισφίγγοντάς τα σαν ιστός αράχνης και χρησιμοποιώντας, σαν μακρά χείρα τους, τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς- αλλά και νοσφίζονται εξουσίες που έως τώρα ήταν αποκλειστικά ταυτισμένες με τα εθνικά κράτη (χρησιμοποιώντας πλέον υπερεθνικούς κατασταλτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς καθώς και τεράστιας εμβέλειας μηχανισμούς παρακολούθησης). Αυτά τα κέντρα, μάλιστα, αποτελούν ίσως τις πλέον επικίνδυνες πηγές διακινδύνευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, κάτι που συνεπάγεται, ως αναγκαία αντίδραση, όχι απλώς την ενίσχυση της τριτενέργειας, την οποία ορθώς προτείνει ο συγγραφέας, αλλά συνολική αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την οργάνωση των αμυντικών προγεφυρωμάτων των ατομικών δικαιωμάτων.

Συμπερασματικά, η μελέτη του Προκόπη Παυλόπουλου για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πόνημα, που δονείται από το πάθος για την υπεράσπιση των θεμελιωδών βάσεων και των μειζόνων κατακτήσεων του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Ο καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου έχει πλέον δώσει, εν πολλοίς, τη θέση του σε έναν θεωρητικό του Συνταγματικού Δικαίου, ο οποίος, συνδυάζοντας εποικοδομητικά και συχνά ευρηματικά τις ποικίλες εμπειρίες του ως προς την κατάστρωση, την οργάνωση και την λειτουργία της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αναζητεί εναγώνια λύσεις-αντίδοτα στην προϊούσα κρίση της, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πρέπει δε να υπογραμμισθεί το ότι τόσο η ανάδειξη των προβλημάτων όσο και η διατύπωση των προτάσεων γίνεται με τρόπο ιδιαίτερα απλό και κατανοητό, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθήσει την σχετική σύνθετη επιχειρηματολογία όχι μόνον ο νομικός αλλά ακόμη και ο μέσος αναγνώστης. Ένα μεγάλο μάλιστα πλεονέκτημα του βιβλίου είναι το ότι ο συγγραφέας δεν ξεχνάει σε κανένα σημείο των αναλύσεών του τηνακαδημαϊκή του ιδιότητα, επεξηγώντας αναλυτικά όλα τα κρίσιμα θεσμικά ζητήματα που άπτονται των προβληματισμών του, με αποτέλεσμα πολύ συχνά να έχει κανείς την αίσθηση ότι διαβάζει , σε δεύτερο επίπεδο, ένα εύληπτο και χρηστικό εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου. Αυτό καθιστά την μελέτη πολύ ενδιαφέρουσα και για φοιτητές, οι οποίοι, διαβάζοντάς την,θα μπορέσουν εύκολα να καταλάβουν γιατί η πλέον αναμφίλεκτη προσφορά του Προκόπη Παυλόπουλου στην δημόσια ζωή είναι αυτή του πανεπιστημιακού δασκάλου.

Ο Γιώργος Σωτηρέλης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ieidiseis.gr

ΔΗΜΟΦΙΛΗ