Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΜΩΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΟΥΛΑΣ
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑΤΟΣ, ΑΧΑΪΚΟΣ και ΣΤΕΦΑΝΑΣ οι Απόστολοι
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΡΤΙΣΙΟΣ
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ επίσκοπος Ιππώνος και ΜΟΝΙΚΑ η ευσεβεστάτη μητέρα του
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΥΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΡΣΗΣ
Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ πέραν εν τοις Μαρανακίου
Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός
Αναλυτικά:
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΜΩΣ
Ο Αμώς γεννήθηκε στο χωριό Θεκουέ της γης του Ιούδα. Ήταν βοσκός προβάτων, αλλά η χάρη του Θεού ανέδειξε τον Αμώς προφήτη. Προφήτευσε 800 χρόνια προ Χρίστου, τότε που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Οζίας και του Ισραήλ ο Ιεροθοάμ, γιος του Ιωάς. Στις προφητείες του χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα και ελέγχει αυστηρά τον αποστάτη λαό του Ισραήλ. Να τι λέει ο Θεός με το στόμα του προφήτη Αμώς, στο λαό που γνωρίζει, αλλά καταφρονεί το Νόμο Του: “Πλην υμάς έγνων εκ πασών των φυλών της γης· δια τούτο εκδικήσω εφ’ υμάς πάσας τας αμαρτίας υμών”1. Γνωρίζετε καλά, ότι εγώ σας εξέλεξα σα λαό μου από όλες τις φυλές της γης και απολαύσατε από μένα πολλά υλικά και πνευματικά αγαθά. Επειδή, όμως, σεις καταφρονήσατε το Νόμο μου και αμαρτήσατε, γι’ αυτό θα σας τιμωρήσω για όλες τις αμαρτίες σας, περισσότερο από όσο τα άλλα έθνη. Ας προσέξει, λοιπόν, και σήμερα κάθε χριστιανός, που ο Θεός τον αξίωσε να γνωρίσει το Νόμο Του, να διαχειρίζεται αυτόν με Ιερή προσήλωση και αυταπάρνηση. (Να σημειώσουμε εδώ ότι ο προφήτης Αμώς ήταν πατέρας του προφήτη Ησαΐα).
1. Άμώς, γ’2.
Απολυτίκιο. Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Προφήτην σε πιστόν, και των άνω έπόπτην, άνέδειξεν Άμώς, εκ ποιμνίου ο Λόγος, του βίου σου δεξάμενος, ευμενώς την χρηστότητα’ όθεν ήλεγξας, τους άσεβούντας ανδρείως, και τον θάνατον, μαρτυρικώς δεδεγμένος, ζωής θείας έτυχες.
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΟΥΛΑΣ
Καταγόταν από ένα χωριό της Πραιτωριάδας στην Κιλικία, που ονομαζόταν Ζεφύρι. Διακρινόταν για τα φιλανθρωπικά του έργα, το ζήλο του για τον Χριστό και για την συνεχή προσπάθειά του να φωτίζει ψυχές στο δρόμο της αληθινής σωτηρίας. Καταγγέλθηκε λοιπόν γι’ αυτό στον έπαρχο Μάξιμο και επειδή δε μπόρεσαν να κάμψουν το χριστιανικό του φρόνημα, τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Έχυσαν καυτό λάδι στο κεφάλι του, έβαλαν πυρακτωμένα σίδερα στη ράχη του, συνέτριψαν τα μέλη του, χωρίς όμως να πετύχουν μ’ αυτά την παραμικρή υποχώρηση της πίστης και του ηρωισμού του. Κατόπιν, ο έπαρχος με ωμό τρόπο ξέσχισε την κοιλιά του, από την οποία χύθηκαν τα σπλάγχνα του. Έτσι μισοπεθαμένο, τον ανάγκασαν να τρέχει γύρω στα 20 μίλια, με αποτέλεσμα ο Άγιος να πέσει νεκρός και η αγία του ψυχή να πετάξει στις σκηνές των δικαίων, νικήτρια της ειδωλολατρικής αυθαιρεσίας και τυραννίας.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑΤΟΣ, ΑΧΑΪΚΟΣ και ΣΤΕΦΑΝΑΣ οι Απόστολοι
Και οι τρεις ήταν συνεργάτες του αποστόλου Παύλου, που με όλη τους τη ψυχή βοηθούσαν για τη διάδοση του Ευαγγελίου μεταξύ των εθνών. Αναφέρει και τους τρεις ο Παύλος, στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του (ιστ’, 17). Ότι δηλαδή πήγαν προς αυτόν στην Έφεσο, από την Κόρινθο, και ανακούφισαν το πνεύμα του με την παρουσία τους και με τη βοήθεια που του πρόσφεραν για τους αγώνες υπέρ της Εκκλησίας. Γι’ αυτό συνιστάται στους χριστιανούς της Κορίνθου να τους τιμούν. Ιδιαίτερα για το σπίτι του Στεφανά, λέει ότι υπήρξε ο πρώτος χριστιανικός οίκος της επαρχίας Αχαΐας, που υπαγόταν τότε και η Κόρινθος. Την οικογένεια του Στεφανά βάπτισε ο ίδιος ο Παύλος και μας πληροφορεί ότι όλα της τα μέλη αφοσιώθηκαν στην υπηρεσία των αγίων. Ο Φουρτουνάτος είναι ίσως το λατινικό όνομα του Τυχικού, που οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ότι καταγόταν από την Ασία και συνόδευε τον Παύλο, μαζί με άλλους, όποτε επέστρεφε από την κυρίως Ελλάδα δια της Μακεδονίας (Πράξ. Κ’ 4).
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΡΤΙΣΙΟΣ
Ο όσιος αυτός ήταν ένας από τους διάσημους ασκητές της ερήμου και αποφθέγματα του σώζονται στον “Παράδεισο των Πατέρων” του Παλλαδίου. Απεβίωσε ειρηνικά.
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
Γεννήθηκε το 345 στο χωριό Στριδώνι της Δαλματίας από γονείς ενάρετους χριστιανούς, οι όποιοι για να τον μορφώσουν καλύτερα, τον έστειλαν στη Ρώμη. Εκεί βαπτίστηκε, αλλά και εκεί έπεσε στη διαφθορά. Μετά τη Ρώμη επισκέφθηκε τη Γαλλία. Έπειτα επέστρεψε στην Ιταλία και από εκεί στην Ανατολή και έφθασε το 373 στην Αντιόχεια για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αφού βέβαια γρήγορα συνήλθε από τις νεανικές του παρεκτροπές, αποσύρθηκε στην έρημο της Χαλκίδας (στη Συρία) και ζούσε ασκητική ζωή. Αηδιασμένος όμως από τους εκεί υποκριτές μοναχούς επέστρεψε στην Κων/πολη, όπου γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Γρηγόριο Νύσση και από εκεί επέστρεψε στη Ρώμη, πολύ εκτιμώμενος για την πολυμάθειά του. Όμως οι σχέσεις του με μια πλούσια, αλλά ευσεβή χήρα, την Παούλα, και τις θυγατέρες της, σκανδάλισε τη Ρωμαϊκή κοινωνία και αναγκάσθηκε να φύγει με τη συνοδεία αυτών από τη Ρώμη και να πάει δια της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα και από ‘κει στη Βηθλεέμ, όπου έκτισαν δύο Μονές, μία ανδρική και μία γυναικεία, στις όποιες και διέμεναν. Και η μεν Πάουλα πέθανε στη Βηθλεέμ το 404 και λύπησε πολύ τον Ιερώνυμο, αυτός δε το 420. Αργότερα το ιερό του λείψανο μετακομίστηκε στη Ρώμη και εναποτέθηκε στον Ναό της S. Maria Maggiore. Ακολουθία του, ποίημα Νήφωνος Αγιορείτου, εκδόθηκε στην Αθήνα το 1925.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ επίσκοπος Ίππώνος και ΜΟΝΙΚΑ η ευσεβεστάτη μητέρα του
Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμηδίας στην Αφρική, το έτος 354, από μητέρα χριστιανή, τη Μόνικα, και πατέρα ειδωλολάτρη, τον Πατρίκιο. Τις πρώτες του σπουδές έκανε στην ίδια του την πατρίδα και κατόπιν ο πατέρας του τον έστειλε στα Μάδαυρα και για ανώτερες σπουδές στην Καρχηδόνα. Σαν φοιτητής έζησε ζωή έκλυτη, μάλιστα απέκτησε και ένα εξώγαμο γιο. Στην Αφρική προσήλθε στο Μανιχαϊσμό, αλλά όταν αργότερα ήλθε στο Μιλάνο, οι θερμές προσευχές της μητέρας του Μόνικας, η μελέτη των Γραφών από τον ίδιο και τα φλογερά κηρύγματα του Αμβροσίου Μεδιολάνων, τράβηξαν τον Αυγουστίνο στο χριστιανισμό και βαπτίστηκε μαζί με τον 15χρονο γιο του, Αδεοδάτη. Από το Μιλάνο επανήλθε στην Αφρική και μετά το θάνατο της μητέρας του πήγε στη Ρώμη. Όταν δε το 391 επισκέφθηκε κάποιους φίλους του στην Ιππώνα (στα παράλια της Νουμηδίας), χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο της πόλης Βαλέριο πρεσβύτερος (395), έπειτα βοηθός επίσκοπος, και μετά τον θάνατο του Βαλέριου, τον διαδέχτηκε στο θρόνο Ίππώνος (396). Για 34 ολόκληρα χρόνια, ποίμανε άριστα το ποίμνιό του και πέθανε στις 28 Αυγούστου 430 σε ηλικία 76 χρονών. Ακολουθία του Αγίου συνέταξε ο Αγιορείτης Ιάκωβος, που εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1861 και ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Δανιηλίδης, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1914.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΥΣ
Μαρτύρησε δια ξίφους.
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΡΣΗΣ
Το όνομα του Μάρτυρα αυτού δε συναντάμε πουθενά στους Συναξαριστές. Ίσως να λέγεται Ναρσής.
Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ πέραν εν τοις Μαρανακίου
Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός
Ο Όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 μ.Χ. από λίαν ενάρετους γονείς, οι όποιοι τελικά μόνασαν. Ο άριστος βιογράφος του Οσίου και γνώριμος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (βλέπε 11 Οκτωβρίου) τους εγκωμιάζει θαυμάσια. Ο όσιος ονομαζόταν κατά κόσμον Στέφανος. Έλαβε καλή βασική μόρφωση και από νωρίς αγάπησε θερμά την αρετή, τη σωφροσύνη, την εγκράτεια και την ταπείνωση, ώστε ηταν σε όλους πολύ αγαπητός.
Νέος αφήνει πατρίδα, γένος, υπόληψη και πατρική αγάπη και έρχεται στο Άγιον Όρος. «Εισέρχεται στον ιερό Άθωνα, τον όντως χρυσό και αγαπητό Άθωνα, τον πρόξενο των καλυτέρων αγαθών σε μένα απ’ οτιδήποτε άλλο» κατά τον άγιο βιογράφο του. Τίθεται στην υπακοή σεβάσμιου και έμπειρου Γέροντος στην περιοχη των Καρυών σε κελλί Βατοπαιδινό. Στην κουρά του λαμβάνει το όνομα Σάββας. Υπόμενε καρτερικά την αυστηρότητα του Γέροντος του και τη σκληρότητα της υπερβολικής του εγκράτειας. Η πείνα, η δίψα, η ολονύκτια αγρυπνία, η ορθοστασία, η δέηση τον συνόδευαν πάντοτε. Ο αυστηρός του Γέροντας του ηταν λίαν αγαπητός, αφού τον θεωρούσε βέβαιο οδηγό της σωτηρίας του. Ο ίδιος ηταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συνασκητές του και χαίρονταν τη συνομιλία του. Λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης αρνήθηκε να δεχθεί την ιερωσύνη. Βλέποντας πως δεν εισακούεται, την ημέρα της χειροτονίας του κρύφθηκε σε μέρος που αδυνατούσαν να τον ανακαλύψουν. Χαρακτηριστικά γεγονότα φανερώνουν το μέγεθος της ανυπόκριτης φιλαδελφίας του, όταν σε μακρά οδοιπορία λαβαίνει στον ώμο του τα πράγματα και τον ίδιο τον αδελφό του συνοδοιπόρο του. Λόγω επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντας του αναχωρεί με άλλους πατέρες για μονή της Θεοτόκου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος μη θέλοντας να έχει τις περιποιήσεις των γονέων και τις κολακείες των γνωστών, φίλων και συγγενών, αναχωρεί για τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο και καταλήγει στη Μικρά Ασία, στην Έφεσο. Επισκέπτεται την Πάτμο και άλλα νησιά και καταλήγει στην Κύπρο.
Μετά από θερμή και ένδακρυ προσευχή αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη οδό της διά Χριστόν σαλότητος, απορρίπτοντας όλα τα ρούχα του και περιφερόμενος στα βουνά άστεγος και γυμνός, αλλά και στις πόλεις άγνωστος, αμίλητος, άσιτος και απρόσιτος. Νεκρός για τον κόσμο ζούσε με συνεχή νηστεία η μάλλον ασιτία. Έφθανε να τρώει μια φορά την εβδομάδα μόνο άγρια χόρτα. Δεν είχε στρώμα, στέγη, ένδυση, φιλία και γνωριμία. Ζούσε πράγματι μια ζωή σπάνια, υπερφυή, απερίγραπτη, ασυνήθιστη κι απίθανη. Εκτεθειμένος στον καύσωνα, στο ψύχος, στην καταιγίδα, τη νεροποντή, τον άνεμο, τα θηρία, τα ερπετά, και τη στέρηση απορούσε κανείς πως δεν τον επισκεπτόταν ο θάνατος. Έτσι όμως έγινε θαυμαστός στους αγγέλους και μισητός στους δαίμονες. Ο σοφός περιφερόταν ως άσοφος και μωρός διά Χριστόν κατά τον θειο Παύλο. Αρκετοί τον θεωρούσαν παράφρονα και τον περιφρονούσαν και απομακρύνονταν από κοντά του. Μερικοί άρχιζαν να τον σέβονται και να τον τιμούν, υποψιαζόμενοι τον μυστικό αγώνα του και την επιλεγμένη σιωπή του. Με τα αγωνίσματα του πολεμούσε τη μαλθακότητα της ηδονής, την παραδοξότητα της αλαζονείας, τη θρασύτητα της υπεροψίας και την κακότητα της εμπάθειας. Ορισμένοι τον παρεξηγούσαν, τον υποπτεύονταν, τον έβριζαν κι έφθασαν να τον δείρουν ανελέητα. Εκείνος όμως είχε μια υπέροχη συγχωρητικότητα και θεωρούσε τις κατ’ αυτού ενέργειες των ανθρώπων καθαρά δαιμονοκίνητες. Ο δαίμονας όταν έβλεπε οι έντεχνες παγίδες του να καταστρέφονται από τον επιτήδειο ασκητή, του έσπερνε μύριους δεξιούς λογισμούς περί υψηλής αγιότητός του και απομακρύνσεως από την οδό που βαδίζει μέσα στον κόσμο με τόσες περιπέτειες. Μα δεν κατάφερε τίποτε να κερδίσει από τον ταπεινό εργάτη του ευαγγελίου. Κάποτε που εισήλθε σε ένα μοναστήρι παπικών που γευμάτιζαν εξήλθε αιμόφυρτος από το ξύλο που του έδωσαν θεωρώντας τον ως απατεώνα. Παντού και πάντοτε διατηρούσε τη σιωπή, τη νήψη, την προσευχή και την ταπείνωση. Έφθασε όμως ο καιρός που η περιφρόνηση, η κακομεταχείριση και η υβρεολογία μετατράπηκε σε θαυμασμό, δόξα και τιμή για τον όσιο. Ο ευλαβής κυπριακός λαός άρχισε να τον τιμά ως άγιο, ενώ ακόμη ζούσε, με ιδιαίτερη αγάπη. Η τιμή όμως ενοχλούσε υπερβολικά τον άνθρωπο του Θεού, όπως άλλους η ατιμία, και έτσι αποφάσισε την αναχώρηση από τη μεγαλόνησο, όπου έζησε πολυ καιρό με υπερθαύμαστους άγώνες.
Βαρύ πένθος κατέλαβε τους Κύπριους με την αποχώρηση του. Μετά από περιπέτειες έφθασε στους Αγίους Τόπους και έγινε ταπεινός προσκυνητής του Παναγίου Τάφου και των άλλων πανίερων προσκυνημάτων. Κατόπιν επισκέφθηκε το θεοβάδιστο όρος Σινά ως αρχάριος και ανίδεος με την ανυπέρβλητη και πρωτοφανή μετριοφροσύνη του. Επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και εγκλείεται στα ασκητήρια πέραν του Ιορδάνου προσευχόμενος θερμά και αδιάλειπτα. Οι δαίμονες ξεσήκωσαν δυνατό πόλεμο εναντίον του ακατάφερτα, αφού είχαν να κάνουν με άφοβο και γενναίο άθλητή του πνεύματος, που δεν κάμπτεται και δειλιάζει εύκολα. Παρά τη σωματική του καχεξία, την αδυναμία και τους δαιμονικούς δαρμούς, η καρδιά του μένει προσηλωμένη στον Κύριο της δόξης, που τον αξιώνει άρρητης θεοψίας και θείας φωτοχυσίας. Η αγάπη του ηταν μεγάλη για την αφάνεια, την ασημότητα, την αδοξία και τη μυστικότητα. Ο θεός όμως τον φανέρωνε προς ωφέλεια πολλών, που συνέτρεχαν από παντού, διδάσκονταν από τη σιωπή του και ευφραίνονταν από τη γαλήνη της θέας του προσώπου του. Αρκούνταν σε μερικά νεύματα και φιλούσε τα πόδια τους. Όλοι τον είχαν για μεγάλο άγιο.
Φοβούμενος τη δόξα των ανθρώπων αναχώρησε πάλι κρυφά στη βαθύτερη έρημο για μεγαλύτερη άσκηση, ώστε να αποκάμει και να τον υπηρετούν άγγελοι. Ο Χριστός του φανερώθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε άρρητο φως και αυτή ηταν η μεγαλύτερη χαρά του. Νέοι κίνδυνοι και νέοι φοβεροί πειρασμοί τον οδήγησαν πλησίον του θανάτου, αλλά υπήρξαν αγγελοφάνειες κι ανείπωτες θειες παραμυθίες. Εισήλθε στη μονή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όπου έγινε γνωστός και του απέδωσαν μεγάλες τιμές μοναχοί και λαϊκοί που συνέτρεξαν να τον δούν. Εκείνος όμως έμεινε ατάραχος στη φίλη ησυχία και προσευχή, αντιστεκόμενος σταθερά στις δαιμονικές πλεκτάνες. Οι δαίμονες τα έχασαν μαζί του με τη μόνιμη ανδρεία στάση του και την υπέρμετρη άσκησή του. Δεν ηξεραν τί άλλο φοβερό να του κάνουν. Συνεχώς τους καταντρόπιαζε. Τελικά τον άφησαν ησυχο, αφού είδαν ότι ο εναντίον του πόλεμός τους τον έκανε αγιώτερο. Έφθασε να μεταστεί σωματικά, ύστερα από σαρανταήμερη τελεία νηστεία, ορθοστασία κι αγρυπνία. θα νόμιζε κανείς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, ότι πρόκειται για ακίνητο άγαλμα. Είδε για τρίτη φορά τον Χριστό μέσα σε απειρόκαλο φως και γέμισε από ανεκλάλητη ευφροσύνη, γενόμενος υιός φωτός, συνομιλητής αγγέλων, φωτοφόρος και θεοφόρος, φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας, μακάριος για την καθαρότητα της καρδιάς του, λαμβάνοντας την παύλεια υιοθεσία και γευόμενος το άκτιστο θαβώρειο φως, ώς πιστός μαθητής του Κυρίου. Στη συνέχεια της ζωής του έμενε αναπόσπαστος στη θέα της καταπληκτικής εκείνης θεοφάνειας. Γι’ αυτό και δεν εκινείτο διόλου, αλλά έμενε στο ίδιο μέρος ακίνητος επί πολύ. Κατόπιν αποφάσισε να πάει υποτακτικός στο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη, προς έκπληξη των εκεί μοναζόντων, όπου ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. Η θεία χάρη που είχε μέσα του τον έκανε να επιτελεί θαύματα, να ημερεύει λιοντάρια και να τον υπακούουν. Με θεϊκή δι’ αγγέλου εντολή αναχώρησε από το μοναστήρι. Οι μοναχοί τον αποχωρίσθηκαν θλιμμένοι. Στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Πορεύθηκε προς τη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας. Στον δρόμο του συνάντησε μια γυναίκα με το νεκρό παιδι της στην αγκαλιά της. Βλέποντας τα δάκρυά της και τις παρακλήσεις της το ανέστησε. Για να αποφύγει τις τιμές αναχώρησε αμέσως αλλάζοντας δρόμο. Και άλλοτε πραγματοποίησε το ίδιο θαύμα.
Με πλοίο έφθασε στην Κρήτη, όπου επί διετία ασκήθηκε στα έρημα βουνά της με υπερθαύμαστο και υπεράνθρωπο τρόπο, ώστε να ασθενήσει. Κατόπιν μετέβη στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηράκλεια και την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε σιωπηλός κι έγκλειστος στη μονή του Αγίου Διομήδους. Η φήμη όμως δεν μπόρεσε πάλι να κρυφτεί. Τον αναζήτησε ο πατριάρχης Ησαΐας και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος. Του ζητήθηκε και υπέγραψε ορθή ομολογία πίστεως, που κατανύσει τους πάντες και τους κάνει να τον τιμούν και να τον μεγαλύνουν. Έτσι ως φυγόδοξος έφυγε ξανά για μακρυά.
Επέστρεψε στο Άγιον Όρος, το περιόδευσε σιωπηλός και ηλθε στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου είχε επιστρέψει και ο Γέροντάς του και είχε μακάρια αναπαυθεί. Ο πάντα ταπεινόφρων Σάββας προτίμησε την υπακοή. Ελυσε τη σιωπή του και έγινε ξανά εκκλησιαστικός, ψάλτης, αναγνώστης, τραπεζάρης και νοσοκόμος. Σε όλα τα διακονήματα ηταν πρόθυμος, ακριβής, προσεκτικός και αποδοτικός. Υπόδειγμα μοναχού, κυρίως στο ναό, αλλά και στο διακόνημα και στο κελλί του. Δίδασκε με το βιωμένο του παράδειγμα, το υφος και το ηθος του, τη στάση του, και την προσευχή του. Είχε πλούσια βιώματα από τη νήψη και τη θεωρία, που γίνονταν αντιληπτά από τη χαρά του και τα πολλά του δάκρυα. «Όλη η Βατοπαιδινή αδελφότητα τον παρακαλούσε να δεχθεί την ιερωσύνη, μα στάθηκε αδύνατον, θέλοντας ν’ ασχολείται μόνο με τον εαυτό του κι όχι με τους άλλους. Απόφευγε πάντα τις τιμές, αγαπούσε υπερβολικά την ταπείνωση κι υπόμενε τις δοκιμασίες, τρέφοντας περισσή αγάπη στον ηγούμενο και τους αδελφούς του, που τους δίδασκε όλους με την ησυχη κι απαθή ζωή του. Η ζωή του στο Βατοπαίδι ηταν γεμάτη από θεοφάνειες κι αγγελοφάνειες».
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341 – 1347 μ.Χ.) οι Βατοπαιδινοί αδελφοί του και οι Αγιορείτες πατέρες τον πίεσαν αφόρητα να ηγηθεί ειρηνευτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο φοβερός εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε ξανά, παρότι προείδε και προείπε ότι η αποστολή τους δεν θα έχει αίσιο τέλος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και έπι μία εξαετία αφοσιώθηκε στην προσευχή, αφού οι λόγοι του περι ειρήνης και ομονοίας δεν εισακούονταν. Οι ένδακρεις προσευχές του για τον παρασυρμό των ανθρώπων από τα άγρια πάθη ηταν συνεχείς ενώ οι λόγοι του υπέρ συμφιλιώσεως των αντιμαχόμενων πολύ λίγοι. Με σκληρά λόγια, για πρώτη φορά, μίλησε κατά του Ανδρέα Παλαιολόγου, που ηγείτο του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και ηταν υπαίτιος πολλών αιματοχυσιών κι ανθρωποκτονιών. Συνέχεια των πολιτικών ταραχών υπήρξαν οι εκκλησιαστικές έριδες με αρχηγό τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό, φοβερό πολέμιο του ιερού ησυχασμού και ύποκειμενικό ερμηνευτή των θείων δογμάτων. Ο όσιος Σάββας κατόπιν ουρανίων αποκαλύψεων έγινε ορθός υπερασπιστής των δογμάτων και αυστηρός επιτημητής του δεύτερου Ιούδα και Αρείου, Γρηγορίου Ακινδύνου, ακολούθου του Βαρλαάμ. Ο ίδιος ο Σάββας ηταν σύμβουλος του αυτοκράτορας Ιωάννου ΣΤ του Καντακουζηνού, τον όποιο στήριζε με τις προσευχές του και υπήρξε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.
Ο αυτοκράτορας πρότεινε στην Εκκλησία την εκλογή του Σάββα ως πατριάρχη και όλοι συμφώνησαν απόλυτα. Εκείνος όμως επίμονα αρνήθηκε. Αναγκάσθηκε να έλθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τη συνοδεία του για να τον πείσει, αλλά στάθηκε τελείως αδύνατο, παρότι τον παρακαλούσε ικετευτικά έπι ημέρες και είχαν ετοιμασθεί όλα τα της χειροτονίας του. Η ταπείνωση του δεν τον άφηνε να ανέρχεται αλλά μόνο να κατέρχεται, να κρύβεται, να κάνει τον σαλό, τον αμαθή, να σιωπά. Έφθασε, κατά τον βιογράφο του, στην ακρότητα όλων των αρετών και έγινε υπερφυής συμμέτοχος στη αγγελική εκείνη αϋλία και καθαρότητα, χωρίς κάν να υστερήσει. Ως απαθής έφθασε στην αρίστη ταπεινοφροσύνη και στο μέγα της αγάπης μυστήριο. Πέρασε την τελευταία εξαετία της ζωής του σχεδόν έγκλειστος στη μονή της Χώρας. Προείδε το τέλος του και το ανάφερε στον μαθητή του, λέγοντάς του λόγους περί ταπεινοφροσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά περί το 1349 μ.Χ.
Πράγματι η βιογραφία του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου αποτελεί εξαιρετικό αγιολογικό κείμενο. Είναι ένα από τα καλύτερα αθωνικά συναξάρια, το όποιο γράφθηκε προς ενίσχυση των συγχρόνων και πνευματική ανάταση των μοναχών. Ο βίος υπάρχει σε αρκετά αγιορειτικά χειρόγραφα.
Αναφέρεται πως τον Οκτώβριο του 1840 μ.Χ., όταν γίνονταν επισκευές στο οστεοφυλάκειο τοϋ κοιμητηρίου της μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα οστά ενός μοναχού να ευωδιάζουν. Του απεδόθη το όνομα Ευδόκιμος. Ο ασκητής Ιάκωβος ανέφερε στη σύναξη της μονής ότι πρόκειται για τον όσιο Σάββα τον Βατοπαιδινό, προφανώς ύστερα από κάποια αποκάλυψη. Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης αναφέρει πως ο όσιος Σάββας παρουσιάσθηκε σε Βατοπαιδινό Γέροντα Κελλιώτη, τον όποιο θεράπευσε από ασθένεια, και του είπε: «Δεν λέγομαι Ευδόκιμος, άλλα Σάββας Μοναχός. Πλην να ειπής εις τους Πατέρας της Ιεράς Μονής να με αποκαλώσιν Εύδόκιμον».
Η μνήμη του τιμάται στις 11 Οκτωβρίου και στις 15 Ιουνίου, την Τετάρτη της Διακαινησίμου μετά των Σιναϊτών Αγίων και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων.