Ένα ακόμα εργασιακό νομοσχέδιο συζητείται στη Βουλή. «Εργασιακός Μεσαίωνας», «ζούγκλα στην αγορά εργασίας», είναι μερικοί χαρακτηρισμοί εκ μέρους των διαφωνούντων προς αυτό. Βεβαίως, χαρακτηρισμούς όπως οι παραπάνω, δεν τους ακούμε για πρώτη φορά. Έχουν ακουστεί και πάλι κατά το παρελθόν, απώτερο και εγγύτερο. Το ότι η μισθωτή εργασία, βρίσκεται στο επίκεντρο του «ενδιαφέροντος» επιχειρηματιών και Κράτους, είναι προφανές, αφού οι «εργασιακές σχέσεις», στον πυρήνα τους, πέρα και έξω από ζητήματα μισθολογικών, οργανωτικών και συνδικαλιστικών διευθετήσεων, που κι αυτές έχουν ένα πολύ ιδιαίτερο και εύλογο ενδιαφέρον, ελλοχεύει το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα του τρόπου «διανομής» της συνολικής εθνικής πίτας που παράγεται από τον συντελεστή παραγωγής που ακούει στο όνομα «μισθωτός» και της πραγματικής του συμμετοχής στη δημιουργία αυτής της πίτας. Εξ ου, και το εξ ορισμού έντονο ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο που εμφιλοχωρεί, ρητά ή άρρητα, σε κάθε τέτοιο νομοσχέδιο.
Όμως, πολύ φοβούμαι, πέραν του αναμφισβήτητου ενδιαφέροντος ενός νομοσχεδίου σαν το παραπάνω, εν τούτοις, αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, είναι κάτι άλλο, που είναι και πολύ πιο σοβαρό.
Αναφέρομαι στο ίδιο το μέλλον της «μισθωτής εργασίας», όπως το γνωρίζουμε, τουλάχιστον από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης (η αναφορά μου σ’ αυτή γίνεται για να θέσω απλά ένα σημείο «αναφοράς» για να μην πάμε πιο πίσω) και δώθε. Και όχι μόνο της «μισθωτής» εργασίας, μα της «εργασίας» γενικότερα.
Και το «μέλλον» αυτό, είναι αναπόδραστα συνδεδεμένο, με την καλπάζουσα εξέλιξη της τεχνολογίας, μια εξέλιξη, που θα έχει, όπως εκτιμώ, σε βάθος μιας ή δύο γενιών από σήμερα, καταλυτικές επιδράσεις, όχι μονάχα στο ζήτημα των «θέσεων εργασίας», (ποιες θα χαθούν, ακριβώς εξαιτίας της τεχνολογίας, ποιες θα χρειαστεί να τροποποιηθούν, αλλά και ποιες νέες θέσεις με νέες απαιτήσεις και δεξιότητες θα εμφανιστούν), μα και στο ζήτημα της ίδιας της οργάνωσης και λειτουργίας σημαντικών κοινωνικών ΚΑΙ πολιτικών θεσμών.
Ουδέποτε άλλοτε στο παρελθόν, ούτε καν με την είσοδο των μηχανών στην παραγωγή, η τεχνολογία επηρέασε την καθημερινή ζωή του ανθρώπου (ως εργαζόμενου -όχι μόνο των μισθωτών ασφαλώς- και ως πολίτη), όσο εκτιμάται ότι θα επηρεάσει τη σύγχρονη ζωή.
Επομένως, το μείζον ζήτημα, ΚΑΙ από πλευράς μισθωτών, όμως, ΚΥΡΙΩΣ, από πλευράς ΟΛΗΣ της Κοινωνίας, όλου του λαού, είναι το ποια είναι η θέση του απέναντι στη τεχνολογία, και ΚΥΡΙΩΣ στο ζήτημα της αποστολής της και του ελέγχου της. Με άλλα λόγια, τα κρίσιμα ερωτήματα είναι, κι αν σήμερα δεν είναι θα είναι ΣΙΓΟΥΡΑ στο πολύ εγγύς μέλλον, είναι, ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ, (αλλά και «κατ’ αρχάς»), τα ακόλουθα δύο :
Ποιος ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να ελέγχει την τεχνολογία και την παραγωγή της, και ιδίως ΠΟΙΑ τεχνολογία θα πρέπει να αποτελεί «ιδιοκτησία» δημόσια και ποια ιδιωτική;
Ποιος ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να αποφασίζει για το είδος των ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών) που θα γίνονται αποδεκτές και με ποιους όρους και εγγυήσεις για την Κοινωνία και το λαό, και ποιες δεν θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές;
Τα ερωτήματα αυτά, ασφαλώς μπορεί κάποιος να τα συναντήσει και στο παρελθόν, όμως, το ίδιο ερώτημα, δεν σημαίνει πάντα ότι έχει και την ίδια κρισιμότητα ή δυναμική διαχρονικά.
Σήμερα, τα άνω δύο ερωτήματα, πιστεύω ότι εντός ολίγου, ιδίως δε εντός των πλαισίων της τρέχουσας Νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων, θα αποκτήσουν και στο επίπεδο της Κοινωνίας και του λαού, την αναγκαία αίσθηση της κρισιμότητας που αντικειμενικά έχουν, όπως και των εξαιρετικών κινδύνων που αναδύονται όταν αυτή η τεχνολογία αφεθεί στα χέρια των «αγορών» και της «οικονομίας», δηλαδή, των ανθρώπων που εκφράζουν τα συμφέροντά τους, και εδώ, βεβαίως αναφερόμαστε σε συμφέροντα παγκόσμιας εμβέλειας. Συμφέροντα άρρηκτα διαπλεκόμενα με την πολιτική και με πολιτικούς.
Επίσης, αν και προφανές, εν τούτοις ας το διευκρινίσω, λέγοντας «κρατική» (ή, αν προτιμάτε, εναλλακτικά -δεν είναι όμως ακριβώς το ίδιο- «δημόσια») ιδιοκτησία και έλεγχο της τεχνολογίας, ΔΕΝ αναφέρομαι στο σύνολό της, μα σε εκείνα τα είδη τεχνολογίας, που έχουν άμεση ή έμμεση (πλην ισχυρή) επιρροή σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και σε άλλα σημαντικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη δημόσια υγεία, την δημόσια εκπαίδευση, την εργασία, την δημόσια τάξη αλλά και τη λειτουργία των ίδιων των Θεσμών της Δημοκρατίας.
Από την άλλη, σε μια περίοδο που ολοένα και περισσότερο δοκιμάζονται οι ίδιοι οι δημοκρατικοί θεσμοί εντός των πλαισίων των κλασικών («Δυτικού» τύπου) κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, κι αυτή η υπαγωγή της τεχνολογίας υπό την ιδιοκτησία του Κράτους, του «δημοκρατικού» Κράτους, δεν φαίνεται να αποτελεί επαρκή ασφαλιστική δικλείδα ώστε να χρησιμοποιηθεί υπέρ του λαού, υπέρ της Ανθρωπότητας γενικότερα. Άλλωστε, ζητήματα κατάχρησης της εξουσίας εκ μέρους (δημοκρατικών) Κυβερνήσεων και, ακόμα, άσκησης της εξουσίας τους έξω από τα όρια (ή πάνω στα όρια) της νομιμότητας, δεν αποτελούν δα και παραδείγματα που θα μας έκαναν να τα χαρακτηρίσουμε και ως «καινοφανή». Επομένως, εδώ, είναι αναγκαίο, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, ο σχετικός «δημόσιος» έλεγχος να μην αποτελεί προνόμιο του όποιου συγκυριακού κόμματος-νικητή των όποιων βουλευτικών εκλογών, αλλά, ο έλεγχος αυτός, ουσιαστικά να ασκείται ΔΙΑΡΚΩΣ από τη Βουλή στο σύνολό της, και σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, από τον ίδιο το λαό μέσω δημοψηφισμάτων.
Με τα ανωτέρω, είναι σαφές, δεν εξαντλώ ούτε καν στο περιγραφικό επίπεδο το ζήτημα που εδώ ακροθιγώς θίγουμε. Άλλωστε, το ίδιο το θέμα, δεν τέθηκε παρά παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια άλλου θέματος, αυτό δηλαδή του εργασιακού νομοσχεδίου, που εισάγεται (σήμερα) προς συζήτηση (και ακολούθως) ψήφιση στη Βουλή. Σκοπός του παρόντος άρθρου, είναι απλώς να υπογραμμίσει έναν παράγοντα, αυτόν της τεχνολογίας, ο οποίος πολύ σύντομα, γι’ αυτό μπορώ να είμαι βέβαιος, στο επίπεδο που έχει φτάσει και που προβλέπεται να φτάσει (μια πρόβλεψη που ίσως τα μόνα σύνορά της είναι αυτά της φαντασίας), θα επηρεάσει τη συνολική μας ζωή, όχι απλά στο οικονομικό επίπεδο, μα σε όλα τα επίπεδά της, ακόμα και στο επίπεδο της οικογένειας.
Από μόνη της αυτή η προοπτική είναι πολύ ενδιαφέρουσα να προσεγγιστεί ως τέτοια, έξω και πέρα δηλαδή από τις «τρέχουσες» συγκαλυμμένες επιπτώσεις της, εδώ κι εκεί, να προσεγγιστεί δηλαδή ως ένα ΣΥΝΟΛΙΚΟ φαινόμενο, με επιπτώσεις ως οι ανωτέρω ενδεικτικώς αναφερθείσες, επιπτώσεις ΕΘΝΙΚΕΣ, ΔΙΕΘΝΕΙΣ και ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ, που θα εξελίσσονται και θα εκτυλίσσονται όχι ξέχωρα η μια από την άλλη, αλλά, ως ένα ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΙΚΤΥΟ, εντός όμως του οποίου, οι ευκαιρίες και κίνδυνοι, θα αντιμετωπίζονται ΣΕ ΕΘΝΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ, με το κάθε Κράτος, να επιχειρεί να δημιουργεί το πλέον ευνοϊκό γι’ αυτό ισοζύγιο μεταξύ των άνω ευκαιριών και κινδύνων. Εδώ οι χαμένοι θα είναι όσοι θα θεωρήσουν, (με εξαίρεση καμιά δεκαριά Κράτη, όχι περισσότερα, παγκοσμίως, που θα έχουν αυτή τη δυνατότητα), ότι αυτό το ευνοϊκό ισοζύγιο θα το πετύχουν, θυσιάζοντας στον όποιας ιδεολογικής απόχρωσης «διεθνισμό» τους (αυτόν της παγκοσμιοποίησης ή του παραδοσιακού Αριστερού διεθνισμού), τα εθνικά τους συμφέροντα. Το ίδιο ισχύει και για ζητήματα «συνεργασίας» μεταξύ Κρατών, αλλά κι εδώ, πρέπει να συντρέχουν πολλές αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε πρώτα απ’ όλα να υπάρχει μια «σύγκλιση» ΕΘΝΙΚΩΝ συμφερόντων, όχι σε «διεθνιστική» μα σε «διακρατική» βάση (ή διακρατικές βάσεις). Αρκεί κανείς, εδώ στην Ελλάδα, να θυμηθεί κανείς, πόσο κούφια λόγια υπήρξαν τέτοιες αναφορές σε ζητήματα «αλληλεγγύης» μεταξύ Κρατών – μελών της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν ήταν οι ίδιοι οι «αλληλέγγυοι» κατά άλλα «εταίροι» μας, που επέπεσαν ως όρνεα σ’ έναν «εταίρο» τους, τον οποίο υποτίθεται πως ήθελαν να «βοηθήσουν» Η «διεθνιστική» δράση ενός Κράτους, από την άλλη, είναι εξαιρετικά μεγάλων απαιτήσεων «σπορ», με πρώτο και κυριότερο το οικονομικό του κόστος. Δεν είναι δε τυχαίο, πως Μεγάλες Δυνάμεις του παρελθόντος, π.χ., η πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, παρά το γεγονός ότι ο «διεθνισμός» της αποτελούσε πυρηνικό στοιχείο και αξίωμα της ίδιας τής κομμουνιστικής της ιδεολογίας, ουσιαστικά, ελάχιστα επιχείρησε προς την κατεύθυνση αυτή, αρκούμενη να ασκεί το δικό της imperio εντός των ορίων που είχαν χαραχθεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμα και η Γερμανία, με την πανίσχυρη οικονομία της, ουσιαστικά, ό,τι επιχειρεί είναι να εγκαθιδρύσει την ηγεμονική της θέση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΙ ΟΧΙ σε παγκόσμια κλίμακα, αφού εκεί στερείται άλλων αναγκαίων προϋποθέσεων, π.χ., μια παγκόσμιας εμβέλειας στρατιωτική ισχύ. Άλλωστε, είναι μόνο οι ΗΠΑ των οποίων η στρατιωτική παρουσία και οικονομική επιρροή «απλώνεται» σε όλα τα σημεία του ορίζοντα του πλανήτη μας, γι’ αυτό και συνιστά και την ΜΟΝΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗ. Δεν υπάρχει μέρος της Γης, που να μην είναι «παρόν», σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το όποιας φύσης «ενδιαφέρον» ή/και «συμφέρον» (ιδιωτικό ή κρατικό) των ΗΠΑ, πράγμα το οποίο ΔΕΝ συμβαίνει για ΚΑΜΙΑ άλλη Δύναμη (οικονομική ή/και στρατιωτική) της εποχής μας.