Την πειθαρχική δίωξη του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, για αναξιοπρεπή συμπεριφορά που προσβάλλει το κύρος της Δικαιοσύνης, ζητεί ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος, εγκαλώντας τον για «υπέρβαση των ορίων ελέγχου», κατά τη διάρκεια του τριμήνου που ήταν επόπτης των εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς.
Απο το zougla.gr
Αξιολογώντας τα στοιχεία από την πειθαρχική έρευνα που διενήργησε ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ, εμφανίζεται «καταπέλτης» για τον κ. Αγγελή στον οποίο καταλογίζει ότι με την άσκηση των καθηκόντων του ως εποπτεύων των εισαγγελέων Διαφθοράς, όχι μόνο ξεπέρασε τα δικονομικά «εσκαμμένα», αλλά επέδειξε, το επίμαχο χρονικό διάστημα μία στάση αναξιοπρεπή που δεν συνάδει με την ιδιότητα του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού.
Μία ημέρα μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του για παράβαση καθήκοντος, ο κ. Αγγελής επιχειρεί να προλάβει τις εξελίξεις, αναλαμβάνοντας ο ίδιος… δράση. Με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ζητεί κατ΄ εφαρμογή του άρ. 20 παρ. 2 του Συντάγματος , ακρόαση προτού ληφθεί η απόφαση για την άσκηση ή όχι πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του, με βάση το πόρισμα του αντιπροέδρου του ΣτΕ, Μιχάλη Πικραμένου.
Με επιχειρηματολογία που παραπέμπει περισσότερο σε κομματικό στέλεχος και λιγότερο σε ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό, ο κ. Αγγελής, αποδίδει την «κόλαση» την οποία ζει σε σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ!.
Στην επιστολή του, ο εν ενεργεία αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εκφράζει το παράπονό του για όσα περνά και υποστηρίζει πως η εξοντωτική για αυτόν διαδικασία που φτάνει μέχρι και την «πειθαρχική του δίωξη» , είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να αποτρέψει την εποπτευόμενη από τον ίδιο τότε κ. Τουλουπάκη « να ολοκληρώσει το ήδη σε εξέλιξη ευρισκόμενο (κατά τον χρόνο της εποπτείας του) παράνομο σχέδιό της… με τη διαβίβαση της δικογραφίας εναντίον δέκα πολιτικών προσώπων – αντιπάλων του τότε κυβερνώντος κόμματος, προς την Βουλή των Ελλήνων».
Πολιτική και κομματική χαρακτηρίζει ο κ. Αγγελής και την πειθαρχική έρευνα που διατάχθηκε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου: Όπως υποστηρίζει: «….Οι παραγγελίες αυτές δόθηκαν (από τον προκάτοχό Σας) ελάχιστο χρόνο πριν την διενέργεια των Εθνικών – Βουλευτικών εκλογών της 7-7-2019 για λόγους αποκλειστικώς πολιτικούς και κομματικούς και ειδικότερα για να “ελαφρύνει” τις κατηγορίες που αποδίδονταν (τότε) και εξακολουθούν να αποδίδονται (ακόμα και σήμερα) στο κόμμα του και εμμέσως στον ίδιο, σχετικά με την προσπάθεια να καταστούν ποινικώς υπεύθυνα, δέκα πολιτικά πρόσωπα (εκ των οποίων δύο πρώην πρωθυπουργοί), πολιτικοί αντίπαλοι του τότε κυβερνώντος πολιτικού κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ).
Χαρακτηριστικό της εμφανέστατης διάστασης του κομματικού χαρακτήρα της εναντίον μου παραγγελίας για πειθαρχική έρευνα, αποτελεί το γεγονός ότι, και οι τρεις παραγγελίες δόθηκαν «εντός κλίματος έντονης κομματικής αντιπαράθεσης για την υπόθεση “NOVARTIS” και εντός έντονης προεκλογικής περιόδου. Ειδικότερα δε, η τρίτη εναντίον μου παραγγελία, δόθηκε την 4-7-2019, ήτοι δυο ημέρες πριν από την οριστική αποχώρησή του τότε υπουργού Δικαιοσύνης κ. Καλογήρου από το Υπουργείο (αριθμός πρωτ. Ε -75 -04/07/2019 προς το ΣΤΕ) και μάλιστα για το “ιδιαίτερα ατιμωτικό αδίκημα μου”, που συνίσταται στο ότι, διαφώνησα με τη νομική άποψη συγκεκριμένης γραμματέως της Εισαγγελίας Α.Π. , ως προς το εάν δύο έγγραφα (που αφορούσαν δημόσια διαδικασία) θα έπρεπε να “περάσουν” στο κοινό ή στο εμπιστευτικό πρωτόκολλο».
Ο κ. Αγγελής αμαφέρει ακόμα στην επιστολή του: «το πόρισμα του ΣτΕ …προτείνει προς Εσάς την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον μου, για δήθεν αναξιοπρεπή συμπεριφορά, που προσβάλλει το κύρος της δικαιοσύνης, λόγω “υπέρβασης των ορίων ελέγχου”, που επέδειξα κατά την άσκηση της τρίμηνης εποπτείας μου (από 5-10-2018 μέχρι και 7-1-2019), οπότε και παραιτήθηκα. Με απλά λόγια, η “ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ” Σας προτείνει να ασκήσετε πειθαρχική δίωξη εναντίον μου, όχι γιατί έκανα κάτι λιγότερο ή παρέλειψα να κάνω κάτι κατά την άσκηση των καθηκόντων μου, αλλά γιατί “άσκησα περισσότερο και με διαφορετικό τρόπο εποπτεία”, που υπερβαίνει το “νομικό μέτρο”, που καθορίζει η έκθεση (σε αντίθεση με την μέχρι τότε νομολογία και πρακτική), κατά το υποκειμενικό βέβαια κριτήριο του υπογράφοντος αυτήν….».
Kαι συνεχίζει: «Η διαφορετική αυτή αντίληψη των “νομικών ορίων” της εποπτείας που υποστηρίζει η επίδικη “ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ”, ότι έπρεπε να είχα ακολουθήσει, οδηγεί σε εσφαλμένα, παράδοξα και ανεδαφικά συμπεράσματα, όπως π.χ. ότι “λόγω της εσφαλμένης (κατά το υποκειμενικό κριτήριο του συντάκτη της έκθεσης) αντίληψης του εποπτικού μου ρόλου” , επέδειξα αναξιοπρεπή υπηρεσιακή συμπεριφορά και παρενέβην στην κρίση της κας Τουλουπάκη, με το να μην της επιτρέψω να ολοκληρώσει το “σχέδιο Ρασπούτιν”, που ήταν να ασκήσει ποινική δίωξη χωρίς ενδείξεις κατά πολιτικών προσώπων και από εκεί και πέρα θα τα βρει ο ανακριτής… Οι εμπλεκόμενοι στην όλη υπόθεση (π.χ. κατηγορούμενοι, οι έχοντες πολιτικό και κομματικό συμφέρον προς διάψευση των διαπιστωθέντων από εμένα, κλπ) προσπαθούν με κάθε τρόπο να αντιστρέψουν την πραγματική κατάσταση σε βάρος μου, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια και υποστηρίζοντας ότι δήθεν, όλα όσα κατήγγειλα στα πλαίσια της ευόρκου ενασκήσεως των καθηκόντων μου, «έγιναν στην φαντασία μου και μόνο». Τούτο δε προσπαθούν να επιτύχουν με ψευδείς αναφορές και καταγγελίες εναντίον μου».