Ο βουλευτής Ηλείας και πρώην υπουργός Κώστας Τζαβάρας, είναι από τους πιο έντιμους πολιτικούς που έχουν περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο. Ουδέποτε στην πολυετή πορεία του το όνομα του συνδέθηκε με οποιαδήποτε λαθροχειρία, επιλήψιμη πράξη, με «ερωτηματικά» για ανηθικότητα ή παρανομία.
Αυτά που γράφει λοιπόν για τον δημοσιογράφο Στέφανο Κασιμάτη, πρέπει να τα διαβάσουν διπλά και τριπλά, όσοι χρησιμοποιούν παρόμοιες μεθόδους για να απαξιώσουν και να εκτελέσουν συμβόλαια κατά πολιτικών αντιπάλων.
Διαβάστε το απόσπασμα από το άρθρο του Κώστα Τζαβάρα στην εφημερίδα Δημοκρατία:
Στον Στέφανο, όμως, τον Κασιμάτη, σε αυτή την εξαιρετική περίπτωση καλλιεπούς κονδυλοφόρου, οφείλω να απευθυνθώ προσωπικά, μια και επανειλημμένως έχει αναφερθεί στην ταπεινότητά μου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει ποτέ λάβει απάντηση. Συνειδητά είχα επιλέξει να τον αγνοώ. Σήμερα, όμως, θα του απαντήσω καταπρόσωπο και όπως του αξίζει.
Ακου, κυρ Στέφανε,
Οι «παραδόσεις» που καθημερινά εκτελείς από το διανοητικό και γλωσσικό σου παντοπωλείο (μπακάλικο), είτε με προσωπική σου πρωτοβουλία είτε κατόπιν παραγγελίας άλλων, δεν με αγγίζουν, γιατί μας χωρίζει ηθική, πνευματική και πολιτική άβυσσος:
Πρώτον, γιατί είσαι ο κατεξοχήν δημοσιογράφος που επιδίδεται συστηματικά σε πράξεις «ηθικής παρενόχλησης». Είσαι δεξιοτέχνης μάστορας στη χρήση τεχνικών προσωπικής αποσταθεροποίησης των «θυμάτων» σου (υπονοούμενα, πικρόχολοι υπαινιγμοί, ψέματα, ταπεινώσεις). Οπως προδίδουν τα κείμενά σου, ελαύνεσαι καθημερινά από την επιθυμία να μειώνεις τους άλλους, προκειμένου να αποκτήσεις ισχυρή αυτοεκτίμηση, κατ’ επέκταση εξουσία, γιατί διψάς για θαυμασμό και επιδοκιμασία (βλ. Marie-France, ό.π., σ. 14).
Δεύτερον, γιατί σε όλα σου τα κείμενα εκδηλώνεις μια προσωποληπτική και σαρκοβόρα διάθεση απέναντι σε όποιον αναφέρεσαι. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η προσωποληψία (είτε με αρνητικό είτε με θετικό πρόσημο) αποτελεί το ψυχικό υπόβαθρο κάθε φασισμού. Πολλώ δε μάλλον ενός ρατσισμού που επ’ εσχάτων αρχίζει να απειλεί με νεομουσολινική γόμωση τη χώρα. Κακώς, λοιπόν, και αυθαίρετα με ενέταξες στο #metoo με την κυρία Φώφη Γεννηματά και τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Κανονικά και επάξια όφειλες να με εντάξεις στο #metoo που εγκαινίασες με τον Γιώργο Κατρούγκαλο.
Τον πολιτικό που, σε μια κρίσιμη για την υγεία του στιγμή, δέχθηκε από εσένα την πιο άθλια, την πιο χυδαία και την πιο απάνθρωπη ηθική παρενόχληση. Μόνο για την πράξη σου αυτή θα έπρεπε να έχεις αποσυρθεί από τη δημόσια σφαίρα και να παραμένεις κρυμμένος στα βάθη εκείνα του εαυτού σου, από όπου κάθε μέρα ξεκινούν οι ορμές του θανάτου, που σε έχουν καταδικάσει, μέσα από το γράψιμο, να συναντάς αυτό που σου λείπει στην υπόλοιπη ζωή σου (Ζ. Λακάν: «Ο άνθρωπος είναι ό,τι του λείπει»). Είναι βέβαιο ότι στην προσεχή επίθεσή σου εναντίον μου θα απαιτήσεις να με ρίξουν στον Καιάδα, γιατί, όπως ίσως σε έχουν ενημερώσει, έχω πρόβλημα μειωμένης όρασης (κάτι τέτοιο έχει ήδη υπαινιχθεί για εμένα ο συνάδελφός σου κ. Θεοδωρόπουλος, στην «Καθημερινή», που με συνδέει με τη «σπηλιά του Κύκλωπα»).
Τρίτον, γιατί, ακόμα και από το πεπρωμένο που ορίζουν για τους ανθρώπους τα ονόματά τους, εμείς οι δύο είμαστε καταδικασμένοι να μην έχουμε ποτέ ειλικρινή επικοινωνία και συνάφεια. Εσύ, ως Κασιμ-άτης, είσαι καταδικασμένος να «ξύνεσαι» αιωνίως αυτοκαταστροφικά (τουρκικό kassima= φαγούρα, κνησμός + Ατη). Εκτός κι αν βέβαια προτιμάς τη δεύτερη εκδοχή που υποστηρίζουν κάποιοι για την προέλευση του ονόματός σου («κάττυμα»), που είναι η μοίρα του «δέρματος για σόλες», εκδοχή που εγώ τουλάχιστον δεν αποδέχομαι για εσένα. Απεναντίας, το «Τζαβάρας» στα αρβανίτικα σημαίνει «θεριό, παλικάρι». Να γιατί δεν πρόκειται να καμφθώ από οποιαδήποτε κακοήθη, υποβολιμαία και ταπεινωτική επίθεση για τις απόψεις και τη γνώμη μου. Να γιατί δεν θέλησα μέχρι σήμερα να αναζητήσω την προστασία κάποιου από τους «ολιγάρχες» της οικονομικής ή πολιτικής ζωής, με τους οποίους ενδεχομένως εσύ συναγελάζεσαι.
Είναι βέβαιο ότι, αν είχα την εύνοια κάποιου εξ αυτών, και θα με σεβόσουν και θα με επαινούσες καθημερινά.
Τέταρτον, γιατί με υποχρεώνεις να αναφερθώ στη σχέση που συνδέει αυτόν που υπογράφει με ψευδώνυμο με την ευθύνη. Ευθύνη σημαίνει να δρα κάποιος και να υπογράφει με το αληθινό του όνομα. Η διατήρηση -έστω και παράλληλα με το αληθινό όνομα- του ψευδωνύμου «Πανδώρα» προφανώς επιβεβαιώνει αυτά που ο Ζακ Ντεριντά έχει γράψει για τις περιπτώσεις ψευδωνυμίας, μετωνυμίας κ.λπ.: Κάποιος γράφει «πιο αποτελεσματικά, πιο αυθεντικά, με το μυστικό όνομα με το οποίο καλεί τον εαυτό του, με αυτό που δίνει στον εαυτό του […]», παρά με το αληθινό του όνομα. Να γιατί διαλέγεις να κρύβεσαι πίσω από ψευδώνυμα. Εχεις μια προβληματική σχέση με την ευθύνη σου απέναντι στα «θύματά» σου.
Πέμπτον, γιατί, ως προς την έννοια της θυσίας-παραίτησης, που μου προσάπτεις ειρωνικά, αξίζει να αντιληφθείς -αν υπάρχει το σχετικό περιθώριο εντός σου- ότι δεν αποτελεί για εμένα «μια στιγμή τρέλας, που σκίζει την κυκλική ενότητα του διαλεκτικού χρόνου» (J. Caputo), αλλά μια συνειδητή απόφαση παραίτησης από ένα δικαίωμα του οποίου έχω αποκλειστικά την εξουσία διάθεσης. Η ορθότητα, μάλιστα, της απόφασής μου αυτής καθημερινά ενισχύεται, όταν με οδύνη διαπιστώνω πόσο μεγάλη είναι η επιρροή που ασκούν στην πολιτική ζωή του τόπου άνθρωποι με τα δικά σου χαρακτηριστικά.
Τέλος, αξίζει να ξαναδιαβάσεις το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Κ. Π. Καβάφη. Οχι τόσο για να αλλάξεις γνώμη ως προς τον τρόπο που πιστεύεις ότι τελειώνει η πολιτική μου πορεία (αυτό μου είναι εντελώς αδιάφορο), αλλά μήπως και κατανοήσεις (πράγμα που θα σε ωφελήσει) ότι σε αυτό το ποίημα δεν είναι ο Αντώνιος που εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια, συνοδευόμενος από έναν θίασο σατύρων και τσιρκολάνων, όπως υποστηρίζεις, αλλά, αντίθετα, είναι ο θεός Διόνυσος που εγκαταλείπει τον Αντώνιο. Ο θίασος που «σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα» περνά από τους δρόμους της Αλεξάνδρειας και εξέρχεται από την πύλη την κατέναντι των στρατευμάτων του Οκταβιανού είναι «σημείον» (σημάδι) αυτής της εγκατάλειψης, για αυτό και ο Καβάφης τον θίασο αυτόν τον χαρακτηρίζει «αόρατο» και «μυστικό» (βλ. σχετικά Πλούταρχο, «Βίος του Αντωνίου», απ’ όπου και η φράση «απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»).
Επειδή δεν έχω άλλα αποθέματα ανωτερότητας για να εξακολουθώ να μεταμφιέζω την αηδία μου σε κοσμιότητα (αστική ευγένεια, όπως λένε κάποιοι), σταματώ εδώ. Και, όπως έλεγε κάποτε πάλι ο Γ. Σεφέρης, επιστρέφω στη σιωπή μου και παρακαλώ να μην αναγκαστώ να μιλήσω για αυτά τα θέματα ξανά.