Ίσως να μην υπάρχει κοινωνική ομάδα, η οποία καθημερινά να μην περιμένει με αγωνία την έκδοση απόφασης κάποιου από τα τρία ανώτατα δικαστήρια του Κράτους (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο, Άρειο Πάγο -κυρίως όμως από τα δύο πρώτα), που να είναι σχετική με τη συνταγματικότητα ή όχι ενός «Μνημονιακού» νόμου, για μια ποικιλία θεμάτων που να την αφορά : συνταξιοδοτικών, μισθοδοτικών, ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη φορολογία, με τη προστασία περιουσιών που επλήγησαν από την Μνημονιακή λαίλαπα, για εργασιακά ζητήματα, κ.λπ.
Από την άλλη, να υπενθυμίσουμε, ότι χρειάστηκαν πολλά πράγματα να γίνουν ώστε η Ελλάδα να φτάσει στο «ΑΘΛΙΟ 2010» και εκείθεν να ακολουθήσουν όσα βιώσαμε στη πιο μαύρη Περίοδο εν καιρώ ειρήνης, ίσως από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους. Χρειάστηκε ο διασυρμός της Χώρας και του Λαού της, χρειάστηκε μια ολόκληρη φαρσοκωμωδία με τραγικές όμως διαστάσεις, δήθεν για να διαγνωσθεί η «πραγματική» φύση της «αρρώστιας» που ταλάνιζε τον «Έλληνα Ασθενή» ώστε να μη του δοθεί η λάθος «θεραπευτική αγωγή», χρειάστηκε να επιστρατευθεί η πιο μαύρη προπαγάνδα και τα επιχειρήματά της, ώστε να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός περί δήθεν «πτωχεύσεως» της Χώρας, (μια πτώχευση αχρείαστη, που όμως που έγινε πραγματικότητα και αναπόφευκτη ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΜΕΣΩΣ ΜΟΛΙΣ μπήκαμε στα Μνημόνια, αμέσως μόλις πήραμε τη «πρώτη δόση» του Μνημονιακού «φαρμάκου»). Χρειάστηκε ακόμα ο διασυρμός της ίδιας της Ελληνικής Δημοκρατίας, χρειάστηκε η Χώρα να τεθεί σε καθεστώς Διαρκούς (τυπικά έως το 2060) σκληρής Εποπτείας, χρειάστηκε να υποθηκευτεί ο εθνικός της πλούτος, δημόσιος και ιδιωτικός, χρειάστηκαν κι άλλα πράγματα, που δεν τα χωρά ανθρώπου νους.
Το πού και πώς καταλήξαμε με τα Μνημόνια, είναι γνωστό. Όπως είναι γνωστό, ότι σημαντικά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με το ΓΙΑΤΙ φτάσαμε στα Μνημόνια, ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, δεν υπήρξε ποτέ, διότι ποτέ ΔΕΝ υπήρξε επίσημη διερεύνηση προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, με εξαίρεση την προσπάθεια της πρώην Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, μια προσπάθεια όμως, η οποία, παρά την αρχική ευμενή υποδοχή, εν τέλει, υπονομεύτηκε από το ίδιο την ίδια την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ό,τι προηγήθηκε για να φτάσουμε στο «ΑΘΛΙΟ 2010», αλλά και σε ό,τι (εξίσου ΑΘΛΙΟ) ακολούθησε, η επωδός του κάθε επιχειρήματος ήταν το «Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον»!
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ όμως αυτό το «Υπέρτερο» ή απλώς το «Εθνικό» ή «Γενικότερο Συμφέρον» που κατέστησαν αναπόφευκτο το Μνημονιακό Καθεστώς και ό,τι αυτό εκπροσωπεί;
Το ερώτημα πλέον εδώ, παύει να είναι ρητορικό. Διότι και η ρητορεία έχει τα όριά της. Το ερώτημα λαμβάνει τον ύψιστο υπαρξιακό του χαρακτήρα, διότι το «Γενικό» το «Εθνικό Συμφέρον», από ένα σημείο και πέρα, αποτελεί ΖΩΝΤΑΝΗ, ΥΠΑΡΚΤΗ κατάσταση πραγμάτων, τα οποία δεν τα περιγράφει απλά, αλλά τα δίνει περιεχόμενο, τα δίνει «ζωή» και «λόγο υπάρξεως». Έτσι, ο αγώνας για το ποιος θα δώσει «περιεχόμενο» και «νόημα» σ’ αυτή τη φράση, «Γενικό Συμφέρον», είναι ζωτικής σημασίας μεταξύ όλων των «ενδιαφερομένων». «Αυτός» που θα επιβάλλει την δική του ερμηνεία πάνω σ’ αυτή τη φράση (και ως προς τις δύο της λέξεις), αυτός και θα κυριαρχήσει. Έτσι, αυτό το «Γενικό Συμφέρον», ως επιχειρηματολογία «παίχτηκε» κατά κόρον πριν αλλά και μετά την επιβολή των Μνημονίων, με την Μνημονιακή πτέρυγα να ισχυρίζεται πως εν ονόματι αυτού του «Γενικού Συμφέροντος» έκανε ό,τι έκανε, και φυσικά, με τους διαφωνούντες να ισχυρίζονται πως ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε.
Σ’ αυτό το «Υπέρτερο», σ’ αυτό το «Γενικό Συμφέρον» εστιάζει το παρόν άρθρο.
Η «Μνημονιακή Περίοδος», δεν εγκαθίδρυσε απλά ένα «Καθεστώς», αλλά, εγκαθίδρυσε μια «Σχολή Λειτουργίας» και «Σκέψης» περί την «Λειτουργία» αυτή, της Ελληνικής Πολιτείας. Εγκατέστησε, μια Ιδεολογία, αυτή του Νεοφιλελευθερισμού, στην Εξουσία, και, με την δύναμη που της παρέχει η «Θεσμική» της αυτή ιδιότητα, «τροχοδρομεί» τις αναγκαίες εξελίξεις και κυρίως νομοθετώντας τες, με το βλέμμα και στη σκέψη στραμμένα «προς το μέλλον».
Σήμερα πάνω στις ράγες του τροχοδρομούμε προς το μέλλον, ένα μέλλον ήδη προνομοθετημένο από τα Μνημόνια και τους συντάκτες του. Μια ιδεολογία, μη συμβατή με τον Συνταγματικό Χάρτη της Χώρας μας, όπου μεταξύ άλλων καθορίζεται και ο Κοινωνικός χαρακτήρας του Κράτους, και επομένως καθορίζονται και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του, ένα θέμα δηλαδή, που από μόνο του, όταν συναντάται με την Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, η τελευταία παθαίνει ισχυρό αλλεργικό σοκ, από το οποίο δεν συνέρχεται παρά μονάχα όταν εξαφανίσει την αιτία που το παράγει, ή αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, τότε, λαμβάνει μια «απόσταση ασφαλείας» χάριν της δικής της «υγείας».
Όμως, εδώ στην Ελλάδα, η παραπάνω ιδεολογία, βρήκε ΕΝ ΤΕΛΕΙ, ένα «υγιεινό» για τις απαιτήσεις τής υγείας της περιβάλλον, εξ ου και το γεγονός, ότι παρά κάποιες αντιδράσεις για την εδώ παρουσία της, ενίοτε σοβαρές, είναι αλήθεια, τελικώς, αυτές παραμερίστηκαν κι έτσι, εγκαταστάθηκε (ελπίζοντας η ίδια, και επί του παρόντος όχι αβάσιμα) «για τα καλά» (μέχρι το 2060, λέει το «παραχωρητήριο»).
Φαινομενικά, η άνω «τροχοδρόμηση» αφορά την οικονομία, όμως, ήδη από την πρώτη στιγμή που εφαρμόστηκε στη Χώρα μας το πρώτο Μνημόνιο, κατέστη εμφανές, πως το ενδιαφέρον των δανειστών δεν ήταν μονάχα ό,τι αφορούσε τα δημοσιονομικά ζητήματα της Χώρας, αλλά, μεταβλήθηκε σε μια κυριαρχία καθολική : όχι μονάχα επί της οικονομίας, μα και επί της πολιτικής και, πράγμα ακόμα πιο σοβαρό, επί της ίδιας της λειτουργίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτά όλα είναι γνωστά, και επομένως, για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου, δεν θα επεκταθούμε.
Στο παρόν άρθρο, η όποια αναφορά μου σε όλα τα ζητήματα που θίγονται, γίνεται από την πλευρά του απλού πολίτη, ΚΑΙ ΟΧΙ του νομικού (επιστήμη που δεν κατέχω), χωρίς εν τούτοις αυτό να μου γεμίζει αναστολές για το αν «δικαιούμαι» να ομιλώ επί ενός «τέτοιου» θέματος αν και «μη ειδικός». Όμως, με «σώζει» από την κριτική αυτό το «Από τη σκοπιά του απλού πολίτη» που έθεσα στον τίτλο του άρθρου. Όχι, δεν πρόκειται για «φτηνό τρυκ», ώστε να πω «ό,τι μου καπνίσει». Όχι δεν θα πω «ό,τι μου καπνίσει». Θα πω την άποψή μου, και μια άποψη δεν εκφράζει κατ’ ανάγκην «ό,τι θέλει», αλλά, «ό,τι πιστεύει ή νομίζει» κάποιος. Αυτό δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο, ούτε ανήκουστο. Έτσι, για να περιοριστώ στο προκείμενο, το ζήτημα του «Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος», δεν είναι μόνο νομικός όρος, αλλά και «τρέχων» πολιτικός όρος. Για το ζήτημα αυτό, «άποψη», δεν μπορεί να έχουν μόνο οι νομικοί, αλλά ο ΚΑΘΕ πολίτης, διότι είναι «αυτός» (ο ΚΑΘΕ πολίτης), που όταν έρχεται η ώρα να επιλέξει όχι απλά τους αντιπροσώπους του, μα ακόμα πιο σημαντικό τις πολιτικές που του εισηγούνται ότι θα εφαρμόσουν ή ό,τι γενικότερα πιστεύουν ότι πρέπει να εφαρμοστούν, ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ των δραστηριοτήτων της Χώρας, του Κράτους και των Θεσμών του, ασφαλώς και έχει «άποψη» επί όλων αυτών των πραγμάτων. Η διαφορά με τους «ειδικούς», είναι ότι οι τελευταίοι γνωρίζουν τις τεχνικές ή/και επιστημονικές λεπτομέρειες και απαιτήσεις των ζητημάτων επί των οποίων θεωρούνται «ειδικοί», ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΛΑΪΚΕΥΣΕΩΣ των οποίων, όχι μόνο οι «απλοί πολίτες» μα και οι «ειδικοί» (σε ό,τι αφορά για θέματα εκτός ειδικότητάς τους επί των οποίων παύουν να θεωρούνται «ειδικοί») ενημερώνονται για το τι ισχύει εδώ ή εκεί, για το τι σημαίνει τούτο ή το άλλο.
Ένα προκαταρκτικό επίσης ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι τούτο : τι σημαίνει αυτό το «κατά την Μνημονιακή Περίοδο»; Δηλαδή, το «Υπέρτερο» ή απλώς το «Γενικό Συμφέρον», μπορεί να δηλώνει πως είχε άλλο περιεχόμενο πριν τα Μνημόνια και άλλο κατά την Μνημονιακή λογική; Η απάντηση έχει ήδη δοθεί παραπάνω, και είναι «ναι»! Βεβαίως, δεν αποκλείεται, ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ζητήματα που υπόκεινται σε έκτακτες σοβαρές μεταβολές και απαιτούν έκτακτες σημαντικές προσαρμογές των πολιτικών που αναφέρονται σ’ αυτές τις μεταβολές, αυτό το «Γενικό Συμφέρον» να προσαρμόζεται ως προς τον τρόπο εφαρμογής του, όχι όμως και ως προς το περιεχόμενό του, ιδίως εκείνο που αναφέρεται σε τέτοια ζητήματα, όπως τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το Σύνταγμα, η Εθνική Κυριαρχία και Ανεξαρτησία, η Λειτουργία του Πολιτεύματος, και βεβαίως, σε καμία περίπτωση να μην μεταβάλλονται τα έκτακτα μέτρα σε μόνιμα, ώστε έμμεσα να αλλοιώνεται και το περιεχόμενο του «Γενικού Συμφέροντος».
Σε ότι με αφορά, η υπηρέτηση του «Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος, είναι ήδη από την νομοθέτηση του πρώτου Μνημονίου στις 6/5/2010, και φυσικά σε όλα τα επακόλουθα μνημονιακά νομοθετήματα, απούσα, επομένως απόν είναι και το «Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον». Ερευνητέον επομένως, αν είναι απόν αυτό «Υπέρτερο Συμφέρον», (εννοείται της Χώρας και του Λαού), τότε, τι είναι παρόν; Πράγματι, υπάρχει ένα «Υπέρτερο Συμφέρον» που είναι ΔΙΑΡΚΩΣ παρόν στα Μνημόνια. Είναι αυτό των «Δανειστών» της. Το πρόβλημα εν προκειμένω, είναι ότι και τα δύο «Υπέρτερα Συμφέροντα», εντός της επικράτειας της Ελληνικής Δημοκρατίας, «εξυπηρετούνταν» πολιτικά από το ΙΔΙΟ Σύστημα Πολιτικής Εξουσίας, που ήταν οι ελληνικές Μνημονιακές Κυβερνήσεις, ΩΣ ΕΑΝ, τα δύο αυτά «Συμφέροντα» να ήταν μεταξύ τους «συμβατά», ή, τουλάχιστον, «συμπληρωματικά» και κυρίως, ότι διέπονταν από τις ίδιες αξιακές αρχές! Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν ίσχυε. Το ένα, ήταν το «Υπέρτερο Συμφέρον» του Έθνους και της Πατρίδας του, το άλλο ήταν το «Υπέρτερο Συμφέρον» των αγορών! Αυτά τα δύο ΔΕΝ συμπίπτουν, ακόμα και όταν οι μεταξύ τους οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές ενεργούνται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Και τούτο διότι, στην ίδια την έννοια του «Υπέρτερου Συμφέροντος» ενός Έθνους και της Χώρας του, ο οικονομικός παράγων είναι ένας από τους παράγοντες που συνθέτουν το περιεχόμενό του, σε αντίθεση με το «Υπέρτερο Συμφέρον» των αγορών, όπου εκεί ο οικονομικός παράγων είναι ο μοναδικός. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, ακόμα κι αυτός ο «οικονομικός παράγων», έχει εντελώς διαφορετική διάσταση και περιεχόμενο στη μια και στην άλλη περίπτωση, όπως διαφορετικά εννοιολογείται και το αποτιμώμενο οικονομικό «κέρδος» για έναν ιδιώτη, για ένα λαό, μια κοινωνία, ένα Κράτος.
Όταν δε λέμε ότι και τα δύο «Υπέρτερα Συμφέροντα», εντός της επικράτειας της Ελληνικής Δημοκρατίας, υποστηρίζονταν από το ΙΔΙΟ Σύστημα Πολιτικής Εξουσίας, αυτό δεν είναι κάτι που συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις και ΟΥΤΕ θα έπρεπε να συμβαίνει όταν αναφερόμαστε σε μια Δημοκρατία, (δεν αναφέρομαι ασφαλώς σε «ταμπέλες»), σε ένα Δικαιοκρατούμενο Κράτος. Κι όμως αυτό συνέβη, με τις Μνημονιακές Κυβερνήσεις μας ξεκάθαρα να αναλαμβάνουν το ρόλο των διαχειριστών ΚΑΙ των συμφερόντων των Δανειστών, νομοθετώντας ό,τι πρόβαλαν ως απαιτήσεις οι Δανειστές, και πάντως όδες εξ αυτών συνιστούσαν «αδιαπραγμάτευτες» εκ μέρους τους θέσεις, ασφαλώς πάντοτε ισχυριζόμενες πως ό,τι πράττουν το πράττουν εν ονόματι του «Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος» της Χώρας και του Ελληνικού Λαού, όσο και αν ο τελευταίος δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται. Και δεν μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά. Διότι τα δύο αυτά «Συμφέροντα», ούτε «τέμνονται» ούτε «εφάπτονται» ώστε να διαθέτουν ένα τουλάχιστον κοινό σημείο. Είναι απολύτως ξένα μεταξύ τους. Και όχι δεν συνέβη αυτό, αλλά, το πιο σημαντικό είναι, πως το «Υπέρτερο Συμφέρον» των Δανειστών, διέθετε δικούς του «διαχειριστές», οι οποίοι δεν είχαν καμία διάθεση να δώσουν τα «κλειδιά» της κυριαρχίας τους επί των ιδίων τους συμφερόντων σε «ξένους» (που στη προκειμένη περίπτωση ήταν οι ελληνικές Κυβερνήσεις), αλλά, αντίθετα, φιλοδοξούσαν να λάβουν και τα «κλειδιά» της κυριαρχίας των ελληνικών Κυβερνήσεων επί των ελληνικών συμφερόντων -και τα έλαβαν!
Δεν νομίζω άλλωστε, να υπάρχει κάποιος, ουδέ καν ανάμεσα στους υποστηρικτές των Μνημονίων, που να μην διαπίστωνε ότι οι παρεμβάσεις των Δανειστών, προχωρούσαν τόσο πολύ πέραν των συνήθων απαιτήσεων που μπορεί ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ (εθνικού και διεθνούς) να απαιτεί ένας δανειστής από τον δανειζόμενο, ώστε να μην κατηγορηθεί για (τουλάχιστον αυτό) καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ώστε ουσιαστικά, υπό το πρόσχημα της «οικονομικής βοήθειας» προς τη χώρα, να λάβει ξεκάθαρα τον χαρακτήρα του ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥ, οικονομικού ΚΑΙ πολιτικού. Ούτε ασφαλώς οι «Δανειστές», (πλην του ΔΝΤ), ήταν οι «κλασικοί» δανειστές. Εδώ, στη Μνημονιακή Ελλάδα, βάρυνε, κάτι που ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού, η παρουσία, ο λόγος της Γερμανίας, της Γερμανικής Κυβέρνησης. Τα Μνημόνια επιβλήθηκαν, διότι η Γερμανία το ήθελε, οι ιδιώτες δανειστές υποκαταστάθηκαν από ευρωπαϊκούς θεσμικούς δανειστές (και με διακρατικά δάνεια), διότι η Γερμανία το ήθελε, η Τρόικα συμπεριφέρθηκε στη Χώρα μας ως Δύναμη Κατοχής, διότι η Γερμανία το επέτρεψε. Ουδείς, ούτε εδώ, ούτε στην Ευρώπη, ενδιαφέρονταν τι θα έλεγε για το «ελληνικό πρόβλημα» ο οποιοσδήποτε εκ των «δανειστών», (περιλαμβανόμενων και των Κρατών που μετείχαν στο πακέτο «διάσωσης»), αν δεν ακούγονταν η ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΨΗ του Βερολίνου, η οποία ήταν και η μόνη που ουσιαστικά «μετρούσε» σε ό,τι έλεγε και ό,τι έλεγε εν τέλει ίσχυε, και όταν δεν ίσχυε (τη στιγμή αυτή δεν θυμάμαι πού συνέβη αυτό), δεν ίσχυε διότι η ίδια το ήθελε και όχι διότι είχε υποχρεωθεί. Οι άλλοι «εταίροι», (των Κρατών-Μελών περιλαμβανομένων) δεν συμμετείχαν στο «παιχνίδι», (πλην ΔΝΤ), παρά στα πλαίσια του ρόλου που τόσο πολύ είχαν μάθει καλά και τόσο πιστά υπηρετούσαν : το ρόλο των θεραπαινίδων του Βερολίνου. Ακόμα και μεγάλες Χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, οι οποίες που και που «ύψωναν» τη φωνή τους υπέρ της Ελλάδας, αλλά, κι αυτό, έως τη στιγμή που έφτανε η ώρα να μιλήσει το Βερολίνο, οπότε και, είτε σιωπούσαν, είτε απλά, «το γύριζαν το παραμύθι». Βεβαίως, αυτή η εικόνα, στο επίπεδο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, ανέδυε μια πραγματικότητα (και μια προοπτική), για το ποια ακριβώς «Ευρώπη» έχουμε προ ημών, ποια σχέση είχε (έχει) τούτη η «Γερμανική Ευρώπη» με την «Ευρώπη» πριν καταστεί «Γερμανική», και εν τέλει, τι μπορεί κανείς να περιμένει απ’ αυτή αλλά και πόσο απειλείται απ’ αυτή, έστω και αν τυγχάνει «μέλος» της -«ισότιμο», κ.λπ.
Βεβαίως, μιλώντας για την ΠΡΙΝ την «επίσημη» ένταξη τη Χώρας στο Μνημονιακό Καθεστώς, το πώς αυτό το «Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον», μεταμορφώνονταν οβιδιακά, καθώς προσεγγίζονταν το χρονικό ορόσημο της 6ης Μαΐου 2010, δηλαδή, της ψήφισης του πρώτου Μνημονιακού Νόμου, έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι ήταν προφανώς αυτό το ίδιο «Γενικό Συμφέρον» της Χώρας, που υποχρέωνε τη Κυβέρνηση, ήδη από τις αρχές του 2010, δηλαδή, περίπου ένα τετράμηνο πριν την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου, ακριβώς για να μην καταλήξει σε «αυξημένη επιτήρηση», (τότε η λέξη «Μνημόνιο» δεν ακούγονταν καν), στη λήψη μέτρων τα οποία, όχι «τυχόντα» πρόσωπα, μα πρόσωπα «υπεράνω κάθε υποψίας» ως προς το θεσμικό κύρος τους, οι ίδιοι οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτοπροσώπως, με κοινή τους Δήλωση, εξέφραζαν τι άραγε; Όχι απλά την εμπιστοσύνη τους στα μέτρα εκείνα «μαζέματος» της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε ό,τι αφορά την επάρκειά τους, και έστελναν το μήνυμα, στο κόσμο όλο (και στις αγορές ασφαλώς), πως η Ελλάδα σύντομα θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά το οικονομικό της πρόβλημα (το οποίο ήταν, τότε, πρόβλημα προσωρινής ρευστότητας που αντιμετώπιζε). Πρόβλημα ρευστότητας ΚΑΙ ΟΧΙ δανεισμού. Όμως δεν ήταν μόνο οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων που τέτοια καλά πράγματα έλεγαν για την Ελλάδα, λίγες μονάχα εβδομάδες πριν όλα αυτά αναιρεθούν. Παρόμοιες Δηλώσεις γίνονταν και από το ECOFIN και το EUROGROUP. Και φυσικά, δεν ήταν οι μοναδικές εκ μέρους Ευρωπαίων θεσμικών παραγόντων.
Και ενώ τέτοιες Δηλώσεις είχαμε υπέρ ημών, ΛΙΓΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ, εν τούτοις, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, με αφορμή την «επισημοποίηση» του ελλείμματος του 2009 στο 13,6%, από το Καστελόριζο, στις 23/4/2010, έστελνε το μήνυμα της υπαγωγής της χώρας στο (πρώτο) Μνημόνιο και στον έλεγχο της Τρόικα. (Η ειρωνεία του πράγματος, είναι ότι ακόμα και τότε, ακούγαμε «επίσημες» φωνές από εκπροσώπους των ευρωπαϊκών Θεσμών, που συνιστούσαν την «πιστή» εφαρμογή στα τότε ήδη ληφθέντα μέτρα (πριν δηλαδή το πρώτο Μνημόνιο). Όμως, «Πολλά μεταξύ κύλικος και χειλέων άκρον πέλει»…
Όμως όλα αυτά που φαίνονται στα μάτια του απλού πολίτη, ως κάπως «αντιφατικά πράγματα», εν τούτοις, κι αυτά, προφανώς δεν μπορεί να γίνονταν παρά χάριν κάποιου «Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος», έστω και αν το ερώτημα «γιατί» φτάσαμε στα Μνημόνια» ΔΕΝ απαντήθηκε ΠΟΤΕ εκ μέρους του «επισήμου Κράτους», και δεν απαντήθηκε, διότι ΔΕΝ του επιτράπηκε ή/και το ίδιο δεν ήθελε να διερευνήσει το θέμα, και επομένως αυτό το ότι μπήκαμε στα Μνημόνια χάριν κάποιου «Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος» ουσιαστικά θεμελιώνεται στο ΠΟΥΘΕΝΑ, όμως, αυτό δεν προκαλεί καμία έκπληξη, διότι αυτό το «ΚΑΝΕΝΑ ΘΕΜΕΛΙΟ» άνω στο οποίο οικοδομείται η επιχειρηματολογία για το «Γενικό Συμφέρον», δεν είναι άγνωστο στην πολιτική, ενώ κατέστη πληθωρικό στη Μνημονιακή Περίοδο.
Η σιωπή λοιπόν γιατί μας συμβαίνει ένα σοβαρό γεγονός, η άρνηση αναζήτησης των αιτίων του, κι ακόμα περισσότερο η λήθη περί αυτών, μπορούν να θεμελιώνουν εν τούτοις «επιχειρήματα» υπέρ ενός «Γενικού Συμφέροντος»! Αυτό, ίσως, και λίγο να μας απασχολούσε, λόγω της φαιδρότητάς του, ΑΝ, δυστυχώς, η απουσία απαντήσεων σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω, είναι αναπάντητα και για τα δικαστήρια όταν αναφέρονται στην εξυπηρέτηση ή μη του «Γενικότερου Συμφέροντος» όταν έκριναν, κρίνουν, ζητήματα συνταγματικότητας Μνημονιακών νόμων! (Επί του θέματος, ένα σύντομο σχόλιο θα κάνουμε και παρακάτω).
Ας θυμηθούμε ακόμα, πως η ίδια η Κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, δηλαδή η τότε Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είχε αρχίσει να ομιλεί περί «Τιτανικού» και περί «διαφθαρμένης Χώρας»! Τι έχουμε εδώ; Πολιτική αφέλεια, πολιτική βλακεία, ή την εξέλιξη ενός σχεδίου που ΕΠΡΕΠΕ να καταλήξει, ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ, εκεί που κατέληξε (στα Μνημόνια); Ή κι αυτό χάριν ενός κάποιου «Γενικού Συμφέροντος» έγινε;
Όμως, ένα σχόλιο είναι αναγκαίο στο σημείο αυτό : Την τέτοια συμπεριφορά μας Κυβέρνησης να διεθνοποιεί εσωτερικά προβλήματα της Χώρας με τρόπο που να οδηγεί σε ηθική απαξία την ίδια τη χώρα και το λαό, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ερμηνεύσω, ακόμα και με όρους πολιτικής αφέλειας ή ακόμα και πολιτικής βλακείας. Και δεν μπορώ να ξεχάσω ιδίως εκείνους τους ΞΕΝΟΥΣ ιδιώτες, που κάτω από διάφορους επαγγελματικούς τίτλους (δημοσιογράφοι, καθηγητές, οικονομολόγοι κ.λπ.), να δίνουν συνεντεύξεις, προσπαθώντας να πείσουν γιατί η Ελλάδα και οι Έλληνες ΔΕΝ άξιζαν μια τέτοια ελεεινή συμπεριφορά και τέτοιες εξοντωτικές πολιτικές, και από την άλλη, να έχουμε εδώ τους δικούς μας (ΕΛΛΗΝΕΣ), να επιχειρηματολογούν ακριβώς για το αντίθετο, δηλαδή, γιατί ΟΝΤΩΣ αξίζαμε ό,τι μας συνέβαινε. Σκέφτομαι ποιοι άραγε θα έπρεπε να ήταν οι ηθικοί αυτουργοί εκείνου του κατάπτυστου εξώφυλλου γερμανικού περιοδικού με το γνωστό μοντάζ με το υψωμένο μεσοδάκτυλο της παλάμης της Αφροδίτης και τον τίτλο «Betrüger in der Euro–Familie» (απατεώνες στην Ευρω-γειτονιά μας); Η απάντηση βεβαίως ρητορική.
Όταν ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, είχε ρωτηθεί, σε κοινή συνέντευξη Τύπου μαζί με τον τότε ομόλογό του της Ελλάδας Γίανη Βαρουφάκη, από Έλληνα δημοσιογράφο (τον Παντελή Βαλασόπουλο), για την γερμανική εμπλοκή στο ζήτημα της Siemens και του Μιχάλη Χριστοφοράκου στην Ελλάδα, απάντησε «ότι ο καθένας έχει την ευθύνη να καθαρίζει το χώρο γύρω από το σπίτι του» (https://www.iefimerida.gr/news/190305/pos–antedrase–o–soimple–stin–erotisi–gia–sie mens-kai-hristoforako-vinteo) (5.2.2015). Και αυτή ακριβώς όφειλε να ήταν η απάντηση ενός πολιτικού, για ένα ζήτημα που αφορά τη χώρα του. Καθήκον μιας Κυβέρνησης, δεν είναι ασφαλώς να συγκαλύπτει την πραγματικότητα, είναι να την αντιμετωπίζει με γνώμονα το εθνικό ή το γενικότερο συμφέρον του λαού. Και δεν υπάρχει τίποτα που, ως λογική, να πείθει ότι το να καταγγέλλεις διεθνώς τη χώρα σου για όσα στραβά συμβαίνουν σ’ αυτή, την βοηθάς υπό οιαδήποτε έννοια. Είναι άλλο πράγμα μια Κυβέρνηση εντός της χώρας να ομιλεί πολύ και κυρίως να πράττει πολλά καταπολεμώντας τη διαφθορά, και άλλο πράγμα να καταγγέλλει την ίδια του τη χώρα διεθνώς.
Το ίδιο και ακόμα περισσότερο, επλήγη το «Γενικό Συμφέρον της Χώρας», και με το ζήτημα του επαναπροσδιορισμού του «πραγματικού» ελλείμματός της για το 2008-2009, που αποτέλεσε το «σκαλοπάτι» για να πατήσει η Μνημονιακή Αθλιότητα για να διαβεί το κατώφλι προς τα «ενδότερα» της Χώρας. Κι εδώ, ένας κλαυθμός και οδυρμός και μια κρίση «ηθικής» και «ειλικρίνειας» της νεοεκλεγείσας Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 2010, βάλθηκε να αποκαταστήσει την «αλήθεια» για τη «Χώρα», δηλαδή, πόσο «χάλια» ήταν τα οικονομικά της, πόσο «εξαπατούσε» τους «εταίρους» της με «πειραγμένα» εθνολογιστικά στοιχεία, και να δικαιολογηθεί έτσι και ο χαρακτηρισμός του «Τιτανικού». Και όλα αυτά από ποιους «τιμητές» της «ηθικής» και της «αλήθειας»; Από μια Κυβέρνηση, που μαζί με τους άλλους εταίρους της στον Παλαιοκομματισμό που νέμονταν (και νέμονται) την Εξουσία (τους προ και μετά το 2010), ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΝ (ας μείνουμε στην προ του 2010 περίοδο) στο ακέραιο για ό,τι στραβό ΚΑΙ ανήθικο διαχρονικά συντελούνταν στο δημόσιο και πολιτικό γίγνεσθαι της Χώρας, (για τα χρόνια που το κάθε Παλαιοκομματικό κόμμα ασκούσε την Εξουσία). Αυτή η Κυβέρνηση λοιπόν, με δηλώσεις ως οι ανωτέρω, έριχνε νερό στο μύλο εκείνων που σχεδίαζαν να γονατίσουν της Ελλάδα, την Χώρα που κυβερνούσε και τον Λαό της, αποκαλύπτοντας «σκελετούς» στα στατιστικά ντουλάπια, ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΑΝ (ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΞΩ) ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ, διαλαλώντας ό,τι ήταν ήδη γνωστό. Γιατί άραγε; Ντρεπόντουσαν οι ξένοι και δεν μιλούσαν για τα Greek statistics; Ή ίσως, καταθέτω μια εικασία, η Ελληνική Κυβέρνηση, ήθελε, δημοσιοποιώντας η ίδια το θέμα, ΝΑ ΥΠΟΧΡΩΣΕΙ την Ευρώπη να «μιλήσει» για τα ελληνικά οικονομικά στοιχεία, ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ, να επέμβει και γιατί άραγε; Έτσι, για κάποιο βίτσιο, ή μήπως, διότι ΕΠΡΕΠΕ να έρθουν τα Μνημόνια, ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ; Ή μήπως, ΗΤΑΝ ΠΡΙΝ ΚΑΝ ΑΝΕΒΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ τον Οκτώβριο του 2009 «μέσα στο παιχνίδι», ένα ερώτημα που με ταλανίζει και για την περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας, μα και του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο αργότερα, που διαδέχθηκαν (κατόπιν θεματικών κυβιστήσεων, ξεκινώντας ως άκρως αντιμνημονιακές Δυνάμεις) ως οι επόμενες (Μνημονιακές) Κυβερνήσεις το ΠΑΣΟΚ.
Και μιλάμε για «σκελετούς» πού; Κατάγγειλε η Ελληνική Κυβέρνηση τους «σκελετούς» της σε ποιους; Σε μια Ευρώπη, όπου και γι΄ αυτή την Γερμανία, ουδείς αμφιβάλλει για το αν τη διαφθορά τη γνωρίζει απλώς θεωρητικά ή και τη βιώνει, ή αν τη στατιστική λαθροχειρία των εθνολογιστικών της μεγεθών, σε κάποιο βαθμό, κι αυτή την ασκεί; Ποιος άραγε Γερμανός (ή Γερμανίδα) καγκελάριος ή υπουργός οικονομικών θα έβγαινε και θα κατακεραύνωνε την ύπαρξη τυχόν «σκελετών» στα ντουλάπια του γερμανικού τραπεζικού συστήματος και των κινδύνων τους για την εθνική οικονομία της χώρας του; Για να μην αναφερθούμε τώρα ΙΣΩΣ ΣΤΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ των άλλων Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες, καμία ένδειξη δεν συνηγορεί ότι δεν διαθέτουν «σκελετούς» σαν αυτούς της Ελλάδας, και φυσικά, ότι δεν υπάρχει κι εκεί κάποια όσμωση διαφθοράς. Αλλά, δεν είδα ποτέ π.χ, τον Ιταλό πρωθυπουργό ή τον Ιταλό υπουργό οικονομικών να ομιλεί για τον ιταλικό «Τιτανικό» ή να καταγγέλλουν τη Χώρα τους για το επίπεδο διαφθοράς που επικρατεί εκεί! Αυτά τα γεγονότα, τα αναφέρω και τα ξανα-αναφέρω, περισσότερο ως ένα ζήτημα εντελώς προσωπικό, δηλαδή, να μπορέσω να εξηγήσω κάπως, τι είδους ανθρώπους έχω μπροστά μου ως «ηγέτες», από ποιων τα χέρια κρέμεται και το δικό μας μέλλον, όπως και το μέλλον των παιδιών και των εγγονών μας, και με κάποιο τρόπο να «καταπιώ» αυτή τη πραγματικότητα, η οποία όμως δυστυχώς «δεν καταπίνεται» με τίποτα!
Από την άλλη, ίσως και να είμαστε η μονή χώρα στον κόσμο, ασφαλώς χάριν του «Υπέρτερου Γενικού μας Συμφέροντος», η οποία αποδέχτηκε πρόγραμμα «βοήθειας», τα οποία επέστρεφαν σχεδόν αποκλειστικά στους δανειστές της, με μόνο «αντάλλαγμα» την («εύτακτη») «πτώχευσή» της! Μια «βοήθεια», που την οδήγησε την δραματική περαιτέρω υπερχρέωση του δημόσιου χρέους σε επίπεδα εικονικώς διαχειρίσιμα, (το χρέος δεν ήταν διαχειρίσμο το 2010 όταν ήταν 120%, είναι όμως σήμερα που είναι άνω του 200%), στο οποίο προστέθηκε και ένα (υπερήμερο) ιδιωτικό χρέος που εξακοντίστηκε κι αυτό στα ύψη ακριβώς λόγω των όρων υπό τους οποίους δόθηκε η «βοήθεια.
Προφανώς ήταν υπέρ του Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος η αφαίμαξη με βάση τους Μνημονιακούς νόμους, κάθε ικμάδας της δημόσιας και ιδιωτικής ρευστότητας, και η πρόσκληση συνακόλουθης ύφεσης που μονάχα σε πολεμικές περιόδους συναντά κανείς!
Προφανώς ήταν υπέρ του Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος, την ίδια στιγμή που βρίσκονταν σε εξέλιξη η άνω αφαίμαξη της ρευστότητας, να αυξάνονται οι κάθε είδους φόροι, οδηγώντας έτσι ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ τις (μικρομεσαίες ιδίως, αλλά όχι μόνο) επιχειρήσεις, τους επαγγελματίες, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, δηλαδή, σχεδόν σύμπασα την Κοινωνία και την οικονομία, στην αδυναμία ανταπόκρισής τους προς ανελαστικές οικονομικές υποχρεώσεις τους, τρέχουσες (π.χ., φόροι, τακτικοί και έκτακτοι, κ.λπ.) ή που έρχονταν από το παρελθόν (πχ. Στεγαστικά δάνεια ιδιωτών, τραπεζικές οφειλές επιχειρήσεων, κ.λπ)!
Προφανώς ήταν υπέρ του Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος, μισό εκατομμύριο νέων, στη πλειοψηφία τους επιστημόνων, να μεταναστεύσουν υποχρεωτικά προς άλλες χώρες, της Ευρώπης και όχι μόνο!
Προφανώς, ήταν υπέρ του Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος, η λεηλασία των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων και άλλων Δημόσιων Οργανισμών, αλλά και μικροαποταμιευτών κατόχων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.
Προφανώς, ήταν υπέρ του Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος, το να αχθούν στα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων τους συμπολίτες μας, και μερικές χιλιάδες εξ αυτών στην αυτοκτονία!
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ! Το ίδιο Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον απαίτησε ώστε να μην ζητήσουμε ποτέ αποζημιώσεις για μέτρα που οι ίδιοι οι δανειστές που τα επέβαλαν, ομολόγησαν ότι ήταν λάθος!
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ! Το ίδιο Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον απαίτησε ώστε να μην αναζητήσουμε ποτέ τους λόγους που οδήγησαν το δημόσιο χρέος στα επίπεδα του 2010 (και μετά τούτο φυσικά)!
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ! Το ίδιο Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον απαίτησε, αν και τούτο δεν συνδέεται παρά έμμεσα με τα μνημόνια, να μην ενεργοποιήσουμε τη διαδικασία διεκδίκησης του συνόλου των απαιτήσεων μας από τη Γερμανία, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ! Το ίδιο Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον απαίτησε, η Ελληνική Δημοκρατία και οι Θεσμοί της, να υποστούν έναν ανείπωτο δημόσιο εξευτελισμό που ισοδυναμεί με κατάρρευση της Δημοκρατίας, εφόσον αποδείχτηκε ανίκανη να υπερασπιστεί το κύρος της!
Μέσα σε αδιάντροπα και κυνικά ψέματα, μέσα στη συσκότιση και αποσιώπηση της αλήθειας, χτίστηκε στη Μνημονιακή Περίοδο το επιχείρημα του «Γενικού Συμφέροντος».
Να θυμηθούμε ίσως το πιο εμβληματικό Μνημονιακό «επιχείρημα» ότι το Κράτος κατέφυγε στα Μνημόνια για να μπορεί να συνεχίσει να πληρώνει μισθούς και συντάξεις; Δεν ήταν αυτό άραγε μια υπηρεσία προς το «Γενικότερο Συμφέρον» της Χώρας; Και τι αποδείχτηκε; Ότι οι μισθοί και συντάξεις μια χαρά πληρώνονταν από τα δημόσια έσοδα ΧΩΡΙΣ τα Μνημονιακά δάνεια, που ούτως ή άλλως, το είπαμε ήδη, επέστρεφαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις τσέπες των δανειστών, ή πήγαιναν σε ενίσχυση των τραπεζών ή αλλαχού!
Ή να θυμηθούμε, ότι στη στιγμή που περικόπτονταν μισθοί και συντάξεις, τη στιγμή που κατακρεοργούνταν το Κοινωνικό Κράτος γενικότερα, οι Μνημονιακές Κυβερνήσεις, ΧΑΡΙΖΑΝ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ δεξιά και αριστερά σε επιχειρηματικούς κολοσσούς, καλύπτοντας σκάνδαλά τους, ασφαλώς, εν ονόματι ενός κάποιου «Γενικότερου Συμφέροντος», όπως συνέβη στη περίπτωση του σκανδάλου της ΖΗΜΕΝΣ (ασφαλώς όχι το μοναδικό)!
Ή, να μη ξεχνάμε, πως την ίδια στιγμή που το Ελληνικό Κράτος δεν είχε (δήθεν) να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, είχε εν τούτοις χρήματα να αγοράζει φρεγάτες, υποβρύχια, πολεμικά αεροπλάνα, από τους ίδιους «εταίρους» μας στην Ευρώπη, που την ίδια στιγμή, ζητούσαν περικοπές μισθών και συντάξεων, περικοπές των Κοινωνικών Δαπανών. Τώρα, αυτό το «Γενικό Συμφέρον», σε ποια πλευρά να το «κολλήσω»; Στην ελληνική ή εκείνη των πωλητών των παραπάνω «προϊόντων», που όμως ΉΤΑΝ (ΕΙΝΑΙ) ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΜΑΣ;
Ασφαλώς, ομοίως χάριν ενός Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος, η Ελληνική Κυβέρνηση, πλήρως ευθυγραμμισμένη προς την «Ευρωπαϊκή» (λέγε : Γερμανική) γραμμή, δεν έπραξε το αυτονόητο, δηλαδή, να πιέσει τους ΙΔΙΩΤΕΣ δανειστές της, ώστε να δεχτούν μια προσωρινή διευθέτηση του χρέους, πράγμα, που δοθείσης του μεγέθους της έκθεσής τους στο ελληνικό χρέος, και τις συνέπειες που θα είχε γι’ αυτούς μια μονομερής κήρυξη αναστολής πληρωμών του δημοσίου χρέους εκ μέρους της Ελλάδας ΟΧΙ ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ, αλλά ειδικώς προς αυτούς που δεν θα συμφωνούσαν με τη πρόταση της ελληνικής Κυβέρνησης, θεωρείται βέβαιο, για όποιον έχει στοιχειώδη επαφή με ζητήματα τραπεζικού δανεισμού και λειτουργίας των αγορών από επίπεδο περιπτέρου και άνω, ότι ΟΥΔΕΙΣ ΙΔΙΩΤΗΣ δανειστής, θα αναλάμβανε τον κίνδυνο να χάσει το σύνολο των χρημάτων του, χωρίς σοβαρές (οικονομικές και όχι μόνο) συνέπειες για τον ίδιο, και δοθέντος του μεγέθους αυτών των πιστωτών (τραπεζών) και για την εθνική οικονομία στην οποία ανήκει (και επομένως για την Ευρωζώνη), ενώ, ακόμα, τα ιδιωτικά δάνεια, υπάγονταν στο Ελληνικό Δίκαιο (που κι αυτό άλλαξε σε λίγο, προφανώς χάριν του «Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος»!). Κι όμως αυτό δεν έγινε, και δεν έγινε επειδή ήδη είχαν δρομολογηθεί οι εξελίξεις για την Ελλάδα, προκειμένου να υπαχθεί σε ό,τι γνωρίσαμε ως Μνημονιακό Καθεστώς, παρά το γεγονός ότι το θέμα θα μπορούσε να διευθετηθεί με τα συνήθη ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας των αγορών.
Ώστε λοιπόν, το 2009 η Χώρα, είχε ήδη πτωχεύσει, και είχε ήδη εκλείψει κάθε άλλη εναλλακτική; Αυτό είναι το «δια ταύτα», ότι με αυτή την παραδοχή της «Συντεταγμένης Πτώχευσης», εξυπηρετήθηκε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον»;
Και τούτο γιατί; Λόγω του ύψους του ελλείμματος ή του δημοσίου χρέους εκείνης της περιόδου; Κι όμως, υπήρχαν, τότε, λόγω της παγκόσμιας κρίσης, οικονομίες, οι οποίες είχαν ελλείμματα που φλέρταραν με το -10% του ΑΕΠ ή και το ξεπερνούσαν, εδώ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ποσοστά τα οποία τηρουμένων των αναλογιών από άποψη μεγέθους, δυναμισμού και διαρθρωτικών προβλημάτων όταν συγκρίνονταν με τα αντίστοιχα ελληνικά δεδομένα, αυτά τα αρνητικά μεγέθη, είχαν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία από το ύψος του ελληνικού ελλείμματος. Κι όμως ουδείς διανοήθηκε να τεθούν σε καθεστώς «συντεταγμένης πτώχευσης», όπως π.χ. η ιταλική, της οποίας το δημοσιονομικό πρόβλημα «συναγωνίζεται» σε προβληματικότητα το ελληνικό.
Το θέμα του Δημοσίου Χρέους και των Μνημονίων, αποτελεί αυταπάτη αν νομίζουμε ότι τελειώσαμε. Θα συναντηθούμε εκ νέου, με τα ίδια επιχειρήματα της περιόδου 2010-2018, με τον ίδιο επώδυνο τρόπο και με τα ίδια αποτελέσματα, ΕΦΟΣΟΝ θα βρίσκεται και τότε στην Εξουσία οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις, με τον ίδια φιλοσοφία ενδοτισμού και την ίδια αντίληψη για την «σωστική» επίδραση της φιλοσοφίας των Μνημονιακών πολιτικών. Ήδη αυτές τις μέρες που μιλάμε, ένα νέο, ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ (ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ) ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ «σχέδιο» ανάπτυξης δρομολογεί η Κυβέρνησή μας, γνωστό από το όνομα του επικεφαλή της Επιτροπής που το συνέταξε, καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη. Ήδη, «έγκυροι» θεσμικοί παράγοντες, μας προϊδεάζουν από τώρα, πως αυτά που πιστεύαμε, διότι αυτά μας λέγανε, πως μέχρι το 2060 το (δημόσιο) χρέος είναι «ρυθμισμένο», (που πάει να πει «βιώσιμο»), τώρα μας λένε ότι το (δημόσιο) χρέος, είναι βιώσιμο κάπου εκεί κοντά στις αρχές του 2030, που πάει να πει, ότι πλησιάζει ο καιρός που θα αρχίσουν πάλι να μας μιλάνε για «λίπος» στους μισθούς και συντάξεις, για έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, και άλλα τέτοια «παχιά» και «αναπτυξιακά» επιχειρήματα», και την «κατεπείγουσα» ανάγκη λήψης «έκτακτων μέτρων», και να ξαναγίνουμε έτσι θεατές του ίδιου Μνημονιακού έργου, της ίδιας Μνημονιακής Αθλιότητας. Βέβαια, και χωρίς αυτές τις «Σειρήνες» του Θανάτου, κάποιος θα πρέπει να είναι όχι απλά αφελής, αλλά «Ο» ορισμός της αφέλειας, αν πιστεύει, ότι υπό τις μνημονιακές δεσμεύσεις που τελεί η χώρα έως και το 2060 και με μηδενικό έλεγχο στη νομισματική και δημοσιονομική της πολιτική αλλά και στα ίδια τα δημόσια έσοδά της, όπως και στον τραπεζικό της τομέα, και κυρίως, με το να επιτυγχάνει ΔΙΑΡΚΩΣ μέχρι τότε, πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της (δεν θα μείνω στο αν είναι 1%, 2% ή 3%), κάτι που ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΝΑ ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΤΥΧΕΙ, ότι θα ήταν δυνατό να φτάσουμε στο 2060, «έτσι απλά», με αυτά τα δεδομένα.
ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΧΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ (ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ) ΥΠΕΡΤΕΡΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ!!!!!
Οι συνέπειες αυτού του ακρωτηριασμού του «Γενικότερου Συμφέροντος», δεν έχει μονάχα εξαιρετικό θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά, στο μέτρο και το βαθμό που υιοθετείται και εγκαθιδρύεται ως ερμηνεία, ιδίως στα δικαστήρια, στη βάση των Μνημονιακών επιχειρημάτων, τότε, πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη, η οποία αναμφίβολα, ως πρώτο της θύμα θα έχει την ίδια την Δημοκρατία, την Κοινωνία και το ίδιο το Σύνταγμα, αλλά, και την ίδια την οικονομία και τις κοινωνικές δομές της Χώρας, ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, οι οποίες, κατά τρόπο εντελώς αυθαίρετο, προπαγανδίζονται ότι είτε ωφελούν (εφόσον δεν βλάπτουν) το «Υπέρτερο Γενικό Συμφέρον», είτε, επιβάλλονται ακριβώς από αυτό το «Γενικό Συμφέρον», ως μοναδικό διαθέσιμο «στην αγορά φάρμακο που σώζει τον ασθενή».
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι, το πώς τείνει να διαμορφωθεί η αντίληψη του άνω Γενικού Συμφέροντος στην νομολογία, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων. Βεβαίως, υπάρχουν ενδείξεις και θετικών και αρνητικών εξελίξεων, με τα δικαστήρια να κηρύσσουν διάφορες πτυχές των Μνημονιακών νόμων, άλλες αντισυνταγματικές και άλλες αντισυνταγματικές. Η προσωπική μου άποψη που έχω διαμορφώσει ως απλός πολίτης, είναι πως η Δικαιοσύνη, δεν έχει ακόμα κατασταλαγμένη άποψη ως προς το τα Μνημόνια (και ποιες πτυχές τους) είναι συμβατά με το Σύνταγμα η όχι. Και τούτο διότι, ΔΕΝ έχει κριθεί ΕΝ ΤΩ ΣΥΝΟΛΩ ΤΟΥΣ η συνταγματικότητα ή μη των Μνημονίων. Αυτό έχει ως συνέπεια τον κατακερματισμό της έννοιας και της προσέγγισης του «Γενικού Συμφέροντος» με βάση τις επιμέρους διατάξεις του κάθε Μνημονιακού Νόμου ή και ενός ολόκληρου Νόμου, ΟΧΙ όμως και του ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ που θέτει το ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, όπως αυτό διαμορφώνεται με τα τρία Μνημόνια και το PSI. Όμως, «Γενικό Συμφέρον» με δόσεις ή σε φέτες, ΔΕΝ νοείται.
Η Δικαιοσύνη, ή θα προσεγγίσει το θέμα της συνταγματικότητας των Μνημονίων εν τω συνόλω τους, ή διαφορετικά, προσεγγίζοντάς το τμηματικά, είναι αναπόφευκτο να περιπίπτει σε αποφάσεις αντιφατικές ή σε αποφάσεις που κυριολεκτικά θα ισορροπούν από άποψη ερμηνείας του «Γενικού Συμφέροντος» επί ξυρού ακμής και κατά τρόπο επαμφοτερίζοντα.
Ένα ΟΛΩΣ ενδεικτικό παράδειγμα :
Προσωπικά, εκτός λάθους, ΔΕΝ ενθυμούμαι ποτέ, εξ όσων έχω ακούσει ή με βάση αυτά που έχω διαβάσει στον Τύπο ή αλλού, ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια προσέγγισαν την ύπαρξη ή μη του «Γενικού Συμφέροντος», με τέτοια κριτήρια, όπως π.χ., αν αυτό το «Γενικό Συμφέρον» δικαιολογεί τα Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι να νομοθετούνται, όπως κατά κόρο έγινε την προηγούμενη δεκαετία, με τρόπο που ουσιαστικά κατέλυε την κοινοβουλευτική διαδικασία, και συχνά υπό καθεστώς αφόρητων πιέσεων των βουλευτών, σε σημείο που, αυτό που προσωπικά προσελάμβανα ως εικόνα από τη θέση του απλού πολίτη, ήταν πως (κάποιοι απ’ αυτούς, ίσως όχι λίγοι) νομοθετούσαν χωρίς να έχουν πεισθεί για την ορθότητα ή αναγκαιότητα του -εκάστοτε- προς ψήφιση νόμου και χωρίς να είχαν τον απαραίτητο χρόνο να μελετήσουν το τι τα σχέδια νόμων που ετίθεντο υπόψη τους προέβλεπαν και κυρίως ποιες ήταν οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειές τους, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, για τη Χώρα και το Λαό. Αν αυτό το γεγονός έχει ένα βαθμό αλήθειας, διερωτώμαι, οι δικαστές που διαγιγνώσκουν και ερμηνεύουν το «Γενικό Συμφέρον» σε κάθε κρινόμενο ενώπιόν τους νόμο, έχουν ποτέ συσχετίσει γεγονότα όπως το αμέσως ανωτέρω (αλλά και όσα ήδη έχουμε πει σε όσα προηγήθηκαν), με την τελική τους κρίση για το αν το «Γενικό Συμφέρον» εξυπηρετείται, γιατί και πώς, ή δεν έχει σημασία;
Άλλο, ομοίως ΟΛΩΣ ενδεικτικό παράδειγμα :
Τα Δικαστήρια, δηλαδή οι δικαστές τους, όταν διάβαζαν ή άκουγαν δηλώσεις – ομολογίες από μέλη της ίδιας της Τρόικα ή ανώτατων θεσμικών αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και του ίδιου του ΔΝΤ, ότι εφάρμοσαν λάθος συνταγή στο ελληνικό πρόγραμμα (που ταυτόχρονα αποτελεί και δήλωση για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί συντάκτες των Μνημονίων -αυτό δικονομικά και δικαστικά έχει κάποια αξία ως γεγονός;), «λάθος» με (δημόσιες και ιδιωτικές) καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στα εισοδήματα και τον πλούτο, για να μην αναφερθούμε στο ότι ώθησαν στην απόγνωση και στην αυτοκτονία χιλιάδες πολίτες), ή όταν άκουγαν από επίσης θεσμικούς παράγοντες (του εξωτερικού αλλά κι εδώ στο εσωτερικό), ότι τα Μνημόνια είχαν και «τιμωρητικό χαρακτήρα», όλα αυτά, είχαν κάποια σημασία ώστε να συναξιολογηθούν όταν προσπαθούν να διαγνώσουν τη συνταγματικότητα ή μη των Μνημονίων και την υπηρέτηση ή μη του «Γενικού Συμφέροντος»; Ή, «νομικά», αποτελούν μη αξιοποιήσιμα ή σημαντικά στοιχεία;
Η σημασία της νομολογιακής θεμελίωσης του «Γενικότερο Συμφέροντος» είναι τεράστια και νομίζω ότι είναι απολύτως κατανοητό το γιατί. Έχω την άποψη, πως εδώ, στην Ελλάδα, (αν και όχι μόνο, αλλά, όπως είπε ο Σόϊμπλε (ανωτέρω) «ο καθένας έχει την ευθύνη να καθαρίζει το χώρο γύρω από το σπίτι του» και είχε δίκαιο), η δικαστική ερμηνεία του «Γενικού Συμφέροντος», ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΧΟΥΝ ΝΟΜΟΘΕΤΗΘΕΙ ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΙ ΝΟΜΟΙ, είναι αυθαίρετη και αόριστη, διότι κανένα δικαστήριο, ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, εξ όσων γνωρίζω, ΔΕΝ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕ ΘΕΜΕΛΙΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΑΠΟΨΗ, ΟΥΤΕ για το μέγεθος της πραγματικής συμβολής του ΑΝΩ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ, στην μη αναστολή των λειτουργιών του κράτους, διερευνώντας στοιχειωδώς πού πήγαιναν τα χρήματα των Μνημονιακών συμβάσεων δανεισμού, ΟΥΤΕ για το αν πρωτίστως τα μνημόνια εξυπηρέτησαν το ζωτικό συμφέρον των δανειστών η το εθνικό μας συμφέρον, και ΟΥΤΕ για το αν είναι προϊόν άσκησης αφόρητης πίεσης στα θεσμικά όργανα της ελληνικής δημοκρατίας και ιδίως στην Ελληνική Κυβέρνηση και τον Έλληνα Νομοθέτη προκειμένου να επιβληθούν, ΟΥΤΕ για την ευθύνη των δανειστών όταν οι ίδιοι δηλώνουν για λάθη τους, τα όποια και αυτά δεν αξιολόγησε ως προς τις συνέπειές τους, ΟΥΤΕ για το αν αποτελούσε όντως Μονόδρομο για την Ελλάδα, ΟΥΤΕ ποτέ διερεύνησαν δημόσιες ομολογίες πως τα Μνημόνια ήταν και «τιμωρητικά» (σε ποιο βαθμό σε σχέση με το μη «τιμωρητικό» τους περιεχόμενο; τι είδους ήταν αυτή η «τιμωρία» με τι συνέπειες και σε ποιο βαθμό; ποια η «νομιμοποιητική» εξουσία των «τιμωρών» και ποιοι ήταν αυτοί;) ΟΥΤΕ για το για ποιο λόγο οι ίδιοι Έλληνες Θεσμικοί πολιτικοί παράγοντες ομιλούσαν περί μετατροπής της Ελλάδας σε «Πειραματόζωο» (ποιών; γιατί;).
Όμως, ΟΛΑ τα άνω ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ερωτήματα, κατά την κρίση μου, έπρεπε να τύχουν ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ απαντήσεως, ΠΡΙΝ την διερεύνηση της συνταγματικότητας του ΚΑΘΕ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ Μνημονιακού νόμου, διότι, αν κατέρρεε ως αντισυνταγματικό και ως εναντίον του «Γενικού Συμφέροντος», ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, θα ήταν περιττή η διερεύνηση των επί μέρους Νόμων που προκύπτουν ως εφαρμοστικοί νόμοι αυτού του γενικότερου Πλαισίου.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη, ας το πούμε γι’ ακόμα μια φορά, και κλείνουμε μ’ αυτό, ΔΕΝ έχει, όχι απλά ξεκάθαρη θέση για το ζήτημα που εδώ συζητάμε, αλλά, κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο, οι αποφάσεις της ενίοτε συγκρούονται μεταξύ τους, όπως π.χ., στο ζήτημα των περικοπών των (κύριων και επικουρικών) συντάξεων. Κι αυτό τη στιγμή, που το ζήτημα του «Γενικού Συμφέροντος», εντός των πλαισίων του Μνημονιακού Καθεστώτος, για την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού, είναι ξεκάθαρο ότι δεν εξυπηρετείται μέσω των Μνημονίων. Η Ελληνική Δικαιοσύνη στο ζήτημα αυτό, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να τοποθετηθούμε εδώ, (όπως, π.χ., (ένας εξ αυτών), το πολύ φλέγον θέμα της «ανεξαρτησίας» της από την πολιτική εξουσία, από την οποία όμως διορίζεται η ηγεσία των ανωτάτων Δικαστηρίων με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει), ΔΕΝ βρίσκεται με την πλευρά της Κοινωνίας. Όχι ότι θα έπρεπε να βρίσκεται εξ ορισμού, όχι! Υπάρχουν και περιπτώσεις που ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ μια ολόκληρη Κοινωνία, μπορεί και να σφάλλει. Όμως, μια ολόκληρη Κοινωνία, ένας ολόκληρος Λαός, ΔΕΝ μπορεί να σφάλλει διαρκώς για μείζονος σημασίας θέματα! Και στο ζήτημα των Μνημονίων, η αντίθεση του Λαού ήταν διαρκής, ΟΧΙ διότι ήταν (μονόπλευρα προς ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες) σκληρά, μα ΚΥΡΙΩΣ διότι ήταν άδικα από όπου και αν τα έβλεπες, και επίσης, διότι εκτός από άδικα ήταν ΚΑΙ εξευτελιστικά για την ίδια την Ελληνική Δημοκρατία. Ασφαλώς, απόψεις όπως εκείνη του πρώην Προέδρου του ΣτΕ Νίκου Σακελλαρίου, του οποίου η παραίτηση τον Μάιο του 2018 είχε προκαλέσει αίσθηση, όπως αυτή (που αναφέρεται στην επιστολή του της παραίτησης του από το αξίωμά του), που επεσήμαινε, από τη θέση του Προέδρου ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας, γι’ αυτό και πολύ μεγάλης σημασίας, το γεγονός «…για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους» (https://www.kathimerini.gr/society/964542/deite-olokliri-tin-epistoli-paraitisis-toy-nikoy-sakellarioy/), ήταν αναμφίβολα απόψεις που εξέφραζαν την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού, ήταν απόψεις που εξέφραζαν αυτό που όλοι βλέπαμε ως πραγματικότητα να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, ή, για να μην «παίζω» τον ρόλο του «εκφραστή» της Κοινής Γνώμης, ήταν εκείνες οι απόψεις εκείνες με τις οποίες κι εγώ συντασσόμουν.