Γερμανικές αποζημιώσεις: Δεν πρέπει να ξεχνούμε

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η «εκκωφαντική» σιωπή του Μεγάρου Μαξίμου και της Ηρώδου του Αττικού προκαλεί εύλογες απορίες και δικαιολογημένη ανησυχία.

Γράφει ο Βασίλης Σκουρής από τις  ieidiseis.gr

Η σημερινή 80ή αποφράδα επέτειος της ναζιστικής εισβολής στην Ελλάδα, στις 6 Απριλίου 1941, «ξυπνάει» πολλές πικρές μνήμες. Κυρίως όμως μας θυμίζει τι δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως π.χ. και τα ακόλουθα:

Κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου 2021, 200 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, στη Γερμανία οι Πράσινοι και η Αριστερά έφεραν ξανά το θέμα των απαιτήσεων της Ελλάδας για τις πολεμικές αποζημιώσεις – κατοχικό δάνειο και καταστροφές της ναζιστικής θηριωδίας – ενώπιον της γερμανικής Βουλής.

Δεν έχει σημασία η τελική απόφαση, αφού ως γνωστό την πλειοψηφία έχουν στη γερμανική Βουλή CDU, CSU και SPD. Σημασία έχει ότι Πράσινοι και Αριστερά τάσσονται αναφανδόν υπέρ της Ελλάδας, ύστερα μάλιστα από την ευνοϊκή γνωμοδότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της γερμανικής Βουλής το 2019, σύμφωνα με την οποία για τις ελληνικές απαιτήσεις δεν υπάρχει ούτε παραίτηση ούτε παραγραφή. Άρα, για να θυμηθούμε την διαχρονική θέση του τέως ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλου, οι ελληνικές απαιτήσεις είναι «νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες».

Και ενώ ακόμη και γερμανοί στηρίζουν αυτό το εθνικό αίτημα της Ελλάδας, «εκκωφαντική» σιωπή εκπέμπεται από το Μέγαρο Μαξίμου και από την Ηρώδου του Αττικού. Με άλλες λέξεις, ούτε ο κ. Μητσοτάκης, ούτε η κα Σακελλαροπούλου αισθάνθηκαν την ανάγκη να στηρίξουν δημόσια τις πάγιες ελληνικές θέσεις, δηλαδή την Εθνική μας Γραμμή. Και είναι αλήθεια ότι από τότε που αποχώρησε ο Προκόπης Παυλόπουλος από την Προεδρία της Δημοκρατίας το ζήτημα φαίνεται να έχει «παγώσει». Γιατί άραγε;

Μπορεί να μην είναι πια στην Ηρώδου του Αττικού ο Προκόπης Παυλόπουλος. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να δίνει μάχη για τις γερμανικές αποζημιώσεις, με τελευταίο παράδειγμα τη συμμετοχή του σε σχετική διαδικτυακή εκδήλωση με τις

Οργανώσεις της Βιάννου στις 16.9.2020. Επιπλέον, είχε καθιερώσει, κατά τη διάρκεια της θητείας του, τις Εθνικές Θέσεις για το ζήτημα αυτό, από τις οποίες είναι αδιανόητη οποιαδήποτε υποχώρηση. Οι θέσεις αυτές είναι οι εξής:

«Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ήτοι:

Α. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς -ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.

1. Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.

2. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί, ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή, όσο η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.

Β. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.

1. Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα -κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση, ότι το 1953, με την Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.

α) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων, που νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (latosensu), σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το διεθνές δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.

β) Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.

γ) Γίνεται δε σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό –και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τα προλεχθέντα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

δ) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.

2. Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.

α) Κατά τις διατάξεις αυτές, «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.

β) Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης, επισήμως το 1965 ο τότε Καγκελάριος ΛούτβιχΈρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.

Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός, ως μέρος του εν γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαιδοτικόForum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, Διεθνούς Δικαίου. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτη. Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag), η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων αυτών και, αφετέρου, προτρέπει, «expressisverbis», την Γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και κατά τούτο, μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019 απόρριψη της, από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας -αλλά και μεταγενέστερες, άμεσες ή έμμεσες, απορρίψεις-αναφορικά με την προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, για την οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς, ως προς τις αξιώσεις της Ελλάδας αναφορικά με το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η προαναφερόμενη άρνηση της Γερμανικής Κυβέρνησης, αγνοώντας όλα τα κατά τ’ ανωτέρω, πλήρως τεκμηριωμένα, νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε αντίθεση και προς την Ευρωπαϊκή και την Διεθνή Νομιμότητα. Η Ελλάδα δεν αποδέχεται την άρνηση αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι μόνο- επιχειρήματά της.»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ