Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΗΤΑΣ ο Ομολογητής Ηγούμενος Μονής Μηδικίου
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ο Υμνογράφος
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΣ (ή Ελπιδοφόρος)
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΟΣ, ΒΥΘΟΝΙΟΣ (ή Βιθυνίας) και ΓΑΛΥΚΟΣ
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΛΥΡΙΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ο Ρώσος ο Απελεύθερος
Η ΑΓΙΑ ΑΓΑΠΗ ή Παρθενομάρτυς
Αναλυτικά:
Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΗΤΑΣ ο Ομολογητής Ηγούμενος Μονής Μηδικίου
Ό Όσιος Νικήτας έζησε μεταξύ 8ου και 9ου μ.Χ. αιώνα. Καταγόταν από την Καισαρεία της Βιθυνίας, και βρέφος ακόμα έμεινε ορφανός από μητέρα. Ή γιαγιά τους, όμως, ανέλαβε άγρυπνη φροντίδα για τον εγγονό της. ο πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε από πολύ νωρίς να αρχίσει ή εκπαίδευση του. Ο δάσκαλος του ήταν κληρικός με μεγάλη παιδαγωγική Ικανότητα. Έτσι, ο νεαρός Νικήτας προόδευσε γραμματικά και πνευματικά. Κατόπιν, πήγε στην περίφημη Μονή του Μηδικίου. Εκεί, με την πρόθυμη και ενάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα την εκτίμηση των αδελφών του. Μετά το θάνατο του ηγουμένου της Μονής, Νικηφόρου, σύσσωμη ή αδελφότητα τον έκανε ηγούμενο. Από τη νέα του θέση, ο Νικήτας έκανε σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων, όταν αυτοκράτωρ ήταν ο Λέων ο Ε’ ο Αρμένιος, στον όποιο μάλιστα απηύθυνε τα έξης θαρραλέα λόγια, όταν αυτός τον απείλησε με θάνατο: “Γνώριζε και συ βασιλεϋ άρνησίθεε, ότι εμμένω εις τους προτέρους λογισμούς μου και τάς εικόνας του Χρίστου και των αγίων σέβομαι, και εις το ίδικόν σου θέλημα δεν υπακούω… Δια τούτο και σε, ο όποιος επιμένεις να άθετής την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, και τους όμόφρονάς σου αναθεματίζω. Κάμε δε ό,τι θέλεις”. Ή θαρραλέα αυτή στάση του Νικήτα έγινε αφορμή να υποστεί ο όσιος πολλές φυλακίσεις και εξορίες. Τελικά, εγκαταστάθηκε σε κάποιο μετόχι βόρεια της Κων/πολης και αναδείχθηκε από τους περισσότερο πολύαθλους όμολογητές.
Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως νίκης επώνυμος, των θεοσδότων θεσμών, φρουρός άπερίτρεπτος και στύλος ώφθης στερρός, Νικήτα μακάριε· συ γαρ της απάθειας, κοσμηθείς τοις άκτίσιν, αίγλη ομολογίας, τον σον βίον φαιδρύνεις. και νυν των σοι προσιόντων, δέχου τήν αίνεσιν.
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ο Υμνογράφος
Καταγόταν από τη Σικελία. ο πατέρας του ονομαζόταν Πλωτίνος, ή δε μητέρα του Άγάθη, και τον άνέθρεψαν με τα διδάγματα και το ζωντανό πνεύμα της χριστιανικής ευσέβειας. Από την παιδική του ηλικία, διακρίθηκε για την προτίμηση πού είχε στα ιερά γράμματα και την απαγγελία Ιερών ύμνων, πού έψαλλε με πολλή αισθηματικότητα και τέχνη. Όταν πέθανε ο πατέρας του, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του, κατέφυγε στην Πελοπόννησο. Από ‘κει ύστερα στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε έπειτα Ιερέας. Στη νέα του ζωή διακρίθηκε για τον ιερό ζήλο του και την άσκητικότητα των συνηθειών του. Διέπλασε χαρακτήρα σύμφωνα με την ακρίβεια των χριστιανικών παραγγελμάτων, αναδείχθηκε πράος, ταπεινόφρων και άκακος. Εκεί επίσης, συστηματοποίησε την καλλιγραφική αντιγραφή και σύνθεση εκκλησιαστικών ύμνων. Μετά από καιρό πήγε στην Κων/πολη, όπου γνώρισε το Γρηγόριο το Δεκαπολίτη και συγκατοίκησαν για λίγο μαζί σ’ ένα κελί. Επειδή όμως αντέδρασε στα διατάγματα του εικονομάχου βασιλιά Λέοντα του Ε’, έξεδιώχθη στη Ρώμη. Στο δρόμο τον απήγαγαν πειρατές στην Κρήτη και από κει επανήλθε στην Κων/πολη, όπου και πέθανε σε 6αθύ γήρας το 842. Δικό του έργο κατά μέγα μέρος, αποτελεί και ή λεγόμενη Παρακλητική.
Απολυτίκιο. Ηχος γ’. Την ωραιότητα.
Το δωδεκάχορδον του Λόγου όργανον, την παναρμόνιον λύραν της χάριτος, το Ύμνογράφον Ιωσήφ τιμήσωμεν επαξίως· ούτος γαρ ανύμνησε, μελιχροίς μελωδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, των Αγίων παν σύστημα. Μεθ’ ων και ικετεύει άπαύστως, δούναι ημίν πταισμάτων λύσιν.
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΣ (ή Ελπιδοφόρος)
Μαρτύρησε δια ξίφους.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΟΣ, ΒΥΘΟΝΙΟΣ (ή Βιθυνίας) και ΓΑΛΥΚΟΣ
Τα βιογραφικά τους στοιχεία είναι συγκεχυμένα. Στό Λαυρεωτικό Κώδικα Ι 70 ή μνήμη τους συνοδεύεται με αυτή του Μάρτυρα Ίλαρίωνα, ο όποιος άλλου δεν μνημονεύεται. Σύμφωνα λοιπόν με τον Κώδικα αυτό, οι Άγιοι αυτοί, αυθόρμητα παρουσιάστηκαν στον άρχοντα της πόλης τους και του έκαναν δριμύτατη παρατήρηση, διότι θα θυσίαζε στα είδωλα. και συγχρόνως ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί. ο δε πονηρός άρχοντας τους είπε να έλθουν στη γιορτή των ειδώλων και αφού θυσιάσουν σ’ αυτά, θα έκανε ό,τι αυτοί του έλεγαν. Οι Άγιοι προσποιήθηκαν ότι θα πήγαιναν. Όταν όμως άρχισε ή γιορτή και ήλθε ή ώρα να θυσιάσουν, οι Άγιοι έριξαν κάτω τα είδωλόθυτα και συνέτριψαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς. Τότε οι φτωχοί της πόλης, έτρεξαν και άρπαξαν το χρυσάφι από τους κατεστραμμένους βωμούς και έφαγαν όλα τα είδωλόθυτα. Διότι την εποχή εκείνη, στην πόλη αυτή, υπήρχε πολλή πείνα. Όταν το είδε αυτό ο άρχοντας και οι ειδωλολάτρες, το θεώρησαν μεγάλη προσβολή. Τους έδεσαν λοιπόν με σχοινιά και για τρία 24άωρα τους έσερναν μέσα στους δρόμους της πόλης, και τους χτυπούσαν αλύπητα με πέτρες, ξύλα, και τους έκοβαν με τα δόντια τις σάρκες τους. Στο τέλος, αφού τους έδεσαν με ογκόλιθους, τους έριξαν μέσα στη θάλασσα. Άλλ’ άγγελος Κυρίου τους ανέσυρε σώους και αβλαβείς. Μπροστά σ’ αυτό το θαύμα, πολλοί ειδωλολάτρες έγιναν χριστιανοί. Κατόπιν όμως, οι πιο πωρωμένοι άπ’ αυτούς, τους αποκεφάλισαν και έτσι έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου. Άλλοι Συναξαριστές όμως γράφουν, ότι ο μεν Βιθύνιος μαρτύρησε αφού τον έριξαν στη θάλασσα, ο δε Γάλυκος αφού τον έριξαν στα θηρία, και ο Δίος μαρτύρησε αφού δέχτηκε μια κεραμίδα στο κεφάλι.
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΛΥΡΙΟΣ
Άσκήτευσε στο όρος του Μυρσινώνος και απεβίωσε ειρηνικά.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ο Ρώσος ο Απελεύθερος
Ό νεομάρτυρας αυτός ήταν Ρώσος στην καταγωγή και σε παιδική ηλικία αιχμαλωτίσθηκε από τους Τατάρους, από τους οποίους τον αγόρασε κάποιος χριστιανός στην Κων/πολη και τον ελευθέρωσε. Στην πόλη αυτή ο Παύλος παντρεύτηκε Ρωσίδα γυναίκα , πρώην αιχμάλωτη, με την οποία ζούσε ζωή ευσεβή. Κάποτε όμως τον κατέλαβε επιληψία και τον οδηγούσαν στον Ναό της Θεομήτορος, της επονομαζόμενης του Μογλουνίου. Στό δρόμο συνάντησε Τούρκους και άρχισε να ζητάει άπ’ αυτούς βοήθεια, φωνάζοντας “Άγαρηνός είμαι”. Οι Τούρκοι αυτοί ανέφεραν το γεγονός στον Βεζίρη, πού πρόσταξε τη σύλληψη των Ιερέων του προαναφερθέντος Ναού και του ιδίου του μάρτυρα. Όταν ο Παύλος, κατά την παραμονή του στον Ναό, έγινε καλά, παρουσιάστηκε στον άρχοντα, ο όποιος του ζητούσε να ομολογήσει επίσημα τον μουσουλμανισμό και θα του εξασφάλιζε δόξες και τιμές. Ενώ στην αντίθετη περίπτωση, τον απειλούσε με βασανιστήρια και θάνατο. ο Παύλος, ενδυναμούμενος από τη σύζυγο του, πού τον συνόδευε, ομολογούσε με θάρρος τον Χριστό. Όποτε τον έριξαν στη φυλακή και υπέμεινε με καρτερία τα βασανιστήρια. Όταν και πάλι ομολόγησε τον Χριστό μπροστά στο Βεζίρη, οδηγήθηκε δέσμιος στον Ιππόδρομο “Ατ μεϊντάν”, όπου έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού τον αποκεφάλισαν. Ήταν 3 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, το έτος 1683. Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης.
[Η ΑΓΙΑ ΑΓΑΠΗ η Παρθενομάρτυς ή μετά της Αγίας Μαρίνας εν Αντιόχεια]