Γράφει ο Νίκος Ερρ. Ιωάννου
Μπορεί να ήταν κοντά η θάλασσα, αλλά δεν ήταν εύκολη δουλειά για τον παππού Νικόλα, τον κτίστη, να μεταφέρει αμμοχάλικο και πέτρες στην πλάτη του Μουσολίνι (το γαϊδουράκι) για το σπίτι της πρωτοκόρης του. Ειδικά το λάξεμα της πέτρας για να δέσει αρμονικά και στέρεα, ήθελε πολύ κόπο και τέχνη «Η πέτρα η πελετζιτή τηθ θέσιν της ιββρίσκει…»
Πέρασαν 70 χρόνια από τότε που θεμελιώθηκε αυτό το κτίσμα. Έγινε κατοικία στην οποία μεγάλωσε μία οικογένεια με δεσμούς ακατάλυτους και αρμονικές σχέσεις με την γειτονιά ολόκληρη.
Στην πίσω αυλή αναπτύχθηκε ένα υπέροχο περιβόλι με εσπεριδοειδή, ροδιές, μουσμουλιές και λαχανόκηπο. Μπροστά εδέσποζε μία μικρή λιμνούλα με νούφαρα που την περιέβαλλαν πολύχρωμα και λευκά ευωδιαστά λουλούδια. Στον πλαϊνό δρόμο για το γκαράζ και την ταράτσα μία ατελείωτη κληματαριά φορτωνόταν με το ανεπανάληπτο «βέρικο» σταφύλι. Πολλοί σταματούσαν να φωτογραφίσουν τα εντυπωσιακά τσαμπιά που μοιράζονταν σε γνωστούς ή φίλους, αλλά και αγνώστους περαστικούς.
Η μουσική περίσσευε, καθώς τα τρία αδέλφια μυήθηκαν νωρίς σε μουσικά όργανα (βιολί, ακορντεόν, πιάνο) και οι γονείς είχαν ιδιαίτερη επίδοση στην καλλιφωνία που επένδυε τα συχνά τραπεζώματα που έκαναν.
Όταν η πρώτη συσκευή τηλεόρασης εγκατεστάθη στον ηλιακό με τα μαυρόασπρα μαρμαράκια, «έκλεισε» τα αυτοσχέδια θέατρα σκιών (Καραγκιόζη) που μάζευαν τα γειτονόπουλα. Το δίωρο της εκπομπής των πρώτων προγραμμάτων μικροί και μεγάλοι των πέριξ σπιτιών μοιραζόντουσαν τη μαγεία του κουτιού που έφερνε τον μαγικό κόσμο του σινεμά κάτω από τη στέγη μας.
Τα γεγονότα του 1963 άφησαν έντονο το σημάδι τους. Στα παράθυρα στοιβάχτηκαν σακκιά με άμμο, ήλθαν αληθινά όπλα και η ειρηνική κατοικία μετετράπη σε φυλάκιο με ολόκληρη ομάδα εθελοντών έτοιμων να θυσιαστούν για να αποκρούσουν την Τουρκική ανταρσία.
Εκείνο όμως που το σημάδεψε ανεξίτηλα, ήταν το καλοκαίρι του 1974. Οι ένοικοί του σκορπίσαμε και το σπίτι ελεηλατήθη. Ήταν τέτοια η μανία των εισβολέων που παρά το γεγονός ότι βρήκαν διαμονή, εκρίζωσαν τα αθώα δένδρα και την πανέμορφη κληματαριά.
Δεν έχω επιστρέψει έκτοτε και οι περιγραφές προέρχονται από μαρτυρίες άλλων. Αφορμή γι’ αυτή την καταγραφή στάθηκαν δύο φωτογραφίες.
Η πρώτη, ασπρόμαυρη της δεκαετίας του ’50 απαθανάτισε μέλη της οικογένειας, συγγενείς και γειτονόπουλα στην είσοδο του σπιτιού. Όλοι είναι χαμογελαστοί και χαρούμενοι κι επειδή το μάτι μου ήταν πίσω από το φακό της μικρής αρπακτικής μηχανής, θυμάμαι τη σκηνή με χρώματα. Μου έρχεται δε στη μύτη το άρωμα από το τεράστιο διπλό φούλι στο βαρέλι, δεξιά από την εξώπορτα……
Η δεύτερη, πρόσφατη, έγχρωμη, απεικονίζει το ίδιο κτίσμα παραμελημένο, απεριποίητο, που κρατά όμως γερά όπως οικοδομήθηκε.Αυτό που δεν περίμενα, ψηλά στον τοίχο, η πινακίδα που γράφει «ΟΔΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΟΥ», διατηρείται καλύτερα από την αδιάφορη ονοματοδοσία που οι κατακτητές κάρφωσαν από πάνω, άτσαλα και άτεχνα.
Κερύνεια κι εστία μου στην οδό Υψηλάντου Νο 1, σας κουβαλώ αδιάλειπτα στις πνευματικές μου αποσκευές, ξέρω ότι με περιμένετε και προσδοκώ να προσκυνήσω τα ιερά σας χώματα Ελεύθερα!
Καρδιολόγος