Γράφει ο Νίκος Ερρ. Ιωάννου
Λιμανάκι της Κερύνειας, αρχές δεκαετίας του ‘60
Όλα μοιάζουν ιδανικά. Η αρμονία της φύσης με την πραότητα των ανθρώπων συνθέτουν σκηνικό για ευτυχία. Η Κυπριακή Δημοκρατία κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας.
Η μικρή μας επαρχία έχει μακρά και ένδοξη παράδοση στους αγώνες για την Ένωση. Στον πρόσφατο αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. έγραψε λαμπρές σελίδες παλληκαριάς και αυτοθυσίας και υπάρχει μία διάχυτη αμφισβήτηση για την βιωσιμότητα αυτών που επέβαλαν οι μεγάλοι και ισχυροί. Ο πατριωτισμός όμως υπερισχύει των προσωπικών βιωμάτων και αγωνίζονται όλοι να οικοδομήσουν το νέο κράτος παρά τις δυσλειτουργίες που προκαλούν οι υπερεξουσίες και η επιθετικότητα των Τούρκων. Στον αστυνομικό σταθμό ξεναγούνται οι μικροί μαθητές και μαθαίνουν πως πριν από λίγα χρόνια, συνομήλικοί τους του Ελληνικού Γυμνασίου έκαναν μια καταπληκτική καταδρομική ενέργεια, ρεζίλεψαν τους Άγγλους και απεκόμισαν πλούσια λεία σε οπλισμό.
Πρόσφυγας από τη Σμύρνη ο Καπετάν Νικόλας, ο ψαράς, μαζεύει τα παιδιά και τους μιλά για κείνες τις Πατρίδες. Σαν να θέλει να κάνει αυτολογοκρισία, αναπολεί μόνο τις ωραίες μέρες τις παλιές, την ομορφιά και τον πλούτο της φύσης, την γοητεία των παραλίων και την αφθονία των ψαριών.
Κάνει μετά ένα άλμα και εκθειάζει την Νέα Πατρίδα. Την ευγένεια και την αγάπη των ανθρώπων που τους υποδέχθηκαν γυμνούς και ταλαιπωρημένους. Λάμπει το πρόσωπό του όταν κάνει τη διαπίστωση ότι τα ίδια καλά τα βρήκε σ’ αυτή τη μικρή φλούδα γης, με τον Πενταδάκτυλο, τα εύφορα περιβόλια και τις δαντελωτές ακτές με τα ωραία ψάρια, αλλά και τον άστατο καιρό με τις μπουνάτσες και τις ξαφνικές μαϊστροτραμουντάνες.
Τα παιδιά όμως δεν πειθαρχούν στο πρόγραμμα αφήγησής του και ρωτούν επίμονα για κείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1922. Η απάντηση, μαζί μ’ ένα συννέφιασμα του προσώπου κι ένα δάκρυ να κρέμεται, πάντα η ίδια: «Μη ρωτάτε, παιδιά μου, και μην ξύνετε μια πληγή που είναι τόσα χρόνια ανοικτή, γιατί πονάει, πονάει πολύ».
1974
Ο καπετάν Νικόλας έγινε πρόσφυγας άλλη μια φορά, χωρίς να περάσει θάλασσα. Μετακινήθηκε βιαίως νότια, αφήνοντας πίσω το αγαπημένο βουνό. Αρχικά στέγασε την οικογένεια σε αντίσκηνο, σε κάποιο πρόχειρο σπιτάκι αργότερα.
Μια δρασκελιά φαντάζει να τον χωρίζει από την ονειρεμένη του Κερύνεια, έτσι, όπως τον Διγενή Ακρίτα που άφησε τα’ αχνάρια της παλάμης του στον Πενταδάκτυλο. Όμως το βουνό, δεν είναι πια καταφύγιο ωραίων στιγμών και το κατάλυμα αναμνήσεων. Είναι το σύνορο, μέσα στο ίδιό του το Νησί, που τον αποκλείει από το ένδοξο παρελθόν και λειτουργεί σαν ανοικτή παλάμη καταδίκης και απαξίωσης. Και μερικά από κείνα τα παιδιά που μαζεύονταν γύρω του για να τους πει ιστορίες από τα παλιά, αλλοίμονο δεν θα τα ξαναδεί. Έγραψαν κι αυτά με το άλικο αίμα τους κάποιες νέες Ιστορίες Ηρωικές και πένθιμες.
Δεκαετία του ‘80
Τα παιδιά των αρχών του ’60 δεν είναι πια παιδιά και δεν είναι όλα εκεί τώρα που μαζεύτηκαν στο σπίτι του γέρο-καπετάνιου. Κάποια τα κατάπιε η θάλασσα το ’74, κάποια άφησαν την τελευταία τους πνοή πολεμώντας να αποκρούσουν την Τουρκική εισβολή. Για κάποια υπάρχει η αβέβαιη ελπίδα (τώρα τους λένε αγνοούμενους), ότι κάπου θα βρεθούν ζωντανοί. Ποιος ξέρει κάποτε γίνονται και θαύματα….
Εκεί στο φτωχικό προσφυγικό σπίτι, συναντούν και μια παλιά γειτόνισσά του που ακούει στο όνομα Ελμασία. Προφανώς και άλλοι θα είχαν διερωτηθεί για την προέλευση και τη ρίζα του ονόματος. Γι’ αυτό η γριούλα με το περίεργο όνομα δεν απαντά αμέσως και ζητά από τους νέους να ακονίσουν το μυαλό τους και να το ερμηνεύσουν.
Μετά από πολλές, άστοχες μέχρι φαιδρές, αποτυχημένες προσπάθειες αποκωδικοποιήσεως, η φίλη μας γίνεται δασκάλα στη διαδικασία της μαθήσεως και απομνημονεύσεως και δεν αποκαλύπτει το μυστικό, αλλά βάζει ερωτήσεις. «Για θυμηθείτε τους πρώτους Χριστιανούς, με τους διωγμούς, τις κατακόμβες, τα βασανιστήρια, πώς αναγνωρίζονταν, πώς έβρισκαν τις αδελφές ψυχές;»
Ευτυχώς οι δάσκαλοί, τότε, μας είχαν μεταδώσει ουσιαστικές γνώσεις και έρχεται γρήγορα στο μυαλό το σχήμα του ψαριού και η εκφώνηση «Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.» (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ). Και πάλι όμως ο κώδικας του ονόματος εξακολουθεί να μένει ερμητικά κλειστός. Τότε, με περισσή περηφάνεια αλλά και σεμνότητα, η απλή πρακτική μοδίστρα, αφού εξηγεί ότι αυτό που διέσωσε τον Ελληνισμό και τον έκανε να διαλάμψει στα ευλογημένα εκείνα παράλια, ήταν η πίστη στο Χριστό και η προσήλωση στην Ελληνική ταυτότητα, αποκαλύπτει ότι το όνομα σήμαινε «Ελληνική Μικρά Ασία».
Ο καθένας από τους επιζώντες της παλιάς νεανικής παρέας κάτι έκανε στη ζωή του. Άλλος έγινε υπάλληλος άλλος δικηγόρος, άλλος ιατρός, άλλος έμπορος. Όλοι όμως βλέπουν με σεβασμό τον γέροντα που ομόρφαινε και εμπλούτιζε τα νιάτα τους με λόγια κι εμπειρίες ανεκτίμητες.
Θυμούνται όλοι με συστολή τις πιεστικές ερωτήσεις τους για την καταστροφή του ’22 που τον έκαναν να νιώθει άβολα και να αποφεύγει να απαντήσει. Προσπαθούν, λες και κάποια αόρατη δύναμη τους ενορχηστρώνει, να μιλούν μόνο για ευχάριστα θέματα, να αποφεύγουν αναφορά στις εμπειρίες που στοίχειωσαν και τις δικές τους νεανικές ψυχές και τους ταλανίζουν. Αρκετά δοκιμάστηκε ο καπετάνιος, σκέφτονται, ας μην τον στενοχωρήσουμε άλλο πια, τουλάχιστον εμείς.
Εκείνος όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί, ορθώνει το ταλαιπωρημένο του κορμί, τους κοιτάει έναν προς έναν στα μάτια και τους αφήνει άφωνους με τα λόγια του.
«Παιδιά μου, έκανα λάθος που έκρυβα τις τραγικές εκείνες εικόνες, τη δυστυχία των Χριστιανών, τη βαρβαρότητα των Τούρκων, τη σφαγή, τη διάλυση των οικογενειών. Προσπαθούσα βλέπετε, να πείσω πρώτα τον εαυτό μου και μετά εσάς, ότι ο Κόσμος άλλαξε και δεν είναι ανάγκη να μαυρίζω τις παιδικές σας ψυχές. Ήλθε όμως το ’74 να μου αποδείξει ότι ο Τούρκος δεν άλλαξε, ούτε πρόκειται ν’ αλλάξει. Ίσως, αν ξέρατε λίγο περισσότερο με τι είχε να κάνει η δύσμοιρη Κύπρος, να προλαβαίναμε όλοι μαζί κάποια κακά. Θυμάστε αλήθεια, τώρα που γνωρίσατε και την Ελμασία, πόσα κορίτσια στην επαρχία μας τα βαφτίζαμε με ονόματα παρόμοια με της παλιάς μου γειτόνισσας, έκφραση των πόθων και των ονείρων μας; Κοπέλες που τις λέμε Ελλάδα, Θεσσαλία, Μακεδονία…
Πίστευα τότε, λεβέντες μου, ότι είναι κακό να ξύνεις πληγές, γιατί πονάνε. Κι όμως, έπρεπε νάρθει ένας γιατρός-χειρουργός από την παρέα σας και να μου μάθει ότι είναι κάποιες πληγές, μολυσμένες, που δεν είναι δυνατόν να κλείσουν με το ράψιμο γιατί δεν μπορεί να φέρεις κοντά τα γερά άκρα. Ο μόνος τρόπος είναι να καθαρίζεις, να ξύνεις τη βρώμικη πληγή, κι ας πονάει, να φτάνεις σε ζωντανή σάρκα, ν’ ανανεωθεί και να γιάνει, από κάτω προς τα πάνω.
Έτσι κι οι άλλες, που τις λέμε Εθνικές πληγές, που χρονίζουν είναι μολυσμένες και δεν μπορούν να κλείσουν, δεν πρέπει να κουκουλώνονται. Να τις γδέρνετε, παιδιά μου, τις ανοικτές πληγές για να μην ξεχνάτε τα βάσανα, να μην απαρνιέστε τις ευθύνες, να ελπίζετε και να αγωνίζεστε μέχρι να βγει νέο, ζωηρό αίμα που θα φέρει τη γιατρειά».
Επίμετρον Ιανουάριος 2018
Οι έφηβοι της 10ετίας του ’60 διανύουν αισίως την 7η 10ετία της ζωής τους. Πέρασε ήδη μισός αιώνας από την πολυπόθητη απόκτηση του Απολυτηρίου του Ελληνικού Γυμνασίου Κυρηνείας.
Οι επετειακές συναντήσεις των συμμαθητών διανθίζονται από αφηγήσεις αναμνήσεων, προβληματισμούς, ανησυχίες και ακόμα κι αν φαντάζει αξιοπερίεργο, από όνειρα.
Μία περίεργη αμηχανία διαχέεται, καθώς, κοιτώντας ο ένας τον άλλο, συνειδητοποιούν πως έφτασαν ή και ξεπέρασαν την ηλικία του καπετάν Νικόλα τότε, που μαζευόντουσαν στο λιμάνι και ρουφούσαν αχόρταγα σοφία και εμπειρίες μέσα από τις απέριττες κουβέντες και την ζωντανή του αφήγηση.
Και η ακριβή μας Κερύνεια, η κολυμβήθρα των αναμνήσεων και των προσδοκιών μας που βρίσκεται; Εκεί είναι, που την αφήσαμε, στην δαντελένια Αχαιών Ακτή, Βασίλισσα αιχμάλωτη και εξακολουθητικώς βιαζόμενη από τον βάρβαρο εισβολέα. Αν είχε όμως φωνή, περισσότερο θα διαμαρτυρόταν και θ’ αγανακτούσε, όχι για τα βάσανά της, αλλά για το γεγονός ότι την έχουν απαρνηθεί οι παλαιοί της θαυμαστές και εραστές.
Μιλούν για «λύση» και πότε βάζουν κριτήριο την επιστροφή της Αμμοχώστου, πότε της Μόρφου, πότε κάποιο ποσοστό εδάφους γενικώς, αλλά ποτέ μα ποτέ την σεμνή κόρη του Βορρά.
Οι πολιτικοί που διεκδικούν αξιώματα, μονίμως ακροβατούν σε διγλωσσίες, αφορισμούς και μονοπώληση του ηθικού αναστήματος για διαχείριση του Εθνικού θέματος. Δυστυχώς οι μόνοι που έχουν αταλάντευτη και αναγνωρίσιμη θέση είναι αυτοί που διαγκωνίζονται για περισσότερες υποχωρήσεις και παροχές από αδηφάγους εισβολείς…
Η γενιά μας δυστυχώς απέτυχε. Κρυφή ελπίδα και πόθος είναι να μην παρασυρθούμε, σε μία χρονική συγκυρία που γίνονται γενικότερες ανακατατάξεις, να υπογράψουμε θνησιγενείς λύσεις και να φανούν κάποτε κάποιοι καλύτεροι από εμάς, να ομονοήσουν και να διασώσουν την Ελληνικότητα της Κύπρου.
ΔΡ. ΝΙΚΟΣ ΕΡΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ