Σημεία Ομιλίας
του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας
και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
κ. Προκοπίου Παυλοπούλου
με θέμα
«Η σημασία του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου για την αμυντική θωράκιση των Νησιών του Αιγαίου και για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο»
Στο διαδικτυακό Συμπόσιο του Πανεπιστημίου Αιγαίου
με θέμα
«40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (1981-2021)»
Αθήνα, 27 Μαρτίου 2021
Πρόλογος
Κατά την περίοδο των ενταξιακών διεργασιών και διαπραγματεύσεων για την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την γνωστή του οξυδέρκεια -και απαντώντας, ευθέως, στις ανιστόρητες αμφισβητήσεις του συνόλου, σχεδόν, της Αντιπολίτευσης της εποχής εκείνης ως προς το μεγάλο εγχείρημα που αφορούσε αυτό τούτο το μέλλον της Χώρας- είχε επισημάνει ότι η συμμετοχή στην «χορεία» των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Οικογένειας συνεπαγόταν πολλαπλά και καθοριστικής σημασίας οφέλη υπέρ της προοπτικής του Τόπου μας και του Λαού μας.
Α. Και έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι, μεταξύ αυτών των πλεονεκτημάτων από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση, απαριθμήσει και τα οφέλη για την αποτελεσματική υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και, συνακόλουθα, των Εθνικών μας Δικαίων. Η προγενέστερη, πικρή, εμπειρία της απαράδεκτης στάσης του ΝΑΤΟ απέναντι στην Ελλάδα κατά την εγκληματική, και από πλευράς παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου, εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το 1974 -και την έκτοτε εξίσου εγκληματική κατοχή στο Μαρτυρικό Νησί- παρείχε πολλά διδάγματα ως προς το ότι η Χώρα μας μπορούσε να περιμένει πολύ περισσότερα από την τότε ΕΟΚ, ακόμη και πέραν των, lato sensu, οικονομικών και αναπτυξιακών προοπτικών. Συγκεκριμένα δε ακόμη και στο πεδίο της υπεράσπισης της Επικράτειάς της και της Κυριαρχίας της, αυτή την φορά όχι μόνο με βάση το Διεθνές Δίκαιο αλλά και με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο.
Β. Οι ως άνω εκτιμήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή δικαιώθηκαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως απέδειξαν μετέπειτα τα πράγματα, κυρίως όταν η ΕΟΚ μετεξελίχθηκε σ’ Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τούτο διότι πλειάδα διατάξεων τόσο της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) -με πιο ουσιώδεις εκείνες των άρθρων 23 επ. για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας- όσο και της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), παρέχει σταθερό έρεισμα ως προς την υπεράσπιση των Εθνικών Θεμάτων των επιμέρους Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα και υπέρ της Ελλάδας. Υπό το φως της σημερινής συγκυρίας, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας, είναι λοιπόν χρήσιμο να ερευνηθεί το πώς και γιατί το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο ενισχύουν τις θέσεις μας, ως Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αναφορικά με την θωράκιση των θέσεών μας υπέρ των Εθνικών μας Θεμάτων. Κατ’ εξοχήν δε αναφορικά από την μια πλευρά υπέρ του αναφαίρετου δικαιώματός μας να θωρακίζουμε όλα, ανεξαιρέτως,
τα Νησιά μας στο Αιγαίο. Και, από την άλλη πλευρά, ως προς το δικαίωμά μας ν’ απαιτήσουμε, όταν το κρίνουμε σκόπιμο, την ευθεία σύμπραξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την αυτοτελή της νομική υπόσταση, στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μας (ΑΟΖ) στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ι. Το δικαίωμα της Ελλάδας να θωρακίζει αμυντικώς όλα, ανεξαιρέτως, τα Νησιά της στο Αιγαίο.
Πρόκειται για δικαίωμα, το οποίο έχει γεννηθεί υπέρ της Ελλάδας προ πολλών δεκαετιών, δεδομένης της διαχρονικής τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας. Ιδίως όμως έχει θεμελιωθεί, με αμάχητα τεκμήρια, ύστερα από την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, το 1974, κατεξοχήν δε μετά την «σύναψη», το 2019, του λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου», μεταξύ της Τουρκίας και του φερόμενου ως πρωθυπουργού της Λιβύης.
Α. Το νομικό θεμέλιο των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
Το δικαίωμα αυτό της Ελλάδας θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, οι οποίες καθιερώνουν –και μάλιστα ως jus cogens- το δικαίωμα της «νόμιμης άμυνας» Κράτους-Μέλους του ΟΗΕ και σε περίπτωση «επικείμενης απειλής», πολλώ δε μάλλον σε περίπτωση «απειλής χρήσης βίας».
1. Η πρακτική του ΟΗΕ.
Παρά την διατύπωση των ως άνω διατάξεων που, prima faciae, φαίνεται να θέτουν ως προϋπόθεση προσφυγής στην διαδικασία της κατά τ’ ανωτέρω «νόμιμης άμυνας» την εκδηλωμένη ένοπλη επίθεση, η μεγάλη πλειοψηφία των διεθνολόγων αλλά και η ίδια η διεθνής πρακτική δέχονται, ότι για την άσκηση του δικαιώματος τούτου αρκεί και η «επικείμενη απειλή», πολλώ μάλλον η «απειλή χρήσης βίας», η οποία και συνιστά ευθεία παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
α) Έτσι π.χ. οι ΗΠΑ, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, προσέφυγαν στην άσκηση του δικαιώματος «νόμιμης άμυνας» –και μάλιστα χωρίς χρονικό περιορισμό, αφού η απειλή εμφανίσθηκε επικείμενη επ’ αόριστο- ως νόμιμης προληπτικής δράσης λόγω επικείμενης απειλής και, κατ’ ακολουθία, επικείμενης επίθεσης.
β) Την άποψη αυτή υιοθέτησε πλήρως ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, δηλώνοντας –στις 21 Μαρτίου 2005- μεταξύ άλλων και ότι: «Επικείμενες απειλές καλύπτονται πλήρως από το άρθρο 51, το οποίο διασφαλίζει το φυσικό δικαίωμα των κυρίαρχων κρατών να αμυνθούν εναντίον ένοπλης επίθεσης».
2. Τα δεδομένα της ιδιαιτερότητας της Ελλάδας.
Ενόψει των προεκτεθέντων, a fortiori η Ελλάδα νομιμοποιείται, όταν και εφόσον το κρίνει σκόπιμο για την άμυνά της, να κάνει χρήση και ως προς τα Νησιά της στο Αιγαίο, εν γένει, του κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ δικαιώματος «νόμιμης άμυνας» έναντι της Τουρκίας, δίχως μάλιστα χρονικό περιορισμό.
α) Και τούτο διότι, ιδίως μετά το 1974, κατά τ’ ανωτέρω, η «απειλή χρήσης βίας» εκ μέρους της Τουρκίας –άρα και η συνακόλουθη «επικείμενη απειλή»- είναι αφενός κάτι παραπάνω από προφανής, και δη με επανειλημμένες και διαφόρων μορφών προκλήσεις. Και, αφετέρου, διαρκής, όπως καταδεικνύει ακόμη και η σημερινή τουρκική συμπεριφορά στο Αιγαίο, ιδίως μετά την «σύναψη» του νομικώς ανυπόστατου «τουρκολιβυκού μνημονίου». Συμπεριφορά, η οποία λόγω της αυθαίρετης προσπάθειας της Τουρκίας να εφαρμόσει στην πράξη το νομικώς ανυπόστατο «τουρκολιβυκό μνημόνιο», φέρει όλα τα χαρακτηριστικά και της «απειλής χρήσης βίας», υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια.
β) Πρόσθετη απόδειξη αυτών συνιστά και το γεγονός του, εντελώς αντίθετου με κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου, «casus belli» της Τουρκίας, ως προς την επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της Ελλάδας. Το ως άνω το «casus belli», πέραν του ότι αποφασίσθηκε -στις 8.6.1995, αμέσως μετά την θέση σε ισχύ της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας- από την τουρκική Εθνοσυνέλευση κατά τρόπο αντίθετο ακόμη και με αυτό τούτο το σύνταγμα της Τουρκίας, συνιστά έκτοτε διαρκή «απειλή χρήσης βίας» εναντίον της Ελλάδας για τον εξής λόγο: Στην ουσία, η Τουρκία δηλώνει μέσω αυτού ότι αποτελεί «αιτία πολέμου» η εκ μέρους της Ελλάδας άσκηση του αναφαίρετου, κατά το Δίκαιο της Θάλασσας, δικαιώματός της να επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της στα 12 ναυτικά μίλια. Υπό τα δεδομένα αυτά, το προαναφερόμενο «casus belli» αποτελεί «επιτομή» της «απειλής χρήσης βίας», κατά το Διεθνές Δίκαιο, ιδίως δε κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
γ) Τέλος, την προμνημονευόμενη «επικείμενη απειλή» ή και «απειλή χρήσης βίας», εκ μέρους της Τουρκίας και εναντίον της Ελλάδας, ολοκληρώνει ο σχηματισμός της λεγόμενης τουρκικής «Στρατιάς του Αιγαίου», τον Ιούλιο του 1975, και μάλιστα με πολυάριθμες αμφίβιες δυνάμεις. Πρόκειται για μετεξέλιξη και μετονομασία της 4ης Στρατιάς (4. Ordu) της Τουρκίας, η οποία εδρεύει στην Σμύρνη και, στην πραγματικότητα, έχει οργανωθεί προκειμένου να εκπαιδεύει τον τουρκικό στρατό κυρίως για ενδεχόμενη επίθεση εναντίον των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου.
Β. Οι διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ως μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και οι έννομες συνέπειες για την αμυντική θωράκιση των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου.
Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, πέραν της αυτοτελούς κανονιστικής τους ισχύος από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, παράγουν έννομα αποτελέσματα και ως μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ παραπέμπουν ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, κατά την οργάνωση και θέση σε λειτουργία της ρήτρας «αμοιβαίας άμυνας» μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως είναι προφανές, η «όσμωση» αυτή Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, έχει σημαντικές έννομες συνέπειες ως προς την Ελλάδα. Και τούτο, τόσο σε ό,τι αφορά την ενεργοποίηση της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας» απέναντι στην «επικείμενη απειλή» ή και στην «απειλή χρήσης βίας» εκ μέρους της Τουρκίας, όσο και σε ό,τι αφορά την ίδια την αμυντική θωράκιση των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου τα οποία, αυτονοήτως, αποτελούν μέρος και της Ευρωπαϊκής Επικράτειας. Συγκεκριμένα:
1. Η ρήτρα «Αμοιβαίας Άμυνας».
Την ρήτρα «Αμοιβαίας Άμυνας» («Mutual Defence» clause), στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, διαμορφώνουν ρυθμιστικώς, στην ολοκληρωμένη μορφή της που συμπεριλαμβάνει -φυσικά συμπληρωματικώς, και με εντελώς δευτερεύουσα σημασία στην προκείμενη περίπτωση- και την ρήτρα «Αλληλεγγύης» («Solidarity» clause), οι διατάξεις:
α) Του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ, κατά τις οποίες: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
β) Του άρθρου 222 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, κατά τις οποίες: «Η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργούν από κοινού, με πνεύμα αλληλεγγύης, εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή. Η Ένωση κινητοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών μέσων που θέτουν στη διάθεσή της τα κράτη μέλη, για: α) την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των κρατών μελών, την προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, την παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης, β) την παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής».
2. Η δεσμευτικότητα της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας».
Οι συνδυαστικώς -αλλά και συμπληρωματικώς, όπως προεκτέθηκε- εφαρμοζόμενες ρήτρες «Αμοιβαίας Άμυνας» και «Αλληλεγγύης» είναι, από πλευράς κανονιστικής ισχύος, πλήρεις leges perfectae, άρα δεσμευτικές στο ακέραιο.
α) Τούτο προκύπτει κυρίως από την Γνώμη, την οποία διατύπωσε -ύστερα από σχετικό αίτημα προς τούτο- η Νομική Υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το 2016. Για την ακρίβεια, στις 12.7.2016 η Νομική Υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποφάνθηκε, με σειρά τεκμηριωμένων νομικών συλλογισμών, ότι οι κατά τ’ ανωτέρω ρήτρες παράγουν πλήρη έννομα αποτελέσματα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ και 222 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, αντιστοίχως.
β) Κατά την ίδια Γνώμη, η θέση σ’ εφαρμογή του μηχανισμού των ρητών «Αμοιβαίας Άμυνας» και «Αλληλεγγύης» μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή σειράς μέτρων, ιδίως δε διπλωματικών, διοικητικών, τεχνικών και -κατ’ εξοχήν μάλιστα- στρατιωτικών, δια της ενεργοποίησης των κατά περίπτωση ένοπλων δυνάμεων. Πρέπει δε να επισημανθεί μ’ έμφαση, ότι η ως άνω ενεργοποίηση μέσων και ένοπλων δυνάμεων προβλέπεται ρητώς από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ και 222 παρ. 1 της ΣΛΕΕ.
β1) Είναι άκρως ενδεικτικό, ότι στην πρόσφατη Συνθήκη του Aachen, του 2019, μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2020 -και ειδικότερα στο άρθρο 4 εδάφιο β΄ αυτής, που περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο 2 «Ειρήνη, Ασφάλεια και Ανάπτυξη»- θεσπίζεται ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, «συμπεριλαμβανομένης της χρήσης στρατιωτικής δύναμης», σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης στην επικράτεια ενός εκ των Μερών, υπό το πρίσμα, όπως ορίζεται επί λέξει στο πρώτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, των υποχρεώσεων των δύο Κρατών όχι μόνο με βάση το άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ, αλλά και με βάση το άρθρο 42 παρ. 7 της ΣΕΕ.
β2) Μάλιστα η Καγκελάριος Α. Merkel, στις δηλώσεις της κατά την υπογραφή της Συνθήκης, ανέφερε, όσον αφορά τις διατάξεις του 2ου Κεφαλαίου για την αμυντική συνεργασία Γαλλίας και Γερμανίας, ότι πρόκειται για την «συνεισφορά της Γερμανίας στην έλευση ενός Ευρωπαϊκού Στρατού».
γ) Ουσιαστικώς, η ρήτρα «Αμοιβαίας Άμυνας» -όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 42 παρ. 7 της ΣΕΕ, με την παραπομπή και στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ- συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο και στις διμερείς διακρατικές συμφωνίες των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες, ουσιαστικώς, προλειαίνουν το έδαφος της διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Η Ευρωπαϊκή προοπτική.
Από πλευράς πρακτικής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ και 222 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, ως προς τις ρήτρες «Αμοιβαίας Άμυνας» και «Αλληλεγγύης», υφίστανται ως τώρα δύο, τουλάχιστον, άκρως χαρακτηριστικά παραδείγματα:
α) Τον Νοέμβριο του 2015, μετά τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, η Γαλλία, δια του Προέδρου της François Hollande, ζήτησε και πέτυχε την ενεργοποίηση της εφαρμογής της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας» του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ. Ας σημειωθεί, ότι η Γαλλία στηρίχθηκε, εν προκειμένω, και στο προηγούμενο της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ από τις ΗΠΑ, κατά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, όπως ήδη επισημάνθηκε. Τονίζεται, ότι η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε, συνειδητά, να επικαλεσθεί αποκλειστικώς την ρήτρα «Αμοιβαίας Άμυνας» του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ και όχι την αντίστοιχη ρήτρα του άρθρου 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Μάλιστα, ο τότε Υπουργός Άμυνας και νυν Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Jean-Yves Le Drian, ανέφερε σε δήλωσή του ότι «η Γαλλία δεν μπορεί να κάνει τα πάντα», επικαλούμενος ευθέως, ως προς την παροχή στρατιωτικής συνδρομής των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αυξημένες επιχειρησιακές ανάγκες για την καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας στην Μέση Ανατολή και στην Αφρική. Στο «κάλεσμα» αυτό ανταποκρίθηκαν πολλά Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Ως τέτοιο προηγούμενο μπορεί να χαρακτηρισθεί και η αναφορά στις προμνημονευόμενες ρήτρες κατά την διάρκεια της Συνόδου των Υπουργών Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 16.6.2020, και μάλιστα ακριβώς ενόψει των κρίσιμων δεδομένων που έχει δημιουργήσει η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο στοιχείο 6 των συμπερασμάτων η Σύνοδος αυτή: «Επαναλαμβάνει την σημασία της αλληλοβοήθειας ή και αλληλεγγύης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 42(7) της ΣΕΕ και του άρθρου 222 της ΣΛΕΕ. Και συμφωνεί να συνεχισθεί η προσπάθεια για μια κοινή κατανόηση του άρθρου 42(7) της ΣΕΕ καθώς και την συναγωγή των σχετικών διδαγμάτων, οικοδομώντας πολιτικές, βασισμένες σε συγκεκριμένα σενάρια κατά τους προσεχείς μήνες».
4. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις.
Υπό το φως των προηγούμενων διαπιστώσεων καθίσταται προφανές και ότι:
α) Το δικαίωμα της Ελλάδας να θωρακίζει αμυντικώς όλα, ανεξαιρέτως, τα Νησιά της στο Αιγαίο βρίσκει έρεισμα και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, μέσω του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου που περιλαμβάνει τις κρίσιμες, ως προς τούτο, διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου.
α1) Και για την ακρίβεια, η ευθεία αναφορά των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ συνεπάγεται και το ότι η Ελλάδα δικαιούται να θωρακίζει αμυντικώς όλα, ανεξαιρέτως, τα Νησιά της στο Αιγαίο και με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παγιωμένης πλέον ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Ήτοι όχι μόνον όταν υπάρχει ευθεία επίθεση εναντίον των Νησιών του Αιγαίου, αλλά και όταν υπάρχει «επικείμενη απειλή» ή, a fortiori, «απειλή χρήσης βίας». Και η σημερινή στάση της Τουρκίας, η οποία διακρίνεται για την πρωτόγνωρη προκλητικότητά της, όχι μόνο φθάνει στα όρια της «επικείμενης απειλής» αλλά και τα υπερβαίνει κατά πολύ, τουλάχιστον στον βαθμό «απειλής χρήσης βίας».
α2) Την θέση αυτή επιβεβαίωσαν, «πανηγυρικώς», και τα συμπεράσματα της Ευρωμεσογειακής Διάσκεψης της 10ης Σεπτεμβρίου 2020 στο Αιάκειο της Κορσικής, στο μέτρο που διαπίστωσαν ότι, υπό την τότε συγκυρία, η Τουρκία προέβαινε σε, κατά συρροήν μάλιστα, παραβιάσεις της Κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου. Στην παράγραφο 6 των ως άνω συμπερασμάτων αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι συμμετέχοντες: «Εκφράζουν την πλήρη στήριξη και αλληλεγγύη τους στην Ελλάδα και στην Κύπρο, για τις επανειλημμένες παραβιάσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων όπως και για τις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας». Συνακόλουθα, η Ελλάδα δικαιούται να θωρακίζει αμυντικώς τα Νησιά του Αιγαίου τόσο με βάση το Διεθνές, όσο και με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β) Επειδή οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ παραπέμπουν ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ως προς την ενεργοποίηση του μηχανισμού της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας» -συνδυαστικώς δε και συμπληρωματικώς και του μηχανισμού της ρήτρας «Αλληλεγγύης»- καθίσταται προφανές και τούτο:
β1) Λόγω του ότι η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας βρίσκεται μέσα στα όρια -ή και υπερβαίνει πλέον τα όρια- της «επικείμενης απειλής», η Ελλάδα δικαιούται, ανά πάσα στιγμή και κατά την κρίση της, να ζητήσει από τ’ αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ενεργοποίηση του μηχανισμού της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας», σε συνδυασμό -όταν και εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, κάτι που, βεβαίως, δεν συντρέχει στην ερευνώμενη εν προκειμένω περίπτωση- με την ενεργοποίηση του μηχανισμού της ρήτρας «Αλληλεγγύης», κατά τις διατάξεις των άρθρων, αντιστοίχως, 42 παρ. 7 εδ. α΄ της ΣΕΕ και 222 παρ. 1 της ΣΛΕΕ.
β2) Το συμπέρασμα αυτό, στο πλαίσιο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ενισχύεται καταλυτικώς και από όλες τις δηλώσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μεμονωμένων Ευρωπαίων Αξιωματούχων, οι οποίες αναφέρονται ευθέως στην τουρκική αυθαιρεσία εις βάρος της Ελλάδας. Ιδίως δε ενισχύονται από τα προμνημονευόμενα συμπεράσματα της Ευρωμεσογειακής Διάσκεψης της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, στο Αιάκειο της Κορσικής.
ΙΙ. Η σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαδικασία οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Είναι θεσμικώς -κατά το πρωτογενές μάλιστα Ευρωπαϊκό Δίκαιο-αυτονόητο ότι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των Κρατών-Μελών είναι και ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και, κατ’ επέκταση, πολιτικό- ζήτημα της δυνατότητας και της μορφής σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ κάθε Κράτους-Μέλους κυρίως με τρίτα προς αυτήν Κράτη, δοθέντος ότι δεν έχει, από πλευράς έννομων συνεπειών, την ίδια νομική σημασία και αξία η σύμπραξή της και στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Κρατών-Μελών, όπως συνέβη προσφάτως με την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας.
Α. Η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982.
Για ν’ αναχθούμε, υπό αυστηρώς νομικούς όρους, στην γενική θεωρία του Δημόσιου Δικαίου, οι μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ λειτουργούν «ενδοστρεφώς», ήτοι εντός του πεδίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Διεθνούς Δικαίου -εν προκειμένω της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, που αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου κατά τα εκτιθέμενα στην συνέχεια- οπότε η αυτοτελής σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές παρίσταται, κανονιστικώς, σχεδόν δευτερεύουσα. Πολλώ μάλλον όταν τα επιμέρους αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, ούτως ή άλλως, υποχρέωση εποπτείας της lege artis -δηλαδή σύμφωνα με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- κατάρτισης και εφαρμογής των ως άνω συμφωνιών οριοθέτησης της ΑΟΖ, με αντισυμβαλλόμενα μέρη Κράτη-Μέλη της. Επιπλέον, και όπως ήδη υπονοήθηκε, η σύμπραξη αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται στο σύνολο της διαδικασίας οριοθέτησης της ΑΟΖ με τα τρίτα Κράτη, ήτοι από το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού των εκατέρωθεν ακτών ως το κύριο στάδιο, που καταλήγει στην σύναψη της αντίστοιχης συμφωνίας, ύστερα από την χάραξη, αναλόγως, της μέσης γραμμής ή της μέσης απόστασης μεταξύ των Κρατών, από την εξέταση της ιδιομορφίας της ad hoc περιοχής και από την εντεύθεν αναζήτηση της, επίσης ad hoc, δίκαιης λύσης.
1. Η ιδιομορφία της συγκυρίας.
Η ανάλυση του ζητήματος μιας τέτοιας σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρη κατά την σημερινή κρίσιμη συγκυρία.
α) Τούτο οφείλεται στο ότι πολλαπλασιάζονται, και δη γεωμετρικώς, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, τα «κρούσματα» αυθαίρετης ερμηνείας της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, δημιουργώντας έναν άκρως ορατό και διαβρωτικό κίνδυνο υπό δύο, μάλιστα, επόψεις, οι οποίες επενεργούν συμπληρωματικώς: Πρώτον, υπό την έποψη του αυθαίρετου περιορισμού της ΑΟΖ Κρατών-Μελών -δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου- και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, δεύτερον, υπό την έποψη -σε περίπτωση ανοχής έστω και μίας αυθαιρεσίας εν προκειμένω- της δημιουργίας αρνητικού προηγουμένου, ικανού να πλήξει την οριοθέτηση της ως άνω ΑΟΖ σε όλο το φάσμα του θαλάσσιου χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Η υπό τις προμνημονευόμενες προϋποθέσεις σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της ΑΟΖ των Κρατών-Μελών με τρίτα Κράτη πρέπει να ερευνάται, βεβαίως, υπό το φως της αυτοτελούς νομικής προσωπικότητάς της. Kαι τούτο διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την διάταξη του άρθρου 47 της ΣΕΕ, έχει δική της νομική προσωπικότητα, η οποία την καθιστά αυτοτελή νομική οντότητα. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι ούτε στο πλαίσιο της θεωρίας ούτε στο πλαίσιο της νομολογίας, τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών, έχουν αναδειχθεί επαρκώς οι νομικές και πολιτικές επιπτώσεις και, πρωτίστως, τα πλεονεκτήματα, που η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παράγει προς όφελός της και προς όφελος των Κρατών-Μελών. Ιδίως δε προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και, επέκεινα, της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
2. Η νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διάταξη αυτή, λοιπόν, του άρθρου 47 της ΣΕΕ θεσπίζει και διακηρύσσει την ανεξάρτητη και αυτοτελή νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέραν της νομικής οντότητας των Κρατών-Μελών.
α) Η διάταξη του άρθρου 47 της ΣΕΕ αποκτά βαρύνουσα σημασία κυρίως κατά την δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας, πάντοτε όμως υπό το πρίσμα των σχετικών αρμοδιοτήτων που της αναγνωρίζονται στο πεδίο αυτό από τις επιμέρους διατάξεις κατ’ εξοχήν των Συνθηκών, κατ’ ουσίαν δε από το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό του. Βαρύνουσα σημασία, υπό την έννοια ότι η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της παρέχει τα μέσα και τα εχέγγυα να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας και, κατ’ επέκταση, του διεθνούς γίγνεσθαι.
β) Στο πεδίο τούτο η αυτοτελής νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της επιτρέπει να διαπραγματεύεται και να συνάπτει Διεθνείς Συμβάσεις, να προσχωρεί σε Διεθνείς Συμβάσεις -εφόσον είναι, κατά την φύση τους, συμβάσεις προσχώρησης- και να καθίσταται μέλος Διεθνών Οργανισμών. Μέσα σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, ως προς τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες που της απονέμει η Έννομη Τάξη της, αυτοτελές μέλος της Διεθνούς Κοινότητας. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο τονίσθηκε προηγουμένως ότι η αυτοτελής νομική οντότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την καθιστά ρυθμιστικό παράγοντα στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας, κάτι το οποίο δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει ένα Κράτος-Μέλος μονομερώς, όποιο και αν είναι το «ειδικό βάρος» του εντός του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
3. Η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Συνθήκη του Montego Bay του 1982.
Το κατά τ’ ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προσχωρήσει, αυτοτελώς ως νομικό πρόσωπο και πέραν των Κρατών-Μελών, και στην Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τον Απρίλιο του 1998.
α) Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών -γνωστή και ως Σύμβαση του Montego Bay- (“UNCLOS”, «United Nations Convention of the Law of the Sea») συνήφθη στις 10 Δεκεμβρίου 1982 κατά την Διάσκεψη του Montego Bay, στην Τζαμάικα, και τέθηκε σε πλήρη ισχύ στις 16 Δεκεμβρίου 1994. Η Σύμβαση του Montego Bay του 1982 κωδικοποίησε και συμπλήρωσε, ουσιωδώς, προϊσχύουσες αποσπασματικές ρυθμίσεις ως προς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας εν γένει. Σύμφωνα δε με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και λόγω της σταδιακής προσχώρησης σε αυτήν μεγάλου αριθμού Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, δεσμεύει, στο ακέραιο, και Κράτη τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτήν. Η ως άνω δέσμευση επέρχεται είτε κατ’ εθιμικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου είτε -όπερ και νομικώς ορθότερο- με την μορφή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, πάντοτε υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
β) Το νομικό πλαίσιο της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 θέτει κανόνες για την χρήση των θαλασσών και των ωκεανών, για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και για την διαχείριση του θαλάσσιου πλούτου, θεωρώντας -και ορθώς- ότι τα σχετικά με την θάλασσα ζητήματα είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα, άρα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται ρυθμιστικώς με την μέθοδο της ολιστικής συστημικής κατάστρωσης των οικείων κανόνων δικαίου και του μέσω αυτών διαμορφούμενου κανονιστικού πλαισίου. Μια τέτοια ολιστική συστημική κατάστρωση ενισχύει, οπωσδήποτε, το κύρος και την ισχύ του Δικαίου της Θάλασσας εν γένει, όταν μάλιστα είναι γνωστό πως, κατά την φύση του ρυθμιζόμενου αντικειμένου στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι επιμέρους κανόνες δικαίου εμφανίζουν μεγάλες κανονιστικές αδυναμίες, και λόγω της, οιονεί «φυσικής», γενικότητάς τους αλλά και λόγω της πανσπερμίας των περιπτώσεων, τις οποίες καλούνται να πλαισιώσουν ρυθμιστικώς.
Β. Η εφαρμογή της Σύμβασης του Montego Bay του 1982.
Μετά την προμνημονευόμενη προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Απρίλιο του 1998, στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982, το δίκαιο που αυτή καθιερώνει κατέστη, αυτοθρόως, μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου («Acquis Communautaire»). Άρα, το δίκαιο αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, απ’ όλα τα Κράτη-Μέλη της αλλά, επιπροσθέτως, και από τα τρίτα Ευρωπαϊκά Κράτη που επιδιώκουν την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
1. Η Σύμβαση του Montego Bay του 1982 ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Με άλλες λέξεις και πέραν των άλλων, ουδέν υποψήφιο προς ένταξη Ευρωπαϊκό Κράτος μπορεί να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, κατά την ορθότερη άποψη, και να συνάψει ειδικές σχέσεις με αυτήν αν -φυσικά τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων- δεν έχει, προηγουμένως, προσχωρήσει και στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Τούτο έχει καθοριστική σημασία για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, η οποία όχι μόνο δεν έχει προσχωρήσει στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982, αλλά τα τελευταία ιδίως χρόνια την αμφισβητεί ευθέως, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της κατά το δοκούν και κατά τρόπο που τις παραβιάζει καταφώρως, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ερμηνεία των διατάξεών της, οι οποίες αφορούν την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση -αλλά τόσον ο ΟΗΕ όσο και η Διεθνής Κοινότητα- δεν επιτρέπεται να παραβλέπουν ότι η Τουρκία, σε όλο το φάσμα εφαρμογής του Δικαίου της Θάλασσας -είτε αυτό αφορά την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε την υφαλοκρηπίδα είτε και την ΑΟΖ- έχει καταστήσει, αμέσως ή εμμέσως, σαφές πως δεν το αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων και ως βάση για την προσφυγή στα διεθνή δικαστικά fora. Με κορυφαίο παράδειγμα το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ως προς την επίλυση των διαφορών της με τα γειτονικά της Κράτη. Υπό τις συνθήκες αυτές η Διεθνής Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν χρέος ν’ αντιληφθούν ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ως κοινός υπονομευτής του Διεθνούς Δικαίου, έχοντας ως μόνο γνώμονα συμπεριφοράς την πραγμάτωση των «νεοοθωμανικών» της φαντασιώσεων.
α) Για να επανέλθουμε στο πεδίο της εν προκειμένω γενικής ανάλυσης, οι διατάξεις του άρθρου 49 της ΣΕΕ καθορίζουν τις γενικές αρχές, υπό τις οποίες ένα τρίτο Ευρωπαϊκό Κράτος μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα για να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών εκδόθηκε, στην Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 1993 στην Κοπεγχάγη, η Πράξη που καθορίζει τα κριτήρια προσχώρησης τρίτων Ευρωπαϊκών Κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση («Κριτήρια της Κοπεγχάγης»), με τις τροποποιήσεις, τις οποίες υπέστη μεταγενεστέρως, κυρίως δε κατά την Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Μαδρίτη, το 1995. Αλλά και με τις τροποποιήσεις οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, θα επέλθουν στο μέλλον, εξαιτίας της ραγδαίας μεταβολής των συνθηκών, που διαμορφώνουν τις εξελίξεις ως προς τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δοθέντος μάλιστα ότι οι προϋποθέσεις αυτές θα γίνονται ολοένα και αυστηρότερες αφού, με βάση την σημερινή συγκυρία και το μέλλον που προοιωνίζεται, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να επιχειρείται δίχως να θιγεί, ούτε κατ’ ελάχιστο, η τόσον επιτακτική προοπτική της άμεσης προώθησης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και, κατά λογική ακολουθία, της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
β) Οι διατάξεις του άρθρου 6 της ως άνω Πράξης περί των «Κριτηρίων της Κοπεγχάγης» ορίζει ότι, μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων προσχώρησης -αλλά και σύναψη, ειδικής σχέσης- περιλαμβάνεται και η προηγούμενη προσχώρηση κάθε υποψήφιου Κράτους στις Διεθνείς Συμβάσεις προσχώρησης, που ήδη αποτελούν μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Όπως δε αναλύθηκε εκτενώς, μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου είναι και η Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Γεγονός το οποίο τεκμηριώνει το προμνημονευόμενο συμπέρασμα, πως κάθε υποψήφιο προς ένταξη -ή και σύναψη ειδικής σχέσης-Ευρωπαϊκό Κράτος πρέπει, πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας, να έχει προσχωρήσει και στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Και δεν πρέπει, κατ’ ουδένα τρόπο, να υποτιμάται το γεγονός ότι η οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ, υπό όρους πλήρους εφαρμογής της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, συνιστά conditio sine qua non όχι μόνο για την οικονομική «ευρωστία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για το ίδιο το διεθνές της κύρος. Αφού κάθε ανοχή, εκ μέρους της, σε αυθαίρετους περιορισμούς των κατά το Δίκαιο της Θάλασσας δικαιωμάτων της αποτελεί δείγμα αδυναμίας υπεράσπισης και του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
2. Οι έννομες συνέπειες.
Από τα όσα εκτέθηκαν για την εφαρμογή της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, εντός της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την μορφή μέρους του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, συνάγονται και τα εξής:
α) Η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτου προς αυτήν Κράτους, γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης του Montego Bay του 1982. Μετά δε την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας οριοθέτησης και την σύναψη της σχετικής συμφωνίας, η κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτουσα θεσμικώς ΑΟΖ καθίσταται και ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχοντας όμως προσχωρήσει και αυτοτελώς, ως νομικό πρόσωπο, στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982, η Ευρωπαϊκή Ένωση προφανώς νομιμοποιείται, επικαλούμενη ίδιο έννομο συμφέρον, να συμμετέχει, επίσης αυτοτελώς, στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ -ήτοι σε όλα τα προαναφερθέντα στάδια της διαδικασίας, ως και στην ολοκλήρωση της τελικής συμφωνίας δια της υπογραφής της- μεταξύ Κράτους-Μέλους και τρίτου, μη μέλους, Κράτους.
α1) Διευκρινίζεται, ότι τον κύριο ρόλο στην τελική διαμόρφωση της συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ διαδραματίζει πάντοτε το Κράτος-Μέλος, στο πλαίσιο άσκησης των lato sensu κυριαρχικών του δικαιωμάτων, ιδίως κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 της ΣΕΕ. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως νομικό πρόσωπο που συμμετέχει στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ, ουδόλως νομιμοποιείται να διατυπώσει θέσεις αντίθετες προς εκείνες του Κράτους-Μέλους, πολλώ δε μάλλον να το υποκαταστήσει, αμέσως ή εμμέσως. Και είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα του πλήρους σεβασμού των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών, κυρίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ΣΕΕ, οι οποίες βεβαίως και δεν θίγουν τα κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο δικαιώματα κάθε Κράτους-Μέλους.
α2) Η προαναφερόμενη σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ των Κρατών-Μελών προϋποθέτει, κατά τις σχετικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, συναίνεση του τρίτου Κράτους, η οποία, κατά την τελεολογική και bona fide ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων τούτων, πρέπει να παρέχεται στην αρχή και καλύπτει όλα τα στάδια της ως άνω διαδικασίας. Να σημειωθεί, ότι θα είναι δύσκολο να μην παρασχεθεί εκ μέρους του τρίτου Κράτους η κατά τ’ ανωτέρω συναίνεσή του, όταν είναι γνωστό το διεθνές κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εξοχήν δε αν το τρίτο Κράτος είναι υποψήφιο ή σκοπεύει να θέσει υποψηφιότητα προς ένταξη σε αυτήν, ως Ευρωπαϊκό Κράτος. Και τούτο διότι απέναντι σε μια τέτοια αρνητική στάση του τρίτου Ευρωπαϊκού Κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάθε δικαίωμα να καταστήσει σαφές πως η αντίδρασή του αυτή επιφέρει όλες τις συνέπειες, τις οποίες παράγει η κάθε μορφής, άμεση ή έμμεση, αμφισβήτηση του κύρους της και των κατά το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο δικαιωμάτων της.
β) Στην πραγματικότητα, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει, και για την υπεράσπιση των δικών της έννομων συμφερόντων ως αυτοτελούς νομικού προσώπου, να επιδιώκει την σύμπραξή της στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ -που, αυτονοήτως, είναι και Ευρωπαϊκή ΑΟΖ- μεταξύ Κράτους-Μέλους της και τρίτου Κράτους. Πολλώ μάλλον όταν μια τέτοια σύμπραξη προσθέτει στο κύρος και στην δεσμευτικότητα των σχετικών συμφωνιών οριοθέτησης της ΑΟΖ, αφού και κατά την διαδικασία οριοθέτησης αλλά και κατά την μεταγενέστερη εφαρμογή των συμφωνηθέντων η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προβάλλει το δικό της ενισχυμένο θεσμικό και πολιτικό βάρος, ως προς την εν προκειμένω τήρηση των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου εν γένει, πρωτίστως όμως των διατάξεων της Σύμβασης του Montego Bay του 1982. Αλλά, υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, και κάθε Κράτος-Μέλος έχει αυτονόητο συμφέρον να επιδιώκει την σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ με τρίτο Κράτος, με την έννοια ότι μια τέτοια σύμπραξη είναι ιδιαιτέρως ενισχυτική για το Κράτος-Μέλος και κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων.
β1) Την οδό της απαίτησης της ευθείας σύμπραξης -υπό τους όρους που αναλύθηκαν προηγουμένως- της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν ν’ ακολουθήσουν, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος, κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ κυρίως με την Τουρκία, όταν μάλιστα η τελευταία, όπως ήδη τονίσθηκε, φιλοδοξεί να έχει ευρωπαϊκή προοπτική ή, τουλάχιστον, να συνάψει μια ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, φυσικά υπό τις προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου. Αν μη τι άλλο, υπό την σημερινή εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αναλάβει απέναντι στην Τουρκία και τις δικές της ευθύνες, όταν η τελευταία παραβιάζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ Κρατών-Μελών της. Δηλαδή, εν τέλει, ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ. Το παράδειγμα του παντελώς ανυπόστατου νομικώς -και, εκ τούτου, μη παράγοντος έννομα αποτελέσματα- λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Και γιατί το «μνημόνιο» αυτό παραβιάζει, προκλητικώς μάλιστα, την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 και γιατί μπορεί να δημιουργήσει, αν εφαρμοσθεί ως έχει, ένα εξαιρετικά αρνητικό προηγούμενο για την ΑΟΖ των Κρατών-Μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε όλο το φάσμα των θαλάσσιων περιοχών του Ευρωπαϊκού χώρου, ιδίως δε στις βόρειες θαλάσσιες περιοχές της, με τις επιπρόσθετες συνέπειες του Brexit.
β2) Και, εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει προ οφθαλμών την εξής πραγματικότητα, σχετικά με την ΑΟΖ στον θαλάσσιο χώρο της Μεσογείου: Μέσω της πίεσης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ που τους αναλογεί κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 -άρα ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης- η Τουρκία επιδιώκει, στο πλαίσιο των «νεοοθωμανικών» της φαντασιώσεων, να καταστεί ρυθμιστικός «παράγοντας» στην ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή, «ισότιμος συνομιλητής» με τις ΗΠΑ, την Ρωσία αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλες λέξεις, «παράγοντας» ο οποίος, επιχειρώντας να υποβαθμίσει, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, την Ελλάδα και την Κύπρο, «συνομιλεί» ευθέως με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γεγονός το οποίο, βεβαίως, κάθε άλλο παρά ενισχύει το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την στρατηγική της επιρροή στην όλη περιοχή, κάτι που πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους και τα ισχυρά Κράτη-Μέλη τα οποία, ως τώρα, δυστυχώς ανέχονται την τουρκική προκλητικότητα. Ευτυχώς, Ελλάδα και Κύπρος έχουν καταστήσει σαφές, urbi et orbi, ότι δεν πρόκειται ν’ ανεχθούν, έναντι πάντων και κυρίως έναντι της Τουρκίας, οιαδήποτε «έκπτωση» ως προς τα πλήρη δικαιώματα που τους παρέχει η Σύμβαση του Montego Bay του 1982 για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, η οποία τους αναλογεί και, εν τέλει, αναλογεί και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίλογος
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει, ευχερώς, πως το θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου -και, αυτοθρόως, του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- είναι απολύτως σαφές και επαρκές για να θεμελιώσει και την θέση, ότι εγγυάται τόσο το δικαίωμα της Ελλάδας για την αμυντική θωράκιση, και με την συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλων, ανεξαιρέτως, των Νησιών της στο Αιγαίο. Όσο και την δυνατότητά της να ζητήσει, κατά την κρίση της, από την Ευρωπαϊκή Ένωση την ευθεία και ενεργό σύμπραξή της στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ που της αναλογεί, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Σύμπραξη, η οποία νοείται μόνον ως στάση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις θέσεις της Ελλάδας, αναφορικά με τα όρια αυτής της ΑΟΖ.
Α. Με δεδομένο όμως ότι η ως τώρα στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δείχνει, δυστυχώς, ότι είναι πάντοτε διατεθειμένη, με δική της πρωτοβουλία, ν’ ανταποκριθεί στις κατά τ’ ανωτέρω υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, καθίσταται προφανές ότι εναπόκειται στην Ελληνική Κυβέρνηση να θέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κατά περίπτωση αρμόδια όργανά της προ των ευθυνών τους σε ό,τι αφορά και την αμυντική θωράκιση όλων, ανεξαιρέτως, των Νησιών μας στο Αιγαίο αλλά και την οριοθέτηση της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολλώ μάλλον όταν στο πεδίο αυτό η Ελλάδα δεν ζητεί υπέρ αυτής ένα είδος «προνομιακής» εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αλλ’ ασκεί δικαιώματα, τα οποία ανήκουν και σε κάθε άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι κανένα άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην φυσικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, που βρίσκεται μπροστά σε αντίστοιχα ή και μείζονα προβλήματα- δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει κινδύνους όπως αυτούς, τους οποίους συνεπάγεται η τουρκική προκλητικότητα και παραβατικότητα, εις βάρος του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στην περιοχή.
Β. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αντιληφθεί ότι η Ελλάδα, ασκώντας τα κατά τ’ ανωτέρω δικαιώματά της, προστατεύει και δικά της δικαιώματα και έννομα συμφέροντα, πάντα κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Και μάλιστα εξαιρετικά κρίσιμα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα, τα οποία άπτονται του εδάφους, των συνόρων και της ΑΟΖ της ίδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, τ’ αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν, επίσης, ν’ αντιληφθούν ότι η ανοχή της τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικότητας, εις βάρος του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, μειώνει το ίδιο της το κύρος και υποδαυλίζει τις τουρκικές «νεοοθωμανικές φαντασιώσεις». Κάτι το οποίο αποδυναμώνει και τον ευρύτερο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την εμπέδωση της Ειρήνης στην περιοχή, μέσω της επιβολής της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Πέραν δε τούτων, η ανοχή της τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικότητας μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία ενός εξαιρετικά επικίνδυνου προηγουμένου υπονόμευσης των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της από άλλα, τρίτα, Κράτη, σε όλο το φάσμα του Ευρωπαϊκού χώρου, χερσαίου και θαλάσσιου. Θα ήταν δε ιδιαιτέρως χρήσιμο η Ελλάδα να υπενθυμίζει, διαρκώς, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν είναι διατεθειμένη ν’ ανεχθεί στο μέλλον, για οιονδήποτε λόγο, «επιεική» αντιμετώπιση της Τουρκίας αλλά πιο «αυστηρή» αντιμετώπιση άλλων, τρίτων, «παραβατικών» Κρατών. Με άλλες λέξεις, η Ελλάδα πρέπει να διευκρινίζει, αδιαλείπτως, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι, κηδόμενη και του δικού της κύρους, δεν πρόκειται ν’ ανεχθεί, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, «à la carte» εφαρμογή του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.