γράφει η Κα Ιωάννα Μουσικούδη, (Φιλόλογος, ιστορικός, Δρ. Νεοελληνικών
Σπουδών, Επιστημονική συνεργάτιδα Πανεπιστημίου Aix-Marseille.)
Η σχέση μεταξύ Μασσαλίας και Ελλάδας άρχισε με τη θρυλική ίδρυση της πόλης από τους Φωκαείς το 600 π.Χ. και δε διακόπηκε ποτέ. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι σχέσεις μεταξύ Μασσαλίας και Ανατολής ήταν σταθερές. Έλληνες καπετάνιοι και ναύτες, έμεναν στην πόλη όσο καιρό χρειαζόταν για να ξεφορτώσουν τα αγαθά τους κι Έλληνες έμποροι έφευγαν με το ιστιοφόρο που τους είχε φέρει αφού είχαν πουλήσει τα προϊόντα τους στην αγορά της Μασσαλίας, χωρίς να εγκαθίστανται μόνιμα στην πόλη.
Claude Joseph_Vernet – Morning View of the Inner
Port of Marseille
Μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγο πριν την Επανάσταση ιδρύθηκε στη Μασσαλία μόνιμη ελληνική αποικία, παρόμοια με αυτή του Λιβόρνο, όπου οι Έλληνες είχαν ιδρύσει εκκλησία από το 1775. Τα περισσότερα μέλη αυτής πρώτης αποικίας ανήκαν σε αρχοντικές χιώτικες εμπορικές δυναστείες, αλλά υπήρχαν κι έμποροι από τη Σμύρνη ή την Κύπρο. Μερικοί από τους εμπόρους αυτούς συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1820 με σκοπό να φέρουν έναν Αρχιμανδρίτη για την τέλεση ορθόδοξων λειτουργιών στη Μασσαλία. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους επιβεβαίωσαν την επιθυμία τους να ιδρύσουν ορθόδοξη εκκλησία και υπέγραψαν τον πρώτο Κανονισμό της βάζοντας έτσι τα θεμέλια μιας ελληνορθόδοξης κοινότητας.[1]
Οι Μασσαλιώτες, μέλη του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου και της Φιλικής Εταιρείας.
Αρκετοί Έλληνες έμποροι της Μασσαλίας ήταν μέλη αρχικά του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου» (Hôtel Hellénophone) που είχε ιδρυθεί στο Παρίσι το 1809 και κατόπιν της Φιλικής Εταιρείας. Όλα σχεδόν τα μέλη της ελληνικής κοινότητας στη Μασσαλία υποστήριξαν ενεργά τον Αγώνα των συμπατριωτών τους και πολλοί μάλιστα εγκατέλειψαν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και ήρθαν στην Ελλάδα προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες.[2]
Μέλος της Φιλικής εταιρείας ήταν ο Αρχιμανδρίτης Μασσαλίας Αρσένιος Γιαννούκος, από τη Μονεμβασιά, που έφτασε στη Μασσαλία από το Παρίσι στις αρχές του 1821 όταν έγινε δεκτό το αίτημα των Ελλήνων εμπόρων να έρθει Αρχιμανδρίτης στην πόλη στα πλαίσια των προσπαθειών τους για ίδρυση ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Ο Αρσένιος είχε υπηρετήσει στο στρατό του Ναπολέοντα και ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ελληνικού Αγώνα στην Μασσαλία.
Ο Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτζης, μέλος μιας από τις παλαιότερες και πιο αρχοντικές χιώτικες οικογένειες, αν και ο ίδιος είχε γεννηθεί στη Σμύρνη, αφιέρωσε επίσης μεγάλο μέρος της ζωής του στον Αγώνα. Το 1805 ίδρυσε έναν εμπορικό οίκο στη Μασσαλία και το 1810 πήγε στο Παρίσι όπου γνώρισε τον Αδαμάντιο Κοραή και έγινε μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου. Η φιλία του με τον Κοραή παρέμεινε πολύ σημαντική και ο Σκυλίτζης έγινε ανταποκριτής και διαχειριστής των συγγραμμάτων του.[3] Στο Παρίσι γνώρισε επίσης τον Α. Τσακάλωφ, φοιτητή και μέλος του Ελληνόγλωσσου ξενοδοχείου, κι αργότερα έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Από το 1818 τα κέρδη της επιχείρησής του άρχισαν να μειώνονται και έτσι εγκατέλειψε τη Μασσαλία. Γύρισε στην Ελλάδα όπου συμμετείχε ενεργά Επανάσταση. Εκλέχτηκε δήμαρχος Πειραιά μεταξύ 1840 και 1852.
Ο Εμμανουήλ Ροδοκανάκης ήταν επίσης ενεργό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας στη Μασσαλία. Μέλος της γνωστής αρχοντικής χιώτικης οικογένειας είχε έρθει όπως και ο αδερφός του Στέφανος με την οικογένειά του στη Μασσαλία μετά τις σφαγές της Χίου. Υπήρξε σύνδεσμος μεταξύ των Ελλήνων της παροικίας και των Φιλελλήνων με την επαναστατημένη Ελλάδα και εκλεκτός συνεργάτης του Κοραή. [4]
Ο Γεώργιος Ψύχας ήταν από τους πρώτους εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στη Μασσαλία το 1817 κι ένας από τους ιδρυτές της ορθόδοξης εκκλησίας της Μασσαλίας. Ήταν ένας από τους κύριους διοργανωτές αποστολών εθελοντών από τους φιλελληνικούς συλλόγους της Γαλλίας. Ήταν άτομο εχέμυθο και ανάμεσα στις άλλες υπηρεσίες του ήταν η διαβίβαση αλληλογραφίας και εμπιστευτικών προφορικών μηνυμάτων αξιωματούχων στη Γαλλία και την Ελλάδα .
Οι αδερφοί Δημήτριος και Κωνσταντίνος Αμηράς, από τη Σμύρνη, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της Ελληνικής Επανάστασης και μέλη του Ελληνόφωνου Ξενοδοχείου. Είχαν ιδρύσει γύρω στο 1816 έναν από τους πιο ισχυρούς εμπορικούς οίκους της Μασσαλίας και διακρίθηκαν για την ποικιλομορφία των εμπορικών τους σχέσεων.
Οι αδερφοί Νικόλαος και Θεόδωρος Πρασσακάκης ήταν από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της Επανάστασης στη Μασσαλία, διοργανωτές απόπλου εθελοντών για την Ελλάδα και στενοί φίλοι του Κοραή και του Καποδίστρια. Ο Νικόλαος ενίσχυε χρηματικά και αγωνιστές όπως ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στη Σύρο όπου εκλέχτηκε δήμαρχος το 1837. Ο Θεόδωρος ήταν παρών στο πλευρό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας[5] αλλά πέθανε το 1829 χωρίς να μπορέσει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα όπως το επιθυμούσε.
Ο Κύπριος Νικόλαος Θησέας, εγκατεστημένος στη Μασσαλία από το 1815, ήταν ανιψιός του εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Κυπριανού. Ήταν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες του Αγώνα στη Μασσαλία κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Ήταν ο κύριος διοργανωτής των στρατολογήσεων εθελοντών και γι’αυτό παρακολουθούνταν στενά από τις γαλλικές αρχές.[6] Το 1820 πήγε στο Παρίσι από όπου προετοίμασε τη μεταφορά φιλελλήνων εθελοντών σε συνεργασία με τους φιλέλληνες της πρωτεύουσας.[7] Κατά την επιστροφή του στη Μασσαλία το 1821, σταμάτησε στη Λυών για να στρατολογήσει φθηνούς μισθοφόρους. Ο Θησέας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο, τον επίσημο αντιπρόσωπο των συμφερόντων του ελληνικού Αγώνα στη Μασσαλία. Ο Νικόλαος Θησέας, με τον αδελφό του Θεόφιλο, αναχώρησαν γύρω στον Οκτώβριο του1821για την επαναστατημένη Ελλάδα όπου έλαβαν ενεργό μέρος επικεφαλής Κυπρίων αγωνιστών τους οποίους συντηρούσαν με δικά τους χρήματα. Η αναχώρησή του από τη Μασσαλία άφησε την οργάνωση των στρατολογήσεων σε πλήρη παρακμή.
Ο Θεόδωρος Όμηρος από τη Σμύρνη είχε εγκατασταθεί στη Μασσαλία από το 1816 και είχε εμπορικές σχέσεις με τον Πέτρο Ομηρίδη Σκυλίτζη, με τον οποίο είχε και οικογενειακούς δεσμούς. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 κατά τη διάρκεια ταξιδιού στην Οδησσό. Ο Θεόδωρος Όμηρος έζησε στη Μασσαλία στα πρώτα χρόνια της ελληνικής εξέγερσης, ήταν γνωστός για τις επαναστατικές ιδέες του και η γαλλική αστυνομία τον παρακολουθούσε διακριτικά.
Ο Δημήτριος Καπούδας ήταν ο Έλληνας Πρόξενος της Οθωμανικής Πύλης στη Μασσαλία, ιδρυτικό μέλος της ορθόδοξης εκκλησίας. Ήταν αρκετά προσεκτικός ώστε να φαίνεται ανοιχτά προσηλωμένος στα συμφέροντα της κυβέρνησής του, γεγονός που του επέτρεψε να παραμείνει στην εξουσία και να υποστηρίζει διακριτικά τον ελληνικό Αγώνα μέχρι το 1823 που η θέση του καταργήθηκε. Η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο εν μέσω της Επανάστασης, τον Έλληνα Πρόξενό της, επικεφαλής του Οθωμανικού προξενείου στη Μασσαλία.[8] Οι αρχές της Μασσαλίας, γνωρίζοντας ότι ο Καπούδας ήταν φίλος και προστάτης του Αρχιμανδρίτη Αρσένιου, υποπτεύονταν διαρκώς ότι εργαζόταν κρυφά υπέρ των ελληνικών σκοπών. Δεν υπήρχαν όμως επίσημα αποδεικτικά στοιχεία, αν και ήταν λογικό ν’αναρωτιούνται πώς ήταν δυνατό ο Καπούδας να αγνοεί τον ζήλο του υποπρόξενου Ιωάννη Μάη που υπηρετούσε φανερά τα συμφέροντα των συμπατριωτών του.[9]
Ο Ιωάννης Μάης καταγόταν από τη Ζάκυνθο από όπου ήρθε στη Μασσαλία κι άρχισε να εμπορεύεται αφού είχε χάσει την περιουσία του. Από το 1812 μέχρι το 1823 κατείχε τη θέση του αντιπρόξενου της Οθωμανικής Πύλης στη Μασσαλία. Συμμετείχε στην οργάνωση αποστολών ανδρών, όπλων και πυρομαχικών. Έγραφε στο όνομά του τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αρκετών αποστολών που έφευγαν από το λιμάνι της Μασσαλίας και διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην οργάνωση ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο για δανεισμό υπέρ των Ελλήνων. Συχνά λειτουργούσε ως μεσάζων για τη μετάδοση ειδήσεων εφημερίδων και αλληλογραφίας μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Έστελνε στις γαλλικές εφημερίδες με δική του πρωτοβουλία και με δικά του έξοδα πολλά άρθρα ευνοϊκά για τους συμπατριώτες του.
Οι πρώτες αποστολές από το λιμάνι της Μασσαλίας στην εξεγερμένη Ελλάδα
Ήδη από τον Οκτώβριο του 1821 πολλοί εθελοντές εμφανίστηκαν στο λιμάνι της Μασσαλίας,
σταλμένοι από τις πρώτες φιλελληνικές επιτροπές που είχαν σχηματιστεί κυρίως στη Γερμανία και την Ελβετία. Οι εθελοντές έφταναν στη Μασσαλία με τη διαβεβαίωση ότι εκεί θα τους έδιναν χρήματα και ότι θα βοηθούσαν τη μετάβασή τους στην Ελλάδα. Ωστόσο, συχνά οι γερμανικές επιτροπές δεν είχαν ανταποκριτές στη Μασσαλία, και έτσι οι εθελοντές που έφθαναν στο λιμάνι αφήνονταν στην τύχη τους. Παρόλα αυτά εθελοντές συνέχιζαν να καταφθάνουν στην πόλη και σύντομα προέκυψαν προβλήματα ασφάλειας, τάξης και συμφερόντων.
Η γαλλική κυβέρνηση δεν απαγόρευε τις αναχωρήσεις, αλλά επιθυμούσε να παρακολουθεί τα άτομα και να ελέγχει τις αποστολές για να εξασφαλίσει την τήρηση των νόμων συμπεριλαμβανομένου αυτού που απαγόρευε την εξαγωγή πολεμοφοδίων. Δόθηκαν σαφείς οδηγίες στους Νομάρχες κι αυτοί έλαβαν μέτρα. Η αστυνομία έπρεπε να αναγνωρίζει τους νεοσύλλεκτους, και ει δυνατόν τους πράκτορες στρατολόγησης, να καταρτίζει καταλόγους νέων αφίξεων σε καθημερινή βάση και να τους ελέγχει.[10] Ωστόσο, παρά τα μέτρα, η εισροή εθελοντών συνέχισε και μάλιστα οι νεοαφιχθέντες έφταναν καλύτερα οργανωμένοι. Συνέχισαν να στριμώχνονται στην πόλη θέλοντας να φύγουν με κάθε τρόπο για την Ελλάδα.[11]
Από τα μέσα του 1821 έως τα μέσα του 1822, επτά πλοία αναχώρησαν από τη Μασσαλία για την Ελλάδα. [12] Στις 2 Ιουλίου 1821, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο φίλος και συνεργάτης του Ανδρέας Λουριώτης έφτασαν στη Μασσαλία με το Υδριώτικο πλοίο υπό ρωσική σημαία Barone-Strogonoff. Το πλοίο έφυγε από τη Μασσαλία στις 18 Ιουλίου μεταφέροντας ένα πρώτο απόσπασμα εθελοντών και ένα μεγάλο φορτίο όπλων και πυρομαχικών. Πριν την αναχώρηση, ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος, επιβιβάστηκε στο πλοίο, ευλόγησε το πλήρωμα, τους επιβάτες και το πλοίο και προέτρεψε τα μέλη της αποστολής να γίνουν αντάξια των αρχαίων Ελλήνων και του σκοπού που έπρεπε να υπερασπιστούν.[13]
Η επιτυχία αυτής της πρώτης αναχώρησης ενθάρρυνε νέους εθελοντές να κατευθυνθούν προς Μασσαλία. Ήδη μία δεύτερη μεταφορά φιλελλήνων που είχε χρηματοδοτηθεί από τον πλούσιο Σκωτσέζο αριστοκράτη, Thomas Gordon είχε οργανωθεί στη Μασσαλία και το πλοίο Amédée et Albine έφυγε από το λιμάνι με σημαντικό φορτίο εθελοντών και πυρομαχικών.
Τον Μάρτιο του 1822, δυο καράβια διέφυγαν την επιτήρηση της αστυνομίας κι έτσι αρκετοί φιλέλληνες μαχητές και πολλά πυρομαχικά έφυγαν και πάλι από τη Μασσαλία για την Ελλάδα. Μετά την αναχώρηση όμως του δεύτερου καραβιού, ο αριθμός των εθελοντών που ήταν συγκεντρωμένοι στη Μασσαλία άρχισε να μειώνεται. Ο ζήλος των πρώτων μηνών είχε ατονήσει ενώ οι πρώτοι φιλέλληνες που γυρνούσαν από την Ελλάδα στη Μασσαλία περιέγραφαν τις περιπέτειές τους με τρόπο που δεν ενίσχυε τον ενθουσιασμό των νεοσύλλεκτων. Μερικές νέες αναχωρήσεις πλοίων, εντούτοις, σημειώθηκαν ακόμα από τη Μασσαλία για την επαναστατημένη Ελλάδα μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 1822.
Μια άλλη αναχώρηση με μεγάλο φορτίο όπλων έγινε κάτω από τη μύτη της αστυνομίας από τρεις Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 οι αδελφοί Νικόλαος, Δημήτριος και Εμμανουήλ Καλλέργης, από την ισχυρή κρητική οικογένεια των Καλλέργηδων, έφτασαν στη Μασσαλία. Φιλοξενούνταν από Έλληνες εμπόρους, συμπεριλαμβανομένου του Θεόδωρου Όμηρου, ήταν πολύ άνετοι στις μετακινήσεις τους και έδιναν την εντύπωση ότι ενδιαφέρονταν μόνο για διασκέδαση. Η αστυνομία τους περιέγραψε ως «ταραχώδεις νέους σε ταξίδι αναψυχής». Στα τέλη Ιουνίου του 1822 τα τρία αδέλφια επιβιβάστηκαν στο πλοίο Courrier με υποτιθέμενο προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Μετά την επιβίβαση, έγινε γνωστό ότι οι αδελφοί Καλλέργη είχαν μεταφέρει μαζί τους μεγάλη ποσότητα όπλων και πυρομαχικών που προορίζονταν για τους επαναστατημένους Έλληνες.
Το τελευταίο πλοίο αυτής της περιόδου που έφυγε για Ελλάδα, ήταν το Scipion που αναχώρησε στις 22 Νοεμβρίου 1822 με εκατόν τριάντα δύο Φιλέλληνες. Από όλα τα φορτία που έφυγαν από τη Μασσαλία κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, αυτό του Scipion ήταν το πιο σημαντικό, και ήταν και το τελευταίο.[14] Σε λιγότερο από ένα χρόνο περισσότεροι από τετρακόσιοι πενήντα εθελοντές για την Ελλάδα είχαν βρει πέρασμα από τη Μασσαλία.
Ήδη από το 1822 έγινε αισθητή στη Μασσαλία η ροή των απογοητευμένων εθελοντών που γυρνούσαν από την Ελλάδα και τον Αγώνα. Δεκάδες Γάλλοι και αλλοδαποί, που επέστρεφαν από την Ελλάδα και περνούσαν από τη Μασσαλία, απεικόνιζαν την αποδιοργάνωση των στρατευμάτων στη χώρα και την έλλειψη όπλων. Μετά από αυτές τις πρώτες επιστροφές παρατηρήθηκε μια σημαντική επιβράδυνση, και στη συνέχεια μια πλήρης διακοπή στις αναχωρήσεις των Γάλλων φιλελλήνων μέχρι το 1825.
Έλληνες πρόσφυγες στη Μασσαλία και Η «εν Μασσαλία Εταιρεία υπέρ των Ελλήνων»
ΠΕΤΡΟΣ ΟΜΗΡΙΔΗ ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ
Οι Έλληνες πρόσφυγες που κατέφευγαν στη Μασσαλία βρήκαν αυθόρμητη συμπαράσταση όχι μόνο από τον τοπικό Τύπο αλλά και από τις αρχές καθώς και από τον πληθυσμό της πόλης. Μεταξύ των πρώτων Ελλήνων που ζήτησαν άσυλο στη Μασσαλία ήταν τριάντα Κύπριοι που κατάφεραν να εγκαταλείψουν το νησί τους δραπετεύοντας από τις σφαγές και καταφεύγοντας σε γαλλικά πλοία. Κάποιοι πρόσφυγες ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη αλλά η πόλη δέχθηκε κυρίως πρόσφυγες από το νησί της Χίου μετά τη μεγάλη σφαγή στο νησί το Πάσχα του 1822. Έτσι, οι Χιώτες που υπερίσχυαν στη Μασσαλία και πριν την Επανάσταση, ενίσχυσαν περισσότερο την παροικία τους στην πόλη με τη συγκέντρωση πολλών άλλων εμπορικών οικογενειών μετά τις σφαγές.
Τον Μάρτιο του 1823 στους κόλπους της Χριστιανικής Ηθικής Εταιρείας του Παρισιού[15] ιδρύθηκε μια επιτροπή για να βοηθήσει τους Έλληνες πρόσφυγες και ιδιαίτερα αυτούς που είχαν καταφύγει στη Μασσαλία. Σε λίγους μήνες συγκροτήθηκε μία ανάλογη επιτροπή στη Μασσαλία με τη συμμετοχή των Ελλήνων εμπόρων Πανταλέοντα Αργέντη, Μιχαήλ Πετροκόκκινου και Θεόδωρου Ράκου,[16] ενώ το 1825 ιδρύθηκε μία νέα Φιλανθρωπική Εταιρεία υπέρ των Ελλήνων.[17] Επικεφαλής της Φιλανθρωπικής αυτής Εταιρείας ήταν ο Nicolas Toulousan, καθηγητής και ακαδημαϊκός. Η ανακοίνωση για την ίδρυση της Εταιρείας έγινε στις 29 Απριλίου 1825 και στα μέλη της συμπεριλαμβάνονταν ο Θεόδωρος Όμηρος, ο Μιχαήλ Πετροκόκκινος, ο Θεόδωρος Ράκος, ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος καθώς και επιφανείς Γάλλοι της Μασσαλίας.
Η Εταιρεία στήριζε οικονομικά τις αποστολές που προορίζονταν για τους Έλληνες επαναστάτες. Ωστόσο, ο κύριος σκοπός της δραστηριότητάς της ήταν να συγκεντρώνει τα ορφανά ελληνόπουλα και να φροντίζει για την τοποθέτησή τους σε ειδικά σχολεία. Ο Toulouzan αλληλογραφούσε με τον Καποδίστρια τον οποίο ενημέρωνε για την εξέλιξη των ενεργειών του για την περισυλλογή και τη φροντίδα των ορφανών.
Ο Χιώτης Μιχαήλ Πετροκόκκινος, επιφορτίστηκε επίσης με την εύρεση και εξαγορά ορφανών, που είχαν διασκορπιστεί σε διάφορες περιοχές της Ανατολίας.[18] Για τη συμβολή του από τη Μασσαλία στην Επανάσταση βραβεύτηκε το 1844 από τον βασιλιά Όθωνα με την τιμητική διάκριση του Ιππότη του Τάγματος του Σωτήρος.[19]
Από το 1825, μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, οι αποστολές εθελοντών ξανάρχισαν από τη Μασσαλία. Μεταξύ 1825 και 1826, αναχώρησαν τρεις αποστολές κι ο εμπορικός οίκος των «αδελφών Πρασσακάκη» της Μασσαλίας ασφάλιζε τα φορτία των πλοίων. Το 1826 ηρωική έξοδος και η σφαγή του Μεσσολογίου αναζωπύρωσε τον φιλελληνισμό στην Ευρώπη. Με ενέργειες της Εταιρείας ήρθε στη Μασσαλία ο νεαρός Θεμιστοκλής Βισβίζης, και η εμφάνισή του στους δρόμους της πόλης ντυμένου με την εθνική ελληνική ενδυμασία συγκίνησε το κοινό. Η Εταιρεία διέθεσε προς πώληση το πορτρέτο του και το ποσό που συγκεντρώθηκε από τις πωλήσεις δόθηκε για την περίθαλψη των ορφανών.
Η Εταιρεία εξάλλου για να τιμήσει τους γενναίους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, τους απέστειλε, με το πλοίο Επαμεινώνδας[20] μία σημαία η οποία στη μέση είχε κεντημένη την αφιέρωση: «Το ελληνικόν Κομιτάτον των Μασσαλιωτών εις τους ήρωας του Μεσολογγίου». Η σημαία, την οποία είχε ευλογήσει ο Αρσένιος, έφτασε δυστυχώς πολύ αργά στην Ελλάδα και δεν έγινε δυνατό να παραδοθεί στη φρουρά. Με τη σημαία αποστέλλονταν κι ένα σπαθί, δώρο στον Στρατηγό Fabvier.
Παρόλη τη θετική στάση των κατοίκων και του Τύπου, οι μεγάλοι έμποροι της Μασσαλίας δεν είχαν φιλελληνικά αισθήματα.[21] Το Εμπορικό Επιμελητήριο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1830, κρατούσε εχθρική στάση προς την Επανάσταση λόγω της εκτεταμένης ανασφάλειας στη Μεσόγειο και της ελληνικής πειρατείας. Ήταν επίσης εχθρικό προς την εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων στη Μασσαλία, οι οποίοι θεωρούνταν ανταγωνιστές του γαλλικού εμπορίου στην Ανατολή. Ωστόσο, μετά την Ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1830, ο εμπορικός κόσμος της Μασσαλίας εντάχθηκε στο γενικό κίνημα και σχεδόν εξέφρασε μετάνοια για την προηγούμενη στάση του απέναντι στην ελληνική εμπορική κοινότητα της πόλης. Μόλις είκοσι πέντε χρόνια μετά υποδέχτηκε ανάμεσα στα μέλη του ένα εξέχον μέλος της ελληνικής αποικίας, τον Παύλο Ροδοκανάκη που έγινε μέλος του Επιμελητηρίου το 1852.
Έτσι, η ακμάζουσα ελληνική εμπορική κοινότητα έγινε δεκτή και κατέκτησε ισάξια τη θέση της ανάμεσα στην ελίτ του εμπορίου της Μασσαλίας.
Υποσημειώσεις
[1] Οι υπογράφοντες ήταν: Π. Αργέντη και Συντροφία, Θ. Όμηρος, Θ. Ράκος, οι Αδελφοί Πρασσακάκοι, Α. Καπούδας, Θεοδοσιάδης και Γ. Ψύχας. Αρχεία Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Μασσαλίας, Συσκέψεις της 29ης Οκτωβρίου και της 1ης Δεκεμβρίου του 1820.
[2] Τσίλη Γεωργίου Η ελληνική παροικία της Μασσαλίας (1820-1922) σελ. 132 και Echinard 143
[3] Αριστείδου Σκυλίτζη, Πέτρου Σ. Ομηρίδου. Βιογραφία αυτοσχέδιος Αθήνα 1871, 13 -15
[4] Γ. Τσίλης ό.π. σ. 135
[5] Echinard Pierre, 1973 Grecs et Philhellènes à Marseille, de la Révolution française à l‟Indépendance de la
Grèce, Marseille, Institut Historique de Provence, σελ 132
[6] Leris P. « La Colonie grecque à Marseille », Αρχεία Εμπορικού Επιμελητηρίου Μασσαλίας Φ. M3110 σ.4
[7] Calapodis Michel La communauté grecque à Marseille : Genèse d’un paradigme identitaire (1793 – 1914) σ. 131 και Echinard ό.π. σ. 142
[8] Echinard ό.π. σελ. 29
[9] Echinard ό.π. σελ. 143
[10] Echinard ό.π. σελ. 141
[11] Echinard ό.π. σελ. 147 -157
[12] Léris ό.π. σελ 4
[13] Echinard ό.π. σελ. 140
[14] Echinard ό.π. σελ. 163
[15] Société de la Morale chrétienne βλ. Milliex Roger, 1983. «Έλληνες και Φιλέλληνες της Μασσαλίας (1793-1983) » Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 58, σελ. 320
[16] Echinard ό.π. σελ 186
[17] Association en faveur des Grecs
[18] Echinard ό.π. σελ 227
[19] Paris Erato 2001, Marseille et Hellénisme (XIXe et début du XXe siècle) Γραφείον Δημοσιευμάτων Ακαδημίας Αθηνών σ. 60
[20] Echinard ό.π. σελ 220 και Τσίλης ό.π. σελ 121
[21] J. Reynaud «Marseille et l’Indépendance grecque » Revue Historique 1958 σ. 108