Γράφει ο Γιώργος Βενετσανος
Για 387 χρόνια ο Ελληνισμός υπέμεινε τα πάνδεινα από τους Οθωμανούς. Η αποτίναξη του ζυγού και η απελευθέρωση του έθνους έρχονται με την Ελληνική Εθνεγερσία. Μήπως όμως κάναμε ανταλλαγή ζυγού; Δηλαδή από τον Οθωμανικό ζυγό περάσαμε σε αυτόν της εγχώριας, ξενοκίνητης και εξαρτημένης Ολιγαρχίας; Γιατί εδώ που τα λέμε, άλλο πράγμα είναι η εθνική απελευθέρωση και άλλο η πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία.
Εφέτος συμπληρώνουμε 200 χρόνια που το έθνος των Ελλήνων αναπνέει ελεύθερο, μπορούμε λοιπόν μετά από δυο αιώνες, να κάνουμε τον απολογισμό μας και να δούμε τα πράγματα ως έχουν. Δυστυχώς τα πεπραγμένα μας δείχνουν ότι η αυτό που ονομάζουμε πραγματική ελευθερία και ανεξαρτησία ίσως δεν επετεύχθη ποτέ σε αυτή τη χώρα.
Η έννοια της εθνικής κυριαρχίας είναι κάτι άγνωστο σε γενικές γραμμές, μια και η χώρα από ότι βλέπουμε παραμένει απολύτως ελεγχόμενη από διεθνείς φορείς και κέντρα ισχύος του εξωτερικού. Ενώ η πολιτική άρχουσα τάξη της Ελλάδος μας δίνει την εντύπωση, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο τμήμα της, ότι άγεται και φέρεται από ξένες μεγάλες δυνάμεις. Μήπως όμως η δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους είναι τέτοια που να αφήνει κενά που επιτρέπουν να είναι ελεγχόμενο και υποταγμένο σε ξένες δυνάμεις;
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία από τότε που δημιουργήθηκε για να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας.
Το 1827 το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος έχει μόλις συνέλθει από τους εμφύλιους πολέμους, (με αγγλική υποκίνηση) την εξουσία του κράτους μοιράζονται τρείς παρατάξεις: το ρωσικό, το αγγλικό, και το γαλλικό κόμμα. Δεν υπάρχει ποιο σαφής τρόπος για να καταλάβουμε το πώς κατόρθωσαν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των εσωτερικών θεμάτων οι ξένες δυνάμεις και να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα.
Μια αναλαμπή εθνικής ανεξαρτησίας έχουμε το 1828 όταν αναλαμβάνει την πολιτική ηγεσία της χώρας ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο φωτισμένος Κυβερνήτης ο οποίος είχε παραιτηθεί από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών λόγο αρνητικών θέσεων για την ελληνική επανάσταση, (Μαΐο του 1822) καθώς και της ενίσχυση περαιτέρω σε αυτό το θέμα των απόψεων Αυστριακού καγκελάριου Μέττερνιχ, ο οποίος έγραψε προς τον αρμοστή των Επτανήσων Μαίτλαντ: «Του κακού η αρχή εξερριζώθη, ο κόμης Καποδίστριας ετάφη διά το υπόλοιπον της ζωής του».
Ο Καποδίστριας όμως επανακάμπτει ως κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδος διεκδικεί και απαιτεί την πολιτική ανεξαρτησία της πατρίδας του, σε πείσμα των καιρών και στρεφόμενος απέναντι στα υποχείρια των ξένων συμφερόντων και τις ντόπιες ελίτ. Αυτό του το Ελληνικό θράσος, τον γνήσιο και άδολο πατριωτισμό, την πίστη του στην πατρίδα την πλήρωσε με την ζωή του, αφού φρόντισαν να τον δολοφονήσουν του λίγα χρόνια αργότερα. Η εντολή των ξένων ξεκάθαρη, η Ελλάδα δεν έπρεπε να κερδίσει την ανεξαρτησία της, έπρεπε τόσο, όσο επέτρεπαν αυτοί.
Ερχόμαστε έτσι στην χρονιά 1832 όταν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» στο Συνέδριο του Λονδίνου αποφασίζουν για εμάς, αλλά χωρίς εμάς, ότι την διοίκηση της χώρας θα αναλάβει ο Γερμανός από την Βαυαρία ο Otto Friedrich Ludwig, ελληνιστή Όθωνας. Αυτή η απόφαση που πάρθηκε από ξένους και όχι τους ιδιοκτήτες αυτού του τόπου, γέννησε το λεγόμενο «Βασίλειο της Ελλάδος», που κάθε άλλο παρά Ελλάδος ήταν, μιας και οι Γερμανοί μέσω του Όθωνα που κυβέρνησε μέχρι το 1862, διορίζουν τους πρωθυπουργούς της χώρας μας, μεταξύ των οποίων ήταν ο Κόμης Josef Ludwig von Armansperg (Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ) 9 Μαΐου 1835 – 2 Φεβρουαρίου 1837, στην κυβέρνηση Άρμανσπεργκ και ο Ιππότης Ignaz von Rudhart, (Ιγνάτιος φον Ρούντχαρτ) 2 Φεβρουαρίου 1837 – 8 Δεκεμβρίου 1837, στην κυβέρνηση Ιγνάτιου φον Ρούντχαρτ, δηλαδή περισσότερο προτεκτοράτο παρά ανεξάρτητο κράτος.
Το 1863 οι ξένες δυνάμεις που έχουν στα χέρια τους την τύχη της Ελλάδας, αρχίζουν τις διαβουλεύσεις μεταξύ τους για το ποια δυναστεία θα συνεχίσει να κυβέρνα στο όνομα της πατρίδας μας, αλλά στην ουσία εκπρόσωπο συμφερόντων τους. Στη κορυφή της λίστας των υποψήφιων αρχόντων της Ελλάδας, δεν βρέθηκαν Έλληνες που είχαν πρωτοστατήσει στον απελευθερωτικό αγώνα και ήταν μορφωμένοι και με πολιτική παιδεία, αλλά άκαπνα μέλη της βασιλικής αφρόκρεμας της Ευρώπης, που δεν είχαν καμία σχέση με τον Ελληνισμό, και που είναι αμφίβολο αν ήξεραν κατά που πέφτει η Ελλάδα, άτομα όπως ήταν ο Δούκας Ernest II της Σαξονίας, ο Πρίγκηπας Alfred της Σαξονίας, ο Ernst Leopold του Λάινινγκεν, ο Αυστριακός Maximilian και ο Henri d’Orléans. Τελικά αυτός που μας έκατσε στον σβέρκο ήταν ένας με καταγωγή Δανό γερμανική, ο Πρίγκιπας της Δανίας, Πρίγκιπας του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ-Γκλύκσμπουρκτου Οίκου των Γκλύξμπουργκ. Η Ελληνική συνταγματική μοναρχία έχασε την εξουσία, με το σύνταγμα του 1968, διατηρώντας τυπικά τον τίτλο, αλλά με ορισμό αντιβασιλέα. Στο δημοψήφισμα του 1974 το 69,18% των ψηφοφόρων ψήφισε κατά της επιστροφής της μοναρχίας.
Ο Ελληνισμός σε αυτήν την ενδιάμεση εποχή, δοκιμάστηκε από τις πολιτικές των ξένων δυνάμεων, οι οποίες ενεπλάκησαν άμεσα και ευθέως στα εσωτερικά της χώρας μας, με καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο Εθνικός Διχασμός (1915) με την παράλληλη λειτουργία δύο κυβερνήσεων εντός της χώρας, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με την μια να είναι υποστηριζόμενη από την Γερμανία και την δεύτερη να έχει την στήριξη της Αγγλογαλλικής συμμαχίας. Τα αποτελέσματα δραματικά και τα μετρήσαμε με την μικρασιατική καταστροφή.
Τα δεινά και οι παρεμβάσεις όμως δεν σταματούν εδώ το 1946 μετά τον Β’ παγκόσμιο ξεσπά εμφύλιος στην Ελλάδα με κύριο υποκινητή την πολιτική των Εγγλέζων. Ενώ στα ποιο νέα χρόνια, η ανάμιξη των ξένων δυνάμεων οδήγησαν στις εθνοκτόνες Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (1959), οι οποίες επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, μάλιστα βρέθηκε Έλληνας πολίτικος που ξεστόμισε ότι «ήταν η ευτυχέστερη μέρα της ζωής του», τέτοια ευτυχία που έκανε την νίκη των Ελληνικών οπλών πολιτική αποτυχία και οδήγησε στην απώλεια της Κύπρου και την Τουρκική εισβολή. Μιλάμε για την πλήρη υποτέλεια και υπακοή στις νέες μεγάλες δυνάμεις. Ακολουθούν οι υποκινούμενες από τον ξένο παράγοντα, δικτατορίες που ξεφτίλισαν το στράτευμα του 1967 και του 1974 και ήταν σε βαθμό άμεσου και επιχειρησιακού ελέγχου εμπλεκόμενες ξένες μυστικές υπηρεσίες.
Η περίοδος μετά την δικτατορία των συνταγματαρχών πιο γνωστή ως μεταπολίτευση, είναι ένας καινούργιος κύκλος ελέγχου και κηδεμονίας της Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις, βέβαια τώρα δεν γίνεται όπως στο απώτερο παρελθόν με απροκάλυπτο και σκαιό τρόπο, αλλά συγκεκαλυμμένα, χωρίς όμως να υπολείπεται σε τίποτα από αυτόν του παρελθόντος. Δηλαδή Όπως συνέβαινε τότε, έτσι και στα χρόνια μας, κάθε κυβέρνηση σε αυτόν τον τόπο οφείλει! Είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο να επιδώσει τα διαπιστευτήρια της στα διεθνή διευθυντήρια των «δυτικών» δυνάμεων στα οποία και εν τέλει ανήκει. Μα για μισό λεπτό, αυτό το είχε πει και κάποιος πολιτικός μας «ανήκομεν εις την δύσιν», παράξενο, γιατί είχα την εντύπωση ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες.
Με αυτές τις λογικές αφήσαμε την Κύπρο στην τύχη της και στην κατοχή από τον τουρκικό φασισμό, ενώ φαίνεται πως το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε εθνική κρίση έκτοτε. Να μην ξεχάσουμε την ταπεινωτική συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού Σημίτη, στο γκριζάρισμα του Αιγαίου από την κυβέρνησή του κατά την κρίση των Ιμίων το 1996, και εκείνο το αλησμόνητο: «Θέλω να ευχαριστήσω, την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, για την πρωτοβουλία και τη βοήθειά τους». Μια άλλη δήλωση άλλης κυβέρνησης ακολουθεί περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, ευχαριστώντας για την διάλυση της ελληνικής οικονομίας, που ναι μεν τσάκισε τους πολίτες, αλλά διασφάλισε τις στρατηγικές επιλογές του εγχώριου κεφαλαίου: «Πρέπει να ευχαριστήσω δημόσια την κυβέρνηση των Η.Π.Α. και τον πρόεδρο Ομπάμα, διότι δίχως τη δική τους συμβολή, ίσως να μην πετυχαίναμε». Είναι κρίμα για την Ελλάδα να υπάρχουν τέτοιες δηλώσεις που αφήνουν να εννοηθεί υποταγή σε εξωγενείς δυνάμεις και προς τα πού λογοδοτεί η άρχουσα τάξη.
Ο έλεγχος του κράτους μας από ξένες δυνάμεις μάλλον είναι διαρκής και απλά γίνεται κατανοητός στους πολίτες σε περιόδους που τα εθνικά μας ζητήματα φουντώνουν, όπως το θέμα του μακεδονικού, το οποίο έκλεισε μεν ένα ανοιχτό μέτωπο δεκαετιών και μάλιστα σε περίοδο κρίσης με την εξ Ανατολών σύμμαχο, άρα μπορούμε να πούμε ότι είχε ένα θετικό πρόσημο, πλην όμως πλήγωσε βαθιά το συναίσθημα σε εκατομμύρια Έλληνες που δεν ήθελαν έναν τέτοιο συμβιβασμό. Θυμάμαι ακόμη τον πρώην δήμαρχο της συμπρωτεύουσας στην εκδήλωση «Διάλογοι» του ιδρύματος Νιάρχου, οπού ο Γιάννης Μπουτάρης ομολόγησε με πλήρη ειλικρίνεια «υπακούσαμε στις εντολές των Αμερικάνων και των Γερμανών»!
Από την άλλη έχουμε και τις πτωχεύσεις και τις χρεοκοπίες που δεν αφήνουν την χώρα να ανασάνει και οι οποίες τονίζουν τα ανώτερο και ενισχύουν αυτό που λέει ο λαός μας «ο κόσμος το έχει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι». Δυστυχώς φαίνεται ότι αυτός ο τόπος δεν απελευθερώθηκε πραγματικά ποτέ και αυτό γιατί η λογική του Κοτζάμπαση ζει και βασιλεύει μέχρι και σήμερα, οδηγώντας μας να είμαστε έρμαια ξένων δυνάμεων, σε βάρος της Ελληνική κοινωνίας, μιας και οι ξένες κυβερνήσεις ασκούν έμμεσο ή και άμεσο έλεγχο στην εθνική μας πολιτική.
Μετά από δύο αιώνες απελευθέρωσης, ας κλείσουμε τον κύκλο των επαναστάσεων, με μια πολιτική επανάσταση για ελευθερία, δημοκρατία, εθνική κυριαρχία, και βάζοντας στόχο για το ποιοι είμαστε και που θέλουμε να πάμε τιμώντας έτσι τους οπλαρχηγούς του 1821 που μας χάρισαν την απελευθέρωση, και όχι με μαντηλάκια, κονκάρδες και φωτεινά τρικ, που αρμόζουν σε ιθαγενείς και όχι σε Έλληνες πολίτες.
Η Επανάσταση σήμανε την επιστροφή της ελευθερίας στον τόπο μας για αυτό πρέπει να σταματήσει το τόσο όσο των ξένων, λες και είμαστε ακόμη ραγιάδες. Η ανάγκη για πραγματική ελευθερία είναι πλέον πιο επιτακτική από ποτέ.