netakias
ΜΗΤΕΡΑ 7 ΠΑΙΔΙΩΝ και στρατηγός της Εθνεγερσίας.
Η Μπουμπουλίνα, που ήταν Υδραία την καταγωγή, γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 1771, όταν η μητέρα της, Σκεύω, επισκέφθηκε τον τότε φυλακισμένο από τους Τούρκους και ετοιμοθάνατο άντρα της, Σταυριανό Πινότση. Η σύλληψη και φυλάκιση του Πινότση ήταν αποτέλεσμα της ενεργούς συμμετοχής του στην επανάσταση της Πελοποννήσου το 1769-70, γνωστή στην ιστορία μας ως Ορλωφικά. Ήταν τότε που οι Σπέτσες καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από την εκδικητική μανία των Τούρκων λόγω της συμμετοχής του νησιού στην επανάσταση. Μετά τον θάνατο του Πινότση στην Κωνσταντινούπολη, μητέρα και κόρη επιστρέφουν στην Ύδρα. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Σκεύω έρχεται σε δεύτερο γάμο με τον Σπετσιώτη καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου ή Ορλώφ (το Ορλώφ παρατσούκλι της εποχής λόγω της συμμετοχής του στα Ορλωφικά) και έτσι η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε πλέον στις Σπέτσες.
Από μικρή λατρεύει τη θάλασσα και τα καράβια και συναρπάζεται από τις ιστορίες των ναυτικών αλλά και από τους Θούριους του Ρήγα για την πατρίδα και τη λευτεριά. Είναι η αναμφισβήτητη αρχηγός ανάμεσα στα οκτώ ετεροθαλή αδέλφια της, δείχνοντας έτσι από νεαρή ηλικία τον ισχυρό μέχρι πείσματος χαρακτήρα της, το θάρρος και την αποφασιστικότητά της. Μελαχροινή με αρχοντική κορμοστασιά, ατίθαση και επιβλητική, κάνει δύο γάμους, τον πρώτο στα 17 της χρόνια με τον Δημήτριο Γιάννουζα και τον δεύτερο στα 30της με τον Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δύο όμως σύζυγοί της, Σπετσιώτες καπεταναίοι, σκοτώνονται σε ναυμαχίες με Μπαρμπερινούς πειρατές, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος εκείνης της περιόδου.
Ο Μπούμπουλης, πραγματική μάστιγα των πειρατών, σκοτώθηκε σε ένα από τα ηρωικότερα θαλάσσια κατορθώματα της εποχής. Κατατρόπωσε συγχρόνως σε ναυμαχία δύο Αλγερίνικα πειρατικά πλοία και όπως αναφέρει ο ιστορικός Ανάργυρος Χατζηαναργύρου: “….Έπεσε δε κατά την εσχάτην στιγμήν των νικητηρίων, ότε ανυψώσαντος αυτού άνωθεν του καταφράγματος την κεφαλήν, όπως εποπτεύση το έσχατον τον καταβεβλημένον εχθρόν, βολή πυροβόλου τον κατέλαβεν εν τω μέσω του μετώπου και τον άφηκεν άπνουν. Τον ήρωα πέσοντα, διαδέχεται αμέσως εις την διοίκησην του πλοίου μάχιμος συγγενής, όστις του κυβερνήτου τον θάνατον αποκρύψας επανέλαβεν εντονώτερον το πυρ, και εν ακαρεί καταθραύσας πάντα τα έμβολα των καταδρομέων, διέσπειρε τον θάνατον περί αυτούς.”
Το έτος 1811 βρίσκει την Μπουμπουλίνα δύο φορές χήρα, μητέρα επτά παιδιών και κληρονόμο μιας πολύ μεγάλης περιουσίας σε πλοία, μετρητά και ακίνητα. Τα μετρητά και μόνο που της άφησε ο Μπούμπουλης ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα – χρυσά Ισπανικά νομίσματα της εποχής. Την περιουσία αυτή όχι μόνο διατηρεί αλλά και αυξάνει με τη σωστή διαχείριση και το εμπόριο. Γίνεται μέτοχος σε διάφορα Σπετσιώτικα πλοία και αργότερα ναυπηγεί και τρία δικά της. Μεταξύ αυτών ο περίφημος και ονομαστός “Αγαμέμνων”, το πρώτο ελληνικό πολεμικό πλοίο του 1821, του οποίου η ναυπήγηση εκόστισε 75.000 τάλαρα.
Ο δεύτερος σύζυγός της, ο Μπούμπουλης, έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων και πήρε μέρος με δικά του πλοία στη ναυμαχία κατά των Τούρκων στην Ίμβρο και την Τένεδο το 1807. Για τις υπηρεσίες του αυτές είχε μάλιστα παρασημοφορηθεί από τους Ρώσους οι οποίοι του απένειμαν τον τίτλο του πλοιάρχου του Ρωσικού Αυτοκρατορικού στόλου αλλά και τον τίτλο του επίτιμου Ρώσου πολίτη. Με αφορμή τις πράξεις αυτές του Μπούμπουλη, η Τουρκία προσπαθεί το 1816 να δημεύσει την περιουσία της Μπουμπουλίνας, η οποία για να την σώσει, μεταβαίνει με το πλοίο της, “Κοριέζος”, στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συμβαίνουν τα ακόλουθα γεγονότα.
Πρώτα συναντά τον Ρώσο πρέσβη, κόμη Στρογγανώφ, από τον οποίο ζητά προστασία λόγω των υπηρεσιών του άντρα της προς τη Ρωσία επιδεικνύοντας μάλιστα προς αυτόν, επιστολή του Ρώσου ναυάρχου Σενιάρ, ο οποίος πιστοποιούσε τις υπηρεσίες του Μπούμπουλη. Επιπλέον τα πλοία της έφεραν τότε την Ρωσική σημαία, βάση της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζί, μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Ο Στρογγανώφ, γνωστός φιλέλληνας της εποχής, στην προσπάθεια του να τη βοηθήσει και για να αποφύγει την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, τη φυγαδεύει στην Κριμαία, σε ένα αγρόκτημα που της παραχωρεί ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ και όπου η Μπουμπουλίνα ζει περίπου 3 μήνες.
Πριν φύγει για την Κριμαία, καταφέρνει και συναντά στην Κωνσταντινούπολη και τη Βαλιδέ Σουλτάνα, τη μητέρα δηλαδή του Τούρκου Σουλτάνου. Η Σουλτάνα πρέπει να εντυπωσιάστηκε πολύ από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της Μπουμπουλίνας, ώστε λίγο αργότερα πείθει το γιό της, Μαχμούτ Β’, να υπογράψει ειδικό φιρμάνι με το οποίο εξασφαλίζεται η περιουσία της Μπουμπουλίνας και παύει πλέον ο φόβος συλλήψεώς της από τους Τούρκους. Μόλις η Μπουμπουλίνα μαθαίνει αυτό το νέο, φεύγει από την Κριμαία και επιστρέφει αμέσως στις Σπέτσες.
Κατά την παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη αλλά ίσως και σε επόμενο ταξίδι της εκεί το 1818, έρχεται σε επαφή με τους Φιλικούς και μυείται στην Φιλική Εταιρεία. Η Μπουμπουλίνα είναι η μόνη γυναίκα που μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, στο χαμηλότερο βαθμό μύησης, καθότι οι γυναίκες δεν εγίνονταν δεκτές από τους Φιλικούς.
Έτσι λοιπόν, επιστρέφοντας στις Σπέτσες αρχίζει τις προετοιμασίες της για την επανάσταση που πρόκειται να ξεσπάσει. Αγοράζει όπλα και πολεμοφόδια από τα λιμάνια του εξωτερικού, τα φέρνει κρυφά με τα καράβια της και τα αποθηκεύει σε διάφορες κρύπτες στο σπίτι της και στο νησί. Το 1820 τελειώνει στις Σπέτσες η ναυπήγηση του Αγαμέμνονα, της ναυαρχίδας της, ένα καράβι εξ’αρχής φτιαγμένο για πόλεμο, μία κορβέτα μήκους 48 πήχεων και οπλισμένη με 18, μεγάλου βεληνεκούς, κανόνια. Η ναυπήγηση του “Αγαμέμνονα” είχε σαν αποτέλεσμα να καταγγελθεί η Μπουμπουλίνα στην Πύλη, ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο. Η πολυμήχανη όμως Μπουμπουλίνα όχι μόνο κατόρθωσε να τελειώσει την κατασκευή του Αγαμέμνονα, δωροδοκώντας με μεγάλο χρηματικό ποσό τον απεσταλμένο στις Σπέτσες Τούρκο επιθεωρητή, αλλά συγχρόνως κατάφερε να εξοριστούν από το νησί και οι άνθρωποι που την είχαν καταγγείλει
Δυστυχώς η ναυαρχίδα της Μπουμπουλίνας είχε και αυτή τραγικό τέλος όπως και η ίδια η καπετάνισσα. Το πλοίο, μετά το θάνατο της Μπουμπουλίνας, δόθηκε από τους απογόνους της, στο Ελληνικό κράτος. Μετονομάστηκε σε Σπέτσες και έγινε η ναυαρχίδα του νεοσυσταθέντος τότε από τον Καποδίστρια, κρατικού στόλου. Κάηκε το 1831 στο ναύσταθμο του Πόρου από τον Μιαούλη, όταν αυτός έβαλε μπουρλότο και έκαψε σχεδόν όλο το κρατικό στόλο σε μια προσπάθειά του να μην πέσουν τα πλοία στα χέρια των αντιπάλων του, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν οι κυβερνητικές δυνάμεις του Καποδίστρια. Τα αίτια της πράξης του Μιαούλη, που τόσα πρόσφερε στον Αγώνα, τα αναζητούμε στην τρίτη κατά σειρά εμφύλια διαμάχη (τότε ήταν μεταξύ του φιλοαγγλικού και του φιλορωσικού κόμματος) που συγκλόνιζε για άλλη μια φορά το Ελληνικό κράτος από την έναρξη της επανάστασης. Οι εμφύλιοι αυτοί σπαραγμοί, μία κατάρα θα λέγαμε της φυλής μας, είχαν κατά τα λεγόμενα του στρατηγού Μακρυγιάννη, περισσότερους νεκρούς μέχρι την εποχή της βασιλείας του Όθωνα, από αυτούς που θυσιάστηκαν στον αγώνα κατά των Τούρκων.
Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέπτεται και πάλι την Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα για το θέμα της ναυπήγησης του Αγαμέμνονα. Εκεί έρχεται σε συνεννόηση με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ για την εποχή της έναρξης της Επανάστασης. Αργότερα συγκροτεί δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τα παλικάρια της, όπως τους φώναζε, τους οποίους συντηρεί η ίδια επί σειρά ετών, όπως και τα πληρώματά της. Όταν οι Έλληνες πολιορκούν το Ναύπλιο και κατόπιν την Τρίπολη, τους εφοδιάζει με τρόφιμα και πολεμοφόδια και έτσι ξοδεύει στα δύο μόλις πρώτα χρόνια της Επανάστασης, όλη την περιουσία της.
Στις 13 Μαρτίου του 1821, η Μπουμπουλίνα υψώνει τη δική της σημαία – τον αετό με την άγκυρα και τον Φοίνικα – στο κατάρτι του Αγαμέμνονα και την χαιρετίζει με κανονιοβολισμούς μπροστά στο λιμάνι των Σπετσών. Ο αετός με τα φτερά προς τα κάτω συμβολίζει το σκλαβωμένο Έθνος, που θα αναγεννηθεί όπως ο Φοίνικας, με τη βοήθεια του Nαυτικού που συμβολίζει η άγκυρα. Η Μπουμπουλίνα, το λάβαρό της, το είχε εμπνευσθεί από το λάβαρο των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών, που ήταν παρόμοιο. Στις 3 Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, επαναστατούν οι Σπέτσες, πρώτες από τα υπόλοιπα νησιά.
Η Μπουμπουλίνα επικεφαλής μοίρας πλοίων πλέει προς το Ναύπλιο και αρχίζει το ναυτικό αποκλεισμό του. Η αποβίβασή της στους Μύλους του Άργους μαζί με τους φλογερούς λόγους της και τον ενθουσιασμό της, ξεσήκωσαν τους Αργείους, κάνοντας τους να επιμείνουν στην πολιορκία του Ναυπλίου, ενός κάστρου απόρθητου, αποτελούμενου από τρία φρούρια – το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το περίφημο Παλαμίδι – οπλισμένα συνολικά με τριακόσια κανόνια.
Οι επιθέσεις της εναντίον του Ναυπλίου, ήταν μία σελίδα απαράμιλλου ηρωισμού. Αυτό φαίνεται και από την αφήγηση του ιστορικού αλλά και αυτόπτη μάρτυρα Ανάργυρου Χατζή-Αναργύρου, ο οποίος γράφει για αυτήν τα εξής: “…Μάλιστα δε το σπάνιο γεγονός εις τα χρονικά των εθνών, μία γυνή να επιστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα και πλοία και χρήματα και υιούς ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της πατρίδος να προσφέρη. Αυτή δε η γυνή είναι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, την οποίαν τα έθνη ανευφήμησαν και εχαιρέτισαν ως ηρωίδα. Ήτο δε πράγματι λεοντόθυμος. Το 1821, Δεκεμβρίου 4, εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου, το ενθυμούμεθα, επιβαίνουσα σε ίδιον πλοίο της, μόνη διέταξε την έφοδο εις τας λέμβους κατά του φρουρίου.
Αύται δε επιτίθενται, αλλ’ αι σφαίραι και οι μύδροι από των επιθαλασσίων προμαχώνων τας κανονοστοιχίας χαλαζηδόν επιπίπτοντες, υποχρεούν τους ανδρείους της να υποχωρήσωσι προς ολίγον. Εξανίσταται τότε η Αμαζών, επισκοπούσα από των εδωλίων της νήος, και τους βοά …Είσθε λοιπόν γυναίκες και όχι άντρες; Εμπρός! Οι αξιωματικοί την υπακούουν, μάχονται, θνήσκουν, επανελθόντες εις την τάξιν, αλλ’ εις μάτην, το φρούριο διά θαλάσσης ήτο απόρθητον. Διό μετέβη εις την ξηράν και εκεί εστρατήγει μέχρι της παραδόσεως του Ναυπλίου, τη 30 Νοεμβρίου 1822, συμμετέχουσα των έργων της πολιορκίας, οδηγούσα τα παλικάρια της, χορηγούσα τους θησαυρούς της.”
Ο ιστορικός Ορλάνδος αναφέρει για την προσφορά της προς την πατρίδα: “…Ούτε πανταχού, ούτε και καθ’ όλας τας εποχάς αναφαίνονται εν ταις επαναστάτεσι γυναίκες τοιαύται, έκτακτον έχουσαι τον χαρακτήρα και άξιαι να κινήσωσι τον θαυμασμό του κόσμου.” Ένας άλλος δε ιστορικός, ο Ι. Φιλήμων, περιγράφοντας την τόλμη και γενναιότητα της Μπουμπουλίνας γράφει την ανεπανάληπτη φράση ότι “…ενώπιον αυτής ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρη.”
Εκτός της πολιορκίας του Ναυπλίου, η Μπουμπουλίνα παίρνει μέρος στο ναυτικό αποκλεισμό της Μονεμβασιάς και την παράδοση του κάστρου της. Τα πλοία της, πολιορκούν το Νεόκαστρο στην Πύλο και ανεφοδιάζουν το Γαλαξείδι, με κυβερνήτες τα παιδιά της και τα αδέλφια της. Τα παλικάρια της πολεμούν στο Άργος, στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια. Στην μάχη του Άργους παρά τον Χάραδρο ποταμό (Ξεριά), σώμα ολίγων Σπετσιωτών πολεμιστών με αρχηγό τον γιό της Μπουμπουλίνας, Γιάννο Γιάννουζα, αντιστάθηκε στις δύο και πλέον χιλιάδες Τουρκοαλβανών με επικεφαλήν τον διαβόητο για τη βαρβαρότητα του, Βελή-μπέη, απεσταλμένο τότε του Χουρσίτ πασά της Τρίπολης, με εντολή την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους επαναστατημένους Έλληνες. Η μάχη ήταν άνιση. Εκεί έπεσε ως πραγματικός ήρωας ο γιός της Μπουμπουλίνας. Ως άλλος Λεωνίδας, όρμησε πεζός πάνω στον έφιππο Βελή-μπέη τον έριξε κάτω από το άλογό του και τον τραυμάτισε με την σπάθα του θανάσιμα. Εχθρικό όμως βόλι εκείνη τη στιγμή, τον κτύπησε και τον άφησε νεκρό. Η θυσία αυτή των Σπετσιωτών έδωσε το χρόνο στον άοπλο πληθυσμό του Άργους να τρέξει προς τους γύρω λόφους και να σωθεί.
Λίγες μέρες πριν από την πτώση της Τρίπολης η Μπουμπουλίνα καταφτάνει έφιππη μαζί με τους Σπετσιώτες της, στο ελληνικό στρατόπεδο έξω από την πόλη. Όλοι την υποδέχονται με ενθουσιασμό. Εκεί συναντά τον Κολοκοτρώνη. Αισθήματα αλληλοσεβασμού και φιλίας αναπτύσσονται μεταξύ τους και σε τέτοιο ισχυρό βαθμό, ώστε αργότερα συγγενεύουν παντρεύοντας τα δύο παιδιά τους, Πάνο Κολοκοτρώνη και Ελένη Μπούμπουλη. Παίρνει μέρος ως ισάξια με τους άλλους οπλαρχηγούς στα πολεμικά συμβούλια και τις αποφάσεις. Της απονέμεται ο τίτλος της Καπετάνισσας και της Μεγάλης Κυράς. Μετά το θάνατό της, οι Ρώσοι της απονέμουν και τον τίτλο της Ναυάρχου, έναν τίτλο με παγκόσμια μέχρι σήμερα μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1821 γίνεται μετά από πολιορκία η Άλωση της Τριπολιτσάς. Την πτώση της πόλης ακολουθεί μεγάλη σφαγή που κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, η οποία για πολλούς ξένους ιστορικούς ήταν αδικαιολόγητη και που είχε αργότερα σαν αντίποινα τη σφαγή του πληθυσμού της Χίου από τους Τούρκους. Σφαγή που τα αίτιά της, πρέπει να αναζητήσουμε στην επί σχεδόν 400 χρόνια τυραννία, θηριωδία και βαρβαρότητα του κατακτητή. Τριάντα χιλιάδες κατά τους ιστορικούς οι νεκροί, γεμίζουν τους δρόμους και τα στενά. Το αίμα ρέει ποτάμι. Εν μέσω της φοβερής σφαγής και αντάρας, η Μπουμπουλίνα καταφέρνει και σώζει μόνη της το χαρέμι του Χουρσίτ. Αυτό έγινε μετά από παράκληση της συζύγου του Χουρσίτ, προς την Μπουμπουλίνα, λίγο πριν την πτώση της πόλης, για τις ζωές των γυναικών και παιδιών του χαρεμιού. Λέγεται μάλιστα ότι με την πράξη της αυτή, η Μπουμπουλίνα κράτησε την υπόσχεση που έδωσε το 1816 στη Βαλιδέ Σουλτάνα στην Κωνσταντινούπολη, όταν εκείνη κατάφερε να σώσει την περιουσία της Λασκαρίνας από τη δήμευση. Η Μπουμπουλίνα της είχε τότε υποσχεθεί ότι εάν ποτέ κάποια Τουρκάλα ζητούσε τη βοήθειά της, θα έκανε και αυτή ότι καλύτερο μπορούσε.
Μετά την πτώση του Ναυπλίου στις 30 Νοεμβρίου του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαθίσταται εκεί για περίπου δύο χρόνια, σε κλήρο γης που της παραχωρείται από το κράτος σαν αντάλλαγμα των υπηρεσιών της προς το έθνος. Προς τα τέλη του 1824 η χώρα σπαράζεται από τα δεινά του δεύτερου και καταστροφικότερου εμφυλίου.
Η κυβέρνηση των Καπεταναίων των νησιών (κυβέρνηση Κουντουριώτη) υπερισχύει του Συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τότε φρούραρχος του Ναυπλίου δολοφονείται και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται και κατόπιν φυλακίζεται με άλλους οπλαρχηγούς στον Προφήτη Ηλία, μοναστήρι της Ύδρας.
Η Μπουμπουλίνα αντιδρά στη σύλληψη του Κολοκοτρώνη και ζητά την αποφυλάκισή του. Κρίνεται επικίνδυνη από το κυβερνόν κόμμα και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Έγγραφη διαμαρτυρία της, υπάρχει στα Γενικά Αρχεία του κράτους προς το τότε Βουλευτικό Σώμα. Τελικά η Μπουμπουλίνα σχεδόν εξορίζεται στις Σπέτσες, αφού χάνει και τον κλήρο γης που της είχε παραχωρήσει το κράτος στο Ναύπλιο.
Ο Φεβρουάριος του 1825 βρίσκει τη Μπουμπουλίνα να ζει στο σπίτι της στις Σπέτσες, άνευ σχεδόν περιουσίας, πικραμένη με τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται σχεδόν ανενόχλητος στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με 4.400 άντρες, δύναμη που οι Έλληνες ευκολότατα μπορούσαν να κατατροπώσουν εάν δεν σπαράσσονταν τότε μεταξύ τους από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Η δύναμη αυτή του Ιμπραήμ, ήταν το προγεφύρωμα της κύριας εισβολής που ακολούθησε και είχε σαν αποτέλεσμα την ανακατάληψη από τους Τούρκους του μεγαλύτερου και πάλι μέρους της Πελοποννήσου και τη σφαγή και τυραννία του πληθυσμού της για σχεδόν ακόμη τρία χρόνια. Μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι βγάζουν τον Κολοκοτρώνη από την φυλακή και του αναθέτουν την αρχιστρατηγία.
Η φιλοπατρία της Μπουμπουλίνας υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, της πικρίας της δηλαδή, και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες για να λάβει μέρος στον καινούργιο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από Σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825 στο σπίτι του πρώτου άντρα της, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια Κούτση, λόγω της απαγωγής της κόρης του Χριστόδουλου Κούτση, Ευγενίας, από τον γιο της Μπουμπουλίνας Γεώργιο Γιάννουζα. Τα σκληρά και αμείλικτα λόγια της Καπετάνισσας είναι αρκετά για να οπλίσουν τελικά το χέρι, του αγνώστου λόγω σκότους, δολοφόνου.
Ήταν λοιπόν τραγικό και άδοξο το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη για την πατρίδα. Το όνομά της του οποίου η φήμη απλώθηκε σε όλο τον κόσμο και συνδέθηκε τόσο με την πολιορκία του Ναυπλίου, αντηχεί ακόμα επάνω από τον κρότο των τηλεβόλων. Όρθια επάνω στο καράβι της, άφοβη και ατρόμητη με αστραποβόλο βλέμμα, δείχνει στους ναύτες της τα οχυρώματα του Ναυπλίου, τους παρορμά σε έφοδο και με τη θερμή βαριά φωνή της διατάσει το πυρ κατά των φρουρίων.
Επί γενεές απόγονοι της Μπουμπουλίνας υπηρέτησαν πιστά την πατρίδα μέσα από τις τάξεις του Πολεμικού ναυτικού. Έντεκα κατευθείαν απόγονοί της υπήρξαν ανώτεροι αξιωματικοί. Δύο από αυτούς αποστρατεύθηκαν με το βαθμό του υποναυάρχου και άλλοι δύο με το βαθμό του ναυάρχου. Τρεις από αυτούς ασχολήθηκαν αργότερα με την πολιτική και υπηρέτησαν ως βουλευτές και υπουργοί. Υπήρξε εποχή στις αρχές του 1900, που υπηρετούσαν 7 Μπουμπουλαίοι αξιωματικοί στο Πολεμικό Ναυτικό.
Το αρχοντικό της ηρωίδας παρέμεινε πάντοτε στην οικογένεια Μπούμπουλη και ο τωρινός του ιδιοκτήτης, Φίλιππος Δεμερτζής-Μπούμπουλης, το μετέτρεψε το 1991 σε μουσείο. Με την κίνηση αυτή εξασφάλισε κάποιο ετήσιο εισόδημα για την αντιμετώπιση της πολυδάπανης αλλά αναγκαίας επισκευής του κτηρίου. Αλλά το πλέον σπουδαιότερο, είναι η διάδοση της ιστορίας της θρυλικής Μπουμπουλίνας σε χιλιάδες Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Η πολυτάραχη ζωή της ας μείνει παντοτινό φως στις σκιές της σύγχρονης εποχής.
Πηγή: Το Μουσείο των Σπετσών, Ελλάς