Το Ευρωπαϊκο Δικαστηριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), καλεί σε απολογία την Κυβέρνηση του Κυριακου Μητσοτακη, για τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε το περασμένο Πάσχα στις εκκλησίες, των οποίων η συνταγματικότητα δεν κρίθηκε εγκαίρως από το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποτέλεσμα να εφαρμοστούν δίχως το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο να αποφασίσει σχετικά με τη νομιμότητα τους.
Την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκανε το Ιεραποστολικό Σωματείο «Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής Υπακοής» καταγγέλλοντας καταπάτηση των ατομικών δικαιωμάτων των πιστών της πατρίδος και στέρηση της θρησκευτικής ελευθερίας, σχετικά με τα μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση για τη λειτουργία των εκκλησιών, βάσει κοινών υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες απαγορεύτηκε η «συλλογική άσκηση λατρείας» από τις 16 Μαρτίου έως τις 16 Μαΐου 2020, συμπεριλαμβανομένης και αυτής κατά την περίοδο του Πάσχα.
Η «Ορθόδοξος Εκκλησιαστική Υπακοή» είχε υποβάλει αίτηση ακύρωσης των υπουργικών αποφάσεων στο ΣτΕ στις 30 Μαρτίου 2020, μαζί με αίτημα για αναστολή εκτέλεσης και προσωρινή διαταγή για την μη εφαρμογή της απαγόρευσης.
Όμως το ΣτΕ εξέδωσε απόφαση στις 23 Ιουνίου 2020 κατόπιν εορτής, κυριολεκτικά μετά το Πάσχα και ενώ δεν βρισκόταν πλέον σε ισχύ η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη… Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της υπόθεσης, αλλά «κατάργησε την δίκη» λόγω έλλειψης αντικειμένου.
Μετά από αυτή την εξέλιξη το σωματείο προσέφυγε στο ΕΔΑΔ για παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) και του δικαιώματος στην θρησκευτική ελευθερία, ως προς το ότι δεν ήταν επιτρεπτός ο συγκεκριμένος περιορισμός που επιβλήθηκε από την Ελλάδα για λόγους δημόσιας υγείας (άρθρο 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ).
Το ΕΔΑΔ απευθύνει στην Ελλάδα δύο ερωτήματα.
Συγκεκριμένα:
Έχει τηρηθεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος για πρόσβαση σε δικαστήριο, στην προκειμένη υπό κρίση περίπτωση, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ;
Παραβιάστηκε η θρησκευτική ελευθερία του προσφεύγοντος συλλόγου κατά την έννοια του άρθρου 9 της Σύμβασης; Ειδικότερα, ήταν αναγκαία η παρέμβαση στην άσκηση αυτού του δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 2;