Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των… Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των. Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες… Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν». (Απόσπασμα από την ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα, 188)
Ι
Η Ιστορία, δεν είναι ποτέ «απόλυτη», ούτε ως προς την ερμηνεία της, ούτε ως προς την μεθοδολογία της, ούτε ως προς την «διαλεκτική» της, ως (ιστορικό) γίγνεσθαι. Όμως, τουλάχιστον από την δεκαετία του 1980, στα πλαίσια του από τότε ανερχόμενου Νεοφιλελεύθερου Προτύπου, το οποίο διεκδικεί την Παγκόσμια Ιδεολογική του Κυριαρχία, (μαζί με το «Πολυπολιτισμικό» του Πρότυπο), και όσο το Πρότυπο αυτό αποκτά περισσότερες ρίζες, ευτυχώς όμως όχι και βαθύτερες (στο επίπεδο της διάχυσής του στα λαϊκά στρώματα) επί του παρόντος, παραμένοντας έτσι ένα σύστημα που στηρίζεται στην ισχύ των διαπλεκόμενων, στο επίπεδο των συμφερόντων, πολιτικών και οικονομικών ελίτ του κάθε τόπου όπου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και στον ένα ή τον άλλο βαθμό κυριαρχεί, τόσο περισσότερο τα «εθνικά» Κράτη θα αμφισβητείται η αναγκαιότητα ύπαρξής τους, εν ονόματι της «Παγκόσμιας Οικονομικής Ελευθερίας και του Ατομικισμού», που αποτελούν τον ομολογημένο στόχο του Προτύπου αυτού. Και μάλιστα, μιας «Οικονομικής Ελευθερίας» (η ύπαρξή της οποίας είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε άλλη «Ελευθερία», γενικώς, σύμφωνα με τις γενικότερες περί αυτής αντιλήψεις του Νεοφιλελευθερισμού) και ενός «Ατομικισμού» στον οποίο το «Κοινωνικό Κράτος» όπως το γνωρίζουμε, δεν θα έχει λόγω ύπαρξης. Μάλιστα, ο Νεοφιλελευθερισμός, δεν κάνει καν τον κόπο να αναζητήσει στο μέλλον αυτά τα Πρότυπα («οικονομική ελευθερία» και «ατομικισμός»). Είναι αυτά που ίσχυαν τον 18ο και 19ο αιώνα στα τότε αναπτυγμένα βιομηχανικά έθνη, κυρίως στην Αγγλία.
Ο άνω Νεοφιλελεύθερος εθνομηδενισμός, είναι, όχι παρεμπιπτόντως αλλά πρωτευόντως, η αποκαθήλωση, εκτός από το Κοινωνικό Κράτος και ο,τιδήποτε συνδέεται μ’ αυτό, και του Εθνικού Κράτους, και, ομοίως ως προηγουμένως, ο,τιδήποτε συνδέεται μ’ αυτό (πχ., εθνικά σύνορα, εθνική συνείδηση, εθνική παράδοση, κ.λπ., ενώ στο «βάθος» των επιδιώξεών του, υπάρχει ο Τελικός του Στόχος, αυτός ενός Παγκόσμιο Νεοφιλελεύθερου Κράτος, με μια Παγκόσμια Κυβέρνηση και ένα Παγκόσμιο Πολυπολιτισμικό Πρότυπο, όλα αυτά, καθόλου ως ανομολόγητοι στόχοι, κάθε άλλο).
Όταν συνεπώς, λέμε ότι «γιορτάζουμε» την Επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιο «πολιτικό σύστημα» γιορτάζει αυτή την Επέτειο. Με το δεδομένο ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ήταν μια Εθνικοαπελευθρωτκή Επανάσταση, επομένως, με προτάγματα πολύ συγκεκριμένα ως προς τον Εθνικό της χαρακτήρα, το ερώτημα είναι αν το κρατούν πολιτικό σύστημα της χώρας, και κυρίως αυτό που νέμεται την εξουσία, (εναλλάξ μέσω των εκάστοτε κομμάτων εξουσίας), εκπροσωπεί εκείνα τα προτάγματα, ή αν τα θεωρεί ως προτάγματα μιας άλλης (παρωχημένης) εποχής, που δικαιολογούνταν από «τα τότε δεδομένα», εθνικά και διεθνή, και ως εκ τούτου, ασφαλώς και πρέπει να αναδιφήσουμε στις «διαχρονικές» αξίες που μας κληροδότησε, αλλά που σήμερα, η ίδια η «εξέλιξη» των πραγμάτων και των ιδεών, έχει διαμορφώσει νέα δεδομένα, τα οποία «εξελικτικώς» θεωρούμενα, έχουν «υπερβεί» ήδη τα «παλαιά Πρότυπα», τα οποία ό,τι «θετικό» περιείχαν θα ενσωματωθούν με κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό στο Νέο Νεοφιλελεύθερο Πρότυπο. Βέβαια, το ποιες είναι αυτές οι «διαχρονικές αξίες» της Επανάστασης του 1821, που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με τις προβαλλόμενες αξίες της Νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αυτό οφείλει η Πολιτεία και το κυρίαρχο Νεοφιλελεύθερο «πολιτικό σύστημα» της χώρας, να μας το εξηγήσουν, ώστε να δούμε, αν λαός και Πολιτεία, γιορτάζουμε το ίδιο πράγμα. Κι όταν λέω «λαός», εννοώ τον λαό, που η παράδοσή του, έχει τις ρίζες της (τουλάχιστον) σ’ εκείνη την περίοδο, την περίοδο της Επανάστασης του 1821.
Αυτό ας αξιολογηθεί ανάλογα, από τον καθένα που κρίνει ήδη, ή θα κρίνει τις «επίσημες» «δράσεις» της Πολιτείας για να τιμηθούν τα 200 χρόνια από την Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του ’21.
ΙΙ
Το Ιστορικό Δίδαγμα της 25ης Μαρτίου 1821, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιστορικό αφήγημα, όσο ένδοξο κι αν είναι. Ατυχώς, μέσα από μια διαδικασία, επιμελώς αθόρυβη, όσο αυτό ήταν δυνατό, επιβλήθηκε, σε βαθμό που δεν είναι του παρόντος να αξιολογηθούν οι μακροπρόθεσμες συνέπειές του, μια πολιτική κουλτούρα υπονόμευσης της εθνικής μας Ιστορίας και του πολιτισμικού μας παρελθόντος, τόσο μέσω του δημόσιου πολιτικού νεοφιλελεύθερου συστημικού λόγου (που ειδικώς στο τομέα της αποδόμησης του εθνικού κράτους και των εθνικών παραδόσεων συνοδοιπορεί, αν και από διαφορετικές αφετηρίες και ερμηνείες, με την διεθνιστική Αριστερά), όσο και μέσω της εκπαίδευσης. Στη θέση της, εγκαθιδρύουν ένα εθνικά «απολιτικ» πρότυπο, ένα πρότυπο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του αγοραίου οικονομισμού και του ακραίου νεοφιλελεύθερου ατομισμού, ένα πρότυπο που κύρια στοχεύει στο να αλώσει το φρόνημα της νεολαίας και όχι μόνο. Ένα «Πρότυπο», συνοδευόμενο από ένα Νέο Λεξικό στο οποίο τα κυρίαρχα προτάγματα της εποχής του Αγώνα του 1821, ερμηνεύονται όχι έτσι όπως εννοούνταν τότε, αλλά όπως εννοούνται σήμερα, και επομένως, δεν είναι καθόλου τυχαίο, που η Εθνική μας Ιστορική και Πολιτισμική Παράδοση, μια Παράδοση ο δυναμισμός της οποίας επιβλήθηκε ως ένα Παγκόσμιο Πρότυπο Αναφοράς, (ασφαλώς όχι το μόνο, αλλά, βεβαίως ανάμεσα στα κορυφαία της Οικουμένης από άποψη επιρροής) φθίνει όχι τόσο (ή όχι μόνο) εξ αιτίας «εξωτερικών» αιτιών, όσο εξ αιτίας ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο, είτε εκόν άκον, είτε εκόν, είναι αυτό που συμβάλλει στην «αποεθνικοποίηση» του χαρακτήρα του Κράτους μα και του λαού, εν ονόματι του Νεοφιλελεύθερου Αγοραίου και Οικονομικού Διεθνισμού.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η προσπάθεια αποσιώπησης ή υποβιβασμού του ρόλου του θρησκευτικού αισθήματος του επαναστατημένου Έθνους, ως ενός, ουσιαστικά εκ των δύο πυλώνων του Εθνικού Φρονήματος εκείνης της περιόδου (το άλλο ήταν «η της Πατρίδος ελευθερία»), και η προσπάθεια ανάδειξης της κρισιμότητας των εκ της Εσπερίας προταγμάτων του Διαφωτισμού, τη σχετική σημασία του οποίου ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, όμως, ασφαλώς, στο επίπεδο του μη «μορφωμένου» λαού εκείνης της εποχής (μιλάμε σχεδόν για την απόλυτη ποσοστιαία αναλογία στο σύνολο του Επαναστατημένου λαού), ήταν τα δημοτικά τραγούδια, η πίστη στη Παράδοση όπως αυτή ήταν διαμορφωμένη αιώνες πριν, πολύ πριν τον Διαφωτισμό, που πριν τις μάχες στα στρατόπεδα θέρμαινε τη Ψυχή των Αγωνιστών και θέριευε την Πίστη τους στον Αγώνα και το Δίκαιό τους. Όχι μονάχα οι απλοί Αγωνιστές, μα και η στρατιωτική τους Ηγεσία, οι οπλαρχηγοί τους, τον ίδιο βαθμό «παιδείας» είχαν, το ίδιο «αγράμματοι» ήταν, όμως, τις Αξίες του Ανθρώπου που δεν τους είχαν δώσει τα «γράμματα» τους τις έδινε η βιωμένη εμπειρία τους, του τι σημαίνει να μην έχεις Ελευθερία, να μην σου επιτρέπεται η Αξιοπρέπεια, να μην σου επιτρέπεται να ζεις ως Άνθρωπος, τέτοια «απλά πράγματα», τα οποία δυστυχώς, υπάρχουν παραδείγματα «λίαν πεπαιδευμένων» ανθρώπων, που γνωρίζουν άριστα να αναπτύσσουν εμβριθείς σκέψεις και να συγγράφουν πραγματείες περί τούτων, όμως, η ίδια τους η (δημόσια) παρουσία και δράση, δείχνει πόσο λίγο τους έχουν καθορίσει ως αξίες και τον χαρακτήρα τους.
Τι μας έμεινε τις τελευταίες δεκαετίες λοιπόν στις εθνικές μας επετείους, και ειδικώς σ’ αυτή της Επανάστασης του 1821; Έμεινε η αρθρογραφία και οι «πανηγυρικοί λόγοι», μέσω των οποίων οι αρθρογράφοι ή οι ομιλητές, επιχειρούν να διεγείρουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών ή του ακροατηρίου τους, με μάλλον κοινότοπα μηνύματα. Έτσι, δεν είναι διόλου τυχαίο, κυρίως στους δημόσιους «πανηγυρικούς» στα σχολεία ή στις πλατείες όπου κατατίθενται τα καθιερωμένα στεφάνια ή στις τηλεοράσεις, τα μηνύματα να απευθύνονται σε ώτα μη ακουόντων, που συχνά ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ή και φωναχτά το λέγουν, «πότε επιτέλους θα τελειώσει» ο ομιλητής, για να σηκωθούν να φύγουν, μέρα αργία που είναι.
Αποτελεί από την άλλη, εικόνα γελοιότητας όταν δεν διεγείρει τη λύπηση, η προσπάθεια κάποιων εξ εκείνων των κάθε είδους ρητόρων και αρθρογράφων, οι οποίοι, έχοντας χάσει παντελώς την αίσθηση του τι ακριβώς εκπροσωπεί ο (δημόσιος) λόγος τους (μα και οι ίδιοι), όταν προσπαθούν μέσω «τσιτάτων» να διεγείρουν το ενδιαφέρον όσων τους ακούν (ή τους διαβάζουν) και να «μεταδώσουν» ένα όραμα ή πάθος για ό,τι θεωρούν άξιο να μεταδοθεί στο λαό.
Όμως, το άνευρο του (Νεοφιλελεύθερου) λόγου τους, είναι εμφανές. Πρέπει πάντως να διευκρινίσουμε, πως μια «άνευρη» υποστήριξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως αυτός που την προσφέρει είναι και «άνευρος» γενικώς. Εδώ, το «άνευρο» μπορεί απλά να προέρχεται από την υποχρέωση να υποστηρίξει κάτι στο οποίο δεν πιστεύει, αλλά, όταν κληθεί ο ίδιος, να υποστηρίξει τα πιστεύω του, εκεί, μπορεί να δεις έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο, πλήρη «νεύρου» και πάθους αλλά και «οράματος» γι’ αυτό που πιστεύει. Όμως όσο και αν το προσπαθούν, δεν μπορούν να κρύψουν τον απονευρομένο τους λόγο, προϊόν ενός απονευρομένου πνεύματος.
Δεν είναι μονάχα τα Προτάγματα υπό τα οποία το Έθνος ξεσηκώθηκε το 1821, στα οποία κυριαρχεί το θρησκευτικό και εθνικο-πατριωτικό στοιχείο, κάτι που στις μέρες μας, αξιολογούνται ως μάλλον «ξεπερασμένα» και όχι καθοριστικά ιστορικά δεδομένα προκειμένου κάποιος να «αξιολογήσει» ορθά τα «μηνύματα» του Εθνικοαπελευθερωτικού μας Αγώνα, μα είναι και η άλλη προσπάθεια, να ερμηνευθεί ο άνω Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας ως Κοινωνικός Αγώνας με ταξική διάκριση, ενός Έθνους υπόδουλου, στο οποίο, πριν αρχίσουν να κυριαρχούν οι κοινωνικοί αγώνες, έπρεπε προηγούμενα να είχε αποτινάξει τον ξένο δεσποτισμό, έναν αγώνα, που δεν θα τον έδινε η καταπιεζόμενη ελληνική τάξη «σε συμμαχία» με τις άλλες καταπιεζόμενες τάξεις των Βαλκανίων -ίσως και της οθωμανικής;- αλλά, το ελληνικό Έθνος με όλους όσους, αδιακρίτως τάξης, ήταν σε θέση να συμμετάσχουν στον Αγώνα, ή, τουλάχιστον αυτό, να μην τον υπονομεύει.
Είναι εντελώς ανιστόρητες αναλογίες, οι προσπάθειες κάποιων να ερμηνεύσουν το τι και γιατί συνέβη «τότε», με βάση πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά πρότυπα του παρόντος, παντελώς αδιαμόρφωτα ή και άγνωστα την εποχή του Αγώνα, και πάντως στον λαό που ξεσηκώθηκε, κρίνοντας το τότε επαναστατικό γίγνεσθαι με όρους του παρόντος, ως εάν να μιλάμε για ένα λαό, που βίωνε την καθημερινότητά του, με τους ίδιους όρους που αυτή βιώνεται σήμερα. Αν δεν ήταν πρόδηλα γελοίο, ίσως και να «μετέθεταν» στο «τότε», το σημερινό Σύνταγμα και το σημερινό Διεθνές Δίκαιο, τις σημερινές Συμβάσεις τις σχετικές με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το Δίκαιο του Πολέμου κ.λπ., προκειμένου να «ερμηνεύσουν» τα τότε καθέκαστα.
Επίσης, κι αυτό έχει τη σημασία του, δεν είναι μονάχα το «μήνυμα» που έχει αξία. Είναι και ποιος το απευθύνει, ακόμη κι αν τον πιστεύει. Ασφαλώς όλοι έχουν ακούσει την περίφημη ομιλία του Martin Luther King Jr, «I have a dream», στις 28 Αυγούστου 1963, όταν μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, μιλούσε εναντίον των φυλετικών διακρίσεων. Αυτή τη μικρή πρόταση, τη μικρή φράση, ο καθείς μπορεί να την πει, και πολλές φορές, πολλοί έχουν διατυπώσει τα «οράματά» τους. Όμως, ένα όραμα, δεν απευθύνεται ως λόγος στ’ αυτιά των αποδεκτών του : απευθύνεται στη ψυχή και τη καρδιά τους κι εντός αυτών «εκλογικεύεται».
ΙΙΙ
Μια Εθνική Επέτειος, όμως, είναι και μια απότιση φόρου τιμής σ’ εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους, ώστε σήμερα να υπάρχουμε εμείς και να είμαστε οι κύριοι της Πατρίδας μας, όσο αυτό είναι ακόμα και σήμερα δυνατό.
Και να μην ξεχνάμε, κι απ’ αυτό ν βγάζουμε χρήσιμα συμπεράσματα, πως :
Άλλοι, έχυσαν το αίμα τους για την Πατρίδα, και
Άλλοι, έχτισαν καριέρες πάνω σ’ αυτό το αίμα, αποσπώντας αξιώματα και οικονομικά οφέλη έναντι μιας ανύπαρκτης προσφοράς ή μιας προσφοράς δυσανάλογα μικρής σε σχέση με τα οφέλη που έδρεψαν γι’ αυτή.
Άλλοι αγωνίστηκαν για τη Πατρίδα και δεν ζήτησαν τίποτα, αλλά και (δυστυχώς) χωρίς η Πατρίδα (πιο σωστά : το «επίσημο Κράτος») να τους δώσει αυτό που δικαιούνταν, ακόμα και την αναγνώριση της προσφοράς τους, ακόμα κι ένα πιάτο φαΐ για να μην επαιτούν.
Αυτόν το σεβασμό προς την Ιστορική μας Παράδοση, εφόσον τον διαθέτουμε, οφείλουμε να μην τον ευτελίζουμε σε πομπώδεις και θορυβώδεις «πανηγυρικούς», σε show και σε «events», αλλά, οφείλουμε, περισσότερο κι απ’ την ανάγκη να μιλήσουμε εμείς, ν’ ακούσουμε, μέσα από τις ιστορικές πηγές και τα ίδια τα κείμενα των ηρώων του ΄21 αλλά και όσων άλλων ήταν παρόντες σ’ εκείνο τον Αγώνα ή έζησαν εκείνη την εποχή, το τι έχουν να μας πούνε : πώς και γιατί έφτασαν στην ιστορική τους απόφαση να ξεσηκωθούν και αρπάζοντας τα όπλα να απαλλάξουν τη γη της Πατρίδας από την μακραίωνα Ξένη Κατοχή, τι ήταν εκείνο που όπλισε με Θάρρος την Ψυχή του Έθνους πριν οπλιστεί με το καριοφίλι, τις κουμπούρες, τη σπάθα και το γιαταγάνι.
IV
Ποτέ ίσως στο παρελθόν, μια εθνική επέτειος, αυτή της 25ης Μαρτίου, δεν είχε τέτοιο ειδικό σημασιολογικό βάρος, όσο η φετινή. Δεν είναι μονάχα τα 200 χρόνια από την Επανάσταση στα 1821 που σήμανε την απαρχή της (σταδιακής) αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού από τα ελληνικά εδάφη, ώστε σήμερα να υπάρχει το Ελληνικό Κράτος με τα σημερινά του σύνορα και ασφαλώς με αρκετές «Χαμένες Πατρίδες». Είναι ότι σήμερα, σε αρκετούς ήδη αναδύεται ως ερώτημα, αν η επόμενη εκατονταετηρίδα, όταν θα γιορταστούν τα 300 χρόνια από τον Μεγάλο Ξεσηκωμό του 1821, τι χαρακτήρα θα έχει, ποιο θα είναι το περιεχόμενό της, αν η 25η Μαρτίου του 1821 θα θεωρείται ημέρα Εθνικής Μνήμης ή ίσως Ημέρα Αναθεώρησης των Εθνικών «Προκαταλήψεων», και κυρίως ποιοι εκ των Ελλήνων εκείνων που συγκροτούν σήμερα (εκ καταγωγής) κατά συντριπτική πλειοψηφία, τον σημερινό «εθνικό κορμό», μετά από εκατό χρόνια, θα εξακολουθούν να αποτελούν την άνω συντριπτική πλειοψηφία, θα αισθάνονται «Έλληνες» με βάση το σημερινό εθνικό φρόνημα, ή απλώς «συμπολίτες», μιας «Πολιτείας» όπου το «ελληνικό στοιχείο», δεν γνωρίζουμε καν αν θα αποτελεί και το «συντριπτικά πλειοψηφούν» ή, θα αποτελεί μια «σχετικά ευάριθμη» «εθνότητα» στα πλαίσια ενός τεχνητού «πολυεθνικού Κράτους», του οποίου θα αναμένουμε να δούμε τι τύχη θα του επιφυλάξει η Ιστορία, ευχόμενοι μονάχα να μην είναι η τύχη άλλων ομοίως τεχνητά δημιουργηθέντων Κρατών κατά το παρελθόν, απότερο και πιο πρόσφατο, όταν μετά από μακρό χρόνο υποχρεωτικής συμβίωσης διαφορετικών εθνοτήτων, οι τελευταίες αποφάσισαν, όταν η Δύναμη που υποχρεωτικώς τις υποχρέωνε σε μια συμβίωση που οι ίδιες, ως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων, δεν επιθυμούσαν, για τους δικούς τους λόγους, να «χωρίσουν τα τσανάκια τους», συνήθως με τρόπο βίαιο και αιματηρό, λες κι ότι η μακρά περίοδος της αναγκαστικής τους συμβίωσης, δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ένα ελάχιστο βαθμό ανεκτικότητας μεταξύ τους, αναμένοντας απλώς την κατάλληλη στιγμή για το οδυνηρό τους διαζύγιο.
V
Όμως, έχοντας φτάσει σε τούτο το σημείο της αφήγησής μας, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω κάποιες ενδεικτικές όσο και τελικές σκέψεις μου για τούτη την Επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.
Μια Εθνική Επέτειος, που έχει να κάνει με την διατήρηση της μνήμης των πλέον υψηλών ιδανικών του Ανθρώπου, που έχει να κάνει με τον Αγώνα εναντίον της Αθλιότητας και της Βαρβαρότητας, προκειμένου ο Άνθρωπος και η Ανθρωπότητα να εξακολουθούν να βιώνουν τις Αξίες εκείνες που τους διαφοροποιούν από την Αθλιότητα και την Βαρβαρότητα, μια τέτοια Εθνική Επέτειος, υπερβαίνει κατά πολύ το ιστορικό αφήγημα γεγονότων, όσων ένδοξων κι αν είναι.
Μια επέτειος, σαν αυτή που σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από τότε που το ελληνικό έθνος ξεκίνησε την Επανάστασή του, στις 25 Μαρτίου του 1821, (η ακριβής ημερομηνία, εδώ δεν μας απασχολεί), είναι μια αφύπνιση της μνήμης, μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε τα διδάγματα του Εθνικοαπελευθερωτικού μας Αγώνα, όπως οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους τα έχουν καταγράψει. Έχουμε ακούσει πολλούς να μιλάνε γι΄ αυτούς, όχι πάντα με τον πιο αξιόπιστο τρόπο, φέτος, η Πολιτεία ας προβάλλει το τι οι ίδιοι έχουν πει για την Επανάσταση στην οποία μετείχαν.
Μια Επανάσταση, η οποία ήταν πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα τα πολεμικά και πολιτικά της γεγονότα, Επανάσταση της ίδιας της ψυχής του έθνους, της ίδιας της ψυχής του κάθε Έλληνα εκείνης της εποχής, που τόλμησε, όντας επί αιώνες κάτω από την εξουσία της Βαρβαρότητας και της Αθλιότητας, (Οθωμανικής και Φραγκικής -εκεί όπου αυτή είχε εγκαθιδρυθεί και για όσο διάστημα υπήρχε) να τολμήσει, με μέσα υλικά και τεχνικά που δεν άντεχαν σε καμία σύγκριση με εκείνα που κατείχε η οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι να εκφράσει φωναχτά το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», μα πολύ περισσότερο, αυτό να μην αποτελεί καν «σύνθημα», μα ενσυνείδητη βιωμένη οντολογική αποφασιστικότητα, μια αποφασιστικότητα που πράγματι, το διακύβευμά της, είχε να κάνει με την ίδια την Ύπαρξη του Έθνους. Ποτέ άλλοτε μια φράση, «Ελευθερία ή Θάνατος», δεν είχε πιο αποφασιστικό και οντολογικό περιεχόμενο. Τον «Θάνατο» δεν τον επικαλούνταν ως «σύνθημα», μα ως προοπτική και μάλιστα με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας. Πιο πιθανός ήταν, για τα δεδομένα της εποχής ο «Θάνατος», παρά η «Ελευθερία». Όμως το έθνος, έπρεπε να αποδείξει, πάνω απ’ όλα στον εαυτό του, πως αν η κατάσταση της υποδούλωσης του σώματος ενίοτε δεν μπορεί να αποφευχθεί, εν τούτοις, το πνεύμα του ήταν ολάκερα λεύτερο, ήταν δικό του. Διότι αν κι αυτό το τελευταίο είχε υποδουλωθεί, τότε, ήταν, είναι, συζητήσιμο αν ένα πνεύμα υποδουλωμένο, μια συνείδηση υποδουλωμένη, τους αξίζει η Ελευθερία και η Αξιοπρέπεια.
Η πραγματική Επανάσταση του Ανθρώπου, κι αυτή ήταν η ουσία της Επανάστασης του Ελληνικού Έθνους, είναι η Επανάσταση της Εθνικής (Συλλογικής) Ψυχής και το Συλλογικού Πνεύματος ενάντια σε ό,τι απειλούσε την Ύπαρξή τους, διότι μονάχα αυτά έχουν τη δυνατότητα να αντιταχθούν στην Αθλιότητα και την Βαρβαρότητα, γιατί μονάχα ένα Πνεύμα και μια Ψυχή ελεύθερη μπορεί να θεωρηθούν ζωντανά και όχι υποταγμένα -άρα νεκρά-, μπορούν να παράγουν Υψηλές και Διαχρονικές Ιδέες, μπορούν να δώσουν Δύναμη στα υλικά μέσα που διαθέτουν και πρόκειται να χρησιμοποιήσουν, Δύναμη υπέρτερη απ’ όταν τα ίδια αυτά μέσα βρίσκονται στα χέρια ενός Πνεύματος αδύναμου και υποταγμένου. Αν η Ψυχή και το Πνεύμα δεν επαναστατήσουν, τότε, κάθε τι άλλο που αποκαλείται με βάση τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά «Επανάσταση», είναι ο,τιδήποτε άλλο, εξόν απ’ αυτό : είναι εξέγερση, είναι ένοπλη διαμαρτυρία, ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το, αλλά μέχρις εκεί. Πραγματική όμως ρήξη με την Αθλιότητα δεν είναι.
Ποιες ήταν εκείνες οι «ρίζες» που διατηρούσαν το Πνεύμα και τη Ψυχή ελεύθερα και «ετοιμοπόλεμα», έτοιμα να αδράξουν και εκμεταλλευτούν κάθε πρόσφορη ευκαιρία για να αποτινάξουν τον ζυγό της δουλείας;
Ήταν οι παραδόσεις του. Τίποτα άλλο, σ’ εκείνη την μακραίωνη σκοτεινιά, δεν μπορούσε ή απλά δεν ενδιαφέρονταν να προσφέρει μια προοπτική αποτίναξης του ζυγού του Έθνους. Κι όσες, λίγες, φάνηκαν από ξένες Δυνάμεις, τις περισσότερες φορές διαψεύσθηκαν οικτρά και με βαριές συνέπειες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, οι όποιες θετικές παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων υπέρ της Ελλάδας, δεν έγιναν παρά παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια δικών τους επιδιώξεων, θεωρώντας το «Ελληνικό Ζήτημα», πρόσφορο εργαλείο στα χέρια τους υπό τις τότε συνθήκες, και για όσο αυτές διαρκούσαν και κυρίως, όταν η Επανάσταση φαίνονταν στο τέλος, κι έπειτα από πολλές δυσκολίες και αγωνίες, που λίγο απείχαν από την τελική της κατάρρευση, να επικρατεί.