Γράφει ο Γιώργος Βενετσανος
Η Μονή των Καπουτσίνων ιδρύθηκε από Γάλλους μοναχούς το 1658. Την ονομασία «Καπουτσίνοι» την πήραν από την κουκούλα – cappucio που είχαν τα ολόσωμα καφέ ράσα τους. Στα 1669 οι Καπουτσίνοι αγοράζουν ένα οίκημα κάτω από την ακρόπολη, που στην αυλή του υπήρχε το χορηγικό Μνημείο του Λυσικράτους και το μετέτρεψαν σε Μονή. Οι Αθηναίοι υπήρξαν καχύποπτοι με τα άλλα μοναστικά τάγματα της εποχής, (βενεδικτίνους και Ιησουίτες), αντιμετώπισαν όμως φιλικά τους Καπουτσίνους. Ξεχωριστά αγαπητός από αυτούς τους μοναχούς, υπήρξε ένας ηγούμενος τους ο Σίμων, που είχε και ιατρικές γνώσεις, της οποίες τις πρόσφερε στους Αθηναίους όποτε υπήρχε ανάγκη.
Η Μονή των Καπουτσίνων τότε και σήμερα.
Οι ασχολίες των μοναχών πέραν των θρησκευτικών τους καθηκόντων ήταν παιδευτικές, μια και η Μονή τους ήταν το πρώτο σχολείο Καθολικών στην Αθήνα, ενώ είχαν εντρυφήσει σε αρχαιολογικές και τοπογραφικές μελέτες. Αυτοί εξάλλου ήταν που έφτιαξαν και τον πρώτο χάρτη της Αρχαίας Αθήνας. Οι Αθηναίοι τους είχαν κολλήσει το χαϊδευτικό παρατσούκλι «φραγκοπατέρες» δείγμα εκτίμησης προς αυτούς.
Στην Μονή πλην των άλλων υπήρχε ξενώνας στον οποίον έμειναν πολλοί από τους περιηγητές της Αθήνας. Μεταξύ αυτών που φιλοξενήθηκαν η επισκέφθηκαν την μονή ήταν: ο Σατωβριάνδος το 1806, αλλά και ο λόρδος Μπάιρον Λόρδος Βύρωνας όταν ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα, καθώς και το 1810 κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα, Εκεί ο Μπάιρον έγραψε μερικά σημαντικά έργα μεταξύ αυτών την «Κατάρα της Αθήνας», το ποίημα που κατήγγειλε διεθνώς τον Έλγιν, ενώ σε μια επιστολή του που περιέγραφε το μέρος που έμενε έγραφε σε μία επιστολή του:
«Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Ε, κύριε αυτό θα πει γραφικότητα. Δεν υπάρχει κύριε τίποτα παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του Λόρδου Δημάρχου». Είχαν μείνει επίσης ο πρόξενος της Γαλλίας Φωβέλ (Fauvel) και ο Ιταλός ζωγράφος Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι (Lousieri), συνεργάτης με τον λόρδο Έλγιν στην σύληση του Παρθενώνα. Μάλιστα είχε σκεφτεί να δωροδοκήσουν τους μοναχούς, για να συμφωνήσουν στην αποκόλληση του Μνημείου του Λυσικράτους. Ο Έλγιν σκόπευε να μεταφέρει ολόκληρο το μνημείο του Λυσικράτη στην Αγγλία! ακολουθώντας την τύχη των γλυπτών του Παρθενώνα. Οι Καπουτσίνοι που είχαν διατηρήσει το μνημείο σε σχεδόν άριστη κατάσταση, απέτρεψαν τον Βρετανό Λόρδο Έλγιν να το αρπάξει, όπως έκανε με πολλά από τα αρχαία της πόλης. Παρά την επιμονή του και τα μεγάλα ποσά που προσέφερε για να το αγοράσει, ο ηγούμενος του αρνήθηκε σθεναρά και έτσι έσωσε το μνημείο που σήμερα μπορούμε να το θαυμάζουμε.
Οι καπουτσίνοι είχαν ανοίξει μία πόρτα και χρησιμοποιούσαν το εσωτερικό του ως αναγνωστήριο. Όπως φαίνεται σε αυτήν την γκραβούρα.Το αρχαίο μνημείο ήταν εντοιχισμένο με το μοναστήρι. Σε αυτούς τους μοναχούς όμως δεν οφείλουμε μόνο την σωτηρία του μνημείου αλλά και μια κόκκινη νοστιμιά που την έφεραν στο πιάτο μας στην αρχή σε γλάστρες και μετά σε καλλιέργεια, αναφέρομαι στην ντομάτα που ήταν άγνωστη στην Αθήνα και την καλλιέργησε σε γλάστρες ο τελευταίος ηγούμενος της μονής ο Φραγκίσκος, με σπόρους που είχε φέρει μαζί του από το εξωτερικό το 1818. Οι Αθηναίοι στην αρχή την είχαν ως καλλωπιστικό φυτό, μετά την χρησιμοποίησαν για να φτιάχνουν γλυκό και τελικά πέρασε και στο τραπέζι μας μέσω της μαγειρικής.
Άγιος Δημήτριος
Ο μικρός ναός του Αγίου Δημητρίου τον οποίο πολλές φορές μπορεί να τον έχουμε προσπεράσει και να μην έχουμε δώσει σημασία, κατασκευάστηκε περίπου το 1600 μ.Χ. και βρίσκεται στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της Ακρόπολης, επί της οδού Επιμενίδου, σε μικρή απόσταση από το Μνημείο του Λυσικράτους όπου υπήρχε η καθολική μονή των Καπουτσίνων. Αυτό το εκκλησάκι κρύβει ένα εθνικό μυστικό, εκεί διακόνευσε πριν από την επανάσταση ένας από τους πρωτομάστορες της επανάστασης και εθνομάρτυρας ο Αθανάσιος Διάκος.
Το σπίτι του Καδή Χατζή Χαλίλ Εφέντη
Το σπίτι του Καδή, πρόκειται για ένα οίκημα του 1800, στο οποίο στεγαζόντανε η τουρκική στρατιωτική διοίκηση, και ήταν η έδρα του καδή Χατζή Χαλίλ Εφέντη, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει φετφά, αίτημα που ζήτησαν οι Οθωμανοί τον Απρίλιο του 1821 με το οποίο θα επέτρεπε σφαγές κατά των Ορθοδόξων, σε όλη την επικράτεια, καθώς και την θανάτωση 3.000 Αθηναίων (αρρένων άνω των 17 ετών). Όταν η Επανάσταση ήρθε και στην Αθήνα, τον έστειλαν στην Πόλη, όπου τον θανάτωσαν.
Η ελληνική πολιτεία δυστυχώς αυτόν τον άνθρωπος που θυσιάστηκε τιμώντας τη θρησκεία του και τις Γραφές της, και ην αξιοπρέπεια του Ανθρώπου, δίνοντας τη ζωή του για τον σεβασμό στον εχθρό αλλά και στο τεκμήριο της αθωότητας. μέχρι σήμερα δεν τον έχει τιμήσει όπως του άξιζε, αν και έγιναν προσπάθειες από Αθηναίους στο παρελθόν που έπεσαν στο κενό. Ίσως φέτος είναι ευκαιρία της πολιτείας να αποκαταστήσει την μνήμη του, σημειώστε ότι οι Τούρκοι τον έχουν διαγράψει από παντού, ούτε νεκρό δεν θέλουν να τον ξέρουν.
Ναός του Σωτήρος
Ο Ναός του Σωτήρος είναι ένας μικρών διαστάσεων βυζαντινός ναός που η κατασκευή του ανάγεται στο δεύτερου μισού του 11ου αιώνος μ.Χ. Οι Αθηναίοι λόγο του μικρού του μεγέθους του έχουν δώσει και το όνομα «Σωτηράκης» και έχει συνδεθεί με μια μαύρη σελίδα της επανάστασης, την δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Το άψυχο σώμα του Οδυσσέα βρέθηκε τα βράχια της Ακρόπολης και θάφτηκε στην αυλή της εκκλησίας η δε δολοφονία του παρουσιάστηκε ως δυστύχημα κατά την απόπειρα του να αποδράσει.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν ένας ήρωας που αφιερώθηκε με πάθος στον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά το τέλος του ήταν άδοξο για τον άνθρωπο που σταμάτησε μια ολόκληρη στρατιά στο χάνι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος αν και είχε ανδρωθεί στην αυλή του Αλή Πασά, όταν ξέσπασε επανάσταση δεν δίστασε να στραφεί εναντίον των Τούρκων. Έντονος χαρακτήρας και αψύς όπως ήταν είχε συνεχείς συγκρούσεις με σημαντικά πολιτικά πρόσωπα της εποχής, αυτό οδήγησε σε πολλές απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Δεν δίστασαν ακόμη και στον φίλο και συμπολεμιστή του το Νικηταρά του πρότειναν να τον δολοφονήσει. Απογοητευμένος ο Οδυσσέας από την αχαριστία και τα πάθη του εμφυλίου, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τους Τούρκους, γρήγορα όμως μετάνιωσε και παραδόθηκε στο πρωτοπαλίκαρο του, Γιάννη Γκούρα.
Μεγάλο του λάθος η παράδοση, γιατί μετά από σκευωρία των κυβερνητικών Μαυροκορδάτου και Κωλέττη τον φυλακισαν στο φρούριο της Ακρόπολης, όπου και δολοφονήθηκε άνανδρα από τέσσερις παλικαράδες του Γκούρα στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο Μακρυγιάννης έγραψε για την προδοσία του Γκούρα: «Του γιόμωσε του Γκούρα ο Κωλέττης λίρες, του γιόμωσε το δισάκι απ’ αυτές και από τα λάφυρα του Νοταρά, του Σισίνη κι αλλονών, τον ίδιο και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους έκανε αυτείνη την καλωσύνη ο Κωλέττης, τον πουλημένο άνθρωπο κι άρπαγο τον έκανε αρχηγό να πάγη εναντίον του Δυσσέως… έτζι πάει ο δυστυχής Δυσσέος. Ήρθε τούτες τις μέρες εδώ ο Γκούρας, γιόμωσε το δισάκι του λίρες, επικύρωσε και στην κυβέρνηση άλλες οχτακόσιες χιλιάδες γρόσια, ότι κάνει να λάβει από την κυβέρνηση…», ενώ ο George Finlay στην History of the Greek Revolution V2, σελ. 94 γράφει: «Ο Γκούρας τότε φοβήθηκε ότι ο Οδυσσέας μπορεί να δραπετεύσει, και ξαναποκτήσει την χαμένη του δύναμη. Το συμφέρον επικράτησε της ευγνωμοσύνης, και ο Οδυσσέας δολοφονήθηκε το βράδυ της 16ης Ιουλίου. Μετά τον φόνο το πτώμα του πετάχτηκε από το Φραγκόπυργο στη νότια πλευρά των Προπυλαίων, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να δραπετεύσει. Έτσι ένας από τους έξυπνους Έλληνες αρχηγούς έπεσε θύμα της πολιτικής ενός Αρβανίτη στρατιώτη που ο ίδιος τον είχε ανεβάσει στην ιεραρχία…». Έτσι η Ελλάδα χάρις στα πολιτικά πάθη και τις σκευωρίες της εποχής έχασε έναν από τους μεγάλους της αγωνιστές για την ελευθερία της, που είχε ακόμη πολλά να προσφέρει.