Δεν έχει τέλος η κατρακύλα της ελληνικής οικονομίας στα χέρια του Μητσοτακη. Η Barclay’s, μας προειδοποιεί πως οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν στις αγορές την τελευταία δεκαετία, με το χαμηλό κόστος δανεισμού, δεν είναι σίγουρο ότι θα συνεχιστούν και οι χώρες με υψηλό χρέος να έλθουν σε πολύ δύσκολη θέση.
Μαλιστα για πρώτη φορά στην ιστορία το χρέος στην Ευρώπη θα φθάσει στο 100% του ΑΕΠ, ενώ ακόμη και στη μεγάλη κρίση της προηγούμενης δεκαετίας είχε ανέλθει ως το 90%.
Στην προσεχή αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αναμένεται να αλλάξουν και οι κανόνες για το χρέος, ενώ όσο αφορά την Ελλάδα, που αποτελεί μοναδική περίπτωση στην Ευρωζώνη, καθώς το χρέος ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ και βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς μεταμνημονιακής επιτήρησης από τους Θεσμούς, έχοντας αναλάβει το 2018 συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη διατήρηση της βιωσιμότητα τους χρέους (μακροπρόθεσμο πλεόνασμα 2,2% κ.α.), η εξίσωση της βιωσιμότητας του χρέους είναι πολύ πιο δύσκολη και οι σημαντικές εξελίξεις αναμένονται μέσα στον Μάιο, όταν η Κομισιόν θα επικαιροποιήσει τη σχετική της ανάλυση.
Η ισορροπία που καλείται να κρατήσει η Επιτροπή είναι λεπτή, καθώς από τη μια πλευρά οφείλει να κρατήσει κάποια εχέγγυα σοβαρότητας στην ανάλυσή της, άρα είναι δύσκολο να συγκαλύψει την επιδείνωση των παραμέτρων της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να αποφύγει συμπεράσματα περί μη βιωσιμότητας, τα οποία θα άνοιγαν και πάλι την πολιτικά «τοξική» συζήτηση στην Ευρώπη για νέες ελαφρύνσεις στην Ελλάδα και νέα μέτρα λιτότητας από την πλευρά της Αθήνας.
Η τελευταία ανάλυση της Κομισιόν έγινε τον Νοέμβριο, με την όγδοη έκθεση αξιολόγησης, και έλαβε υπόψη τις δυσμενέστερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, οδηγώντας σε μεγάλη ύφεση και αύξηση του χρέους. Το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι, παρά την επιδείνωση των παραμέτρων, το χρέος παραμένει βιώσιμο, καθώς έχουν βελτιωθεί πολύ οι συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ (ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία).
Παρότι αυτό ήταν το γενικό συμπέρασμα, είναι σαφές από τα επιμέρους στοιχεία που παρέχει η έκθεση ότι έχουν επιδεινωθεί σε πολύ σοβαρό βαθμό οι επιμέρους παράμετροι της ανάλυσης βιωσιμότητας.
Το βασικό στοιχείο από το οποίο κρίνεται η βιωσιμότητα του χρέους τα τελευταία χρόνια είναι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, που πρέπει να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ για να θεωρείται ότι είναι διαχειρίσιμες από την ελληνική κυβέρνηση.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, ενώ στην προηγούμενη ανάλυση υπολογιζόταν ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης το 2020 θα αντιστοιχούσαν σε 7,9% του ΑΕΠ, η πανδημία τις εκτινάσσει πάνω από το 20%, λόγω της μεγάλης αύξησης του πρωτογενούς ελλείμματος και της μείωσης του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, πάνω από το 15% ανεβαίνει η εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών το 2021 και το 2022, ενώ για το 2023 διαμορφώνονται στο 12,7%, δηλαδή σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από την προηγούμενη πρόβλεψη.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες: Αναθεωρημένες εκτιμήσεις (Νοέμβριος 2020)
Αντίστοιχα, οι εκτιμήσεις για το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζονται πολύ αυξημένες, με κυριότερο πρόβλημα ότι κρίσιμο έτος 2030, όταν θα λήγει η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους που έγινε με τους Ευρωπαίους το 2018, το χρέος θα ξεπερνά το 160%, ενώ αναμενόταν να έχει μειωθεί λίγο κάτω από το 112% του ΑΕΠ. Σε αυτή τη μεγάλη απόκλιση, τη μεγαλύτερη συμβολή θα έχει η μικρότερη από το αναμενόμενο ανάπτυξη της περιόδου, αλλά και η σωρευτική επίδραση των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα είναι μικρότερα από την αρχική εκτίμηση.
Με σημείο εκκίνησης αυτή την οριακή ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Κομισιόν αναμένεται ότι θα κάνει μεγάλη προσπάθεια να αποτρέψει μια ακόμη δυσμενέστερη έκθεση, η οποία θα «χτυπούσε καμπανάκι» στο Eurogroup και θα έφερνε την ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε πιέσεις για «σφίξιμο» της οικονομικής πολιτικής, ακόμη και εν μέσω της περιόδου όπου θα εφαρμόζεται η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η Κομισιόν έχει ορισμένα θετικά στοιχεία που μπορεί να εντάξει στις παραμέτρους της έκθεσης, όπως οι επιδοτήσεις και τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να αποφύγει μια αρνητική έκθεση βιωσιμότητας με πολλαπλές παρενέργειες.
Με πληροφορίες από το sofokleousin.gr