Πρόκειται για ένα υπόγειο οικοδόμημα, ερμητικά κλειστό, σκοτεινό και απόλυτα ασφαλές, μέσα στο οποίο φυλάσσονταν το περίσσευμα από τους θησαυρούς της πόλης, τάλαντα χρυσού και αργύρου, πολύτιμα αντικείμενα και νομίσματα χρυσά και αργυρά, προϊόντα φόρων ή λείας πολέμων.
Τη σημαντικότερη μαρτυρία για το υπόγειο αυτό κτίσμα, τον «Θησαυρό» της Μεσσήνης, δίνει ο Πλούταρχος στον «Βίον Φιλοποίμενος»
Γράφει ο Πέτρος Θέμελης
Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας,
πρόεδρος Εταιρίας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών
Νότια από τον ναό της Μεσσάνας, σε μικρή απόσταση από τα ενεπίγραφα βάθρα των αυτοκρατόρων, εξείχε από το έδαφος σωρός άτακτα ριγμένων λιθοπλίνθων, που προκάλεσε την ανασκαφική έρευνα. Κάτω ακριβώς από τον σωρό ήλθε στο φως ορθογώνιο κτίσμα του οποίου τα τοιχώματα προχωρούσαν σε βάθος. Οπως αποδείχτηκε με την πρόοδο της έρευνας, ανήκαν σε υπόγειο θάλαμο κτισμένο με επιμελώς κατεργασμένα ασβεστολιθικά αγκωνάρια. Στο μέσο της βόρειας και της νότιας πλευράς του, εσωτερικά, φέρει μονολιθικές αντηρίδες. Είχε δεχτεί κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων επιθέσεις αδίστακτων μεταλλο-κυνηγών, οι οποίοι αφαίρεσαν τους μεταλλικούς συνδέσμους και τις μολυβδοχοήσεις, που έδεναν μεταξύ τους τα λίθινα αγκωνάρια και τις πλάκες του δαπέδου, αφού είχαν προηγουμένως παραβιάσει το τεράστιο λίθινο σύνθετο κάλυμμα του υπόγειου θαλάμου. Το κάλυμμα αποτελείται από δύο σειρές μερικώς επικαλυπτόμενων ασβεστολιθικών πλακών, περίτεχνα κατεργασμένων με εγκοπές και πατούρες για τέλεια μεταξύ τους προσαρμογή κατά το εκφορικό σύστημα δόμησης. Αφήνουν στο κέντρο τους τετράγωνο άνοιγμα, που έκλεινε ερμητικά με ένα ογκώδες λίθινο πώμα, διαστάσεων 1,19×1,19μ., πάχους 0,43 μ. και βάρους περίπου 1,5 τόνου. Σιδερένιος κρίκος, προσαρμοσμένος στην άνω επιφάνεια του πώματος, χρησίμευε στην ανάρτησή του με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανισμού (βαρούλκο).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε ενώπιόν μας το Θησαυροφυλάκιο της πόλης και όχι έναν κοινό λίθινο «θησαυρό» ιερού για τη συγκέντρωση νομισμάτων που πρόσφεραν ή πλήρωναν οι πιστοί, όπως ο γνωστός μας από το Αρτεμίσιο του Ασκληπιείου. Πρόκειται για ένα υπόγειο οικοδόμημα, ερμητικά κλειστό, σκοτεινό και απόλυτα ασφαλές, μέσα στο οποίο φυλάσσονταν το περίσσευμα από τους θησαυρούς της πόλης, τάλαντα χρυσού και αργύρου, πολύτιμα αντικείμενα και νομίσματα χρυσά και αργυρά, προϊόντα φόρων ή λείας πολέμων. Ο Πλάτων (Πολιτεία 8.548Α) αναφέρεται σε «ταμιεία και θησαυρούς» δημόσιους ή ιδιωτικούς, όπου έκρυβαν χρυσάφι και ασήμι.
Κτιστός υπόγειος θάλαμος θησαυροφυλακίου, παρόμοιος με αυτόν της Μεσσήνης, μικρότερων όμως διαστάσεων (βάθους 2,10 μ.) έχει αποκαλυφθεί στη Γόρτυνα της Κρήτης. Στo Βουθρωτό έχει επίσης αποκαλυφθεί ένα κτίσμα σε μορφή θησαυροφυλακίου – οχυρού, μέσα στο οποίο υπήρχαν δύο μεγάλοι λίθοι λαξευμένοι έτσι ώστε να δημιουργείται κοιλότητα στο εσωτερικό τους, η οποία λειτουργούσε ως ένα κρυφό θησαυροφυλάκιο, σύμφωνα με τους ανασκαφείς. Οι ιερείς με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανήματος αφαιρούσαν τον επάνω λίθο και μάζευαν τα νομίσματα. Θησαυρός υπήρχε και στο ιερό του Κάρνειου Απόλλωνα στο καρνάσιον άλσος της Ανδανίας (IG V 1, 1390).
Ο Βιτρούβιος (5.ΙΙ.1-2) σημειώνει ότι «Aerarium, carcer, curia foro sunt coniungenda», δηλαδή ο Θησαυρός, η Φυλακή και το Βουλευτήριο συνδέονται με την αγορά όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Θησαυροφυλακίου της Μεσσήνης στην αγορά της πόλης, που λειτούργησε και ως φυλακή. Το Aerarium ήταν το δημόσιο θησαυροφυλάκιο της Ρώμης που μετά την κατάργηση της βασιλείας στεγάστηκε στον ναό του Κρόνου (Saturnus) στο Καπιτώλιο (Πλούταρχος, Πόπλ. 12). Εκτός από τους φόρους, τα δημόσια έσοδα και τα σχετικά αποδεικτικά είσπραξης, δαπανών και οφειλών, και τη λεία από τους πολέμους, φυλάσσονταν επίσης εκεί τα λάβαρα των λεγεώνων, οι νόμοι χαραγμένοι σε ορειχάλκινες πινακίδες, καθώς και τα βιβλία με τα αντίγραφα των ψηφισμάτων της Συγκλήτου (Ιώσηπος, Αρχ. 14, παράγρ. 10). Σε χωριστό σημείο του ναού του Κρόνου βρισκόταν το «ιερό θησαυροφυλάκιο» (aerarium sanctum), το οποίο δεν άγγιζαν παρά μόνο σε περίπτωση έσχατου κινδύνου. Υπεύθυνοι για το aerarium ήταν κατά κανόνα οι ταμίες (quaestores), τους οποίους αντικαθιστούσαν κατά καιρούς στα καθήκοντά τους δύο prefecti ή praetores. Με ανάλογο προς το aerarium της Ρώμης τρόπο και με υπεύθυνους για τη φύλαξή του αξιωματούχους πρέπει να λειτουργούσε και το Θησαυροφυλάκιο της Μεσσήνης.
Τη σημαντικότερη μαρτυρία για το υπόγειο αυτό κτίσμα, τον «Θησαυρό» της Μεσσήνης, δίνει ο Πλούταρχος στον «Βίον Φιλοποίμενος» (19):
«ου μήν àλλa κομίσαντες αυτόν (τον Φιλοποίμενα) εις τόν καλούμενον Θησαυρόν, οίκημα κατάγειον ούτε πνεύμα λαμβάνον ούτε φως έξωθεν ούτε θύρας έχον, αλλά μεγάλω λίθω προσαγομένω κατακλειόμενον, ενταύθα κατέθεντο, καί τόν λίθον επιρράξαντες άνδρας ενόπλους κύκλω περιέστησαν».
Η περιγραφή αυτή του Θηβαίου φιλόσοφου και ιερέα των Δελφών αποδίδει με εκπληκτική ακρίβεια τον λίθινο υπόγειο θάλαμο στην αγορά της Μεσσήνης. Το μοναδικό αυτό αρχιτεκτόνημα αποκτά μεγάλη ιστορική αξία, καθώς σχετίζεται άμεσα με το δραματικό τέλος του μεγάλου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του Φιλοποίμενα του Μεγαλοπολίτη, γνωστού και ως «τελευταίου Ελληνα». Οι Μεσσήνιοι, συγκεκριμένα ο φιλόδοξος στρατηγός τους Δεινοκράτης και οι ομοϊδεάτες του, έκαναν το μοιραίο σφάλμα να δηλητηριάσουν τον αιχμάλωτο γηραιό και άρρωστο στρατηγό Φιλοποίμενα την ίδια νύχτα μέσα στον υπόγειο «Θησαυρό» όπου τον κρατούσαν έγκλειστο.
Η αδικαιολόγητη και βάρβαρη αυτή ενέργεια, που έλαβε χώρα το 183/2 π.Χ., σήμανε το τέλος όχι μόνο της αυτονομίας της Μεσσήνης, αλλά και της στρατιωτικής και πολιτικής της δύναμης. Η Συμπολιτεία υποχρέωσε την πόλη να παραδοθεί και να υποταχθεί άνευ όρων. Της στέρησε τα λιμάνια και της απέσπασε συνοριακά εδάφη, τα οποία έδωσε στους Μεγαλοπολίτες και τους Λάκωνες που τα διεκδικούσαν. Ο Δεινοκράτης αυτοκτόνησε, ενώ οι ενεχόμενοι στη δολοφονία συνεργάτες του συνελήφθησαν και βρήκαν οικτρό θάνατο διά λιθοβολισμού στη Μεγαλόπολη από το πλήθος των πολιτών που συνόδευε την κηδεία του Φιλοποίμενα. Η τιμή να φέρει στην πάτρια γη τα λείψανα του Φιλοποίμενα έλαχε στον νεαρό τότε ιστορικό Πολύβιο, γιο του στρατηγού της Συμπολιτείας Λυκόρτα.
Στη διαταραγμένη επίχωση του υπόγειου θαλάμου βρέθηκαν μεταξύ άλλων δύο αναδιπλωμένοι μολύβδινοι κατάδεσμοι, που αποτελούν μάρτυρες της τύχης του υπόγειου «Θησαυρού», ο οποίος εγκαταλείφθηκε ως απεχθής μετά τον τραγικό θάνατο του Φιλοποίμενα και έγινε αποδέκτης αντικειμένων λαϊκής δεισιδαιμονίας και μαγείας. Ο θάνατος του Φιλοποίμενα προκάλεσε, όπως φαίνεται, αισθήματα ενοχής στους κατοίκους της Μεσσήνης που επεδίωκαν να εξιλεωθούν, τιμώντας ποικιλοτρόπως τον αφηρωϊσμένο στρατηγό ως τα ύστερα χρόνια, δίνοντας μάλιστα το όνομά του στα παιδιά τους, όπως μαρτυρεί εφηβικός κατάλογος του 70 μ.Χ. από το Στάδιο της Μεσσήνης.