Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι δικηγόροι… 

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι πολίτες πλέον δεν μας εκτιμούν και δεν πιστεύουν ότι έχουμε κανέναν κοινωνικό ρόλο να επιτελέσουμε

Γιώργος Κ. Στράτος

Αν υπάρχει ένα επάγγελμα που επέβαλε στην επιστήμη του να υπηρετήσει τα υψηλότερα ιδανικά για χάρη της ανθρωπότητας, αυτό είναι η δικηγορία. Εκτός κι αν θεωρήσουμε πως υπάρχουν υψηλότερα από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Γράμμα κενό θα ήταν η έννοια της απονομής δικαιοσύνης δίχως τους δικηγόρους. Και επιστήμη χωρίς ψυχή και ήθος θα ήταν η Νομική, αν δεν προετοίμαζε όσους τη σπουδάζουν και την υπηρετούν, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, να υπερασπιστούν τον αδύνατο, τον φτωχό και τον πονεμένο, αναζητώντας μαζί με την αλήθεια και την επιείκεια.

Την προσέφεραν και την προσφέρουν αυτή την υπηρεσία οι δικηγόροι στους ανθρώπους, σ’ όλον τον κόσμο, αιώνες πριν και αιώνες μετά τη σύνταξη των κορυφαίων «δικογράφων»: τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από την Αμερικανική και τη Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη από τη Γαλλική Επανάσταση.

Στα ίδια πατήματα πορεύτηκαν και οι Ελληνες συνάδελφοί τους, μέχρι και κάμποσα χρόνια μετά την πτώση της χούντας. Σε σκοτεινούς και ταραγμένους για τον τόπο μας καιρούς, φωτεινές μορφές ανέλαβαν από τους συμπολίτες τους την πληρεξουσιότητα για γενναιότητα μπροστά στις εξουσίες, ευθυκρισία, ηρεμία, πολιτισμό, μετριοπάθεια, ανιδιοτέλεια, επιστημονική επάρκεια, ανοχή, αποδείξεις.

Ηταν οι δεκαετίες που, όπως λέει ο αστικός μύθος, «σηκωνόμασταν όρθιοι όταν έμπαιναν οι δικηγόροι στο μέγαρο». Γιατί αυτή η ένδειξη σεβασμού; Γιατί έμπαιναν στη δικηγορία με μία τσάντα και έβγαιναν με την ίδια. Γιατί το περισσότερο που μπορούσαν και ήθελαν να εξασφαλίσουν ήταν ευπρόσωπη ζωή για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Γιατί ήταν σεμνοί και προσηνείς, άκουγαν, προσέτρεχαν και μιλούσαν σ’ όποιον ζητούσε τη βοήθειά τους. Πολλές φορές δίχως αμοιβή, ούτε την ελάχιστη. Γιατί οι συζητήσεις τους ήταν μαθήματα για όλους και η κοινωνική συμπεριφορά τους φρόντιζε να μην προκαλεί κανέναν.

Εξαιρέσεις φυσικά και υπήρξαν, αλλά η γενική εικόνα ήταν αυτή. Και πρέπει να πιστωθεί μεγάλο μερίδιο της κοινωνικής συνοχής της χώρας στην υπεύθυνη και σοβαρή στάση και συμπεριφορά του δικηγορικού σώματος απέναντι στην κοινωνία και την Πολιτεία.

Πού και πώς χάθηκε η μπάλα; Πολλές και σοβαρές οι αιτίες. Θα ασχοληθούμε άλλη φορά αναλυτικά μ’ αυτές. Πρώτα, όμως, πρέπει να ξεκινήσουμε με την αυτοκριτική μας. Η μεγάλη ευθύνη, λοιπόν, βαρύνει αποκλειστικώς και μόνο εμάς τους δικηγόρους. Αφεθήκαμε λίγο πριν από τα χρόνια της «φούσκας», κάποιοι ξιπαστήκαμε και όλοι μαζί ξεχαστήκαμε. Μεταξύ του θανάσιμου εναγκαλισμού μας με τις εξουσίες και τους «μεγάλους πελάτες» και της ασυνείδητης αγωνίας του βιοπορισμού μας, δεν αντιληφθήκαμε πως όσο κι αν υποχωρούσαν οι αντιστάσεις μας απέναντι στο πλαίσιο που οι εξουσίες θέτουν διά των συναδέλφων μας, τους οποίους κέρδισε η πολιτική για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, στο τέλος θα ήμασταν οι πρώτοι που θα κλεινόμασταν ανεπαισθήτως έξω από τα τείχη του κόσμου, κατ’ επιτρεπτή παράφραση των στίχων του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή μας.

Κάπως έτσι ετελεύτησε ο βίος μας. Οχι μόνο ο επαγγελματικός, ο οποίος πνέει τα λοίσθια με τη συντριπτική πλειονότητά μας να πένεται, καθώς η δικηγορική ύλη έχει συρρικνωθεί απελπιστικά, αλλά κυρίως ο κοινωνικός. Οι άνθρωποι δεν μας συμπαθούν καν, οι πολίτες δεν μας εκτιμούν, δεν θεωρούν ότι μας έχουν ανάγκη και, το πιο θλιβερό από όλα, δεν πιστεύουν ότι έχουμε κανέναν κοινωνικό ρόλο να επιτελέσουμε. Αλίμονο, εδώ καταντήσαμε…

Αν επρόκειτο απλώς για το τέλος μιας επαγγελματικής τάξης, μικρό το κακό. Χάθηκαν πολλές και θα χαθούν ακόμη περισσότερες στο διάβα των αιώνων. Πρόκειται για κάτι απείρως σοβαρότερο. Εξωθούμενοι στο περιθώριο μέχρι εξα-φάνισης, οι δικηγόροι, αναγκαστικά, θα πάρουμε μαζί μας εκεί και κατακτήσεις που κόστισαν καντάρια αίματος στην ανθρωπότητα. Αυτό είναι που με τρομάζει περισσότερο, ότι θα γυρίσουμε στα χρόνια που ούτε το επάγγελμά τους δεν μπορούσαν να διαλέξουν οι άνθρωποι. Πόσω μάλλον να έχουν κι άλλα δικαιώματα…

Δημοκρατία

ΔΗΜΟΦΙΛΗ