Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«…Η συλλογιστική διαμέσου τυποποιημένων μορφών, αντί εννοιών, έχει περαιτέρω πρακτική αξία στο χώρο της λεγόμενης «εκ πρώτης όψεως απόδειξης», όπου μέτρο σύγκρισης, για τον χαρακτηρισμό ορισμένης αποδεικνυόμενης συμπεριφοράς ως υπαίτιας, είναι ο τύπος της συχνότητας και του μέσου όρου (Durchschnitts- oder Haufigkeitstypus), τον οποίο το δικαστήριο αντλεί διαμέσου των διδαγμάτων της πείρας. Αν δέν αποδεικνύονται συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα, που να μπορούν να υπαχθούν στη νομική έννοια της υπαιτιότητας, τότε το δικαστήριο καλείται να εξετάσει άν το ζημιογόνο γεγονός συντελέστηκε με τέτοιες συνθήκες, οι οποίες να μή μπορούν να χαρακτηριστούν ως ασυνήθιστες, και συνακόλουθα να εμπίπτουν στην αξιολόγηση που είναι χαρακτηριστική ως “τυπική” για τέτοιες περιστάσεις…»
(Κώστας Ε Μπέης, εις : http://kostasbeys.gr/articles.php?s=6&mid=&mnu=0&id=18550)
«…Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή τον σκοπό στον οποίον αυτοί αποβλέπουν, αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν…» (Απόφαση ΑΠ 1738/2017 -[τυχαίως επιλεγείσα μεταξύ άλλων πολλών] -η υπογράμμιση δική μου)
(Εκ προοιμίου, εφιστώ την προσοχή του αναγνώστη, στην εν τίτλω επισήμανση, ότι «ομιλεί» ένας «απλός πολίτης». «Ομιλεί» ένας μη νομικός, αλλά όχι και κάποιος που δεν έχει την δική του άποψη για τους «θεσμικά κρίνοντες» και «θεσμικά αποφασίζοντες», (που κι αυτοί κρίνονται), διαφορετικά, θα έπρεπε να αιτιολογήσω και δικαιολογήσω κάπως με ποια κριτήρια «ρίχνω» τη ψήφο μου στις βουλευτικές και λοιπές εκλογές. Επομένως ό,τι θα υποστηρίξω, ασφαλώς μπορεί με την αυστηρή νομική ορολογία και προσέγγιση και την αυστηρή τυπική προσέγγιση της δικονομικής πρακτικής απόδοσης του δικαίου και ερμηνείας του νόμου, να μην τύχουν οι ισχυρισμοί μου και της καλύτερης αποδοχής εκ μέρους της νομικής ή δικαστικής κοινότητας, όμως, ό,τι ενδιαφέρει εδώ, είναι όχι η τυπολατρική προσέγγιση του εδώ διερευνούμενου θέματος, μα η ουσία του συλλογισμού που θα αναπτύξω).
Το πώς διαμορφώνεται η δικανική κρίση του δικαστή, όταν δικάζει την οποιαδήποτε υπόθεση, αποτελεί ασφαλώς ένα ιδιαίτερης κρισιμότητας ζήτημα, που αφορά όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες μιας δίκης. Εδώ η αυτονόητη υπόθεση είναι, ότι ο δικαστής, δικάζει κατά συνείδηση και ανεπηρέαστος από οποιαδήποτε έξωθεν πίεση (της Κοινής Γνώμης περιλαμβανομένης ή τμημάτων αυτής) ή/και παρέμβαση στο έργο του, και ασφαλώς, πολύ περισσότερο, ο ίδιος ατομικά, με τον οποιοδήποτε τρόπο, δεν εξαρτά από την κρινόμενη απ’ αυτόν υπόθεση οιοδήποτε ιδιοτελές συμφέρον, ούτε έχει προσωπική γνωριμία ή προσωπικό δεσμό (οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό, οικονομικό) με οποιονδήποτε παράγοντα της δίκης. Επίσης, οφείλει ο δικαστής, κατά την διερεύνηση της συνταγματικότητας ενός νόμου, να αφήσει παράμερα τις όποιες του ιδεολογικές τοποθετήσεις, όχι όμως και τις κοινωνικές του ευαισθησίες -το αντίθετο!
Από την άλλη, η διαδικασία σχηματισμού της δικανικής κρίσης, πάρα πολύ συχνά, επιχειρεί να θεμελιωθεί, και όχι πάντοτε παρεμπιπτόντως αλλά κατά βάση, σε εξαιρετικά αόριστες αναφορές του ίδιου του νόμου, που όμως, τουλάχιστον κάποιες απ’ αυτές, αποτελούν κανόνες δημοσίας τάξης, όπως αυτές ερμηνεύονται από την νομολογία κατά περίπτωση. Τέτοιες «αόριστες» διατυπώσεις, είναι, π.χ., το «γενικό συμφέρον», η «καλή πίστη», η «αναλογικότητα», η «αξιοπρέπεια», το «εύλογον» ενός πράγματος (π.χ., εύλογος χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης, εύλογο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, κ.λπ.). Αυτές οι «αόριστες» διατυπώσεις, εν τούτοις, στα πλαίσια των πραγματικών και εξειδικευμένων δεδομένων που αποτελούν το αντικείμενο μιας δίκης, εφόσον αποδειχθεί ότι βαρύνει η αναφορά σ’ αυτές σημαντικά στην ορθή περιγραφή του δικαζόμενου γεγονότος ή/και των αιτιών που το παρήγαγαν, αν δεν ληφθούν υπόψη, ακόμα και αυτοβούλως από τον δικαστή, και περαιτέρω δεν μετατραπούν από μια αόριστη νομική έννοια σε διακριτό στοιχείο της εν γένει συλλογιστικής και των επιχειρημάτων του δικαστή μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή της απόφασης σε ανώτερο δικαστήριο, βεβαίως συντρεχόντων και άλλων τυχόν δεδομένων.
Μια τέτοια «αόριστη» διατύπωση που κάποιος μπορεί να βρει σε δικαστικές αποφάσεις, είναι κι αυτή της «κοινής πείρας των πραγμάτων» (ή περί «το πράγμα»). Η «κοινή πείρα» των πραγμάτων, περισσότερο ίσως από άλλες «αόριστες» νομικές έννοιες, δεν στηρίζεται σε καμία υποκειμενική υπόθεση περί το πράγμα ή τα πράγματα στα οποία αναφέρεται, αλλά, προκύπτει από την γνώση αυτών των πραγμάτων. Έτσι, όταν κάποιος την επικαλείται, την επικαλείται όντας βέβαιος πως όλοι εννοούν περί τίνος πρόκειται και αυτό συμβαίνει π.χ., στις δικαστικές αποφάσεις που την επικαλούνται.
Στο παρόν άρθρο, ακριβώς αυτή την «κοινή πείρα» θα επικαλεστούμε προκειμένου να διαπιστώσουμε, αν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση της διερεύνησης της συνταγματικότητας ή μη των Μνημονίων.
Όμως, η εδώ επιχειρούμενη προσέγγιση, υπόκειται εκ μέρους μου, σε ένα θεμελιώδη περιορισμό. Δεν θα αναφερθώ στο ζήτημα με ποια συλλογιστική τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν μνημονιακούς νόμους συνταγματικούς ή μη, διότι αυτό είναι γνωστό (προκύπτει από τις σχετικές αποφάσεις), και δεν έχει κάποιος παρά να ανατρέξει στη σχετική νομολογία, ιδίως αυτή των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, (Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), Άρειος Πάγος (ΑΠ), Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ) -κυρίως δε, το ΣτΕ και το ΕΣ).
Στην παρούσα προσέγγιση, εκείνο που επιχειρούμε να υποστηρίξουμε και ίσως αποδείξουμε, είναι πως τα Μνημόνια (και το PSI) εν τω συνόλω τους, κατέστησαν αντισυνταγματικά, πριν καν ψηφιστούν ως νόμοι του Κράτους, λόγω των αφόρητων δημόσιων πιέσεων τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και από το εξωτερικό, προκειμένου να υπερψηφίσουν τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους. Οι πιέσεις αυτές προέρχονταν από τα ΜΜΕ (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό), από θεσμικούς παράγοντες του εξωτερικού, (κυβερνήσεων αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι ενίοτε έφθαναν να υποδεικνύουν και τι (π.χ, στο Δημοψήφισμα) ή ποιους έπρεπε να ψηφίζουν οι Έλληνες!), αλλά και τις ίδιες τις πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων εκείνων που υπερψήφιζαν τα εκάστοτε Μνημόνια επιβάλλοντας κομματική πειθαρχία στους βουλευτές τους, που ως τέτοια από μόνη της συνιστά κατάφορη παραβίαση του Συντάγματος που επιτάσσει ο βουλευτής να κρίνει κατά συνείδηση και ασφαλώς ουδεμία «κομματική πειθαρχία» αναγνωρίζει, για οποιοδήποτε λόγο.
Ούτε βεβαίως ήταν άγνωστο στη Κοινή Γνώμη, ο τρόπος που η Τρόικα περιεφέρετο δημοσίως και επέβαλε τα Μνημόνια ασκώντας εδώ την δική της πίεση, υποκαθιστώντας ενίοτε και την ίδια την εκτελεστική εξουσία όχι μονάχα στα της σύνταξης των Μνημονιακών νόμων μα ενίοτε και ανακοινώνοντας σε συνεντεύξεις τους και ποια μέτρα πολιτικής θα ελαμβάνοντο, πέραν της επίσης ανάρμοστης για μια Δημοκρατία, διαδικασίας ψήφισης των Μνημονίων που επέβαλαν με τις διαδικασίες του κατεπείγοντος, οι οποίες ουσιαστικά υποχρέωναν τους βουλευτές να τοποθετηθούν (υπέρ ή κατά αδιάφορο) επί των προς ψήφιση Μνημονίων χωρίς καν να έχουν τον χρόνο να τα μελετήσουν σε βάθος, ίσως δε, ουδέ καν να τα διαβάσουν! Και ασφαλώς, όλοι μας γνωρίζαμε δημοσιεύσεις του Τύπου ή και δηλώσεις θεσμικών παραγόντων εδώ αλλά και στο εξωτερικό, οι οποίες αναφέρονταν σε επαφές της Τρόικα μέσω δικηγορικών γραφείων και άλλων συμβούλων για τη προώθηση επιχειρηματικών θέσεων που επεδίωκαν να τις περάσουν στα προς ψήφιση Μνημονιακά νομοσχέδια. Κανείς εξ όσων κατοικούν τη χώρα και έζησαν εκείνη την περίοδο της επιβολής των Μνημονίων όλα αυτά να μην τα άκουγε, να μην τα διάβαζε και να μην αισθάνονταν αποτροπιασμό για τον ευτελισμό των θεσμικών λειτουργιών της Ελληνικής Δημοκρατίας εκ μέρους των δανειστών της χώρας! Ούτε βεβαίως ήταν κάτι το σύνηθες η Γερμανία να διορίζει ειδικό υπουργό για την Ελλάδα, μια αναβίωση των παλιών υπουργείων Αποικιών που τηρούσαν οι πάλαι ποτέ Αποικιακές Αυτοκρατορίες, ώστε ακόμα και θεσμικά, η χώρα να καταστεί μια οιονεί αποικία, αφού είχε την «τιμή», η ηγεμονεύουσα Δύναμη της Ευρώπης, να καθιερώνει ειδικό υπουργικό χαρτοφυλάκιο, πέραν της Task Force που ήδη είχε συγκροτηθεί ως «σύμβουλος», όμως, ουδείς είχε καμία αμφιβολία για τον πραγματικό παρεμβατικό της ρόλο στα της «μεταρρυθμίσεως» που επιβάλλονταν από τους Μνημονιακούς νόμους. Όλες αυτές οι «πραγματικότητες», οφείλουν κι αυτές να συνυπολογιστούν στην «κοινή πείρα» των πραγμάτων, ώστε να συνεκτιμηθεί η επίδρασή τους και η συμμετοχή τους στη δημιουργία των «κατάλληλων» συνθηκών, οι οποίες επηρέαζαν τις λειτουργίες των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας όταν ψηφίζονταν τα Μνημόνια.
Τέτοια γεγονότα, (χωρίς να αναφερθούμε καν στην λάσπη και τη λοιδορία σε βάρος του ίδιου του ελληνικού λαού που επίσης περίσσευε εκείνα τα χρόνια), ασφαλώς είναι γνωστά σε όλους μας.
Ούτε ήταν μυστικό, ούτε βεβαίως από τους δικαστές, και επομένως, αποτελεί κι αυτό στοιχείο της «κοινής πείρας», δηλώσεις της ίδιας της πολιτικής (και όχι μόνο) ηγεσίας ότι η χώρα είχε γίνει μέσω των Μνημονίων «πειραματόζωο», και άρα, από μόνη της αυτή η δήλωση, ιδίως όταν προέρχονταν από πρωθυπουργικά χείλη, άρα, από την ίδια την Εκτελεστική Εξουσία, σε συνδυασμό με άλλες δηλώσεις εξίσου σημαντικών παραγόντων, εδώ και στο εξωτερικό, ότι τα Μνημόνια ενείχαν σε σημαντικό βαθμό και το τιμωρητικό στοιχείο, δεν θα έπρεπε να αφεθούν να αιωρούνται ως αναπάντητα «γιατί;» και να μην απαιτηθούν πειστικές απαντήσεις ώστε να συναξιολογηθεί και τούτη η «κοινή πείρα των πραγμάτων» μαζί με όλες τις άλλες που στο παρόν άρθρο ενδεικτικά αναφέρονται. Ας σημειωθεί πως τέτοιου είδους δηλώσεις, δεν αποτελούν «φήμες», αλλά υπεύθυνες δηλώσεις θεσμικών παραγόντων της χώρας. Από πότε νόμοι, ενδύονται την συνταγματική νομιμότητα, για να καταστήσουν τη χώρα και τον λαό «πειραματόζωα» και να εγκαθιδρύουν τη συλλογική «τιμωρία», κι αυτό, που ως «κοινή πείρα» είναι γνωστό στη Δικαιοσύνη, η τελευταία να μην το εντάσσει (εκτός λάθους) στον δικανικό της συλλογισμό; Κι από πότε οι Θεσμοί της Δημοκρατίας, της Νομοθετικής εξουσίας περιλαμβανομένης, με βάση την «κοινή πείρα», μπορεί να θεωρηθεί ότι «κατά συνείδηση» και με «ελευθέρα», μη εκβιαζόμενη βούληση νομοθετεί;
Συνεπώς, το ζήτημα της συνταγματικότητας νόμων (γενικώς) υπό καθεστώς αφόρητης πίεσης και εκβιασμού (κατά τα ανωτέρω) της συνείδησης του Νομοθέτου (μα και της Εκτελεστικής Εξουσίας), μια πίεση και ένας εκβιασμός που γίνεται εν μέση ημέρα, από μόνο του, ένα τέτοιο γεγονός, ακόμα και αν ο νόμος υπερψηφιστεί υπό τις ανωτέρω συνθήκες, όταν θα έρθει η στιγμή να κριθεί στα δικαστήρια η συνταγματικότητά του, το ερώτημα που τίθεται για τον δικαστή είναι τούτο : ελέγχεται η νομιμότητά του με βάση την «κοινή πείρα των πραγμάτων», στη βάση των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες ψηφίστηκε, και οι οποίες, πάντα με βάση την «κοινή πείρα των πραγμάτων», πιστοποιούν ότι ο νόμος αποτελεί προϊόν εκβιασμού και αφόρητης πίεσης της συνείδησης του Νομοθέτη; Υποχρεούται ο δικαστής να λάβει υπόψη του ακόμα και αυτοβούλως αν απαιτηθεί, αυτή τη «κοινή πείρα» των πραγμάτων, εφόσον γνωρίζει ό,τι και όλος ο άλλος κόσμος γνωρίζει, ότι δηλαδή, όχι μόνο ότι ο νόμος είναι προϊόν των ανωτέρω συνθηκών, αλλά και πως η συνείδηση ενός ανθρώπου (και ασφαλώς του βουλευτή), έχει όρια (ανθρώπινης) αντοχής σε τέτοιου είδους πιέσεις, κι αυτό ανεξάρτητα από το (κατ’ αρχήν) πολιτικό ζήτημα του αν τελικώς ενδίδει ή όχι (με όποιο πολιτικό κόστος) η συνείδηση του Νομοθέτη στις άνω πιέσεις και εκβιασμούς;
Στη δική μου αντίληψη περί δικαίου, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι αρνητική. Όχι, ο δικαστής δεν έχει το δικαίωμα, ή πιο σωστά : δεν θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα, με βάση την «κοινή πείρα» των πραγμάτων, να αγνοήσει τις άνω γνωστές σ’ αυτόν συνθήκες υπό τις οποίες ψηφίστηκαν τα Μνημόνια, κι ακριβώς απ’ αυτές να ξεκινήσει η διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης, εφόσον αποτελούν γεγονότα που έχουν άμεση σχέση με τη συνταγματική πρόνοια υπό ποιες συνθήκες πρέπει η συνείδηση του βουλευτή να διαμορφώνεται, ήτοι, υπό συνθήκες που δεν αλλοιώνουν και πολύ περισσότερο δεν ασκούν αφόρητη πίεση και τρομοκρατία πάνω του, ώστε να οδηγηθεί η ψήφος του προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Αρχίζοντας όμως η διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης από το αν ο νόμος αποτελεί προϊόν «ελεύθερης βούλησης» του Νομοθέτη, τότε, σε περίπτωση που αυτή η αναγκαία προϋπόθεση της κατ’ αρχήν συνταγματικότητάς του διαπιστωθεί ότι δεν υποστηρίζεται από το Σύνταγμα, τότε θα έπρεπε η σχετική διερεύνηση να περατωθεί στο σημείο αυτό, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, βεβαίως η δίκη συνεχίζεται καθ’ ον τρόπο γίνεται στη πράξη. Όμως στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, νόμοι (γενικώς), οι οποίοι κατά την «κοινή πείρα» των πραγμάτων, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, αποτελούν προϊόν αφόρητων πιέσεων στη συνείδηση του Νομοθέτη, ιδίως δε όταν αναφερόμαστε σε νόμους με τους οποίους διακυβεύονται μείζονα εθνικά ή γενικότερα συμφέροντα, πιέσεις παγκοίνως γνωστές και εξίσου απορριπτέες με βάση οιοδήποτε κριτήριο (ηθικό, πολιτικό, κοινωνικό, συνταγματικό), τότε, μια δικαστική απόφαση, η οποία δεν έλαβε υπόψη της την άνω «κοινή πείρα» και την επ’ αυτής θεμελιωμένη «κοινή γνώση» των πραγμάτων, τουλάχιστον όταν η τελική απόφαση του δικαστή είναι υπέρ της συνταγματικότητας ενός τέτοιου νόμου, θα πρέπει να αποτελεί λόγω προσβολής της απόφασης σε ένα ανώτερο δικαστήριο, εθνικό ή υπερεθνικό, τουλάχιστον για να υπάρξει σαφής τοποθέτηση εκ μέρους του δικαστή, καταφατική ή αρνητικά στο άνω ερώτημα που ετέθη.
Προσωπικά, και μ’ αυτό κλείνω, ανέμενα από τη Δικαιοσύνη, από του Έλληνες Δικαστές, να είχαν μια ξεκάθαρη στάση, τουλάχιστον πάνω στο ζήτημα των συνθηκών υπό τις οποίες ο Έλληνας Νομοθέτης κλήθηκε να ψηφίσει τους Μνημονιακούς νόμους, και να απορρίψουν όλα τα «τοξικά προϊόντα» που παρήγαγε, όπως τα Μνημόνια. Επαναλαμβάνω, πως δεν αναφέρομαι στο περιεχόμενό τους, αν είναι συνταγματικό ή όχι, όχι σε τούτο το άρθρο τουλάχιστον. Αναφέρομαι στο υπό ποίες συνθήκες υποχρεώθηκαν να λειτουργήσουν οι Θεσμοί της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Κοινοβουλίου περιλαμβανομένου. Και δεν είναι μονάχα εκείνα τα γεγονότα που ευθέως και αποκλειστικά στόχευαν στο να επηρεάσουν και τρομοκρατήσουν τους Έλληνες βουλευτές, είναι και η λοιπή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ενδεικτικά στοιχεία της οποίας ήδη μνημονεύθηκαν ανωτέρω, η οποία και αυτή συνέβαλε στη δημιουργία ενός νοσηρού πολιτικού κλίματος, που δεν ήταν δυνατό να μη συμβάλλει κι αυτό ακριβώς στο σκοπό που επιδιώκονταν.