Ο ΑΓΙΟΣ ΛΕΩΝ Πάπας Ρώμης
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΛΕΩΝ και ΠΑΡΗΓΟΡΙΟΣ πού μαρτύρησαν στα Πάταρα της Λυκίας
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ ο Ομολογητής και θαυματουργός Επίσκοπος Συναού
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΙΟΥΛΙΟΣ
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΒΑΛΕΡΙΟΣ ΓΚΑΦΕΝΚΟΥ
Αναλυτικά
Ο ΑΓΙΟΣ ΛΕΩΝ Πάπας Ρώμης
Ό Λέων έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας (450). Ήταν ένας από τους μεγάλους προμάχους και υποστηρικτές της ορθόδοξης αλήθειας. Όταν έγινε ή Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, ή έμμεση συμμετοχή του υπήρξε ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των Μονοφυσιτών. Έστειλε σ’ αυτήν τέσσερις αντιπροσώπους του και μια επιστολή πού απευθυνόταν στη Σύνοδο (για την ακρίβεια ή επιστολή του αγίου Λέοντος είχε σταλεί τρία (3) χρόνια πριν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό και ανεγνώσθη στη Σύνοδο. Είναι δε γνωστή ως “Τόμος του Λέοντος”). Μ’ αυτή καθόριζε με πλήρη ακρίβεια και αλήθεια τις δύο φύσεις του Χριστού. Τη θεία και την ανθρώπινη. Ή επιστολή ακούστηκε με ενθουσιασμό και άρεσε πάρα πολύ στα μέλη της Συνόδου και στο βασιλιά Μαρκιανό. Ή χρησιμότητα της ήταν μεγάλη στη διεξαγωγή των συζητήσεων και στη διατύπωση των όρων, για την απόφαση της Συνόδου. Έτσι ο Λέων, με “την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστί ρήμα Θεού”1, δηλαδή με το μαχαίρι του Πνεύματος, πού είναι ο λόγος του Θεού, έστω και έγγραφος στην περίπτωση αυτή, έγινε από τα λαμπρότερα όπλα, για τη συντριβή της πλάνης των αιρετικών. ο Λέων, πού διακρινόταν για την επιστημονική και θεολογική του Ικανότητα, άφησε αρκετές ομιλίες, πού είναι γραμμένες με πολλή γλαφυρότητα και δύναμη. Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή της βιογραφίας του, αυτή του Σ. Εύστρατιάδη, πού παραθέταμε όπως ακριβώς είναι γραμμένη:
Έγεννήθη εν Ρώμη περί τα τέλη του δ’ αιώνος, επί δύο πάπων διατελέσας διάκονος του Καλλίστου και Σήξτου, όν και διεδέχθη εις τον θρόνον τη 29η Σεπτεμβρίου του 440. Ύπήρξεν εις των άπολυταρχικωτέρων πάπων, ύποστηρίξας μετά πείσματος το παπικόν πρωτεΐον και αντιταχθείς κατά της αποφάσεως της Δ’ εν Χαλκηδόνι συνόδου (451) χορηγησάσης δια του κη’ Κανόνος αυτής τα ‘ίσα πρεσβεία τω πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με τον έπίσκοπον Ρώμης. Έκτοτε μέχρι του νυν δεν έπαυσαν οι πάπαι τα πρωτεία επί της καθόλου εκκλησίας διεκδικούντες, πολλών κακών γενόμενοι τη εκκλησία πρόξενοι. Την κατάταξιν αυτού μεταξύ των αγίων της ημετέρας εκκλησίας οφείλει ο Λέων εις την δογματικήν έκείνην έπιστολήν (ϊδ. Μίςηβ, ΡβίΓ. Ιβί. 54, 755-781), οποίαν άπέστειλεν εις την εν Χαλκηδόνι Δ’ Οίκουμενικήν Σύνοδον εναντίον των Μονοθελητών και Μονοφυσιτών, ης το περιεχόμενον έγένετο μετ’ ενθουσιασμού δεκτόν από μέρους των παρευρεθέντων πατέρων. Απέθανε τϋ 10η Νοεμβρίου 460).
1. προς Εφεσίους, στ’ 17.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ορθοδοξία, υπεστήριξας, την Έκκληοίαν, ως πολύφωνον του πνεύματος όργανον εκ γαρ Δυσμών άναλάμψας ως ήλιος, αιρετικών την άπάτην έμείωσας· Λέων Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ήμίν το μέγα έλεος.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΛΕΩΝ και ΠΑΡΗΓΟΡΙΟΣ πού μαρτύρησαν στα Πάταρα της Λυκίας
Ήταν και οι δύο αχώριστοι φίλοι, μια ψυχή σε δύο σώματα όπως θα έλεγε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για τον εαυτό του και τον Μέγα Βασίλειο. Όταν λοιπόν ο Παρηγοριάς πέθανε μετά από πολλά βασανιστήρια, πού υπέστη για τη χριστιανική πίστη, ο Λέων, απαρηγόρητος για τη στέρηση του φίλου του και ποθώντας το ένδοξο τέλος του, ήθελε και αυτός το γρηγορότερο τον δρόμο του μαρτυρίου. Και ή ευκαιρία βρέθηκε. Κάποτε γινόταν πανηγύρι των ειδωλολατρών με όλους τους συνηθισμένους θορύβους και απρεπείς διασκεδάσεις. ο Λέων πλησίασε εκεί, μπήκε στο ναό, πήρε στα χέρια του τα αναμμένα εκεί πήλινα λυχνάρια και τα συνέτριψε κάτω στη γη. Συγχρόνως δε έψαλλε ύμνους προς τον Θεό. Αμέσως τότε τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν σκληρά με μαστίγια από νεύρα βοδιών. Έπειτα οι βασανιστές του τον έσυραν σε κρημνώδη τόπο, πού κάτω υπήρχε φαράγγι και στο βάθος διακρινόταν ξηροπόταμος. Όταν έφτασαν εκεί, ο Λέων με όλες του τις δυνάμεις κατόρθωσε να προσευχηθεί και αμέσως τότε παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Άλλ’ ή λύσσα των δημίων του δεν Ικανοποιήθηκε με τον θάνατο του. Αφού έσυραν το λείψανο του στην άκρη του γκρεμού, από ‘κει το έριξαν με δύναμη στο χάος του φαραγγιού. Έτσι το σώμα του Άγιου μπορεί να έπεφτε μέσα στο φαράγγι, άλλ’ ή ψυχή του πετούσε στον ουρανό, όπου θα συναντούσε τον εγκάρδιο φίλο του στην αιώνια δόξα του Χριστού.
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ ο Όμολογητής και θαυματουργός Επίσκοπος Συναού
Ήταν χριστιανικό γέννημα της Καππαδοκίας και είχε εισέλθει κατά τη νεανική του ηλικία σε ένα από τα εκεί Μοναστήρια. Εκεί ζούσε με πνεύμα διακονίας, προθυμότατος στις υπηρεσίες και σαν ο τελευταίος άπ’ όλους. Επί βασιλέως Λικινίου στρατεύθηκε, και όταν καταδιώχθηκαν οι χριστιανοί, ύποβλήθηκε σε βασανιστήρια. Επειδή όμως δια της προσευχής, θεράπευσε κάποιο δαιμονισμένο μέλος οικογενείας πού ήταν πολύ κοντά στο Μεγάλο Κων/νο, ο Αγαπητός πέτυχε άδεια απαλλαγής από το στρατό. Επιδόθηκε τότε, στις Ιερές μελέτες και την υπηρεσία του Ευαγγελίου. ο επίσκοπος όμως της πόλης Σινάου πληροφορήθηκε τα χαρίσματα του και τον χειροτόνησε Ιερέα. Μετά δε το θάνατο του επισκόπου, λαός και κλήρος εξέλεξαν διάδοχο του τον Αγαπητό. Από τη νέα του θέση ο Αγαπητός, ήταν τύπος των πιστών, ο διδάσκαλος και ο πατέρας τους. Φώτιζε με το λόγο του, οικοδομούσε με το παράδειγμα του, παρηγορούσε και στήριζε, περιέθαλπε και βοηθούσε, όχι μόνο κατά δύναμιν, αλλά και υπέρ δύναμιν. Σ’ αυτές τις άγιες ασχολίες τον βρήκε ο θάνατος, ο όποιος του άπλωσε τη γέφυρα, δια της όποιας μεταβιβάστηκε από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΓΡΙΠΠΑΣ, ΒΙΚΤΩΡΙΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ
Είναι γνωστοί με την αναφορά τους στο υπόμνημα του πιο πάνω οσίου Αγαπητού. Ότι δηλαδή είδε το μαρτύριο τους και ήθελε να γίνει κοινωνός αυτού. Τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε για την ζωή τους.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΙΟΥΛΙΟΣ
Μαρτύρησε δια ξίφους.