Στην ομιλία του στην Βουλή ο Κ. Κατσαφάδος, είπε ότι ήρθε στην Βουλή όχι «ως απολογούμενος στον κ. Τσίπρα, δεν το έχω ανάγκη, αλλά για να εκπροσωπήσω μια γενιά φιλελεύθερων νεολαίων, οι οποίοι συμμετείχαν στις διαδικασίες στα πανεπιστήμια και αγωνίστηκαν για να είναι ελεύθερα, για να είναι ανοιχτά, για να είναι δημοκρατικά, για τη φοιτητική νεολαία της Νέας Δημοκρατίας, την ανεξάρτητη φοιτητική νεολαία, τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, η οποία πρωταγωνίστησε και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί μέσα στους χώρους των πανεπιστημίων, όπου ήταν αυτή η οποία μίλησε για μεταπτυχιακά, για να μπορέσουν να ενισχυθούν οι σπουδές των φοιτητών, ήταν αυτή που μίλησε για προγράμματα ERASMUS, ήταν αυτή η οποία ήθελε ανοικτά τα πανεπιστήμια, και όχι να τα κλείνουμε για το πώς θα είναι το μέγεθος της τυρόπιτας, ή για το τι γίνεται στο Αφγανιστάν, ή για το τι γίνεται στο Ιράν, όπως ήταν τα αιτήματα, τότε, της φοιτητικής νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπου ζητούσε κατάληψη κάθε λίγο και λιγάκι για πράγματα τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον φοιτητικό χώρο και με τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν οι φοιτητές.
Είμαι εδώ, για να εκπροσωπήσω όλους αυτούς τους φιλελεύθερους νέους, οι οποίοι έχουν αγωνιστεί για ένα καλύτερο δημόσιο πανεπιστήμιο, αλλά και για να μπορέσω να βγάλω αυτήν την προσπάθεια συμψηφισμού, η οποία προσπάθησε να γίνει». Ο υφυπουργός κατέθεσε την απόφαση του δικαστηρίου στον Πειραιά «όπου μετά από μία μήνυση η οποία είχε γίνει από τον τότε πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιά για ένα περιστατικό, το οποίο το είχαμε καταδικάσει απερίφραστα, κατηγόρησε όλο τον σύλλογο φοιτητών, τα μέλη της ΔΑΠ, τα μέλη της ΠΑΣΠ, οκτώ φοιτητές, επτά συμφοιτητές μου είχε κατηγορήσει ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου Πειραιά, όπου εδώ υπάρχει η αμετάκλητη, οριστική και ομόφωνη αθωωτική απόφαση και των οκτώ.
Καταλαβαίνω και κατανοώ ότι δεν μπορείτε να χωνέψετε εσείς, οι σύντροφοί σας, έναν νέο άνθρωπο, έναν γιο ενός «μπάτσου» – έτσι λέτε τους αστυνομικούς, αυτή είναι η πραγματικότητα – ένα παιδί από μια οικογένεια της μεσαίας τάξης, ο οποίος δεν έζησε και δεν μεγάλωσε στα πλούτη και στα παλάτια, όπως λέτε εσείς ότι είμαστε πορφυρογέννητοι, ο οποίος αγωνίστηκε μέσα στα ελληνικά πανεπιστήμια, ο οποίος είναι περήφανος για τη δράση του, τις ιδέες τους και τις απόψεις του και τους ομοϊδεάτες του, και ο οποίος έχει τη χαρά και την τιμή να τον στηρίζουν δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες του. Σας ξαναλέω, δεν ήρθα εδώ για να απολογηθώ σ’ εσάς. Έρχομαι γιατί έχω μία υποχρέωση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σ’ αυτήν την προσπάθεια συμψηφισμού που πήγε να γίνει. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Εγώ είμαι περήφανος, γιατί όλα μου τα χρόνια στο πανεπιστήμιο, αγωνιζόμουν για να είναι ανοιχτά τα πανεπιστήμια, όταν εσείς και τα παιδιά σας αγωνιζόσασταν για να είναι κλειστά τα πανεπιστήμια. Εγώ είμαι περήφανος γιατί είμαι ο γιος ενός ‘μπάτσου’, όπως λέτε. Γιατί ο γιος ενός συναδέλφου σας, ο οποίος συνελήφθη ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης με ένα πιστόλι και μία χειροβομβίδα, όταν τον ρώτησε ο εισαγγελέας και του είπε ‘Τι θα τα κάνατε; Θα τα χρησιμοποιούσατε αυτά τα όπλα;’, η απάντησή του ήταν ‘μόνο για τους αστυνομικούς’. Και όταν τον ρώτησε ο εισαγγελέας – εσείς που κόπτεστε για την αστυνομία – “γιατί; Αυτοί δεν είναι άνθρωποι;”, απάντησε ‘όχι, είναι το μακρύ χέρι του νόμου». Και όταν πήγα να κλέψω την τράπεζα, πήγα να κάνω απαλλοτρίωση, όχι να ληστέψω την τράπεζα!
Δεν είμαστε ίδιοι λοιπόν. Δεν είμαστε αυτοί που πηγαίνουμε μάρτυρες υπεράσπισης στους τρομοκράτες, στους μπαχαλάκηδες, στους αναρχικούς, σε όσους πετάνε μολότοφ, σε όσους καταστρέφουν και λεηλατούν την ελληνική περιουσία. Δεν είμαστε ίδιοι. Και λυπάμαι, στεναχωριέμαι πάρα πολύ, αλλά είχα υποχρέωση, όπως σας είπα, να έρθω εδώ, για τους χιλιάδες νεολαίους της Νέας Δημοκρατίας, για τον πρωθυπουργό και την υπουργό που δίνουν μια μάχη, για τη χώρα που πάει να μπει στην κανονικότητα. Έρχομαι εδώ για να μιλήσω για το αυτονόητο, έχοντας υποχρέωση μόνο μία: απέναντι σε αυτά τα παιδιά, απέναντι στην κληρονομιά που μου άφησε η μάνα μου και ο πατέρας μου και απέναντι στην κληρονομιά που πρέπει να αφήσω και εγώ στην κόρη μου, όχι για εσάς