Ευλογημένα τα σπίτια που φυλάνε τα κειμήλια, συνήθιζε να λέει και να γράφει ο αείμνηστος νομικός και ιστορικός Δημήτριος Γέροντας.
Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Μια φωτογραφία, ένα έγγραφο, ένα έπιπλο ή ένα αριστείο όχι μόνο θυμίζουν και τιμούν τους προγόνους, αλλά έρχεται κάποτε η ώρα να διδάξουν τις νεότερες γενιές. Τα τεκμήρια, κυρίως αυτά που φυλάσσονται στα οικογενειακά αρχεία, είναι τις περισσότερες φορές αδιάψευστοι μάρτυρες, όχι μόνο για το πέρασμα από τη ζωή των προσώπων αλλά και της προσφοράς τους, τουλάχιστον όσων επέλεξαν ευγενείς αγώνες και δραστηριότητες. Είναι δε πολλοί, πάμπολλοι εκείνοι που πρόσφεραν υπηρεσίες στην πατρίδα και παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό.
Θαυμάσια ευκαιρία, λοιπόν, ο εορτασμός των 200 ετών από την Εθνεγερσία ώστε να αναδειχθούν σημαντικές εθνικές φυσιογνωμίες. Τις σκέψεις αυτές προκάλεσαν δύο φωτογραφίες και δύο παράσημα που είχε την ευγενή διάθεση να προσφέρει μια Αθηναία δέσποινα στον Σύλλογο των Αθηναίων για το νέο μουσείο που σύντομα θα ανοίξει τις πύλες του στο κοινό. Η κυρία Αικατερίνη Ιωαννίδου παρέδωσε τα τεκμήρια αυτά του προγόνου της, προκειμένου να συντηρηθούν και να εκτίθενται για να θυμίζουν εκείνους που αγωνίστηκαν για την Πατρίδα.
Είναι οι ίδιοι που στη συνέχεια αποτέλεσαν τους θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους αναπτύχθηκε η ελληνική πρωτεύουσα, η πόλη των Αθηνών. Διότι πρόκειται περί τεκμηρίων που αφορούν έναν Ελληνοϊταλό αγωνιστή της μεγάλης Εθνεγερσίας που πρόσφερε τα πάντα στον Αγώνα. Ηταν ο Mikele Gramsi ή Μιχαήλ Γράμσης ή Γκράμσι (1783-1873), όπως εξελληνίστηκε το ονοματεπώνυμό του, το οποίο εμφανίζεται με διάφορες εκδοχές στις γραπτές πηγές (Γράμπη, Γράμη κ.ά.). Γεννημένος στη Νάπολη, καταγράφεται από την επίσημη βιβλιογραφία στους Ιταλούς φιλέλληνες με μεγάλη δράση καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Παραιτήθηκε από τη θέση του και έφτασε στην Πελοπόννησο τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1821.
Τον ακολούθησαν Ιταλοί πυροβολητές και πυροτεχνουργοί που συντηρούσε με δικά του χρήματα. Κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό με τον βαθμό του λοχαγού και ετέθη επικεφαλής του πυροβολικού του υπό τις διαταγές του κορσικανικής καταγωγής Γάλλου φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα, που σκοτώθηκε πολεμώντας στην Κρήτη. Ο Γράμσης προάχθηκε σε ταγματάρχη τον Ιανουάριο του 1822 από την Προσωρινή Κυβέρνηση και διακρίθηκε για τη γενναιότητα και τις στρατιωτικές του ικανότητες.
Στη Μάχη του Πέτα
Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναβαρίνου, καθώς και στην ανεπιτυχή προσπάθεια κατάληψης του Παλαμηδίου, όπου και τραυματίστηκε. Ταξίδεψε στα νησιά του Αιγαίου στρατολογώντας άνδρες. Στη συνέχεια βρέθηκε ανάμεσα σε εκείνους που δοξάστηκαν στη Μάχη του Πέτα υπό τις διαταγές του εξαίρετου φιλέλληνα Πιέτρο Ταρέλλα (1781-1822), ο οποίος άφησε εκεί την τελευταία του πνοή.
Μετακινείται στο Αργος, εμψυχώνει τους άνδρες και τον πληθυσμό και πολεμά το καλοκαίρι 1822 στις μάχες κατά της στρατιάς του Δράμαλη σε Αργος, Δερβενάκια και Κόρινθο. Αφού διαλύθηκε ο τακτικός στρατός, ακολουθεί τους ατάκτους και ως επικεφαλής 100 ανδρών παίρνει μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου. Τον Αύγουστο μπαίνει στο Μπούρτζι και τον Νοέμβριο εξέρχεται για να τεθεί στις διαταγές του Νικηταρά. Δυναμικός, μεθοδικός και πάντα ετοιμοπόλεμος, τραυματισμένος δύο φορές, απολαμβάνει την πρώτη αναγνώριση των θυσιών του και ανακηρύσσεται χιλίαρχος, ενώ η Β΄ Εθνοσυνέλευση (Αστρος) του αποδίδει τον βαθμό του συνταγματάρχη και το Εκτελεστικό Σώμα εκδίδει πράξη ευγνωμοσύνης.
Ελληνικής καταγωγής;
Γραπτά τεκμήρια βεβαιώνουν ότι ο Μιχαήλ Γράμσης ήταν ελληνικής καταγωγής και υπηρετούσε ως λοχαγός στον στρατό του Βασιλείου των Δύο Σικελιών. Συνδέθηκε με Σουλιώτες και άλλους Ελληνες που υπηρετούσαν εκεί υπό τις διαταγές του φιλέλληνα Αγγλου αντιστρατήγου Ρίτσαρντ Τσορτς.
Η εκδοχή Γράμσης είναι αυτή που υιοθετήθηκε επισήμως από το ελληνικό κράτος και τον συνόδευσε στα ληξιαρχικά στοιχεία του.