του Παναγιώτη Κατσικερού, Εφέτη Αθηνών
Α’ ΜΕΡΟΣ
Το δικαίωμα της από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας (με κυριότερη έκφανση την συνεπιμέλεια) προβλέπεται στα άρθρα 18 της Διεθνούς Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζεται με το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης και την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με το Σχέδιο Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Οικογενειακού Δικαίου, ανταποκρίνεται η Πολιτεία στο ώριμο κοινωνικό αίτημα για ισότιμη συμμετοχή των γονέων στην ζωή των τέκνων από χωρισμένες οικογένειες ή εκτός γάμου (Α.Κ. 1513 και 1515), καθώς το συμφέρον του τέκνου «εξυπηρετείται πρωτίστως από την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθένα από αυτούς» (Α.Κ. 1511 παρ. 2).
Το κατά πόσον μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, θα κριθεί από την αποτελεσματικότητα των νέων διατάξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή τους από τα δικαστήρια. Ειδικότερα :
Α. Η προσφυγή των γονέων στη διαμεσολάβηση προβλέπεται προαιρετικά πριν τη δίκη (Α.Κ. 1512) και δύναται να διαταχθεί ή επαναληφθεί από το δικαστήριο μετά από αυτήν (Α.Κ. 1514). Αλλά για ταχύτερη επίλυση των διαφορών προς όφελος των τέκνων, θα ήταν σκόπιμο :
Να καταστεί υποχρεωτική η διαμεσολάβηση, ως προστάδιο της δίκης, χωρίς ευχέρεια να διατάσσεται μετά την ακροαματική διαδικασία.
Να γίνεται προχρέωση της δικογραφίας (αγωγή – προτάσεις – έγγραφα διαδίκων) για μελέτη σε εισηγητή – δικαστή, μέλος του οικογενειακού δικαστηρίου, τριμελούς σύνθεσης (ομοίως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο), με σκοπό την ενδελεχή, μέσω διάσκεψης, εξέταση της υπόθεσης.
Τα οικογενειακά τμήματα πρωτοδικείων και εφετείων να έχουν ισάριθμους, ανά φύλο, δικαστές.
Ο διαμεσολαβητής (οπωσδήποτε παιδοψυχολόγος, με πιστοποιημένη εξειδίκευση και εμπειρία σε θέματα χωρισμένων γονέων και γονεϊκής αποξένωσης), να συντάσσει έκθεση για τις σχέσεις γονέων – τέκνου, τα αίτια των προβλημάτων τους και τις προτεινόμενες λύσεις.
Ο δικαστής να συμμετέχει ενεργά στη διαμεσολάβηση, έχοντας επανειλημμένα προσωπική επικοινωνία με το τέκνο (βλ. παρακάτω παρ. Γ)
Να ολοκληρώνεται η διαμεσολάβηση, με συμφωνητικό των γονέων ή πρακτικό καταχώρησης των επιμέρους σημείων διαφωνίας – συμφωνίας, μέχρι την συζήτηση της αγωγής γονικής μέριμνας, επιμέλειας ή επικοινωνίας.
Να εκδικάζεται η υπόθεση, σε σύντομη δικάσιμο, σε μία συζήτηση, χωρίς δικαίωμα αναβολής, ούτε δυνατότητα προδικαστικής απόφασης λ.χ. πραγματογνωμοσύνης (την ανάγκη της καλύπτει η έκθεση διαμεσολαβητή), εκτός αν συντρέχουν επείγοντες λόγοι ή νεότερα περιστατικά προς διερεύνηση.
Να μην προβλέπεται στις οικογενειακές διαφορές δίκη ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής, καθώς δεν διεξάγεται από οικογενειακό δικαστήριο με απαραίτητη εξειδίκευση, δεν υπάρχει προστάδιο διαμεσολάβησης, η αποδεικτική διαδικασία είναι σύντομη και χωρίς πρακτικά, ενώ η απόφαση λαμβάνεται με πιθανολόγηση (Κ.Πολ.Δ. 690 παρ. 1), συνθήκες όπου εμφιλοχωρούν το σφάλμα και η αστοχία στη δικανική κρίση.
Θα ήταν σκοπιμότερο να ανατεθεί στον εισηγητή – δικαστή του οικογενειακού δικαστηρίου η αρμοδιότητα (αφού έχει μία πρώτη επικοινωνία με το τέκνο και διαβούλευση με τους γονείς, με συνδρομή διαμεσολαβητή), να λαμβάνει προσωρινά μέτρα ρύθμισης των οικογενειακών διαφορών (και αν χρειαστεί, σε επόμενο χρόνο, να τα μεταρρυθμίζει), με ισχύ έως την έκδοση απόφασης επί της αγωγής.
Να διπλασιασθεί ο αριθμός των οικογενειακών δικαστών αποκλειστικής απασχόλησης, τουλάχιστον στα μεγάλα δικαστήρια (προσωπικό που θα εξασφαλιστεί, δια μειώσεως των απασχολούμενων στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινών διαταγών, εκ των οποίων σημαντικότατο ποσοστό είναι οικογενειακές διαφορές), σε συνδυασμό με τη θέσπιση σύντομων προθεσμιών για δικάσιμο και έκδοση απόφασης και του κανόνα ότι οι πρωτοβάθμιες δικαστικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικά προσωρινώς εκτελεστές.
Για την ενότητα και ασφάλεια της δικανικής κρίσης, αλλά και προκειμένου να επιτευχθεί κατευνασμός και συνολική επίλυση της οικογενειακής διαφοράς, να συνεκδικάζονται, στο ίδιο διάστημα με την αστική υπόθεση, από το τριμελές οικογενειακό δικαστήριο (ταυτόχρονα αστικό και ποινικό), οι ποινικές υποθέσεις (ενδοοικογενειακή βία και παραβίαση δικαστικών αποφάσεων γονικής μέριμνας, συνεπιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής) με απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (χωρίς προανάκριση και διαδικασία συμβουλίων) και συζήτηση – έκδοση απόφασης σε μία δικάσιμο, χωρίς δικαίωμα αναβολής.
Β. Η προβλεπόμενη στην Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’ διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου («μπορεί»), να διατάξει διαμεσολάβηση ή επανάληψή της ή πραγματογνωμοσύνη ή να λάβει «οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο», τείνει σε καθυστέρηση έκδοση οριστικής απόφασης, παρατεινόμενης της γονεϊκής αποξένωσης του τέκνου.
Η θέσπιση της διαμεσολάβησης – πραγματογνωμοσύνης, ως προσταδίου της δίκης, θα ήταν ωφελιμότερη για τέκνα και γονείς, οδηγώντας, αν όχι σε εξωδικαστική επίλυση, οπωσδήποτε σε καλύτερη προετοιμασία και σύντομη έκδοση οριστικής απόφασης.
Γ. Mε την Κ.Πολ.Δ. 612 ορίζεται ότι το δικαστήριο «…πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. … Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σε αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση.»
Σύμφωνα με την Α.Κ. 1511 (όπου παραπέμπει και η Α.Κ. 1520 παρ. 3 για το δικαίωμα επικοινωνίας) : «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με την γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του και η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής.».
Για να διακριβωθεί ασφαλέστερα η έλλειψη υποβολής ή καθοδήγησης, πρέπει η προσωπική επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο να γίνεται, έγκαιρα και επανειλημμένα, κατά το προστάδιο διαμεσολάβησης (ή έστω μετά την δίκη κατά Κ.Πολ.Δ. 612), υποχρεωτικώς για παιδιά σχολικής ηλικίας (άνω των 6 ετών), με συμμετοχή παιδοψυχολόγου ο οποίος θα γνωμοδοτεί γραπτώς (διοριζόμενος από κατάλογο πραγματογνωμόνων, έως την στελέχωση της Κεντρικής Αρχής Διαμεσολάβησης), αρχικά κατά μόνας με το τέκνο, ακολούθως με την παρουσία εναλλάξ εκάστου γονέα, σε κατάλληλο διαμορφωμένο και φιλικό για παιδιά χώρο, με μαγνητοφώνηση της διαδικασίας για αποκλειστική χρήση στην αστική δίκη (με ενημέρωση μόνον των γονέων και απαγόρευση οποιαδήποτε άλλης χρήσης ή κοινολόγησης σε τρίτους)
Δ. Η Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’ ορίζει ότι «Για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του».
Πλην όμως, οι ήδη διαμορφωμένοι πριν τη δίκη αποκλειστικοί ή έστω στενότεροι «έως τότε δεσμοί του τέκνου με το ένα γονέα», ουδόλως πρέπει να δίνουν σ’ αυτόν «προβάδισμα» στη γονική μέριμνα, εφόσον έχουν επιτευχθεί από τον γονέα κατά παράβαση της Α.Κ. 1514 παρ. 2, δηλαδή : με τη «μη ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου» ή με την «αποξένωσή του από καθένα από αυτούς» ή με τον «μη σεβασμό των δικαιωμάτων του άλλου γονέα» ή με την «συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα» ή με τη «μη συμμόρφωσή του γονέα με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις ή πράξεις».
Συνεπώς, υπάρχει κίνδυνος καταχρηστικής εφαρμογής της Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’, με αποτέλεσμα την κατάργηση του κανόνα της από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας, εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη η παραδοχή, από σημαντική μερίδα της νομολογίας, της θεωρίας περί «βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας στην ανατροφή των παιδιών» (παρότι έχει καταρριφθεί, ως μεθοδολογικά ανακριβής και μη έγκυρη, από τις πρόσφατες επιστημονικές έρευνες – βλ. την από 10/7/2020 ανακοίνωση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας για την συνεπιμέλεια).
Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν, στην Α.Κ. 1514 παρ. 3 γ’ να προστεθεί η διατύπωση : «εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα κατά παράβαση των αναφερόμενων στο άρθρο 1511 παρ. 2 Α.Κ. κριτηρίων του συμφέροντος του τέκνου».
Ε. Με την Α.Κ. 1514 παρ. 3 προβλέπονται εξαιρέσεις στον κανόνα της ισότιμης άσκησης της γονικής μέριμνας από τους δύο γονείς (άρθρα 1511 παρ. 2, 1513 εδ. α’ και 1515 εδ. β’ – γ’ Α.Κ.), που φθάνουν σε σοβαρό περιορισμό της («να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων» είτε λειτουργικά λ.χ. ένας γονέας να έχει την επιμέλεια και άλλος την διοίκηση περιουσίας, είτε χρονικά με ανισοκατανομή της διάρκειας διαμονής του τέκνου με έκαστο γονέα και «να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα») μέχρι και την κατάργησή της («να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα»).
Η ως άνω παράκαμψη, στην πράξη, του θεσμού της συνεπιμέλειας γίνεται εφικτή υπό εξαιρετικά ασαφείς προϋποθέσεις :
α. Ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας «δεν είναι δυνατή» και ιδίως αν ο ένας γονέας «δεν συμπράττει» σ’ αυτή. Δηλαδή αρκεί η διαφωνία (;) του άλλου γονέα στη συνεπιμέλεια, που αποτελεί αυθαίρετη προσωπική επιλογή αυτού, όχι όμως κριτήριο για το συμφέρον του τέκνου.
Ο κίνδυνος καταχρηστικής εφαρμογής ως κανόνα (αντί για εξαίρεση) της παραπάνω διάταξης είναι ορατός, ενόψει της ισχυρής νομολογιακής τάσης, ότι η διαφωνία των γονέων για τα θέματα της γονικής μέριμνας καθιστά την συνάσκησή της αδύνατη, επομένως πρέπει αυτή να ανατίθεται αποκλειστικά στη μητέρα, ενόψει της «βιοκοινωνικής υπεροχής» αυτής και των «έως τότε δεσμών του τέκνου» μαζί της.
β. Ότι «για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς», οι οποίοι όμως μπορεί να έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα με αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα.
γ. Η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι ή έχει καταστεί «αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου», χωρίς αναφορά περιπτωσιολογίας στο νόμο.