Με 18 μήνες καθυστέρηση, η κυβέρνηση αποφάσισε να ασχοληθεί με το «φλέγον» θέμα των εκκρεμών συντάξεων. Πρόκειται φυσικά, για ένα ζήτημα που έρχεται από το παρελθόν και ταλαιπωρεί εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους και ασφαλισμένους. Και λέμε «και ασφαλισμένους» διότι, δεν είναι μόνο εκείνοι που περιμένουν «στην ουρά», για να λάβουν τη σύνταξή τους, πολλές φορές ακόμα και τέσσερα χρόνια.
Είναι και εκείνοι που δεν φαίνονται στους αριθμούς της στατιστικής και είναι οι εν ενεργεία εργαζόμενοι-ασφαλισμένοι που δεν τολμούν να συνταξιοδοτηθούν, γνωρίζοντας ότι θα χρειαστεί να μείνουν για πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, χωρίς μισθό και χωρίς σύνταξη. Αναγκάζονται λοιπόν, να περιμένουν να συγκεντρώσουν όσα χρήματα μπορούν για να επιβιώσουν το μεσοδιάστημα. Και αυτό, ας πούμε ότι μπορεί να συμβεί για όσους είναι υψηλόμισθοι. Για τη συντριπτική πλειοψηφία, όμως, των εμμίσθων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, μια τέτοια προοπτική, είναι απαγορευτική.
Αν υπολογίσει κανείς ότι κατά μέσο όρο κατατίθενται 150.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης ανά έτος και αθροίσει και τις 170.000 αιτήσεις, μόνο για κύρια σύνταξη, που εκκρεμούν στον e-ΕΦΚΑ, προκύπτει ότι το ζήτημα της καθυστέρησης της απονομής των συντάξεων, αφορά άμεσα ή έμμεσα περίπου 1.000.000 συμπολίτες μας, την επόμενη πενταετία.
Η κυβέρνηση γνώριζε το πρόβλημα εξ αρχής, συνεπώς δεν δικαιολογείται η καθυστερημένη αντίδραση. Ακόμα περισσότερο, όταν με ευθύνη της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, οι εκκρεμότητες στις συντάξεις διογκώθηκαν ήδη πριν την πανδημία και εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια αυτής. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά: Περισσότερες από 170.000 εκκρεμείς κύριες συντάξεις, σχεδόν 130.000 επικουρικές, 60.000 εφάπαξ και περισσότερες από 50.000 εκκρεμότητες σε υπολογισμούς παράλληλων συντάξεων, δεκάδες χιλιάδες τροποποιητικές αποφάσεις με συνυπολογισμούς χρόνων διαδοχικής ασφάλισης, προσμετρήσεις χρόνων κ.λπ. συνθέτουν ένα σκηνικό απόλυτης διάλυσης, που φέρει τη «βούλα» του επιτελικού, ψηφιακού κράτους, του κ. Μητσοτάκη.
Θυμίζουμε, δε, ότι ο πρώην υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Βρούτσης, αμέσως μόλις ανέλαβε το «τιμόνι» του υπουργείου, τον Ιούλιο του 2019, κατηγόρησε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι του παρέδωσε «1.058.748 εκκρεμότητες», που αφορούσαν, όχι μόνο συνταξιοδοτήσεις, αλλά και λοιπά συναφή αιτήματα (π.χ. επαναϋπολογισμούς συντάξεων κ.λπ).
Αλήθεια, δεν θα είμαστε ακριβείς αν πούμε ότι, με βάση την καθυστέρηση νέου επαναϋπολογισμού όλων των συντάξεων, με βάση τα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης, για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης (ν.4670/2020) και με βάση τα «μαθηματικά Βρούτση», οι σημερινές συνταξιοδοτικές εκκρεμότητες ξεπερνούν τις 2.500.000;
Το πρόβλημα όμως δεν είναι η επικοινωνία αλλά η ουσία.
Η κυβέρνηση έφερε νόμο στη Βουλή, που ορίζει ότι για την αντιμετώπιση του προβλήματος:
α) θα επιστρατευτούν παλιοί συνταξιούχοι των ασφαλιστικών ταμείων (που απασχολούνταν στον τομέα της απονομής των συντάξεων) ώστε να απασχοληθούν στις συντάξεις,
β) θα προβλεφθούν υποχρεωτικές εξάμηνες αποσπάσεις υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ από άλλους φορείς του Δημοσίου,
γ) θα συγκροτηθούν ομάδες εργασίας με ποσοτικούς στόχους και «πριμ παραγωγικότητας» έως 7.200 ευρώ το χρόνο,
δ) θα υπάρξει διάθεση προσωπικού από επιστημονικά επιμελητήρια
ε) σε περίπτωση που προκύψουν επιτακτικές υπηρεσιακές ανάγκες, επιτρέπεται να ανατεθεί η διεκπεραίωση συντάξεων, σε όσους υπαλλήλους δεν έχουν ήδη αποσπαστεί, παράλληλα με τα κύρια καθήκοντα της θέσης τους.
Προσφάτως, μάλιστα, συγκροτήθηκε «task force» με επικεφαλής εξειδικευμένο project manager, που θα ασχοληθεί με το θέμα.
Δυστυχώς, όλες οι παραπάνω ενέργειες, μόνο προβλήματα θα δημιουργήσουν και δεν συνιστούν τίποτα παραπάνω από μια προσωρινή «επικοινωνιακή φούσκα», για να κοπάσουν οι αντιδράσεις.
Σημειολογικά, η παραδοχή ότι τα έμπειρα στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης που υπηρετούν για δεκαετίες στα ασφαλιστικά ταμεία είναι ανίκανα να διαχειριστούν το πρόβλημα είναι απαξιωτική και προσβλητική, ενώ επιχειρεί να αποκρύψει τις ξεκάθαρες κυβερνητικές ευθύνες. Η πεποίθηση ότι οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι «δεν μπορούν», ενώ ο project manager από την αγορά θα λύσει το ζήτημα είναι ενδεικτική της αποστροφής της κυβέρνησης προς το δημόσιο τομέα, του οποίου φυσικά οι παθογένειες οφείλονται κατ’ εξοχήν σε εκείνους που κυβέρνησαν τη χώρα για δεκαετίες.
Ακόμα χειρότερα όμως αποκρύπτεται ότι βούληση της κυβέρνησης είναι να ιδιωτικοποιηθεί και το σύστημα απονομής των συντάξεων, του οποίου τον έλεγχο …δεν έχει ο e-ΕΦΚΑ. Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, το πληροφοριακό σύστημα της χώρας που διαχειρίζεται περί τα 30 δισ. ευρώ, σε ετήσια βάση, ανήκει σε ιδιωτική εταιρεία εδώ και αρκετά χρόνια, η οποία με την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, κρατάει σε «ομηρεία» κάθε κυβέρνηση. Παρά το γεγονός ότι ο e-ΕΦΚΑ διαθέτει διεύθυνση πληροφορικής, η οποία στοχευμένα είναι υποστελεχωμένη, ένας ιδιώτης είναι ικανός να θέσει σε αδράνεια όλη την κοινωνικό-ασφαλιστική λειτουργία με το πάτημα ενός κουμπιού. Άραγε διερευνήθηκαν ποτέ οι ευθύνες των ιδιωτών, για λογισμικά που δεν υπάρχουν και αδυναμίες του συστήματος, να διεκπεραιώσει τις πιο απλές διαδικασίες;
Με βάση τα ανωτέρω, όσοι ασχολούνται με την κοινωνική ασφάλιση γνωρίζουν καλά ότι το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στις συντάξεις λύνεται μέσα σε λίγους μήνες αρκεί:
α) να προσληφθεί προσωπικό (όχι ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός υπαλλήλων),
β) με την ανανέωση και εκσυγχρονισμό των πληροφοριακών συστημάτων,
γ) με τη βελτίωση των κτιριακών εγκαταστάσεων και
δ) με τη δημιουργία δημόσια ελεγχόμενου πληροφοριακού συστήματος εποπτείας των συνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών.
Η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει αλλά δεν θέλει να δώσει λύση. Με 1.000 υπαλλήλους στα ασφαλιστικά ταμεία άλλωστε, αντί για 1.000 αστυνομικούς στα πανεπιστήμια, το ζήτημα σε λίγους μήνες θα ήταν παρελθόν.
Λεφτά όμως υπάρχουν για καταστολή, αλλά όχι για το κοινωνικό κράτος.