Όταν, το 1990, η Νέα Δημοκρατία χαρακτήριζε την προηγούμενη περίοδο «χαμένη δεκαετία», όσον αφορά την οικονομία, είχε ασφαλώς δίκιο. Η δεκαετία του ’80 ήταν καταστροφική. Δεν ήταν απλώς μια περίοδος χαμένων ευκαιριών αλλά ακόμα χειρότερα κατά την διάρκειά της υποθηκεύθηκε το μέλλον αφού το «χρέος και οι άλλες ανελαστικές δαπάνες» εγκατέστησαν τον «αυτόματο πιλότο στο τιμόνι της οικονομίας» (Απόστολος Λάζαρης, 10/6/1988).
Εκείνη την περίοδο τόνιζα με επιμονή και σε κάθε ευκαιρία, ότι, ενώ σωστά μιλάμε για μια χαμένη δεκαετία στην οικονομία, θα πρέπει ταυτοχρόνως να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε χάσει πολλές και αναντικατάστατες δεκαετίες στην εκπαίδευση. Η χώρα έχασε την ευκαιρία να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό της.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα και μια κοινωνία με τα δικά μας χαρακτηριστικά η επένδυση στην εκπαίδευση, δηλαδή στο ανθρώπινο κεφάλαιο, έπρεπε να αποτελεί την μεγάλη λεωφόρο που θα μας οδηγούσε με ασφάλεια στο μέλλον. Ήδη από το 1978 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε δείξει τον στόχο λέγοντας ότι: «η νέα μεγάλη ιδέα για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι άλλη από το να γίνει η χώρα όχι μόνο Περιφερειακό αλλά Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο κέντρο Παιδείας και Πολιτισμού».
Ο στόχος ήταν μεγαλεπήβολος και είχε χαθεί ήδη πολύτιμος χρόνος. Γιατί σε αντίθεση με αυτό που φαίνεται ως αυτονόητο, αλλά δεν είναι, η μεγάλη αλλαγή δεν έπρεπε να ξεκινήσει από τα νηπιαγωγεία αλλά από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αυτή ήταν -και είναι- ο «μεγάλος ασθενής», του οποίου μάλιστα η κατάσταση με την πάροδο του χρόνου γινόταν απελπιστική.
Η τομή, που όφειλε να έχει γίνει ήδη από το 1950, ήταν το άνοιγμα της Τριτοβάθμιας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Η κατάσταση θα ήταν τελείως διαφορετική αν, ήδη από τότε, επιτρεπόταν στον ιδιωτικό τομέα να αμφισβητήσει το μονοπώλιο των Δημόσιων ΑΕΙ. Τα ποιοτικά και κοινωνικά επιχειρήματα όσων ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια εξέλιξη ήταν κοντόφθαλμοι δογματισμοί ή συντεχνιακά άλλοθι. Η «επάρκεια» των πτυχιούχων των εγχωρίων ΑΕΙ και οι εκατοντάδες χιλιάδες απόφοιτοι από πανεπιστήμια του εξωτερικού καταρρίπτουν αφ’ ενός το επιχείρημα της ποιότητας και αφ’ ετέρου εκείνο της διασφάλισης «ίσων ευκαιριών».
Μετά την Μεταπολίτευση η κατάσταση στην Τριτοβάθμια βαδίζει από το κακό στο χειρότερο. Η συντεταγμένη -αλλά και η ασύνταχτη- «επαναστατικότητα» του φοιτητικού κινήματος αντιμετωπίστηκε από ένα «ψοφοδεές» ή ιδεοληπτικό καθηγητικό κατεστημένο με ανοχή δίχως όρια η οποία μετεξελίχθηκε σε συνενοχή στην ανευθυνότητα. Γιατί αυτό που γίνεται σε πολλά ΑΕΙ θυμίζει το ανέκδοτο που λεγόταν για τους «απελεύθερους» των «Σοσιαλιστικών Παραδείσων» σύμφωνα με το οποίο όταν τους ρωτούσαν για τις συνθήκες εργασίας και αμοιβών απαντούσαν: «οι ιθύνοντες έκαναν ότι μας πλήρωναν και εμείς κάναμε ότι δουλεύαμε».
Η αρχική απροθυμία του εκπαιδευτικού προσωπικού να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην ανευθυνότητα και το συνεχώς διευρυνόμενο «μπάχαλο» βρήκε το συμπλήρωμά της στον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα της εκτελεστικής εξουσίας η οποία όχι μόνο δεν αντιμετώπισε σοβαρά την κατάσταση αντίθετα, αρχής γενομένης από την «επιβράβευση» του υπό τον Μαυράκη κινήματος των βοηθών, προσχώρησε σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «ανίερη συμμαχία ανευθυνότητας». Τα ΚΑΤΕΕ έγιναν ΤΕΙ και στην συνέχεια ΑΕΙ, έγινε πράξη, -παραφρασμένη σε «κάθε πόλη και ΑΕΙ κάθε χωριό και ΤΕΙ»- η εξαγγελία της Χούντας για «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» εξασφαλίζοντας εκλογική πελατεία στους πολιτικούς, θαμώνες σε ταβέρνες καφετέριες και μπαρ, ενοικιαστές για τα σπίτια, ενώ βεβαίως εξαπατούσε νεολαία και κοινωνία παρέχοντας πτυχία δίχως αντίκρισμα.
Τα περιστατικά βίας στα ΑΕΙ, με αποκορύφωμα τα πρόσφατα γεγονότα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, αποτέλεσαν το έναυσμα για να ανοίξει η συζήτηση. Προφανώς εκτός από λίγους «κολλημένους» και γραφικούς όλοι συμφωνούν ότι δεν πάει άλλο. Όλοι περιμένουν από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα και την Κυβέρνηση να δώσουν τέλος στο κατεστημένο της αυθαιρεσίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών συμφωνεί με την πρόθεση του Υπουργείου να καταστείλει την ανομία. Η πρόθεση για την πρόσληψη ειδικών φρουρών για τον σκοπό αυτό βρίσκει σύμφωνη την κοινή γνώμη η οποία απορεί με την αρνητική στάση των Πανεπιστημιακών.
Όμως, σε όσους εξετάζουν τα πράγματα βαθύτερα, εγείρονται ερωτήματα, όχι ως αναφορά την πολιτική ορθότητα του μέτρου αλλά σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τις ενδεχόμενες παγίδες του. Φυσικά αυτές οι τελευταίες δεν αφορούν τις Ακαδημαϊκές ελευθερίες αλλά τα ατυχή γεγονότα που μπορεί να οδηγήσουν σε αντίθετα του επιδιωκόμενου αποτελέσματα. Η περίπτωση Κοντογιαννόπουλου, η εμμονή του οποίου -με το point system και το ομοιόμορφο ντύσιμο- πυροδότησε γεγονότα -τα οποία λίγο έλλειψε να ανατρέψουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη εννέα μήνες μετά την εκλογή της- δεν είναι τόσο παλιά ώστε να την ξεχνάμε. Ούτε φυσικά η περίπτωση Γρηγορόπουλου.
Το κύριο ερωτηματικό όμως αφορά το γεγονός ότι η προωθούμενη ρύθμιση δεν αντιμετωπίζει τα ουσιαστικά προβλήματα των ΑΕΙ τα οποία προφανώς δεν είναι ούτε οι «επαναστάτες» ούτε οι «μπαχαλάκηδες». Όπως δεν είναι ούτε οι «αιώνιοι φοιτητές», ούτε η «μαγική συνταγή» εισαγωγής στα ΑΕΙ που ορίζει πόσοι θα μπαίνουν από την κύρια είσοδο, και πόσοι από τις πλαϊνές και τις πίσω πόρτες. Το βασικό πρόβλημα είναι η ποιότητα των πτυχίων. Η λύση του έχει δύο κύριους παράγοντες. Το διδακτικό προσωπικό και την εκτελεστική εξουσία. Το «μπάχαλο» είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της στρεβλής λειτουργίας αυτών των δύο.
Η ευθύνη της πολιτείας -αφού δεν μπορούν προς το παρόν να ιδρυθούν ιδιωτικά ΑΕΙ λόγω Συντάγματος- συνίσταται στην αντίστροφη της πορείας που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Ουσιαστικός περιορισμός του αριθμού και της διασποράς των ΑΕΙ, και ταυτόχρονος περιορισμός των εισακτέων στα όρια του συνδυασμού δυνατοτήτων-ικανοτήτων φοιτητών και ιδρύματος. Κάθε νέος πρέπει να έχει την δυνατότητα να σπουδάσει αυτό που επιθυμεί με δύο προϋποθέσεις. Να είναι αυτό που θέλει και όχι ότι κάτσει στη λοταρία και να μπορεί. Όχι αντί για πυρηνικός επιστήμονας να καταλήγεις οινολόγος, ούτε αρκεί η επιθυμία για κοινωνικό πρεστίζ και υψηλό εισόδημα για να γίνεις καρδιοχειρουργός.
Ευθύνη της πολιτείας, επίσης, είναι η ουσιαστική αξιολόγηση των ΑΕΙ. Η αυτονομία δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη. Η κοινωνία έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να αξιολογήσει το «προϊόν» για το οποίο πληρώνει. Να αποκτήσει γνώση για το που εμπιστεύεται τα παιδιά της, το μέλλον της. Μια δειγματοληπτική αξιολόγηση του επιπέδου γνώσεων των πτυχιούχων αλλά και του εκπαιδευτικού υλικού θα δημιουργούσε εικόνα για την ποιότητα των σπουδών. Το γεγονός ότι οι άριστοι των αρίστων του ΕΜΠ για παράδειγμα έχουν, σε κορυφαίες σχολές, μέσο χρόνο φοίτησης επτά ή και οκτώ χρόνια δεν οφείλεται ούτε στους ίδιους ούτε στους «μπαχαλάκηδες». Ευθύνεται το ίδιο το ίδρυμα και οι στρεβλώσεις του. Οι πανεπιστημιακοί είναι οι μόνοι που μπορούν να διαφυλάξουν την τιμή των ιδρυμάτων τους. Αυτό είναι το καθήκον τους. Όταν το παραμελούν, ανοίγουν τις καστρόπορτες σε άλλες λύσεις, οι οποίες όχι μόνο δεν λύνουν το κύριο πρόβλημα, αυτό της ποιότητας των πτυχίων, αλλά ενίοτε, αποδεικνύονται και τραυματικές.
Αντώνης Αντωνάκος
28-01-2021
[email protected] http://www.antonakos.edu.gr