Η αποκατάσταση της αλήθειας για την ιστορική Συνέλευση της Βοστίτσας, στις 26-30 Ιανουαρίου 1821

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Όπως απέδειξε και η φετινή επέτειος, σιγά-σιγά αρχίζει να αναδεικνύεται η μεγάλη ιστορική σημασία της Συνέλευσης της Βοστίτσας (Αίγιο) για την έναρξη της Εθνεγερσίας, την 25η Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα.

Αξίζει όμως να υπενθυμίσουμε πότε και πώς ξεκίνησε αυτή η αποκατάσταση καθώς και τι ακριβώς συνέβη στη Βοστίτσα, μεταξύ 26-30 Ιανουαρίου 1821, δηλαδή τρεις μήνες πριν την έναρξη της Εθνεγερσίας.

Η αποκατάσταση αυτή πολλά οφείλει στον τέως ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλο. Και τούτο γιατί αφού επί πολλά χρόνια η επέτειος της Συνέλευσης της Βοστίτσας είχε πέσει στην αφάνεια, στις 26 Ιανουαρίου 2018 ο Προκόπης Παυλόπουλος επισκέφθηκε επισήμως το Αίγιο και παρέστη στις σχετικές τελετές, που έγιναν για πρώτη φορά με τόση λαμπρότητα.

Τότε και με την ευκαιρία της ανακήρυξής του σ’ Επίτιμο Δημότη του Δήμου Αιγιαλείας, ο Προκόπης Παυλόπουλος στην αντιφώνησή του μίλησε εκτενώς για την μεγάλη ιστορία του Αιγίου, ιδίως όμως είπε τα εξής για την σημασία της ιστορικής Συνέλευσης της Βοστίτσας καθώς και για την συμπόρευση Πολιτείας και Εκκλησίας στους μεγάλους Αγώνες του Έθνους:

«Φθάνουμε έτσι στο 1821, που αποτελεί έτος-σταθμό στην Ιστορία της Πόλης σας.
Α. Στις 26-30 Ιανουαρίου του 1821, πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης, έγινε στο Αίγιο η πρώτη επίσημη σύσκεψη των κληρικών και των προεστών του Μοριά για την επανάσταση, η ονομαστή «Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας». Η Συνέλευση έγινε στο Αίγιο επειδή εκεί υπήρχαν σχετικά λίγοι Τούρκοι. Οι συγκεντρωθέντες, για να μην κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων, διέδιδαν ότι η συγκέντρωση αφορά δήθεν την επίλυση κτηματικών διαφορών μεταξύ μοναστηριών. Η συνέλευση γινόταν κάθε μέρα σε διαφορετικό σπίτι. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα σπίτια των προεστών Ανδρέα Λόντου, Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου και Άγγελου Μελετόπουλου.

Οι συζητήσεις άρχισαν μετά την άφιξη του Παπαφλέσσα, ως εκπροσώπου του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας. Στην Συνέλευση έλαβαν μέρος πολλοί κληρικοί από ολόκληρη την Πελοπόννησο και πρόκριτοι μόνον από τρεις επαρχίες της Αχαΐας: Των Πατρών, της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων. Μερικοί από τους συμμετασχόντες ήταν οι ακόλουθοι: o Παλαιών Πατρών Γερμανός (ως πρόεδρος της Συνέλευσης), o Παπαφλέσσας (ως εισηγητής εκ μέρους της Φιλικής Εταιρείας), ο Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Γερμανός Ζαφειρόπουλος, ο Πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως Αμβρόσιος Φραντζής, οι Νικόλαος Λόντος, Ανδρέας Λόντος, Ασημάκης Ζαΐμης, Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Χριστόδουλος ή Χριστοδούλου, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ασημάκης Φωτήλας, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Λέων Μεσσηνέζης, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο Επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος, ο Ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Ρεγκλής ή Μπόχαλης, ο Ιερομόναχος Ιερόθεος και ο Επίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος.
Βασικό θέμα της Συνέλευσης υπήρξεν ο καθορισμός του χρόνου της έναρξης της Επανάστασης. Ως τέτοια αρχικώς προσδιορίσθηκε, εφόσον οι συνθήκες το επέτρεπαν και υπήρχε και ευνοϊκή απάντηση από την Ρωσία, η 25η Μαρτίου. Αλλιώς, η 23η Απριλίου ή η 21η Μαΐου. Επίσης, σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τους καλούσαν στην Τριπολιτσά, θα κήρυσσαν την Επανάσταση πρώτοι.
Β. Κατά την συνεδρίαση υπήρξαν αρκετές διαφωνίες για την έναρξη της εξέγερσης. Μεταξύ αυτών που ζητούσαν αναβολή ήταν και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Yποστηρίχθηκαν δύο γνώμες:

1. Η μία γνώμη, της οποίας κύριος υποστηρικτής ήταν ο Παπαφλέσσας, συνίστατο στην ανάληψη άμεσης δράσης. Και τούτο διότι αν δεν εκδηλωνόταν έγκαιρα, η Επανάσταση ήταν ενδεχόμενο να ματαιωθεί από μέτρα που θα λάμβαναν οι Τούρκοι, με δεδομένο ότι ήδη οι κινήσεις της Φιλικής Εταιρίας είχαν γίνει γνωστές στην Υψηλή Πύλη.

Η άλλη προσέγγιση, που την χαρακτήριζε μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα ως προς τον χρόνο κήρυξης της Επανάστασης -όχι ως προς την αναγκαιότητα της Επανάστασης καθεαυτήν- έθετε, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα ερωτήματα: Πώς θα ξεκινούσε η Επανάσταση, δηλαδή υπό ποιες συνθήκες; Είχαν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες; Η εξέγερση θα ήταν καθολική; Ποιος θα την διηύθυνε; Θα έφθανε βοήθεια από το εξωτερικό; Πόση και ποιά εγγύηση υπήρχε γι’ αυτή την βοήθεια;

Γ. Και υπέρ των δύο αυτών γνωμών συνηγορούσαν σοβαρά επιχειρήματα.

Προκειμένου, όμως, να γίνει απολύτως κατανοητό ότι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν υπήρξε λιγότερο πατριώτης από τον Παπαφλέσσα, ας αναλογισθούμε ότι η Σύσκεψη της Βοστίτσας συνέπεσε σχεδόν, χρονικά, με το Συνέδριο του Λάυμπαχ των κρατών-μελών της Ιεράς Συμμαχίας, το οποίο διεξήχθη από τις 26 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαΐου 1821. Λογικό, λοιπόν, ήταν να υπάρξουν σκέψεις –σκέψεις απολύτως πατριωτικές- για το πώς θα ενεργούσαν οι αντιδραστικές σε κάθε Επανάσταση κραταιές δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας.
Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, στην Βοστίτσα δεν ελήφθη καμμία απόφαση. Αυτό δεν αληθεύει. Νεότερες μελέτες τεκμηριώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, το αντίθετο: Η άλλοτε επικρατούσα θέση ότι στην Βοστίτσα υπήρξε αγεφύρωτη σύγκρουση απόψεων των κοτζαμπάσηδων και ιερέων με τον Δικαίο (όπως αναφέρεται π.χ. στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ΙΒ’, σ. 79) και ότι το ξέσπασμα της Επανάστασης συνέβη περίπου τυχαία, δεν γίνεται αποδεκτό από σύγχρονους ιστορικούς (π.χ. Β. Παναγιωτόπουλος, Δ. Τζάκης). Οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ), καθώς και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν, εάν στην Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας. Η διαδεδομένη ιστοριογραφική άποψη, που θέλει τον Δικαίο απομονωμένο ή και καταδιωκόμενο από τους κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς, βασίζεται στην επιλεκτική χρήση κάποιων πηγών (π.χ. Φωτάκος, Φραντζής, Π.Π. Γερμανός) και την αποσιώπηση άλλων. Για παράδειγμα, είχε αγνοηθεί η αποστολή του Σπ. Χαραλάμπους προς τους Υδραίους Φιλικούς, στους οποίους μετέφερε τις αποφάσεις της Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας, καθώς και η σχετική επιστολή του Παπαφλέσσα, της 31-1-1821, με την οποία καλεί τον Ιάκωβο Τομπάζη να εμπιστευθεί και να αποδεχθεί τις εντολές του Χαραλάμπους.
Δ. Μετά την Συνέλευση αποφασίσθηκε να σταλεί ο ιερομόναχος Ιερόθεος στην Πελοπόννησο, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τον αγώνα, ενώ πολλοί από τους παρευρισκόμενους προσέφεραν πρώτοι οικονομική βοήθεια. Ο επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Γερμανός 2.000 γρόσια, ο Α. Φρατζής 2.000, ο Σ. Χαραλάμπης 2.500, ο Επίσκοπος Προκόπιος 1.500 και ο Α. Ζαΐμης 3.000. Μάλιστα, διαβάσθηκε και επιστολή του Μαυρομιχάλη, που προέτρεπε σε ταχεία έναρξη της Επανάστασης.

Επίσης, μεταξύ των αποφάσεων της Συνέλευσης ήταν να ενημερώσουν όλους τους προκρίτους της Πελοποννήσου για τις σκέψεις και τις επιμέρους αποφάσεις της Συνέλευσης. Ορίσθηκε δε, ο μεν Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως να ενημερώσει, κατά την επιστροφή του, τους προεστούς των επαρχιών Μυστρά, Καλαμάτας, Αρκαδίας, Καρυταίνης και Φαναρίου, ο δε Επίσκοπος Μονεμβασίας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Στάλθηκαν, ακόμη, επιστολές στον πρώην Επίσκοπο Άρτης Ιγνάτιο και στην Ρωσία.
Οι πρόκριτοι του Αιγίου, Ανδρέας Λόντος, Δημήτριος Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος και Λέων Μεσσηνέζης, σύντομα ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για τον αγώνα. Ο Ανδρέας Λόντος συγκρότησε το πρώτο μεγάλο στρατιωτικό σώμα της Πελοποννήσου (400 άνδρες από την Αιγιάλεια και την απέναντι Ρούμελη), το οποίο συντηρούσε με δικά του έξοδα. Όταν οι Τούρκοι του Αιγίου πληροφορήθηκαν την παράδοση των Τούρκων των Καλαβρύτων, αποφάσισαν να φύγουν οικειοθελώς και να περάσουν με βάρκες στην Φωκίδα, επειδή το Αίγιο δεν διέθετε κανένα φρούριο. Στην αποχώρησή τους αυτή τους βοήθησαν και οι ίδιοι οι Αιγιώτες. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε συνέβη αυτό. Ως πλέον πιθανές ημέρες αναχώρησης των Τούρκων από το Αίγιο θεωρούνται η 24η ή 25η Μαρτίου. Ο Ιστορικός του 19ου αιώνα Σπυρίδων Λάμπρος στο “Ιστορικό Λεξικό” του 1880 γράφει: Το «Αίγιον υπήρξεν η πρώτη πόλις, εκ της οποίας, εκραγείσης της Επαναστάσεως, έφυγαν οι Τούρκοι το κατ’ αρχάς έντρομοι». Ας σημειωθεί, τέλος, ότι κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης του 1821 το Αίγιο, αφού είχε εκκενωθεί, κάηκε δύο φορές από το πέρασμα Τούρκων και Αλβανών, που είχαν έλθει προς βοήθεια της πολιορκούμενης Τριπολιτσάς. Ο δεύτερος εμπρησμός έγινε μερικές ημέρες πριν την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου) και επακολούθησαν λεηλασίες και αρπαγές στην επαρχία γύρω από το Αίγιο.
Τον καθοριστικό ρόλο της Συνέλευσης της Βοστίτσας στην έκρηξη της Εθνεγερσίας επιβεβαιώνει και το ακόλουθο γεγονός: Μεταξύ των τριών ημερομηνιών που επελέγησαν από την Συνέλευση, για την έναρξη της Εθνεγερσίας, ήτοι μεταξύ 25ης Μαρτίου, της 23ης Απριλίου και της 21ης Μαΐου, ήταν η πρώτη που υπερίσχυσε. Με άλλες λέξεις η Συνέλευση της Βοστίτσας -φυσικά μαζί με τα λοιπά γεγονότα που προαναφέρθηκαν- όχι μόνο δεν εμπόδισε την Εθνεγερσία, αλλά λειτούργησε, εν δυνάμει, ως καθοριστικός καταλύτης της.
Ε. Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι η Συνέλευση της Βοστίτσας ήταν η «σπίθα» που πυροδότησε τις έτοιμες ψυχές των υπόδουλων Ελλήνων, για να επέλθει η έκρηξη της Εθνεγερσίας στην Αγία Λαύρα, την 25η Μαρτίου 1921. Η «Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας», εκτός από το ότι αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό στον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά των Οθωμανών κατακτητών, καθώς όσοι συμμετείχαν σ’ αυτήν είχαν πλήρη συνείδηση της τεράστιας προσπάθειας που αναλάμβαναν και η οποία, λίγο αργότερα, θα οδηγούσε στην Εθνεγερσία, μας επιτρέπει και την συναγωγή των ακόλουθων επιμέρους συμπερασμάτων, όσον αφορά το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Χώρα μας και στην Ιστορία μας:

Πρώτον, η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε ενεργώς παρούσα στους μεγάλους Αγώνες του Έθνους μας για Ελευθερία και Ανεξαρτησία. Η περίπτωση της «Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας», σε συνδυασμό με την έκρηξη της Εθνεγερσίας στην Αγία Λαύρα την 25η Μαρτίου 1821, όταν και πάλι η Εκκλησία ήταν παρούσα και πρωτοπόρος, «βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές».
Δεύτερον, η Εκκλησία υπήρξε ενεργώς παρούσα και στους αγώνες στήριξης της Κοινωνίας μας. Ιδίως σε κρίσιμες στιγμές. Κυρίως δε σήμερα ουδείς μπορεί να υποτιμήσει και, πολύ περισσότερο, να μηδενίσει τον ρόλο της Εκκλησίας ως προς την αντιμετώπιση της βαθιάς οικονομικής κρίσης που ακόμη πλήττει τον Τόπο μας και τον Λαό μας. Ειδικότερα δε τον ρόλο της Εκκλησίας ως προς την στήριξη του Κοινωνικού Κράτους και της κοινωνικής συνοχής, όταν μάλιστα ο ρόλος αυτός συνέβαλε τα μέγιστα στην αποφυγή της ρήξης του κοινωνικού μας ιστού.
Και, τρίτον, όλα τ’ ανωτέρω συγκλίνουν στην συναγωγή του ακόλουθου γενικότερου συμπεράσματος, το οποίο είναι παντελώς ανεξάρτητο από θρησκευτικές πεποιθήσεις και αποδίδει την ιστορική αλήθεια και μόνον: Ο ως άνω ρόλος της Εκκλησίας στους αγώνες του Έθνους μας και της Κοινωνίας μας, που δεν απαντάται -τουλάχιστον στην ίδια έκταση και με την ίδια ένταση-σε άλλες χώρες, εξηγεί ευγλώττως τους δεσμούς Πολιτείας και Εκκλησίας, τους οποίους αποτυπώνουν, και θεσμικώς, όλα, ανεξαιρέτως, τα Ελληνικά Συντάγματα από την σύσταση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, με κατάληξη το ισχύον Σύνταγμα του 1975.»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ