Γράφει ο Κώστας Λάμπος
Διακόσια χρόνια μετά την ανολοκλήρωτη επανάσταση του 1821 η Ελλάδα και ο Ελληνισμός προσπαθούν να ξεπεράσουν το Σοκ της τραυματικής περιπέτειας της γέννας και της πορείας του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, προκειμένου το Ελληνικό έθνος να ανασυνθέσει αντικειμενικά και επιστημονικά την ιστορία του, αναγκαία προϋπόθεση για την συγκρότηση μιας στρατηγικής επιβίωσής του στο μέλλον. Για να ξέρουμε πού πάμε, πρέπει να μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και από που ερχόμαστε κι’ αυτό προϋποθέτει απομυθοποίηση και αποϊδεολογικοποίηση της ιστορίας της επανάστασης και της σύγχρονης Ελλάδας. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα της διδακτορικής διατριβής μου που γράφτηκε μεταξύ 1975 και 1980, έγινε αποδεκτή με την βαθμολογία Magna Cum Laude από την Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Freie UniversitaetBerlin στις 4 Φλεβάρη 1981, κυκλοφόρησε στα γερμανικά το ίδιο έτος από τον Rita G. FischerVerlag της Φρανκφούρτης και στα ελληνικά το 1983 από τις εκδόσεις ΑΙΧΜΗ[1].
Τα σημερινά εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδας «θα γίνουν τότε μόνο κατανοητά, όταν θα πάψει πλέον να αγνοείται προκλητικά ο νόμος ύφανσης του ιστού της ελληνικής κοινωνίας στο παρελθόν, ιδιαίτερα κατά την τουρκοκρατία (1453-1827)[2]. Οι καρποί τόσο των εθνογενετικών όσο και των ανθρωπογενετικών διαδικασιών έχουν ομοιότητες μεταξύ τους, επειδή η οικονομική και κοινωνική όπως η σωματική και πνευματική ανάπτυξή τους εξαρτάται σημαντικά από τις συνθήκες εγκυμοσύνης και τις στραπάτσες της γέννας. Ωστόσο λείπουν ακόμα οι επιστημονικά έγκυρες και ιδεολογικά αποφορτισμένες μελέτες για τις συνθήκες γέννησης του νεοελληνικού έθνους[3] που θα βοηθούσαν σ’ αυτή την κατανόηση. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία να προσεγγίσω συνολικά αυτό το ζήτημα, δηλαδή τις συνθήκες της στρεβλής διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης καθώς και αυτό της ιστορικής εγκυμοσύνης και της πολύ καθυστερημένης γέννας του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ως νέου ελληνικού κράτους.
Υπήρχε από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας η ιδέα της ενότητας των Ελλήνων, αλλά αυτή επιχειρήθηκε πότε με τον ιμπεριαλισμό της Αθήνας και πότε με τον επεκτατισμό της Σπάρτης και πάντα στη βάση ανελέητων εμφύλιων συγκρούσεων και συμμαχικών καταστροφικών πολέμων με τη συνδρομή πάντα της τότε μεγάλης δύναμης της Περσίας. Η γρήγορη κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η πτώση της τελευταίας πόλης-κράτους, της Κορίνθου, το 147 της παλιάς χρονολόγησης, άμεση συνέπεια της ανικανότητας των πολλών ελληνικών πόλεων-κρατών να φέρουν σε έναν κοινό παρανομαστή τα συμφέροντά τους, οδήγησε αναπόφευκτα στη διάλυση της αρχαίας Ελλάδας και στη μετατροπή των ελληνικών περιφερειών σε διοικητικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[4]. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν καθορίστηκαν αποκλειστικά από τα συμφέροντα της Ρώμης. Το ελληνικό στοιχείο, ιδιαίτερα ισχυρό στην νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου, δεν μπόρεσε να υπερασπισθεί την ιδέα της ενιαίας Ελλάδας. Αλλά και η διάσπαση και κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καθώς και άνοδος της θεοκρατικής βυζαντινής αυτοκρατορίας στις ανατολικές επαρχίες που ακολούθησαν, δεν οδήγησαν σε σημαντικές διαφοροποιήσεις που θα μπορούσαν να επιτρέψουν τον ισχυρισμό ότι το Βυζάντιο υπήρξε μια κάποια συνειδητή συνέχεια της αρχαίας, ή έστω ένας κάποιος πρόδρομος της νεότερης Ελλάδας, όπως συνηθίζουν να ισχυρίζονται ακόμα μερικοί. Κι αυτό γιατί το λεγόμενο ορθόδοξο χριστιανικό ιερατείο δεν κατάστρεψε και εξαφάνισε μόνο τα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας, αλλά προχώρησε στο κάψιμο και στο θάψιμο της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας, επειδή αυτή έστρωνε τον δρόμο της έρευνας και της επιστήμης για το καλό της κοινωνίας και δεν ασχολούνταν με το βασανιστικό για το σκοταδιστικό εξουσιαστικό ιερατείο ερώτημα για το ‘φύλλο’ των υποτιθέμενων ‘αγγέλων’, πίσω από το οποίο κρύβονταν υποκριτικά τα δύσοσμα οικονομικά και εξουσιαστικά του συμφέροντα.
Βέβαια οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, ο απλός λαός που βρίσκεται εκτός εξουσίας των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων, προσπαθούν να διατηρήσουν τη κοινή τους γλώσσα, τις παραδόσεις τους, την κοινωνικοϊστορική τους μνήμη και συνείδηση, τα ήθη και τα έθιμά τους[5], ως συγκολλητική, αμυντική και αλληλέγγυα δύναμη επιβίωσης, μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα όπου επιχειρείται από τον Μιχαήλ Ψελλό[6] η συστηματική αναβίωση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και παράδοσης.
Ακολουθεί στις αρχές του 13ου αιώνα (1205-1210) η απόπειρα του ‘Βασιλείου της Νικαίας’ υπό τον Θεόδωρο Λάσκαρη και τη σύμπραξη των μεγάλων οικογενειών των Λασκαραίων και Βατατζήδων να εμφανιστεί ως «το πρώτο εθνικό ελληνικό κράτος»[7]. Αν και πολλοί, δικαιολογημένα ίσως, αμφισβητούν ότι το κράτος της Νικαίας διέθετε τα ιστορικά χαρακτηριστικά ενός ελληνικού εθνικού κράτους, εντούτοις η μελέτη των γεγονότων αυτής της εποχής μας αποκαλύπτει τα πρώτα σοβαρά σκιρτήματα διαμόρφωσης μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης. Τελικά μόνο στην τελευταία φάση του Βυζαντίου, περίπου στον 14ο αιώνα, γίνεται αντιληπτή μια δειλή όσο και ακόμα αδιαμόρφωτη εθνική συνειδησιακή διαφοροποίηση-αφύπνιση, με φορείς τους λόγιους και τις τάξεις των εμπόρων, των βιοτεχνών, των ναυτικών, των φτωχών αγροτών, των κολίγων και υπόδουλων που επεδίωκαν, το κάθε κοινωνικό στρώμα βέβαια με διαφορετικό τρόπο, την απελευθέρωσή τους από την κυρίαρχη τάξη των φεουδαρχών, των κληρικών και των στρατιωτικών «με αίτημα τις πολιτικοκοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα προστάτευαν και θα προωθούσαν το εμπόριο και την ανερχόμενη βιομηχανία»[8].
Η κυριαρχία του ελληνόφωνου στοιχείου ανάμεσα σ’ αυτά τα στρώματα είχε στην πορεία του χρόνου σαν αποτέλεσμα την ιδέα της μετατροπής της φεουδαρχικής βυζαντινής αυτοκρατορίας σε ένα αστικό ελληνικό βασίλειο μέχρι και «την ίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού έθνους»[9] ιδέα που σε εξαιρετικές περιπτώσεις ξεπερνούσε και τον αστικό χαρακτήρα των αλλαγών, όπως δείχνει η περίπτωση της Κομμούνας της Θεσσαλονίκης (1342-1349)[10]. Οι διαρκείς αγροτικές εξεγέρσεις αναστάτωναν την ραγδαία παρακμάζουσα βυζαντινή αυτοκρατορία, έσπρωχναν τις εξελίξεις και ωρίμαζαν την σκέψη και την ιδέα για διεκδίκηση ενός πιο σύγχρονου τρόπου οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας η οποία βρήκε τους καλύτερους για την εποχή εκφραστές της στα πρόσωπα των πρώιμων ουμανιστών φιλοσόφων του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού και του μαθητή του Βησσαρίωνα. Όμως η διαδικασία εμφάνισης και κύρια της ωρίμανσης της εθνικής ιδέας δεν είναι ζήτημα υποκειμενικής βούλησης γιατί αυτή πορεύεται παράλληλα με την εμφάνιση και την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και συσσώρευσης ιδιωτικού πλούτου, η οποία αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο και στη συγκεκριμένη περιοχή οξύνονταν και αυξάνονταν δυναμικά, μέχρι που το 1453 η ορμή του πρωτόγονου κατακτητικού και ληστρικού τουρκικού στρατιωτικού φεουδαρχισμού διέλυσε το βαθιά διχασμένο, μεταξύ παπικής τιάρας και σουλτανικού τουρμπανιού, Βυζάντιο, και γύρισε τον από τη Δύση προς την Ανατολή πορευόμενο αναπτυξιακό άξονα της Ευρωπαϊκής ιστορίας προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, από την Δύση προς την Δύση. Με αυτό το βίαιο κοσμοϊστορικό γεγονός διακόπηκε βίαια η κύηση της ιστορίας για την αστική μετεξέλιξη της νοτιοανατολικής Ευρώπης[11], με κέντρο τον Ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια, όπως τουλάχιστον τη φαντάστηκε αργότερα ο Ρήγας Φεραίος[12] και μαζί με τα απόνερα της αποβολής χάθηκε τότε και το έμβρυο, η ιδέα για το ελληνικό έθνος.
Η επέκταση της οθωμανικής κατοχής στη Βαλκανική Χερσόνησο και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που στηρίζονταν στην σκληρή κεφαλική φορολόγηση όλων των υπηκόων[13] και αδιαφορούσε για την παραγωγή έκλεισε εντελώς τους εμπορικούς δρόμους προς την Ασία. Η αγροτική παραγωγή παραμελήθηκε γιατί οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκατέλειψαν μαζικά τις πεδιάδες και ανέβηκαν στα βουνά, τα εμπορικά και οι βιοτεχνίες καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν με αποτέλεσμα κάθε εμπορική σχέση με τον έξω κόσμο να περιοριστεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η παραγωγή για αυτοκατανάλωση που σταδιακά ξεπερνιόταν στο ύστερο Βυζάντιο έγινε υπό τις καινούργιες συνθήκες ο πιο ασφαλής τρόπος για την επιβίωση του πληθυσμού. Η εσωτερική αγορά που είχε διαμορφωθεί με την συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή και διακίνηση προϊόντων διαλύθηκε και οι σταδιακά αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις υποχώρησαν δραματικά[14].
Οι κλειστοί πια, μετά το 1453, εμπορικοί δρόμοι, που συνέδεαν την Βόρεια, Κεντρική και Δυτική Ευρώπη με την Ασία, την Αραβία και την Αφρική, περνούσαν από τα Νότια Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο καθορίζοντας έτσι τον αναπτυξιακό άξονα του τότε γνωστού κόσμου, κέντρο του οποίου ήταν αναγκαστικά ο ελλαδικός χώρος, προκαλούσαν οικονομική ασφυξία στην Δυτική Ευρώπη, η οποία για να αποκτήσει ξανά πρόσβαση στις πρώτες ύλες και στα προϊόντα της Ασίας αναζήτησε δρόμο προς την Ινδία από τη Δύση. Ο «ασιατικός τρόπος παραγωγής», σε αντίθεση με τον από τους κόλπους της δυτικής φεουδαρχίας αναδυόμενο και σταθερά ανερχόμενο «δυτικό τρόπο παραγωγής»[15] δεν ευνοεί την καπιταλιστική παραγωγή και την πρωτογενή συσσώρευση του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την σταδιακή ήπια αποικιοποίηση-εξάρτηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας από τις ανερχόμενες καπιταλιστικές οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης και κύρια της Αγγλίας και της Γαλλίας. η οποία ξεκίνησε με το προνομιακό γι’ αυτές ‘καθεστώς των διομολογήσεων’[16], των capitulationsπου στην ουσία ήταν συνθηκολογήσεις της ‘Πύλης’ με τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Οι διομολογήσεις ήταν ένα είδος διακρατικών συμφωνιών ανάμεσα σε μια από τις ανερχόμενες μεγάλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές δυνάμεις και στον Σουλτάνο για την αποκλειστική συνεργασία και οικονομική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας περιοχής, ή ενός οικονομικού κλάδου της αυτοκρατορίας από την πλευρά της προνομιούχας χώρας. Η πρώτη σημαντική διομολόγηση υπογράφτηκε το 1535 μεταξύ του Σουλτάνου Σουλεϊμάν και του Γάλλου αυτοκράτορα Φραγκίσκου του Πρώτου και αφορούσε στην μονοπώληση του εμπορίου με τις περιοχές της Λεκάνης της Μεσογείου από την Γαλλία, η οποία άρχισε να απλώνει συστηματικά ένα τεράστιο δίκτυο προξενείων και εμπορικών αντιπροσωπειών σε όλες τις πόλεις και τα λιμάνια αυτής της περιοχής της οθωμανικής αυτοκρατορίας[17]. Έτσι «η Ανατολή έγινε μια χωρίς σύνορα αποικία των Γάλλων, όπου μπορούσαν να πωλούν τα προϊόντα τους και να αγοράζουν με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους»[18], καθεστώς που επέτρεπε μόνο σε γαλλικά πλοία να πλέουν στα λιμάνια της περιοχής. Αυτό το ειδικό για τους Γάλλους καθεστώς κράτησε μέχρι την συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774 που έκλεισε με τον μεγάλο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στον οποίο η Ρωσία επέβαλε καθεστώς ελεύθερης ναυσιπλοΐας ακόμα και για ποντοπόρα ελληνόκτητα πλοία υπό ρωσική σημαία, πράγμα που άνοιξε καινούργιες προοπτικές για τις οικονομίες και τις κοινωνίες των νησιών του ελλαδικού χώρου.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η περιγραφή ενός Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη για την έκταση και το βάθος των διομολογήσεων, όπως διασώζεται σε μια έκθεσή του με ημερομηνία 9.7.1691: «Δεν υπάρχει άλλος τόπος, χωρίς εξαίρεση, που οι υπήκοοι του Βασιλιά της Γαλλίας να είναι τόσο ελεύθεροι και τόσο ευυπόληπτοι. […] Τόσο πολύ έχω αποκτήσει την εμπιστοσύνη των τοπικών αρχών και ιδίως του Πασά, που είναι ένας λογικός άρχοντας, ώστε να μπορώ να πω ότι κυβερνώ. Τίποτα ακόμα δεν μου έχει αρνηθεί απ’ ότι του έχω ζητήσει. […] Δεν υπάρχει παρά μόνο μια δυσκολία. Δεν υπάρχουν εδώ εμπορεύματα για να πάρει κανείς έναντι εκείνων που θα φέρνει. […] Η Θεσσαλονίκη που ήτανε μια πόλη μεγάλου εμπορίου (θα μπορούσε) να ξαναγίνει αν απεκαθίστατο εδώ ένα εμπόριο όλων αυτών των εμπορευμάτων. […] Όσο για τους Έλληνες και τους Εβραίους έχω κάθε ελευθερία να τους τιμωρώ μόνος μου…» [19].
Από την άλλη πλευρά και η Αγγλία προσπαθούσε και κατάφερνε προσφέροντας εγγυήσεις για την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας να βελτιώνει τις σχέσεις της με την Πύλη, με απώτερο σκοπό να εμποδίσει την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Ήδη από το 1520 βρίσκεται διορισμένος ο πρώτος Άγγλος πρέσβης στην Κρήτη και η τότε Βασίλισσα Ελισάβετ επέκτεινε με το καθεστώς των διομολογήσεων σημαντικά το αγγλικό εμπόριο, μετά από συμφωνία με τον Σουλτάνο μέσω της Company of Merchants of the Levant[20]. Ο ιστορικός Τάκης Σταματόπουλος, μάλιστα, καταγράφει συστηματική στρατολόγηση, τόσο από τους Γάλλους όσο και κύρια από τους Άγγλους προξένους και εμπορικούς αντιπροσώπους, Ελλήνων συνεργατών για εμπορικοστρατηγικούς λόγους, με σκοπό να εμποδίσουν την ανάπτυξη ενός οικονομικά αυτόνομου στρώματος αυτόχθονων βιοτεχνών, εμπόρων, ναυτικών και τεχνητών, εντός του ελλαδικού χώρου που θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε καθοδηγητικό πυρήνα ενός απελευθερωτικού αγώνα[21]. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, μόνο στοιχεία που ήταν διατεθειμένα να δουλέψουν ανεπιφύλακτα για τους κατακτητές και τους καινούργιους πάτρωνές τους και ενάντια σε κάθε ιδέα εθνικής διεκδίκησης προς όφελος των Ελλήνων μπορούσαν να έχουν κάποια οικονομική, κοινωνική και πολιτική επιτυχία[22].
Αυτά τα λίγα στοιχεία είναι αρκετά για να κατανοηθεί το πώς συντελέστηκε εντός του ελλαδικού χώρου, όπως στη συνέχεια θα δούμε και στο εξωτερικό, η εμφάνιση ενός νόθου αστισμού, ο οποίος ως συγκροτημένη τάξη παραιτήθηκε εξ’ αρχής από την κύρια λειτουργία της ως αυτόνομος οργανωτής της παραγωγής και ως καθοδηγητής του αγώνα, ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, ενάντια στον φεουδαρχισμό και ενάντια στις αποικιακές δυνάμεις, για ένα ανεξάρτητο ελληνικό έθνος. Αυτό το νόθο κοινωνικοπολιτικό μόρφωμα βρίσκεται σταθερά και αδιάκοπα από την παρά-φύσει γέννησή του μέχρι σήμερα στην υπηρεσία των πατρώνων του και γι’ αυτό σε ασίγαστη εμφυλιοπολεμική σχέση με τον ελληνικό λαό που προσπαθεί κάθε τόσο να απελευθερωθεί από ότι και όποιον τον καταπιέζει και τον καταδικάζει να ζει στην μιζέρια και υπό άμεση ή έμμεση εξάρτηση και καταλήστευση του πλούτου του και του πολιτισμού του.
Ήταν, συνεπώς, το καθεστώς των Διομολογήσεων που μετέτρεψε τη Βαλκανική Χερσόνησο και ιδιαίτερα τον υπόδουλο, στον βάρβαρο οθωμανισμό, ελλαδικό χώρο σε ενδοχώρα των καπιταλιστικών μητροπόλεων στην οποία διαμορφώθηκαν σε καθεστώς διπλής και τριπλής κατοχής οικονομικές και κοινωνικές δομές εξαρτημένες και συμπληρωματικές προς την αναπτυξιακή στρατηγική και τις αναπτυξιακές ανάγκες των μητροπολιτικών κέντρων. Αυτή η εξέλιξη διαμόρφωσε οικονομικά και κοινωνικά στρώματα που είχαν συνδέσει την ύπαρξή τους με τον ρόλο του μεταπράτη, πράγμα που δεν τους επέτρεπε να σκέπτονται ελληνικά και εθνικά με συνέπεια αυτά τα προνομιούχα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα να εξελιχθούν με τις ευλογίες φυσικά του κυρίαρχου κλήρου σε συνεργάτες του κατακτητή και των προστατών τους και σε προδότες του λαού και του τόπου τους. Είναι το Είναι, για να ξαναθυμηθούμε τον Μαρξ, που καθορίζει τη συνείδηση και όχι το αντίθετο και ένα τόσο διεστραμμένο και νόθο Είναι καταλήγει σε έναν κομπραδόρικο, μπάσταρδο και διεστραμμένο αστισμό που πιθηκίζει και χορεύει στους ρυθμούς των πολλών αφεντικών του.
Η ιστορία, με την έννοια της κυρίαρχης βούλησης, γύρισε πια οριστικά και για πολλούς αιώνες την πλάτη στην Ελλάδα, που πρωτοπόρα πάσχιζε από τον 11ο αιώνα για μια αστική αναγέννηση, και μ’ αυτό δεν εξαφάνισε από αυτόν τον τόπο μόνο τις όποιες προοδευτικές φιλοδυτικές δυνάμεις του 14ου και 15ου αιώνα, αλλά έκανε κάτι πολύ χειρότερο, στραγγάλισε κυριολεκτικά την όποια αυτόχθονη εθνογενετική διαδικασία με την βίαιη επιβολή εξαρτημένων και συμπληρωματικών, στις μητροπολιτικές οικονομίες, οικονομικών δομών που ακόμα και μέχρι σήμερα μένουν σχεδόν αναλλοίωτες. Αντίθετα σε περιοχές όπου η μεγάλη αντιφεουδαρχική συμμαχία με ηγέτιδα δύναμη το ανερχόμενο στρώμα των βιομηχάνων, εμπόρων και τραπεζιτών κεφαλαιοκρατών κατάφερε να πάρει την πολιτική, δηλαδή την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, εξουσία στα χέρια της εκεί προχώρησαν γρήγορα και σε βάθος οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και την γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην πιο καθαρή εθνική μορφή του με κύρια χαρακτηριστικά την μετατροπή μεγάλων τμημάτων του πλανήτη σε αποικιακές ενδοχώρες από τις οποίες προμηθεύονταν πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα και τις εφοδίαζαν με βιομηχανικά προϊόντα, εμποδίζοντάς τες, μέσω του βίαιου αποικιοκρατικού διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, να σχεδιάσουν και να πραγματοποιήσουν την δική τους αδέσμευτη ανάπτυξη.
Οι εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο, φυσικά και όχι μόνο, ακολούθησαν μια εντελώς διαφορετική πορεία. Από το σχίσμα και μετά, στο Βυζάντιο, διαμορφώνονται σταδιακά δυό κυρίαρχες πολιτικές τάσεις και ένας ανειρήνευτος αλληλοεξοντωτικός αγώνας μεταξύ των ‘ενωτικών’ και ‘ανθενωτικών’. Οι ‘ενωτικοί’, κατά κύριο λόγο ήταν κατά κύριο λόγο στρώματα εμπόρων και παραγωγικών τάξεων που επιδίωκαν όχι τόσο την ένωση της ορθοδοξίας με τον παπισμό, όσο την οικονομική συνεργασία με την Δύση και οι ‘ανθενωτικοί’ που ήταν κυρίως ανώτεροι κληρικοί και η κρατική γραφειοκρατία ήταν αντίθετοι επειδή φοβούνταν ότι θα έχαναν τα ‘πρωτεία’ τους. Προφανώς η πραγματική διαφωνία τους δεν είχε να κάνει με δογματικά ζητήματα, αλλά με την νομή της εξουσίας και προσωπικά συμφέροντα. Αυτή η αντιπαλότητα οδήγησε στην ολοκληρωτική διάβρωση της υπάρχουσας κοινωνική δομής, διαστρωμάτωσης και πυραμίδας και αποτέλεσαν μια από τις βασικές αιτίες της γρήγορης παρακμής του Βυζαντίου. Δυνάμεις του ανώτερου κλήρου και της κρατικής γραφειοκρατίας δεν λειτούργησαν μόνο ως Πέμπτη Φάλαγγα πριν από την πτώση της Πόλης, αλλά και μετά προσχώρησαν στην υπηρεσία της εξουσίας του Σουλτάνου ως δοτοί κατακτητές και ιμάντες μεταφοράς της πολιτικής του προς τους χριστιανούς υπηκόους του, λεηλατώντας άγρια τους ‘ομόθρησκους’ και τους υποτιθέμενους ομοεθνείς τους. Μάλιστα ο Έλληνας ‘πολιτικός ηγέτης των ανθενωτικών’ και φιλοοθωμανικών δυνάμεων, ο φιλότουρκος και αντιδραστικός Γεννάδιος Σχολάριος[23]ανακηρύχτηκε, για τη συμβολή του στην κατάληψη της Πόλης, από τον Σουλτάνο σε ‘Πατριάρχη των ορθοδόξων Ελλήνων’.
Τα πλατιά λαϊκά στρώματα μετακινήθηκαν, όπως είναι γνωστό, προς τους δύσβατους ορεινούς όγκους της χώρας, όπου αναπτύχθηκε το φαινόμενου του αμεσοδημοκρατικού ελληνικού κοινοτισμού[24], με σκοπό να περιορίσουν τις συνέπειες της τριπλής κατοχής και καταπίεσης από την εξουσία του σουλτάνου, από τους ντόπιους συνεργάτες του και από τους ξένους που απόκτησαν αποκλειστικά προνόμια να λυμαίνονται τον πλούτο της χώρας. Βέβαια τα όρια ανάπτυξης και επέκτασης αυτού του κοινοτικού τρόπου παραγωγής ήταν, για λόγους φυσικούς/γεωμορφολογικούς και κοινωνικοπολιτικούς, περιορισμένα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να αποτελέσει την κιβωτό του Ελληνισμού και να διατηρήσει την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό και τις αντίστοιχες αγωνιστικές παραδόσεις του, που στη συνέχεια με πυρήνα τον άτακτο επαναστατικό λαϊκό στρατό πυροδότησε την εμφάνιση της νέας αυτόχθονης εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων.
Παράλληλα με τον ορεινό ελληνικό κοινοτισμό διαμορφώνεται το φαινόμενο της ελληνικής διασποράς, με πυρήνα τις ‘Ελληνικές Κοινότητες, ή Παροικίες’, από διωγμένους και καταδιωκόμενους Έλληνες που καταφεύγουν στις παραδουνάβιες χώρες, στην Αίγυπτο, στην Γαλλία και στην Αγγλία και ασχολούνται κατά κανόνα με το εμπόριο και τις θαλάσσιες μεταφορές συνδέοντας οικονομικά τον τόπο καταγωγής τους με την αγορά της χώρας που έχουν εγκατασταθεί, πράγμα όμως που αλλοιώνει καθοριστικά την εθνική τους συνείδηση. Κι αυτό γιατί τώρα αυτή συνδέεται με το καινούργιο, αλλά εκτός ελλαδικού χώρου, οικονομικοκοινωνικό Είναι τους, με τα ατομικά τους συμφέροντα που ταυτίζονται άμεσα με τα συμφέροντα των ‘νέων τους πατρίδων’, οι οποίες τους ενσωμάτωσαν βέβαια με σχετικά μεγάλη ευκολία και τους έδωσαν την ευκαιρία να εξελιχθούν σε μεγαλέμπορους, μεγαλοτραπεζίτες, μεγαλοδιπλωμάτες, φιλόσοφους και επιστήμονες, ωστόσο όχι χωρίς όρια και δεσμεύσεις, γιατί σχεδόν ποτέ και σε κανέναν δεν επέτρεψαν να εξελιχθεί σε ανταγωνιστή βιομήχανο που θα μπορούσε να μεταφέρει βιομηχανική τεχνογνωσία στην πρότερη, νοσταλγική και αγαπημένη του πατρίδα, την Ελλάδα, που θα γεννούσε ιδέες για μια αδέσμευτη και αυτοδύναμη βιομηχανική ανάπτυξη. Αυτή η, εκτός χώρας, σε διαφορετικό και ταχύτερο χρονικό ρυθμό και χωρίς τη συμμετοχή του ελληνικού λαού, ανάπτυξη του ελληνικού αστισμού, ως κομπραδόρικη και «νόθα αστικοποίηση»[25], όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την αποικιοποίηση της υπόδουλης Ελλάδας, αντίθετα συνέβαλε πλουτίζοντας σε βάρος της, πραγματικότητα που στάθηκε μοιραία για την μετέπειτα Ελλάδα της περιορισμένης ελευθερίας, ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας.
Έτσι στον ελλαδικό χώρο διαμορφώθηκαν σταδιακά δυό τύποι νόθου ελληνικού αστισμού, ο συντηρητικός νόθος αστισμός εσωτερικούκαι ο δήθεν φιλελεύθερος νόθος αστισμός εξωτερικού, ο θανάσιμος ανταγωνισμός των οποίων πήρε τη μορφή ενός καταστροφικού εμφύλιου πολέμου, με αφορμή και τα λεγόμενα «δάνεια της ανεξαρτησίας», ο οποίος από τότε συνεχίζεται μέχρι σήμερα αλλάζοντας κατά καιρούς ένταση και μορφές. Ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δυό μερίδων του νόθου ελληνικού αστισμού είχε ως συνέπεια να καταστούν οι κοτζαμπάσηδες κυρίαρχοι στο νεοελληνικό κράτος με επικυρίαρχες τις λεγόμενες ‘προστάτιδες δυνάμεις’.
Το γεγονός πως πολλοί από αυτήν την νόθα ελληνική αστική τάξη του εξωτερικού επέστρεψαν κάποια στιγμή στην απελευθερωμένη, με τον αγώνα του απλού λαού, αλλά εδαφικά πετσοκομμένη Ελλάδα δεν μπορεί να εννοηθεί ως πατριωτισμός, αλλά ως απόπειρα ποδηγέτησής της προς την πλευρά των προστάτιδων δυνάμεων. Η επιστροφή των ‘χρυσοκάνθαρων’, που με τα λίγα έγιναν και ‘ευεργέτες ευκαιρίας’ με αντάλλαγμα την εσαεί απαλλαγή τους από την φορολογία που τους απέφερε πολλαπλάσια, λειτούργησε προς την ίδια κατεύθυνση με αποτέλεσμα την εξάρτηση και συμπληρωματικότητα της Ελληνικής οικονομίας προς τις οικονομίες των χωρών προέλευσής τους.
Αυτός είναι και ο λόγος που η εθνικοκοινωνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 δεν κατάφερε ουσιαστικά κανέναν από τους στόχους της, γιατί δεν είχε μια συγκροτημένη ηγέτιδα τάξη με εθνική συνείδηση, εκτός από κάποια ελάχιστα γνήσια αστικοπατριωτικά στοιχεία θαμπωμένα από την Γαλλική Επανάσταση και κάμποσους λαϊκούς οπλαρχηγούς που δεν γνώριζαν από ‘πολιτικά παιχνίδια’, που οι συνεργάτες του κατακτητή και των λεγόμενων ‘προστάτιδων δυνάμεων’ τους τσάκισαν, όσους βέβαια απόμειναν από τον εμφύλιο σπαραγμό, για την νομή της εξουσίας.
Έτσι γεννήθηκε ο στρεβλός και εξαρτημένος περιφερειακός ελληνικός πλιατσικοκαπιταλισμός που ως τέτοιος αδυνατεί να προσαρμοστεί στα σαλόνια των δημιουργών-προστατών του, στα οποία περιφέρεται ως ζήτουλας κάποιας δόσης για να παρατείνει την μίζερη ύπαρξή του. Όλη αυτή η διαχρονική διαπλοκή ετερόκλητων ξένων, αντικοινωνικών, αντεθνικών, ταξικών και εγωιστικών συμφερόντων που οδήγησαν στον χρονικά πολύ καθυστερημένο, δύσμορφο, καχεκτικό, και εξαρτημένο ελληνικό καπιταλισμό, ως αποπαίδι του μητροπολιτικού καπιταλισμού των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης[26] ο Ξενοφών Ζολώτας την περιγράφει διακριτικά με τα παρακάτω λόγια: «Η Ελλάς κατέχει τας κυριοτέρας ύλας δια την ανάπτυξιν βιομηχανίας μετάλλων και ιδία σιδηροβιομηχανίας, […] αλλά η ελληνική βιομηχανία συνάντησε πολλάς δυσχερίας. Μέχρις εσχάτων εισέτι οι εν Ελλάδι Τράπεζαι και δη η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος κατείχοντο υπό της αντιλήψεως ότι η Ελλάς δεν ήτο χώρα κατάλληλος δια βιομηχανικήν ανάπτυξιν.[…] Αι Τράπεζαι ενήργησαν εν προκειμένω όλως αντιθέτως προς ότι ώφειλον να πράξωσιν αποκλείωσαι σχεδόν την βιομηχανίαν εκ του κύκλου δράσεως αυτών»[27]. Προφανώς, ο Ζολώτας κάνει λάθος, ή παρακάμπτει την πραγματικότητα, γιατί οι τράπεζες ενήργησαν σύμφωνα με τα σχέδια των ιδρυτών, των χρηματοδοτών και των μετόχων τους, τα οποία ήταν σαφώς και κατηγορηματικά αντίθετα με την ιδέα η Ελλάδα να εξελιχθεί σε ανταγωνιστή των μητροπολιτικών κέντρων, πράγμα που εγγυήθηκαν όλα τα ανδρείκελα της τοποτηρητικής μοναρχίας και του κοτζαμπασιδισμού, καθώς και τα ξενόδουλα πολιτικά κόμματα που λειτούργησαν και λειτουργούν ακόμα, για μια ‘χούφτα δολάρια’, για λίγη δοτή εξουσία και για μια θέση στο κράτος, ως ‘Πέμπτες Φάλαγγες’ και μεταπράτες σε βάρος της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Το γεγονός ότι τα πολιτικά κόμματα έπαψαν πια να κοσμούνται με το επίθετο των προστατών τους, γαλλικόν, αγγλικόν, ρωσικόν, και αργότερα το ‘γερμανικόν’ και το ‘αμερικανικόν’ κόμμα, οφείλεται προφανώς στη αλλαγή τακτικής της παραπλάνησης και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι σύγχρονες καπιταλιστικές εξελίξεις αναδιάταξαν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, προφανώς και όχι μόνο, σε ομοσπονδίες συνύπαρξης λυκοσυμμαχικών ομαδοποιήσεων από όλες τις χώρες που ασκούν πατρωνία πάνω στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της χώρας, με σκοπό την ισορροπία του συστήματος εξάρτησης και το ανάλογο, με την επιρροή της κάθε ξενόδουλης πολιτικής ομάδας στο αστικό κοινοβούλιο και στο εκάστοτε κυβερνητικό σχήμα, μερίδιο από την λεηλασία του εθνικού πλούτου. Να γιατί η Ελλάδα, τα διακόσια χρόνια από την αποτυχημένη λαϊκή επανάσταση του 1821, βρίσκεται πότε στην εντατική του χρέους προς τους προστάτες και πότε στο γύψο των κολονέλων της ξενοδουλίας και του φασισμού. Αυτά είναι που πρέπει να αλλάξουν, αλλά για να αλλάξουν πρέπει πρώτα να κατανοηθούν σωστά.
Σήμερα, στον 21ο αιώνα, τον αιώνα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, του αμερικανισμού[28] και των μεγάλων συγκρούσεων για την παγκόσμια ηγεμονία, που βιώνουμε μαρτυρικά την μεγάλη και πολυεπίπεδη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην ανθρωπότητα και στον πολιτισμό της, το ξεπέρασμα αυτής της, για τους λίγους, χρυσοφόρας, παθογένειας δεν μπορεί να γίνει με επαρχιώτικους εθνικισμούς, κάλπικους πατριωτισμούς, διαπλεκόμενους ψευτοαριστερούς τσαμπουκάδες, κεφαλαιοκρατικούς συνασπισμούς και ΝΑΤΟϊκούς χωροφύλακες που εμποδίζουν το καινούργιο να γεννηθεί. Γιατί αυτό προϋποθέτει μια ριζικά διαφορετική και συθέμελα και ολιστικά κοινωνική και ήπια ανατρεπτική κοσμοαντίληψη ευρέως πεδίου και μεγάλου βάθους που θα αποηθικοποιεί τον καπιταλισμό στο φαντασιακό όλων μας και σε όλες τις εκδοχές του και θα καταργεί κάθε μορφής οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Μια κοσμοαντίληψη που θα κατανοεί με όρους Φύσης, κοινωνίας και ιστορίας την ύπαρξη του σύμπαντος κόσμου, την εμφάνιση και την εξέλιξη της ζωής και τους νόμους κίνησης των κοινωνιών και θα οριοθετεί την σχέση της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής, τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, τη σχέση μεταξύ της κοινωνίας και της Φύσης, τη σχέση μεταξύ του Εγώ και του Εμείς, τη σχέση μεταξύ ατομικής ιδιοκτησίας[29] πάνω στα μέσα παραγωγής με την κοινωνική ανισότητα, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό, τον φασισμό, την ανεργία, την φτώχεια, την πείνα, τους άγονους ανταγωνισμούς και τους καταστροφικούς πολέμους.
Αυτό όμως προϋποθέτει εκλαϊκευμένη επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη Γνώση σε επίπεδο Επίγνωσης και οικουμενικής ουμανιστικής Συνείδησης, που θα καταλήγει σε μια νέα αμεσοδημοκρατική αρχιτεκτονική συγκρότησης της κάθε τοπικής κοινωνίας μέχρι το οικουμενικό επίπεδο, την Παγκόσμια Συνομοσπονδία Αυτόνομων Αμεσοδημοκρατικών Πολιτειών[30], στα πλαίσια ενός οικουμενικού αταξικού ουμανιστικού πολιτισμού[31]. Αντί γι’ αυτό, ο καπιταλισμός υποτάσσοντας την παιδεία και την έρευνα στο εκάστοτε κυρίαρχο θρήσκευμα που λειτουργεί ως εξουσιαστική ιδεολογία[32], μας ταΐζει ανοησίες, ουσίες, ανόητες και καταστροφικές εξουσίες, μύθους, κομματικές ιδεολογίες και κάθε λογής πνευματικά σκουπίδια, οπότε, διακόσια χρόνια μετά την ακρωτηριασμένη επανάσταση του 1821, παραμένει επιτακτική αναγκαιότητα να μάθουμε την ιστορία μας για να ξέρουμε από πού ερχόμαστε και πού πάμε σαν άτομα, σαν λαός, σαν έθνος, σαν Ελλάδα και οικουμενικός Ελληνισμός κατά συνέπεια και συνολικά ως ανθρωπότητα.
[1] Επεξεργασμένο απόσπασμα από το: Lambos Kostas D., Abhängigkeit und fortgeschrittene Unterentwicklungdargestellt am Beispiel der Landwirtschaft Griechenlands, R. G. Fischer Verlag, Frankfurt am Main 1981 και Λάμπος Κώστας, Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας. Μια συμβολή στη μελέτη του (ελληνικού) περιφερειακού καπιταλισμού και των εναλλακτικών στρατηγικών ανάπτυξης, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΧΜΗ, Αθήνα 1983, σε μετάφραση της Κατερίνας Λιάπτση, σελ. 105-119.
[2] Wapenhans W., Griechenland: Untersuchungen über die Wirtschaft eines continentaleuropaeisches Entwicklungslandes, Giessen 1960, Seite 11.
[3] Το Ελληνικό έθνος, με την ευρεία έννοια, υπάρχει από τους προϊστορικούς χρόνους, ακμάζει, αν και όχι ενωμένο, στην αρχαιότητα, συνεχίζει να υπάρχει ως υπόδουλο κατά την ρωμαϊκή εποχή, επιχειρεί, χωρίς επιτυχία, να αναβιώσει κατά την βυζαντινή περίοδο, υποδουλώνεται και πάλι στην οθωμανική αυτοκρατορία και καταφέρνει με την επανάσταση του 1821 να αναβιώσει ως ακρωτηριασμένο, εξαρτημένο και προβληματικό νεοελληνικό έθνος με τυπικά ανεξάρτητη κρατική υπόσταση και έκτοτε προσπαθεί να ολοκληρωθεί και να χειραφετηθεί σε συνθήκες συνεχούς αβεβαιότητας γεωπολιτικών εξελίξεων στην στενή και ευρύτερη περιοχή.
[4] Βλέπε σχετικά, Κορδάτος Γιάννης, Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, Αθήνα 1974, 7η έκδοση, σελ. 21 και επόμενες
[5] Κάποιοι, προφανώς από υστεροβουλία, πρόσθεσαν σ’ αυτά τα δηλωτικά εθνική ταυτότητα στοιχεία και την θρησκεία, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, που δημιούργησαν πολυθρησκειακά και πολύγλωσσα έθνη που αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους, αγνοώντας σκόπιμα πως οι θρησκείες πάνε με τα οικονομικά συμφέροντα και τις εξουσίες και συνεπώς αλλάζουν ή χάνονται με αυτές και δεν αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα εθνικής ταυτότητας, παρά ως φάρσα και τραγωδία, όπως ο υποτιθέμενος ‘ελληνοχριστιανικός πολιτισμός’ και η ‘Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών’, που πρόσδεσε ασφυκτικά την χώρα στο άρμα του αμερικανισμού, των ώρα που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της εθνικής αυτοπεποίθησης και της αυτόνομης πορείας.
[6] Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078): Βυζαντινός λόγιος, ιστορικός, φιλόσοφος, πολιτικός και διπλωμάτης με πολύ σημαντικό διδακτικό και συγγραφικό έργο σε όλους τους κλάδους των γραμμάτων και των επιστημών.
[7] Βλέπε σχετικά Ροδάκης Περικλής, Τάξεις και στρώματα στην νεοελληνική κοινωνία, Αθήνα 1975, σελ. 161-162, καθώς επίσης και Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, Αθήνα 1974, 3η έκδοση, σελ. 390 κ. επ.
[8] Βλέπε Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και…, ό. π., σελ. 36. Βλέπε επίσης, Kabanas Panajotis, Zur Lange der abhängigen Arbeit in Griechenland, Frankfurt am Main 1964, Seite 13-14 and 229.
[9] Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και…., ό. π., σελ. 37.
[10] Κορδάτος Γιάννης, Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΗ, Αθήνα 2009.
[11] «Η τουρκική κυριαρχία έθεσε τέλος στην ύπαρξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας και εμπόδισε αυτόν τον κρατικό σχηματισμό να φτάσει βαθμιαία στα στάδια της αστικής αφύπνισης και της λαϊκής εξέγερσης», Μαθιόπουλος Βάσος, Η ιστορία του κοινωνικού ζητήματος και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα (1821-1961), Hanover 1961, σελ., 16.
[12] Βλέπε, Κορδάτος Γιάννης, Ρήγας Φεραίος και Βαλκανική Ομοσπονδία, Αθήνα 1974.
[13] Ο κεφαλικός φόρος, γνωστός και ως χαράτσι, πληρώνονταν κάθε χρόνο και ανεξάρτητα από την ηλικία και την παραγωγική-φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου ατόμου και μάλιστα έναντι απόδειξης με την ένδειξη ότι «ο αναφερόμενος επιτρέπεται να φέρει το κεφάλι του στους ώμους του για έναν ακόμα χρόνο», αναφέρεται στο: Ζωγράφος Δημήτριος, Ιστορία της ελληνικής Γεωργίας, Αθήνα 1976, 2η έκδοση, τόμος 3ος, σελ.26. Βλέπε επίσης Σιδέρης Α., Η γεωργική πολιτική της Ελλάδας κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933), Αθήνα 1934, σελ. 18, υποσημείωση 3.
[14] Βλέπε σχετικά, Deppe Frank und Steinhaus Kurt, Zur Vorgeschichte des‚ ‘underdevelopment’ und der ‚‘nationalen Befreiung’, in: DAS ARGUMENT, Bd. 34, Juni 1965, Seite 17.
[15] Για το μοντέλο του ασιατικού τρόπου παραγωγήςβλέπε: Marx Karl, Zur Kritik der politischen Ökonomie, στοMEW, Bd. 13, Berlin 1961.
[16] Διομολογήσεις, με την έννοια της ‘λεόντειας συμφωνίας’, υπήρχαν από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήδη από τον 9ο αιώνα πρώτη η Αμάλφη και μετά απ’ αυτήν η Βενετία πέτυχαν να τους παραχωρηθούν ειδικά προνόμια στο Βυζάντιο. Μεγάλη έκταση όμως έλαβανεξαιτίας της ανάγκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εξασφαλίζει την ανοχή, ή και την συμμαχία των Βασιλείων της Ευρώπης που την ανάγκασε να προβαίνει σε συνεχείς παραχωρήσεις προνομίων μέσω εμπορικών συμφωνιών με τα ευρωπαϊκά κράτη, πρακτική η οποία κατέληξε στην αποικιακή εκμετάλλευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις καπιταλιστικά ανερχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτές οι δυσμενείς για την οικονομική αυτοδυναμία της ‘Μεγάλης Πύλης’ οικονομικές/εμπορικές συμφωνίες ονομάστηκαν διομολογήσεις, και είχαν ισχύ διεθνούς δικαίου και καταργήθηκαν με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Η πρώτη διομολόγηση υπογράφτηκε το 1535 με την Γαλλία, ακολούθησε το 1580 με την Αγγλία, το 1612 με τις Κάτω Χώρες, το 1615 με την Αυστρία το 1737 με την Σουηδία, το 1761 με την Ισπανία, το 1774 με τη Ρωσία και το 1830 με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
[17] Βλέπε διεξοδικά, Σταματόπουλος Τάκης, Ο εσωτερικός αγώνας, Αθήνα 1970, τόμος IV, σελ. 603 και 626-629.
[18] Όπου παραπάνω…, σελ. 627.
[19] Αναφέρεται στο: Μάξιμος Σεραφείμ, Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού, Αθήνα 1973, 3η έκδοση, σελ. 76-77 και 79-80.
[20] Κορδάτος Γιάννης, ΟΙ επεμβάσεις των Άγγλων στην Ελλάδα, Αθήνα 1974, 3η έκδοση, σελ. 17 κ. επ.
[21] Σταματόπουλος Τάκης, Ο εσωτερικός αγώνας…, σελ. 17-16 και 630.
[22] «Οι Έλληνες στην Τουρκία αποτελούν μαζί με τους Ιουδαίους το κύριο σώμα των εμπόρων στα λιμάνια και στις πόλεις της ενδοχώρας. Σε μερικές περιφέρειες είναι γεωργοί. Πουθενά όμως, με εξαίρεση την Θεσσαλία και ίσως και την Ήπειρο δεν παίζουν σαν έθνος οποιοδήποτε ρόλο, ούτε από άποψη αριθμού και πυκνότητας, ούτε και από άποψη εθνικής συνείδησης», Marx Karl, Brittische Politik. Tuerkei, in: New York Daily Tribune 7/4/1835, MEW, Bd. 9, Berlin 1960, Seite 10.
[23] Βλέπε σχετικά, Κορδάτος Γιάννης, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ, Αθήνα 1974, σελ. 539 κ. επ.
[24] Βλέπε σχετικά Καραβίδας Κώστας Δ., Αγροτικά, Αθήνα 1978, 2η έκδοση και Καραβίδας Κώστας Δ., Σοσιαλισμός και κοινοτισμός: Δοκίμιο περί των γεωοικονομικών και κοινωνικών βάσεων του πολιτισμού των ελληνικών χωριών, Αθήνα 1930.
[25] Φίλιας Βασίλης, Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα αστικοποίηση 1800-1864, Αθήνα 1974.
[26] Βλέπε σχετικά, Κονδύλης Παναγιώτης , Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα 2007, 4η έκδοση, σελ. 9-47.
[27] Zolotas Xenophon, Griechenland auf dem Weg derIndustrialisierung, Leipzig-Berlin 1924, (Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως, Λειψία-Βερολίνο 1924), Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1926 1η έκδοση στα ελληνικά και Τράπεζα της Ελλάδας 1977, 2η έκδοση, σελ. 58 και 124.
[28] Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του φόβου και της παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.
[29] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας, εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.
[30] Για μια σε βάθος ανάλυση, βλέπε: Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[31] Λάμπος Κώστας, Κοινωνική αν-ισότητα και αταξικός ουμανισμός, υπό έκδοση.
[32] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Θεός και κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2005.