AΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ – Η ΔΙΓΛΩΣΣΟΣ – ΧΕΙΜΩΝ 2021-2022
Μεταφορά, Μετάπλαση, Μετάφραση: Ηλίας Τσέχος
Δείγμα Γραφής
Ο γέρον και ο πετεινόν
Έτονε ίνας γέρον κι είχεν έναν πετεινόν
Π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
Κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον
Έρθεν και ν’ ο αλεπόν κι έφαγεν τον πετεινόν,
Έτονε ίνας γέρον κι είχεν έναν πετεινόν
Π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
Έρθεν και ο σκύλον, έφαγεν τον αλεπόν,
που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και το ξύλον, εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και η φωτία , έκαψεν το ξύλον
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν,
που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον
Έρθεν και ο ποταμόν , ενέφσεν την φωτίαν
που έκαψεν το ξύλον
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και το χτήνον κι έπεν τον ποταμόν
που ενέφσεν την φωτίαν
που έκαψεν το ξύλον, που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο λύκον, έφαεν το χτήνον
που έπεν τον ποταμόν
που , ενέφσεν την φωτίαν
που έκαψεν το ξύλον
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο τσοπάνον, εσκότωσε τον λύκον
που έφαεν το χτήνον
που έπεν τον ποταμόν
που , ενέφσεν την φωτίαν
που έκαψεν το ξύλον
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν,
που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον
Έρθεν και ο Γουρζουλάς κι επαίρεν τον τσοπάνον
που εσκότωσε τον λύκον
που έφαεν το χτήνον
που έπεν τον ποταμόν
που ενέφσεν την φωτίαν
που έκαψεν το ξύλον
που εσκότωσεν τον σκύλον,
που έφαγεν τον αλεπόν, που έφαγεν τον πετεινόν
π’ εκούιζεν παρώρας παρώρας παρώρας
κι εγνέφιζε τον γέρον, τον παραπονεμένον
*** *** ***
Ο γέρος και ο κόκορας
Ήταν ένας γέρος
Είχε έναν κόκορα
Και λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε και η αλεπού
Έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε και ο σκύλος
Έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε και το ξύλο
Σκότωσε τον σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε κι η φωτιά
Έκαψε το ξύλο
Που σκότωσε τον σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε και ο ποταμός
Σβήνει τη φωτιά
Που έκαψε το ξύλο
Που σκότωσε το σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε και η αγελάδα
Ήπιε το ποτάμι
Που έσβησε τη φωτιά
Που έκαψε το ξύλο
Που σκότωσε το σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμνο
Ήρθε και ο λύκος
Έφαγε την αγελάδα
Που ήπιε το ποτάμι
Που έσβησε τη φωτιά
Που έκαψε το ξύλο
Που σκότωσε το σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε κι ο τσομπάνης
Σκότωσε το λύκο
Που έφαγε την αγελάδα
Που ήπιε το ποτάμι
Που έσβησε τη φωτιά
Που έκαψε το ξύλο
Που σκότωσε το σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
Ήρθε κι η πανούκλα
Παίρνει τον τσομπάνη
Που σκότωσε τον λύκο
Που έφαγε την αγελάδα
Που ήπιε το ποτάμι
Που έσβησε τη φωτιά
Που έκαψε το ξύλο
Που σκότωσε το σκύλο
Που έφαγε την αλεπού
Που έφαγε τον κόκορα
Που λαλούσε ώρες παρώρες
Και τον γέροντα ξυπνούσε
Τον παραπονούμενο
η.τ
Πίνακες: Βάλιας Σεμερτζίδης