Ακρωτηριασμό της Ελλάδας και νομιμοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων ονειρεύονται οι Γερμανοί

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ενωμένοι, πιο δυνατοί: Μια στρατηγική για την αναζωογόνηση της διατλαντικής ισχύος. Αυτός είναι ο φαινομενικά αθώος τίτλος μιας έκθεσης που συνέταξε το Γερμανικό Συμβούλιο για τις Εξωτερικές Σχέσεις σε συνεργασία με το Harvard Kennedy School, που για ακόμα μια φορά αποδεικνύει τον βρόμικο ρόλο που επιμένει να διαδραματίζει ο διεθνής παράγοντας (ο πανταχού παρών γερμανικός εν προκειμένω, αλλά και ο αμερικανικός) σε βάρος της χώρας μας και τελικά υπέρ της Τουρκίας.

Ολα αυτά στον απόηχο των προκλητικών ενεργειών της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο, της διαρκούς ανοιχτής αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας από την Άγκυρα και βέβαια, εν μέσω των διερευνητικών επαφών με τη γείτονα που εκκίνησαν χθες στην Κωνσταντινούπολη, έρχεται τώρα να αποκαλυφθεί ακόμα μία -σοβαρότατη- πτυχή της ύπουλης στάσης «δεξαμενών σκέψης» (think tanks) και με γερμανική… σφραγίδα, οι οποίες όχι απλώς ναρκοθετούν διαχρονικά το πεδίο όποιων διαβουλεύσεων, αλλά επιχειρούν, εμμέσως πλην σαφώς, να νομιμοποιήσουν την παράνομη -βάσει Διεθνούς Δικαίου- τουρκική ατζέντα, που «γκριζάρει» συνειδητά το Αιγαίο, θέτοντας ζητήματα οριοθέτησης των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ και φτάνει μέχρι τη διεκδίκηση-υφαρπαγή νησίδων από την Ελλάδα!

Stronger Together

Μιλάμε για μια έκθεση, τα συμπεράσματα της οποίας μάλιστα θα αποτελέσουν σήμερα το κεντρικό θέμα τής -ελέω πανδημίας- διαδικτυακής συζήτησης με «οικοδεσπότη» το Atlantic Council, το γνωστό -συντηρητικών απόψεων- think tank με έδρα την Ουάσινγκτον, που προωθεί επίμονα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τις «διατλαντικές σχέσεις» στις παρυφές του ΝΑΤΟ, δηλαδή τη συνεργασία των ΗΠΑ και του Καναδά με τις χώρες της Ευρώπης.

Στην πρόσκληση για συμμετοχή στη διαδικτυακή διαβούλευση, μάλιστα, σημειώνεται χαρακτηριστικά πως «η έκθεση δημιουργεί μια πραγματική διατλαντική μίξη απόψεων και στρατηγικής, ενώ συγχρόνως παρουσιάζει μια ιδιαιτέρως φιλόδοξη ατζέντα για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων στη διατλαντική κοινότητα».

Ο τόνος λοιπόν δίνεται μεν στους «τίτλους», η ουσία όμως για τη χώρα μας κρύβεται στην 84η σελίδα της επίμαχης έκθεσης του πολυσέλιδου κειμένου, το οποίο αξίζει να σημειωθεί πως φέρει την έγκριση-υπογραφή και του πάλαι ποτέ «γνωστού» μας, Νίκολας Μπερνς: του ανθρώπου που κατά το παρελθόν διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, ενώ υπηρέτησε και ως πρέσβης της Ουάσινγκτον στο ΝΑΤΟ.

Τι αναφέρουν λοιπόν στο κεφάλαιο «Ανατολική Μεσόγειος» οι παράγοντες που υποτίθεται ότι τουλάχιστον αντιλαμβάνονται τη διαρκή τουρκική προκλητικότητα και ως εκ τούτου, θα έπρεπε να βάζουν «φρένο» στις παράνομες απαιτήσεις του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο απειλεί την κυριαρχία ενός παραδοσιακού συμμάχου της Δύσης στην περιοχή;

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της δικής της μη ουδέτερης κατάστασης, τοποθετώντας τις ΗΠΑ σε θέση-κλειδί».

Κι αν αυτό ακούγεται ως μια ψυχρή… παρα-νατοϊκή προσέγγιση στις καυτές εξελίξεις της γεωγραφικής μας γειτονιάς, ακολούθως το κείμενο γίνεται κυνικά σαφές. Βάζοντας ξεκάθαρα στο τραπέζι της συζήτησης όλη την τουρκική ατζέντα και συγχρόνως αδιαφορώντας για τις -βάσει Διεθνούς Δικαίου και συνθηκών- ελληνικές «κόκκινες γραμμές», η έκθεση σημειώνει πως «με την Ελλάδα και την Κύπρο εντός Ένωσης και την Τουρκία εκτός και τις ολοένα πιο τεταμένες σχέσεις Τουρκίας και Γαλλίας, η Ε.Ε. θεσμικά αυτομάτως αποκλείεται από αξιόπιστο πρώτο βιολί στις εξελίξεις (διαβουλεύσεις) στην Ανατολική Μεσόγειο. (Στις συζητήσεις) είτε για μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία στην Κύπρο είτε για την επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων, των εθνικών εναέριων χώρων και της ΑΟΖ, όπως επίσης και για το status quo μερικών ακατοίκητων νησίδων στο Αιγαίο, η Ε.Ε. δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος μεσολαβητής»!

Για ευνόητους λόγους, στο παιχνίδι βάζουν βέβαια και τις ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας ότι αυτές «έχουν πολύ πιο θεμιτό ρόλο να παίξουν. Μερικές φορές μάλιστα αυτός είναι έμμεσος, μέσω του ρόλου του ΟΗΕ είτε στην Κύπρο είτε στο ΝΑΤΟ». Αναφορικά δε με το ΝΑΤΟ, σημειώνεται η εμπλοκή του γενικού γραμματέα της συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας «για να διασφαλιστεί ότι υπάρχουν μηχανισμοί αποσυμπίεσης» σε περιόδους εντάσεων ή κρίσεων.

Κι αν κάποιος μπορεί να δεχθεί ότι «τα think tanks κάνουν απλώς τη δουλειά τους, προωθώντας την ατζέντα των μεγάλων δυνάμεων και των συσχετισμών που διαμορφώνουν κατά περιόδους», σίγουρα θα αναρωτηθεί συγχρόνως «η Ελλάδα τι δουλειά έχει να συζητά μαζί τους;».

Στην ερώτηση αυτή ίσως θα έπρεπε πρώτος από όλους σήμερα να απαντήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς, όπως ειδησεογραφικά αποδεικνύεται, δίχως άλλη ιδιαίτερη… έρευνα, έχει συμμετάσχει σε συζητήσεις που έχουν διοργανώσει κατά καιρούς τόσο το Atlantic Council όσο και το (όχι και τόσο φιλοευρωπαϊκό και σίγουρα όχι φιλελληνικό) Γερμανικό Συμβούλιο για τις Εξωτερικές Σχέσεις.

Συγκεκριμένα, μόλις πριν από περίπου έναν χρόνο, στις 7 Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης που πραγματοποίησε ο κ. Μητσοτάκης στις ΗΠΑ, μίλησε ως καλεσμένος σε πάνελ του Atlantic Council για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, τον ρόλο της Ελλάδας στο πλαίσιο των διατλαντικών σχέσεων και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Λίγους μήνες αργότερα, δε, στις 9 Μαρτίου 2020, ο Έλληνας πρωθυπουργός συμμετείχε σε ανάλογη συζήτηση-ομιλία, με οικοδεσπότες αυτή τη φορά τους ανθρώπους του γερμανικού think tank. Προφανώς, οι επαφές και οι συζητήσεις με παράγοντες τέτοιου βεληνεκούς δεξαμενών σκέψεων είναι χρήσιμες.

Αρκεί, βέβαια, πρώτα να είναι κανείς σίγουρος πως τα εν λόγω think tanks δεν υποσκάπτουν με τις θέσεις και τη στάση τους κρίσιμα θέματα για την Ελλάδα και ειδικά εκείνα που αφορούν ζητήματα που άπτονται της εθνικής μας κυριαρχίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ