Ο όρος «Εθνεγερσία του 1821» σηματοδοτεί, την αυταπόδεικτη πραγματικότητα της Επανάστασης, μέσω της οποίας ένα από αιώνων προϋπάρχον Έθνος αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό.
Ένας πρόσφορος και, ταυτοχρόνως, ουσιαστικός τρόπος, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε ως Έλληνες την σημασία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία του 1821, έγκειται και στο ν’ αναχθούμε στον μυθικό θεό των Ρωμαίων, τον Ιανό.
Τον θεό «των ενάρξεων και των μεταβάσεων», που συνήθως απεικονιζόταν σε σημεία διαβάσεων στην Αρχαία Ρώμη -και όχι μόνο- με δύο όψεις: Την μία, να κοιτάζει προς τα πίσω και την άλλη προς τα εμπρός. Κάπως έτσι, κατ’ αυτή την, άκρως συμβολική, χρονιά και Επέτειο εμείς, οι Έλληνες, πρέπει να γυρίσουμε πίσω, για να νοιώσουμε βαθιά μέσα μας «από πού ερχόμαστε». Πρέπει να μείνουμε και στο παρόν, για να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε και τι έχουμε επιτύχει, ιδίως όμως πόσες μεγάλες «ευκαιρίες» αφήσαμε να πάνε χαμένες και γιατί. Πρωτίστως, όμως, οφείλουμε να κοιτάξουμε μπροστά, με προοπτική απώτερου μέλλοντος, για ν’ αποφασίσουμε πού πρέπει να πάμε. Έτσι ώστε να μην περιορισθούμε στον ρόλο του «αχθοφόρου» ενός εμβληματικού παρελθόντος, εκείνου των Προγόνων μας, αλλά να γράψουμε και το δικό μας «κεφάλαιο» στην Ιστορία. Και μάλιστα διδασκόμενοι και εμπνεόμενοι από τον στίχο του «χορού των παίδων» στην Αρχαία Σπάρτη, όπως τον έχει καταγράψει ο Πλούταρχος («Λυκούργος» 21) : «Άμμες δε γ΄ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες». Δύσκολος στόχος, μα όχι ανέφικτος, αν εγκαταλείψουμε τα ελαττώματά μας και βαδίσουμε αποφασιστικά πάνω στον «δείκτη πορείας» των αρετών μας.
Ι. Έθνος και Γλώσσα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτή την κορυφαία συγκυρία αναδύεται, ως αυτονόητη θεμελιώδης προτεραιότητα, η ανάγκη διευκρίνισης των προϋποθέσεων γέννησης και της μετέπειτα πορείας του Ελληνικού Έθνους. Και γιατί ο όρος «Εθνεγερσία του 1821» σηματοδοτεί, επίσης αυτονοήτως, την αυταπόδεικτη πραγματικότητα της Επανάστασης, μέσω της οποίας ένα από αιώνων προϋπάρχον Έθνος αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό, ύστερα από τετρακόσια χρόνια αιματοβαμμένης σκλαβιάς -ας θυμηθούμε τους συμβολισμούς της «αλυσόδετης πατρίδας του σκλάβου», μέσ’ από τον στίχο του Ιωάννη Πολέμη στο «Κρυφό Σχολειό»- γεγονός το οποίο την διαφοροποιεί, ευθέως και αναντιρρήτως, από άλλες επαναστατικές διεργασίες της εποχής, όπως η «Ένδοξη Επανάσταση» του 1688 στην Αγγλία, η Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και η Γαλλική Επανάσταση του 1789. Αλλά και γιατί έχουν διατυπωθεί εντελώς πρόχειρες -και ως εκ τούτου ιστορικώς ατεκμηρίωτες και αντιστοίχως εσφαλμένες- θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η γέννηση του Ελληνικού Έθνους δήθεν «συμπίπτει», αδιακρίτως, με την Εθνεγερσία του 1821 και την μετέπειτα ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.
Α. Μια ανιστόρητη σύγχυση.
Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές τέτοιων θέσεων συγχέουν και, εν τέλει, ταυτίζουν δύο, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, δεδομένα. Και, συγκεκριμένα, από την μια πλευρά την υπό ιστορικούς και, lato sensu κοινωνιολογικούς, όρους -και για μεγαλύτερη ακρίβεια εθνολογικούς όρους- γέννηση ενός Έθνους. Και, από την άλλη πλευρά, την θεσμική και πολιτική διεργασία μετατροπής ενός προϋπάρχοντος, υπό την κατά τ’ ανωτέρω έννοια, Έθνους σε Έθνος-Κράτος. Ιδίως δε Έθνος-Κράτος το οποίο, σύμφωνα με την ορολογία της επικρατήσασας στην Δύση και στην Ευρώπη θεσμικής και πολιτικής «νεωτερικότητας», εδράζεται στις αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας με ιεραρχημένη και δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη, η οποία, ακριβώς λόγω της ιεράρχησής της, έχει ως «θεμέλιο» αλλά και «κορυφή» το Σύνταγμα.
1. Το φαινόμενο της μετά την Εθνεγερσία του 1821 δημιουργίας του Νεότερου Ελληνικού Έθνους-Κράτους.
Κατ’ ιστορική και θεσμικοπολιτική λοιπόν ακρίβεια, η Εθνεγερσία του 1821 υπήρξε η αφετηρία της μετέπειτα δημιουργίας -οριστικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830- του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους που οργανώθηκε με βάση τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
α) Προπομποί αυτής της εξέλιξης υπήρξαν τα Τοπικά Πολιτεύματα του 1821 -σε Σάμο, Κρήτη, Άμφισσα, Μεσολόγγι και Άργος- και τα προσωρινά Συντάγματα της Επιδαύρου, το 1822 και του Άστρους, το 1823. Κατάληξή τους δε υπήρξε το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο ψηφίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, το 1827. Και το οποίο ναι μεν ελάχιστα εφαρμόσθηκε, λόγω των συνθηκών της εποχής, πλην όμως αποτέλεσε τον πρώτο οριστικό Καταστατικό Χάρτη της ακόμη αγωνιζόμενης Ελλάδας.
β) Κατά συνέπεια, η υπό τα ως άνω δεδομένα δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους, καταδεικνύει ευχερώς ότι, από αμιγώς εθνολογική άποψη, το Ελληνικό Έθνος είναι πολύ προγενέστερο της Εθνεγερσίας του 1821. Και τούτο γιατί ήταν αυτό το Έθνος το οποίο, μέσω της Επανάστασης του 1821, αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό και άνοιξε έτσι τον δρόμο για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -ύστερα από δεκαετή, σχεδόν, αιματηρό αγώνα- με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, όπως προεκτέθηκε. Ας μην ξεχνάμε ότι η «Ιερά Συμμαχία», με «καθοδηγητή» τον Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ιδίως ύστερα από το Συνέδριο της Βιέννης μεταξύ 1814-1815, ήταν ο κυριότερος αντίπαλος στην δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ως το πρώτο στην Ευρώπη Έθνος-Κράτος -όπως και υπήρξε εν τέλει- «έθετε σε κίνδυνο» την εδραίωση του «παλαιού καθεστώτος» («ancient regime») των αριστοκρατικών φεουδαρχικών προνομίων. Και το ερώτημα εγείρεται αυτοθρόως: Αν η δημιουργία του Ελληνικού Έθνους συμπίπτει, γενικώς, με την Εθνεγερσία του 1821, ποιο ήταν εκείνο το Έθνος, το οποίο η Ιερά Συμμαχία και ο Μέττερνιχ αναγνώριζαν αλλά δεν ήθελαν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να εξελιχθεί σε αυτόνομο Έθνος-Κράτος;
2. Η Ελληνική Γλώσσα ως «όχημα» εξελικτικής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους.
Αντιστοίχως, κατ’ ιστορική και κοινωνιολογική -επομένως κατ’ εθνολογική- ακρίβεια, είναι εντελώς διαφορετική η κατεύθυνση, η οποία πρέπει να υιοθετηθεί για την αποκάλυψη των καταβολών και των ριζών του Ελληνικού Έθνους. Και κατά την επικρατέστερη -αλλά και εθνολογικώς επαρκώς τεκμηριωμένη- άποψη, η γλώσσα είναι εκείνη, η οποία αποτελεί, τουλάχιστον κατά κανόνα, το «όχημα» εξελικτικής δημιουργίας ενός Έθνους. Επομένως, η Ελληνική Γλώσσα -η οποία γράφεται και ομιλείται ουσιαστικώς αδιαλείπτως πάνω από τρεις χιλιετίες, «προνόμιο» που ουδεμία άλλη γλώσσα στην ιστορία της Ανθρωπότητας μπορεί να διεκδικήσει- είναι εκείνη, η οποία υπήρξε το «όχημα» της εξελικτικής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους. Επέκεινα δε και του Ελληνικού Πολιτισμού, μιάς και η πορεία του τελευταίου είναι εντελώς παράλληλη μ’ εκείνη του Ελληνικού Έθνους. Ίσως δε ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να εκφράσει πληρέστερα αυτή την μεγάλη αλήθεια από πολλούς ιστορικούς. Τούτο αναδεικνύεται, με μοναδικό τρόπο, μέσ’ από τους στίχους -πραγματικό «ιωνικό κιονόκρανο» όχι μόνον της Ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας Ποίησης- του Οδυσσέα Ελύτη, στο «Άξιον Εστί» (Τα Πάθη, Ψαλμός Β΄):
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».
α) Η άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει από το ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός υπήρξε, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου. Με την έννοια ότι είναι το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων. Ο γραπτός λόγος όμως είναι το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα. Άρα στην βάση του γραπτού λόγου βρίσκεται η γλώσσα. Έτσι, η Ελληνική Γλώσσα κατέστη όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά και το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την μέχρι σήμερα εξέλιξή του. Και όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο συμπέρασμα, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα.
β) Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική Διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, στενά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων. Θεωρώ τον μέγιστο Ιστορικό Θουκυδίδη ως τον πιο κατάλληλο για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Πραγματικά ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του (Α΄, 2-5), καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου. Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μιαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε ιωνική βάση.
Β. Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός: Η παγκόσμια διαχρονική καταξίωση του Ελληνικού Έθνους.
Μέσ’ απ’ αυτήν την μακραίωνη εξέλιξή της η Ελληνική Γλώσσα, εκτός από «όχημα» σταδιακής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους, υπήρξε και δημιουργός της Ελληνικής Παιδείας, ήτοι του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, και συνιστά πάντα την βάση του Ελληνικού Πολιτισμού.
1. Η Ελληνική Γλώσσα και το Ελληνικό Πνεύμα.
Επιπλέον, αποτελεί αδιαμφισβήτητο ιστορικό κεκτημένο ότι η Ελληνική Παιδεία και ο Ελληνικός Πολιτισμός έχουν ως κορωνίδα την Ελευθερία της Σκέψης και Διανόησης.
α) Κατά τον André Malraux, στην μνημειώδη ομιλία του της 28ης Μαΐου 1959 για την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ο πρώτος Πολιτισμός χωρίς «ιερό βιβλίο», όπου η λέξη ευφυΐα σημαίνει να θέτεις ερωτήματα. Και ήταν, πρωτίστως, αυτή η Ελευθερία της Σκέψης και της Διανόησης που επέτρεψε στο Ελληνικό Πνεύμα να μετατρέψει την πληροφορία και την εμπειρία σε Γνώση και την Γνώση σε Σοφία, ήτοι Επιστήμη. Γεγονός, το οποίο του άνοιξε το δρόμο για να κυριαρχήσει πολύ ενωρίς στις Επιστήμες, από τις Θετικές ως τις Ανθρωπιστικές, με κολοφώνα την Φιλοσοφία, ιδίως κατά την Κλασική και την Ελληνιστική εποχή.
β) Μεσ’ απ’ αυτήν την, οιονεί «προμηθεϊκή», πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία, υπό τις διευκρινίσεις που δόθηκαν αμέσως πιο πάνω. Την τελευταία δε με την μορφή της κορύφωσης αλλά και του επικέντρου της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της.
β1) Η «δοξαστική» σύλληψη και κυοφορία της Επιστήμης –που συνιστά το ισοδύναμο του «big–bang» στο πεδίο μορφοποίησης του «σύμπαντος» της ανθρώπινης δημιουργίας, καθώς ο Άνθρωπος πλάθει το δικό του Σύμπαν για να κατανοήσει εκείνο του Δημιουργού του- είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, έργο των Προσωκρατικών φιλοσόφων καθώς και των Σοφιστών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από αυτούς, με κυριότερους τους Πρωταγόρα και Ιππία, φυσικά σύμφωνα με τα υπάρχοντα, δυστυχώς άκρως ελλιπή, ιστορικά τεκμήρια. Και τούτο διότι ήταν ορισμένοι από τους μεταγενέστερους Προσωκρατικούς, οι οποίοι πρώτοι ένοιωσαν την ανάγκη ν’ απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις.
β2) Ταυτοχρόνως, αυτή η ριζοσπαστική δημιουργική παρακαταθήκη των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, ένα σημαντικό -υπό την έννοια του πρωτοπόρου- όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του. Πόσο αργότερα, άραγε, ο Μαξ Βέμπερ, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», «ανακάλυψε» ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» («die Entzauberung der Welt»), ήτοι την απαλλαγή της σκέψης κατά την έρευνα του κόσμου τούτου από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου!
2. Η «οικουμενικότητα» της Ελληνικής Γλώσσας και η διαλεκτική της σχέση με τον Ελληνικό Πολιτισμό.
Γι’ αυτό η Ελληνική Γλώσσα είναι και θα είναι πανταχού παρούσα στις Επιστήμες, από τα Μαθηματικά, την Φυσική, την Ιατρική, την Οικονομία ως την Φιλοσοφία σε όλο τον Κόσμο, ακόμη δε και στην Λογοτεχνία και στην Τέχνη.
α) Βεβαίως στην εξάπλωση αυτή έχουν συμβάλει -σύμφωνα με μια ορισμένη άποψη- οι ινδοευρωπαϊκές ρίζες της Ελληνικής Γλώσσας, κυρίως όμως έχει συμβάλει η ουσία του Ελληνικού Πολιτισμού, με βάση την Γλώσσα μας. Γι’ αυτό και ο Ελληνικός Πολιτισμός, ως δημιουργός Επιστήμης και Σοφίας, είναι κραταιός πυλώνας του Ευρωπαϊκού και του Δυτικού Πολιτισμού, εξ ού και η προαναφερόμενη απαστράπτουσα, μέσω των λαμπρών ψηφίδων της, παρουσία της Ελληνικής Γλώσσας σε όλες τις Γλώσσες της Ευρώπης και της υπόλοιπης Δύσης, και όχι μόνο.
β) Η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής Γλώσσας αποδεικνύει, επιπλέον, ότι η σχέση της με τον Ελληνικό Πολιτισμό ήταν και παραμένει διαλεκτική. Με την έννοια ότι βεβαίως όσο μια γλώσσα είναι σε θέση να εκφράσει και να διατυπώσει, άρα και ν’ αποτυπώσει, μεγάλα νοήματα και να συμβάλει στην αναζήτηση της Επιστημονικής Αλήθειας και στην στερέωση της «Σοφίας» -φυσικά πρωτίστως ως Φιλοσοφίας- τόσο πιο σημαντικός είναι ο Πολιτισμός που στηρίζεται σε αυτή. Και, e contrario αλλά συνακόλουθα, όσο πιο σημαντικός, προς την ως άνω κατεύθυνση, γίνεται ένας Πολιτισμός, τόσο περισσότερο και η γλώσσα καταξιώνεται ως μέσο διαμόρφωσης και έκφρασής του.
ΙΙ. Η «βαριά κληρονομιά» του Ελληνικού Έθνους και της Ελληνικής Γλώσσας: Ο Ελληνικός Πολιτισμός και η καθοριστική συμβολή του στην διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Η μακραίωνη πορεία του Ελληνικού Έθνους πάνω στο «όχημα» της Ελληνικής Γλώσσας, η οποία σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, γέννησε ιδίως κατά την Κλασική Ελληνική Αρχαιότητα, τον Ελληνικό Πολιτισμό, γνωρίζει και σήμερα την καταξίωσή της μέσ’ από την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια ότι ο Πολιτισμός αυτός ήταν, είναι και θα παραμείνει και η βάση του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Κατά συνέπεια, αν ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός απωλέσει τις ως άνω Ελληνικές του «ρίζες», θα χάσει την ίδια του την «ταυτότητα».
Α. Στις «ρίζες» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει -ακόμη και μέσ’ από τα θεσμικά δεδομένα της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ότι το «αέτωμα» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού φέρει την «σφραγίδα» του τριπτύχου του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, των θεσμών και της έννομης τάξης της Αρχαίας Ρώμης και της Χριστιανικής Διδασκαλίας.
1. Οι τρεις «κίονες» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Δηλαδή των «κιόνων», πάνω στους οποίους στηρίζεται και σήμερα το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την προφητική «ομολογία» του Paul Valéry -ιδίως στο εμβληματικό δοκίμιό του «Ποιος είναι Ευρωπαίος» (1924)- αλλά και την άκρως ανθρωπιστική οξυδέρκεια των Ιδρυτών της.
α) Μέσ’ από αυτές τις πολιτισμικές του καταβολές, το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες υπηρετεί τις αρχές και τις αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στον άξονα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Είναι δε ιδίως αυτές οι αρχές και αξίες, οι οποίες δίνουν στην Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα εφόδια για να διαδραματίσει τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί και που της αρμόζει, μέσα στους ταραγμένους καιρούς μας, όπου κρίνεται το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας εν γένει.
β) Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, στο βιβλίο της με τίτλο «Γιατί το Βυζάντιο», παραπέμποντας στον Paul Valéry, γράφει ότι: «Ευρώπη είναι εκεί όπου το όνομα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Κικέρωνα και του Οράτιου, του Παύλου και του Μωυσή, έχουν βάρος και σημασία. Αυτά γράφει όχι κάποιος Έλληνας ή ελληνοκεντρικός μελετητής, αλλά ο Paul Valéry προκειμένου να δώσει τον λειτουργικό και πολιτιστικό ορισμό της Ευρώπης. Η Ευρώπη πολιτιστικά, κατά τον Valéry, στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα, από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαιοχριστιανική πνευματικότητα».
2. Αθήνα, Ρώμη, Βυζάντιο.
Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό, ότι οι ρίζες του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού φυτρώνουν πάντα στο απαράμιλλο, από πλευράς έμπνευσης και δημιουργίας, έδαφος του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού.
α) Όμως, πρέπει ν’ αναλογιζόμαστε και το ότι δίχως την σημαντική συμβολή της Αρχαίας Ρώμης, της κρατικής της δομής και των πολιτισμικών της προεκτάσεων, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός και το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα δεν θα είχαν βρει το μέσο, πάνω στο οποίο «ταξίδεψαν» για πέντε, τουλάχιστον, αιώνες. Εδώ όμως πρέπει να γίνει η εξής, ιστορικώς και πολιτισμικώς τεκμηριωμένη με αμάχητα τεκμήρια, επισήμανση: Τα σημάδια του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού παραμένουν ανεξίτηλα πάνω στην όλη μετέπειτα πολιτισμική συνεισφορά της Αρχαίας Ρώμης. Δεν χρειάζεται άλλη μαρτυρία από εκείνη του μεγάλου Λατίνου Ποιητή Οράτιου, στις «Επιστολές» του: «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit in agresti Latio» («Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον άξεστο κατακτητή και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο -αγροτικό- Λάτιο»).
β) Κι ακόμη περισσότερο, όλο αυτό το, μοναδικό στην ιστορία της Ανθρωπότητας, πολιτισμικό αμάλγαμα θα είχε σβήσει και θ’ αποτελούσε ένα -έστω και τεράστιας αξίας- «απολίθωμα» πάνω στο οικοδόμημα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, χωρίς την τελική σφραγίδα που του εναπέθεσε το Βυζάντιο και ο δικός του Πολιτισμός, «προικισμένος» ιδανικά με την κληρονομιά της Γλώσσας και του Πολιτισμού του Ελληνικού Έθνους, όπως εκτίθεται αναλυτικότερα στην συνέχεια.
Β. Η πεμπτουσία του Βυζαντινού Πολιτισμού.
Οι μελετητές ανακαλύπτουν ολοένα και πιο συναρπαστικές πτυχές της πεμπτουσίας του Βυζαντινού Πολιτισμού που, συμβατικώς, θεωρούμε ότι είχε ως αφετηρία τον τέταρτο αιώνα και «έπεσε» το 1453. Χρησιμοποιώ τον όρο «συμβατικώς», διότι οι αυστηροί χρονικοί προσδιορισμοί δεν αρκούν, φυσικά, για να περιγραφεί η πολύπλευρη φυσιογνωμία του Βυζαντίου.
1. Βυζάντιο και Αρχαία Ελλάδα.
Οι δεσμοί του Βυζαντινού Πολιτισμού με τον Ελληνικό Πολιτισμό της Κλασικής Αρχαιότητας είναι «ακατάλυτοι».
α) Πραγματικά, ο Βυζαντινός Πολιτισμός συνίσταται αφενός σε μια τεραστίων διαστάσεων –τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά– Γραμματεία, αποτελούμενη από σπουδαία έργα. Έργα που μαρτυρούν βαθύτατη φιλοσοφική παιδεία, αγωνιώδεις «αναβάσεις» στο «δύσβατο όρος» της θεογνωσίας, υπαρξιακές αναζητήσεις, αναλύσεις περί της ανθρώπινης ψυχής από τους Νηπτικούς Πατέρες -οι οποίοι ακόμη εκπλήσσουν τον μελετητή με την εμβρίθεια και την οξυδέρκειά τους- τέχνη υψηλού επιπέδου, οι επιρροές της οποίας ανιχνεύονται και στους μοντερνιστές ζωγράφους του 20ού αιώνα, μουσική που δεν αποτελεί ένα «συναυλιακό ακρόαμα» αλλά διατηρεί την ζωντανή, λειτουργική της, θέση στην Ορθόδοξη Λατρεία. Αφετέρου, ο Βυζαντινός Πολιτισμός συνίσταται και σ’ ένα διοικητικό σύστημα και έναν Νομικό Πολιτισμό, που διέσωσε την Ελληνορωμαϊκή Παράδοση και διαδραμάτισε θεμελιώδη ρόλο στην δημιουργία των σύγχρονων Δημοκρατιών, προβάλλοντας τον σεβασμό στον Άνθρωπο, σύμφωνα με την ρήση του Αποστόλου Παύλου: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28).
β) Μάλιστα, ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο έργο του «Πηγή Γνώσεως», γράφει ότι, πριν παρουσιάσει την Ορθόδοξη Δογματική Διδασκαλία, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Θεοδίδακτους αλιείς και τους Θεοφόρους Ποιμένες και Διδασκάλους, θα παραθέσει τα «κάλλιστα τῶν παρ’ Ἕλλησι σοφῶν», γνωρίζοντας ότι καθετί αγαθό «παρὰ Θεοῦ τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται». Είναι μια από τις πιο εύγλωττες μαρτυρίες που περιγράφουν την φυσιογνωμία του Βυζαντίου: Τον σεβασμό προς το Αρχαίο Πνεύμα και την προσήλωση στην Ορθόδοξη Πίστη. Το Βυζάντιο ανακεφαλαίωσε και διέσωσε τον Αρχαίο Κόσμο, γονιμοποίησε και εμπλούτισε την κολοσσιαία Αρχαιοελληνική και Ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, τις παραδόσεις των λαών που έζησαν και άκμασαν στην λεκάνη της Μεσογείου και, ταυτοχρόνως, φώτισε με την δική του κληρονομιά τους Μεταβυζαντινούς Χρόνους, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή.
2. Η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στο Βυζάντιο.
Είναι, επιπλέον, ιδιαιτέρως εντυπωσιακό -έστω και αν η εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν παρουσιάζει, ιστορικώς, ιδιαίτερη δυσκολία- ότι όταν πια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε ν’ ακολουθεί τροχιά παρακμής, η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στο Βυζάντιο, μ’ επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη όπου είχαν σωρευθεί πολλά οικονομικά μέσα και είχε εγκατασταθεί πλήθος διανοουμένων, έφθασε στο επίπεδο της μέγιστης ακμής της, ουσιαστικώς στο απόγειό της.
α) Ήταν τότε, κατά την διάρκεια του 11ου αιώνα, όταν είδαν το φως έξοχα φιλολογικά έργα, τόσο στο πεδίο της πεζογραφίας όσο και σ’ εκείνο της ποίησης. Έργα τα οποία ανέτρεχαν, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, σε όλο το φάσμα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματολογίας, με αντίστοιχη προσφυγή στα Αρχαία Ελληνικά, κυρίως μέσω πλειάδας παραπομπών στην κλασική φιλολογία της Αρχαίας Ελλάδας. Η παλιά «αντιπαλότητα» ανάμεσα στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και στον Χριστιανισμό είχε περάσει, για πάντα, στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτόν, ο Βυζαντινός Πολιτισμός υπήρξε η «γέφυρα» η οποία, στηριζόμενη, όπως προεκτέθηκε, και στην αντηρίδα της Αρχαίας Ρώμης -κατ’ εξοχήν ως προς την οργάνωση του Κράτους και την καλλιέργεια της Νομικής Επιστήμης- επέτρεψε στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα να διατηρηθεί ακμαίο ως την Αναγέννηση, «μπολιάζοντας» ευεργετικά ιδίως τα θεμελιώδη πολιτισμικά της χαρακτηριστικά.
β) Παράλληλη -βεβαίως τηρουμένων των σχετικών αναλογιών- ήταν και η διαδρομή της Τέχνης στο Βυζάντιο, με πιο χαρακτηριστικό πλαίσιο εκείνο της ζωγραφικής: Η νατουραλιστική τεχνοτροπία ακολούθησε πιστά τα κλασικά πρότυπα, ενώ η σταδιακή της εξέλιξη έδωσε την δυνατότητα να διαμορφωθούν πολυάριθμες «τοπικές» σχολές ζωγραφικής, όπως π.χ. στην Κρήτη. Σπάνιας τέχνης ζωγραφικά έργα και ψηφιδωτά, με ολοένα και πιο έντονο τον «κοσμικό» τους χαρακτήρα, πέρασαν γρήγορα τα στενά όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επηρέασαν την Τέχνη στην Δύση. Όταν, λοιπόν, η οθωμανική κατάκτηση σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ανεκτίμητη πνευματική και καλλιτεχνική συνεισφορά της είχε ήδη «μετακενωθεί» στην Δύση, θέτοντας τις βάσεις για την «ανατολή» της Αναγέννησης.
γ) Οφείλουμε, εν τέλει, πολλά στο Βυζάντιο. Όχι μόνον εμείς, οι Έλληνες, αλλά και ο Δυτικός Κόσμος, στον οποίο το Βυζάντιο διέδωσε τις αξίες και τα πνευματικά επιτεύγματα της Αρχαίας Σκέψης. Το ίδιο και ο κόσμος των Σλάβων, ο οποίος χάρη στο έργο των Βυζαντινών Ιεραποστόλων φωτίσθηκε και οδηγήθηκε στην Ορθόδοξη Πίστη, γεγονός που, και σήμερα, αναγνωρίζουν οι Σλαβικοί λαοί. Σ’ έναν βαθμό, στο Βυζάντιο οφείλει και ο κόσμος των Αράβων και των Οθωμανών, οι οποίοι, αν και συγκρούσθηκαν με το Βυζάντιο, σίγουρα θ’ αδυνατούσαν να δημιουργήσουν μια στέρεη κρατική δομή, εάν δεν είχαν ως υπόδειγμα την Βυζαντινή Διοίκηση.
ΙΙΙ. Ο «Ιανός», το παρόν και το μέλλον.
Κάπως έτσι διαγράφεται, εδώ κι 3000 χρόνια, η πορεία του Ελληνικού Έθνους με «όχημα» την Ελληνική Γλώσσα και με τις ανεκτίμητης αξίας πνευματικές «αποσκευές» ενός Πολιτισμού, που η απαστράπτουσα διαχρονικότητά του οιονεί «καταυγάζει», ακαταπαύστως, το παγκόσμιο πνευματικό στερέωμα. Αυτή είναι η μεγάλη «κληρονομιά» μας ως Ελλήνων.
Και κατ’ αυτή την ιστορική, κυριολεκτικώς, περίοδο του εορτασμού των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία του 1821 είναι καιρός ν’ αποδείξουμε ότι δεν θα πρόκειται για απλή Επέτειο. Η περίοδος αυτή πρέπει ν’ αξιοποιηθεί ως χρονικό διάστημα βαθιάς περίσκεψης και συνειδητοποίησης του δικού μας χρέους. Ο «Ιανός» -όπως τονίσθηκε στην αρχή- πρέπει να κάνει τον απολογισμό αυτών των δύο αιώνων λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -το οποίο ποτίσθηκε με το αίμα των Αγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821- και, με βάση τα συμπεράσματα του απολογισμού αυτού, να κοιτάξει μακριά προς το μέλλον. Με άλλες λέξεις, χρησιμοποιώντας τον «αστρολάβο» της πορείας μας, που κρατά στην «μνήμη» του τα επιτεύγματα και τα λάθη του παρελθόντος, έχουμε εξίσου ιστορικό χρέος να βαδίσουμε εφεξής αναλογιζόμενοι, κατά τον στίχο του Ιωάννη Πολέμη -και πάλι από το «Κρυφό Σχολειό»- για την Πατρίδα μας «τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει». Και το χρέος αυτό ανήκει στο σύνολο του Ελληνισμού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Πλανήτη, με την αυτονόητη, βεβαίως, διευκρίνιση ότι είναι πρωτίστως χρέος όλων ημών που, «intra muros», «δρέπουμε» τους καρπούς λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους εδώ και 200 χρόνια.
Α. Η διδακτική εμπειρία δύο αιώνων.
Πριν από κάθε άλλη διεργασία προγραμματισμού του μέλλοντός μας εμείς, οι Έλληνες, πρέπει να συναγάγουμε τα καίρια συμπεράσματα, ιδίως δε τα πιο επώδυνα, από την όλη πορεία των 200 χρόνων λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Χωρίς έναν τέτοιο απολογισμό, κάθε σχεδιασμός μέλλοντος θα βασιζόταν σε «κινούμενη άμμο», με όλες τις εντεύθεν συνέπειες για την προοπτική μας ως Λαού και ως Έθνους. Και εδώ σπεύδω να επισημάνω ότι ο απολογισμός αυτός είναι, κατ’ ανάγκην, συνοπτικός και, ως εκ τούτου, μοιραίως ελλιπής για ορισμένες διαστάσεις του.
1. Τα επιτεύγματα.
Είναι αλήθεια ότι σε αυτά τα 200 χρόνια λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους τα επιτεύγματα υπήρξαν πολλά και σημαντικά. Και τούτο μας επιτρέπει να τα μεγιστοποιήσουμε στο μέλλον, αν κατανοήσουμε το πώς και γιατί κατέστησαν πράξη.
α) Το πρώτο και κύριο επίτευγμα -το οποίο καθορίζει και βασικές συντεταγμένες του δικού μας χρέους για την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων- είναι η σημερινή έκταση του εδάφους της Πατρίδας μας.
α1) Ας θυμηθούμε τα σύνορα του Ελληνικού Κράτους το 1830 και, κάνοντας την σύγκριση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ευχερώς ότι η Ελλάδα του 2021 είναι ένα σεβαστό, και από αυτή την άποψη, Κράτος του ευρύτερου Ευρωπαϊκού χώρου. Κατά τούτο, οι αγώνες όλων εκείνων που πρωταγωνίστησαν ιδίως στους Βαλκανικούς Πολέμους καθώς και στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -επιλέγοντας την «σωστή πλευρά»- είναι, δίχως αμφιβολία, αντάξιοι εκείνων των πρωταγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821.
α2) Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε το μέγιστο επίτευγμα της έγκαιρης εισόδου της Ελλάδας στην χορεία των Κρατών-Μελών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, δοθέντος ότι αυτό συνέβαλε ουσιωδώς τόσο στην οικονομική προοπτική της Χώρας μας όσο και, ιδίως, στην θωράκιση της Κυριαρχίας της. Σήμερα -όσο και αν προσπαθούν να μειώσουν την αξία αυτής της πραγματικότητας είτε οι «αρνητές» του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος είτε και οι «ευρωσκεπτικιστές»- τα Σύνορα, το Έδαφος και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ελλάδας είναι και Σύνορα, Έδαφος και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με όλες τις εντεύθεν θετικές συνέπειες.
β) Κατά δεύτερο λόγο, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ουδεμία σύγκριση έχει μ’ εκείνη των αρχών του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Ενώ συνεχώς βελτιώνεται, με κύριο άξονα το επίπεδο διαβίωσης του Ελληνικού Λαού και τις προοπτικές ανάπτυξης της Οικονομίας μας. Και σε αυτό, όπως ήδη επισημάνθηκε, έχει συμβάλει καθοριστικώς η πορεία της Χώρας μας εντός Ευρωζώνης. Όχι ότι δεν υπάρχουν πάντα σημαντικά προβλήματα, κυρίως ανισοτήτων, πλην όμως σ’ εμάς εναπόκειται να μειώσουμε δραστικά τις παρενέργειές τους.
γ) Στα σημαντικά αυτά επιτεύγματα συμπεριλαμβάνεται και η πορεία της Δημοκρατίας μας, ιδίως μετά την Μεταπολίτευση και πάνω στη βάση του Συντάγματος του 1975, του μακροβιότερου και πιο ολοκληρωμένου «Θεμελιώδη Νόμου» στην Συνταγματική μας Ιστορία. Αντίστοιχη είναι και η πρόοδος αναφορικά με την λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής μας Δημοκρατίας, ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας, μέσ’ από την απόλαυση των δικαιωμάτων κάθε μορφής, τα οποία απορρέουν από αυτή αλλά και, εν τέλει, την «συνθέτουν». Στο σημείο αυτό πρέπει, οπωσδήποτε, ν’ αναδειχθεί η ανάγκη περαιτέρω θωράκισης του Κοινωνικού Κράτους και των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που αποτελούν «κορωνίδα» όχι μόνο των Θεσμών μας αλλά και αυτού τούτου του Πολιτισμού μας, στην βάση του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Όπως επίσης είναι επιβεβλημένη η άρση των -αναγκαίων βεβαίως-περιορισμών πολλών και σημαντικών δικαιωμάτων, οι οποίοι επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19, όταν η πανδημία υποχωρήσει δραστικά.
δ) Τέλος, έχουμε χρέος να εμπνεόμαστε από τα τεράστια επιστημονικά επιτεύγματα -σε όλο το πεδίο των Επιστημών- των Ελλήνων εντός και εκτός Ελλάδας. Και παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσλειτουργίες, κατ’ εξοχήν στο πεδίο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, θα ήταν πραγματική «μικροψυχία» να μην αναγνωρισθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας μας, όπως μαρτυρά αψευδώς η σταθερή «άνοδος» κατά την αξιολόγησή τους, σ’ ευρωπαϊκή αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.
2. Τα λάθη.
Στα λάθη μας -πολλά και μεγάλα, δυστυχώς- κατά την διάρκεια αυτών των 200 χρόνων λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους πρέπει να σταθούμε όχι ως απλοί «παρατηρητές», αλλά ως συνειδητοποιημένοι πολίτες που τα ανιχνεύουν και τ’ αναλύουν με ακρίβεια και ειλικρίνεια, για να μην τα επαναλάβουμε.
α) Το μείζον λάθος υπήρξαν οι διχόνοιες και οι διχασμοί, εν πολλοίς απόρροια του φθόνου, ο οποίος τείνει να καταστεί οιονεί «εθνικό» μας χαρακτηριστικό. Δίχως αυτούς -ή δίχως την «εκκωφαντική» έντασή τους- σίγουρα η Ελλάδα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Στο ίδιο, περίπου, γενικό αυτό πλαίσιο εντάσσονται και οι δημοκρατικές εκτροπές, δυστυχώς συχνές κατά το παρελθόν, που ας ευχηθούμε να έχουν ενταφιασθεί οριστικά στο παρελθόν, μετά την Μεταπολίτευση του 1974. Και τούτο, γιατί η ίδια η ιστορική διαδρομή μας έχει αποδείξει ότι, σχεδόν κατ’ ανεξαίρετο κανόνα, κάθε φορά που δεν υπερασπισθήκαμε την Δημοκρατία -η οποία, ούτως ή άλλως, είναι εκ φύσεως «εύθραυστο» αγαθό- οι συνέπειες υπήρξαν και εθνικώς επώδυνες, υπό την έννοια ότι μας στοίχισαν ακόμη και τμήματα του Εθνικού μας Κορμού.
β) Άλλο μεγάλο λάθος υπήρξε η επικράτηση του λαϊκισμού, ως «γνώμονα» λήψης σημαντικών αποφάσεων. Και αυτός ο λαϊκισμός, όταν μάλιστα καθοδηγείται από τον υπολογισμό του λεγόμενου «πολιτικού κόστους», γίνεται κυριολεκτικώς «τοξικός» για το κύρος και την δημοκρατική νομιμοποίηση των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών. Δεδομένου ότι αναδεικνύει πως τέτοιες ηγεσίες έχουν ως βασικό τους στόχο όχι την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος, όπως ταιριάζει σε κάθε σύγχρονη Δημοκρατία, αλλά την «διαιώνισή» τους στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Εξαιρετικά επικίνδυνο είδος ενός τέτοιου λαϊκισμού είναι και εκείνος, ο οποίος εμφανίζεται με την μορφή της διστακτικότητας των πολιτικών ηγεσιών να υπερασπισθούν τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια- δηλαδή, κατ’ αποτέλεσμα, την ίδια την ιστορία του Ελληνικού Έθνους -υπό το ευτελές πρόσχημα είτε της μη «διακινδύνευσης» της ειρηνικής διαβίωσης είτε, ακόμη χειρότερα, της δήθεν «απόλαυσης» μιας ζωής ευμάρειας και εφησυχασμού.
Β. Μπροστά στις ευθύνες του μέλλοντος.
Η εμπειρία του παρελθόντος, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις, προσδιορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και το μέγεθος των ευθυνών μας μπροστά στο δύσκολο μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας, καθώς και τους γενικούς άξονες των προτεραιοτήτων, τις οποίες οφείλουμε να υιοθετήσουμε, υπό όρους σύμπνοιας, ενότητας και συνέχειας. Δοθέντος ότι αυτή η εμπειρία μας διδάσκει, μεταξύ άλλων, πως μόνο χτίζοντας πάνω στα θετικά του χθες, το Εθνικό μας Οικοδόμημα μπορεί να διασφαλίσει την απαραίτητη θεσμική και πολιτική του «στατικότητα» ως προς τις, ήδη ορατές, προκλήσεις του αύριο.
1. Θωρακίζοντας το Εθνικό μας κύρος.
Ουδεμία Χώρα, και ιδίως Χώρα με τις ιστορικές καταβολές της Ελλάδας και του Ελληνικού Έθνους, μπορεί να πορευθεί με ασφάλεια στο μέλλον του δύσκολου κόσμου που μας περιβάλλει, δίχως να έχει θωρακίσει προηγουμένως το Εθνικό της κύρος. Και για τη Χώρα μας, τούτο επιβάλλει, πρωτίστως:
α) Την άνευ υπαναχωρήσεων και υποχωρήσεων και υπό όρους αρραγούς ενότητας υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων, πάνω στην στέρεη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και των αντίστοιχων αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων των Διεθνών Οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδίως δε στους συχνούς, δυστυχώς, δισταγμούς των ως άνω οργάνων ν’ ανταποκριθούν στο δικό τους χρέος, η Ελλάδα οφείλει να καθιστά, αδιαλείπτως, σαφές ότι δεν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, από τις θέσεις που της αναλογούν κατά την πλήρη εφαρμογή της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται, οπωσδήποτε, και η επίλυση του Κυπριακού -το οποίο αποτελεί διεθνές και ευρωπαϊκό ζήτημα- όχι μόνον διότι η Κύπρος είναι αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού. Αλλά και διότι στο πεδίο της δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού «δοκιμάζονται» οι θεσμικές και πολιτικές «αντοχές» τόσο του Διεθνούς όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
β) Την διαδραμάτιση πρωταγωνιστικού ρόλου στο, παγκόσμιας εμβέλειας, εγχείρημα της ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος μέσω της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαδραματίσει, από την πλευρά της, και τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί, κατά την Δημοκρατία της και τον Πολιτισμό της, κυρίως αναφορικά με την εμπέδωση του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Ένας τέτοιος πρωταγωνιστικός ρόλος αναλογεί δικαιωματικώς στην Ελλάδα, αφού η ίδια του η υφή δεν συναρτάται με την έκταση του εδάφους της και το μέγεθος του πληθυσμού της αλλά, κατά κύριο λόγο, με το παρελθόν της ως κοιτίδας της Δημοκρατίας και του Ελληνικού Πολιτισμού, που συνιστούν, κυριολεκτικώς, «θεμέλια» της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
2. Κάνοντας πράξη την Αριστεία.
Έχουμε ύψιστο Εθνικό χρέος ν’ αξιοποιήσουμε, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού της Χώρας, και ιδίως των νέων, για να δείξει η Χώρα μας, urbi et orbi, τις τεράστιες δυνατότητές της σε όλο το φάσμα της επιστημονικής αλλά και της επαγγελματικής δημιουργίας, αναβαθμίζοντας έτσι δυναμικώς το επίπεδο του Λαού μας αλλά και την πέραν των συνόρων μας «ακτινοβολία» της Ελλάδας.
α) Τούτο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων φυσικά, και μια οργανωμένη και μακρόπνοη μεταρρύθμιση της Παιδείας μας, σε όλες τις βαθμίδες της, βασισμένη στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες του Πολιτισμού μας καθώς και στις βασικές δημιουργικές συνιστώσες της Εθνικής μας «ταυτότητας», δίχως όμως -σε καμία περίπτωση- να «κόβονται», καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οι τόσο παραγωγικοί δίαυλοι επικοινωνίας και συνεργασίας με τον αντίστοιχο διεθνή περίγυρο, πρωτίστως δε οι δίαυλοι επικοινωνίας και συνεργασίας με τον περίγυρο της μεγάλης μας Ευρωπαϊκής Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα χρήσιμα «δάνεια» μέσω τέτοιων διαύλων επικοινωνίας όχι μόνο δεν «υποβαθμίζουν» την Χώρα μας και την Παιδεία μας αλλά, όλως αντιθέτως, διασφαλίζουν την αναβάθμισή τους extra muros, δοθέντος ότι, στο πλαίσιο του υγιούς διεθνούς και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, μας παρέχεται η ευκαιρία ανάδειξης των ανεξάντλητων δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού μας, και ιδίως των δυνατοτήτων της νέας γενιάς.
β) Το ως άνω, καίριας προτεραιότητας και σημασίας, εγχείρημα μπορεί να ευοδωθεί μόνον όταν ενστερνισθούμε και κάνουμε πράξη την Αριστεία, ως μέθοδο και διαδικασία απόδοσης σε καθέναν αυτού που πραγματικά του ανήκει, κατά την αξία του και την προσωπικότητά του. Όταν, δηλαδή, αφήσουμε κατά μέρος τον φθόνο, που κατά την ιδιοσυστασία του περιθωριοποιεί ή και ισοπεδώνει την υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Καθώς και όταν κατανοήσουμε πλήρως ότι η Αριστεία δεν συμβιβάζεται, ούτε κατ’ ελάχιστο, με τον συμπλεγματικό λαϊκισμό, ο οποίος «βαπτίζει» αρίστους εκείνους, οι οποίοι συνιστούν «κλασικά» παραδείγματα μετριότητας και αντίστοιχης, «περίτεχνα» συγκεκαλυμμένης πολλές φορές, ανικανότητας. Ας κατανοήσουμε δε, επιπροσθέτως, ότι η Αριστεία προϋποθέτει ορθή και συνεπή εφαρμογή της αρχής της Ισότητας υπό την αναλογική της εκδοχή, η οποία σημαίνει ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων αλλά και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Γεγονός το οποίο επιβάλλει την κρατική, κατά κύριο λόγο, παρέμβαση, ώστε να εξασφαλίζεται, ιδίως στους νέους, ισότητα στην αφετηρία, μέσω της παροχής ίσων ευκαιριών ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός.
Επίλογος
Εν είδει επιλόγου, και με βάση τα δεδομένα της κατά τ’ ανωτέρω σύνδεσης μεταξύ του Έθνους μας, της Γλώσσας μας και του Πολιτισμού μας, είναι ανάγκη ν’ αναδειχθεί εκείνη η προτεραιότητά μας για το μέλλον, η οποία αφορά την ενεργό συμμετοχή, και μάλιστα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, της Χώρας μας στον Διάλογο των Πολιτισμών. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η Γλώσσα μας -όπως έχει καταδείξει η διαδρομή της εδώ και 3.000 χρόνια- και ο Πολιτισμός μας, οιονεί εκ καταγωγής διευκολύνουν τον Διάλογο των Πολιτισμών. To συμπέρασμα αυτό εδράζεται και στο ότι ο πραγματικός Πολιτισμός, ο οποίος από την φύση του έχει στο επίκεντρό του τον Άνθρωπο, σέβεται, δίχως εκπτώσεις και συμβιβασμούς, την διαφορετικότητα του Ανθρώπου. Και τούτο διότι ως ύψιστο δείγμα στοιχειώδους Ανθρωπισμού, ο σεβασμός της διαφορετικότητας ισοδυναμεί με τον σεβασμό της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού. Υπό τα δεδομένα αυτά, σε θεσμικό και αξιακό γενικότερα επίπεδο, ο σεβασμός της διαφορετικότητας του Ανθρώπου καθίσταται θεμελιώδες πρόταγμα Δημοκρατίας και Πολιτισμού.
Μια τέτοια θεώρηση της Γλώσσας και του Πολιτισμού, με αφετηρία την Ελληνική Γλώσσα και τον Ελληνικό Πολιτισμό, αποδεικνύει ότι είναι ακριβώς αυτός το Διάλογος των Πολιτισμών που δίνει ηχηρή απάντηση στους ανιστόρητους εκείνους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει σήμερα δήθεν «σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμών. Ισχυρισμός, που οδήγησε ως και σε καταστροφικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής από πλευράς πολιτικών ηγετών των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ας γίνει κατανοητό τούτο: Στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε δεν υπάρχει σύγκρουση Πολιτισμών, αφού κανένας πραγματικός Πολιτισμός δεν μπορεί, από την φύση του, να συγκρούεται με άλλους, εξίσου πραγματικούς, Πολιτισμούς. Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι πολλές φορές, δυστυχώς -όπως συμβαίνει στην εποχή μας- υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ Πολιτισμών, γεγονός που δυσκολεύει επικίνδυνα την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών.
Επομένως, ενδεδειγμένη λύση είναι η κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι η επιλογή του Διαλόγου μεταξύ των Πολιτισμών, στον οποίο ο Ελληνικός Πολιτισμός, με θεμέλιο την Ελληνική Γλώσσα και τα επιτεύγματά της στον χώρο του Πνεύματος, οφείλει και μπορεί, υπό όρους ισοτιμίας προς τους άλλους Πολιτισμούς και υπό συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού, να διαδραματίσει πολλαπλώς σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο Κόσμο.