Εκ λόγων επαγγελματικής διαστροφής παρακολουθώ πάντοτε με προσοχή τις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου, το οποίο επί των ημερών της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη έχει αναβαθμιστεί.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ακολουθώντας πιστά την οικογενειακή παράδοση του πατρός του, Κωνσταντίνου, χωρίς να διαθέτει την εκπληκτική ρητορική δεινότητά του (και ποιος, όμως, από τους νυν τη διαθέτει;), αλλά με την αυτή μετριοπάθεια και ψυχραιμία, ο πρωθυπουργός ενημερώνει τακτικά την εθνική αντιπροσωπία για την πολιτική του. Σας λέω λοιπόν ότι η υπομονετική παρακολούθηση των συνεδριάσεων της Βουλής «αποζημιώνει». Ας μην κάνουμε τους έξυπνους. Όλο και κάτι έχεις να μάθεις, αν παρακολουθείς τα στρατεύματα παραταγμένα. Στο σημερινό σημείωμα θα εστιάσω την προσοχή μου στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως Αλέξη Τσίπρα.
Για δύο λόγους: Πρώτον, διότι το μετριοπαθές αντιπολιτευτικό ύφος του δεν ταιριάζει με την εσωκομματική κρίση που διέρχεται το κόμμα του. Αρχηγοί που αμφισβητούνται συνήθως αξιοποιούν το βήμα της Βουλής και αυξάνουν κατακόρυφα τους τόνους για να συσπειρώνουν τη βάση τους και να «σκεπάζουν» τα προβλήματά τους. Δύο σχεδόν χρόνια τώρα, όμως, ο Τσίπρας -πλην μίας φοράς- συμπεριφέρεται στον Μητσοτάκη «με το σεις και με το σας». Ακόμη και όταν λέει σκληρά πράγματα, η χροιά της φωνής του είναι ασθενής. Ο δεύτερος λόγος που εστιάζω στον Τσίπρα είναι οι εκτιμήσεις που υπάρχουν στον χώρο της Κεντροδεξιάς. Κορυφαία στελέχη της θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ «πελατάκι», το οποίο θα νικήσουν με 20 μονάδες διαφορά. Χωρίς να πολυσκέφτονται ποιον ΣΥΡΙΖΑ, αυτόν ή άλλον, και χωρίς να αναλογίζονται ότι οι πρώτες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική. Εκατόν τριάντα έδρες θα λάμβανε η Ν.Δ. με το ποσοστό του 2019.
Τι παρατηρώ, λοιπόν: Κατ’ αρχάς, ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα βασικά συναινεί. Από το καλοκαίρι του 2019 το κόμμα του λειτουργεί ως «συγκυβερνώσα αντιπολίτευση».Ψήφισε ή δήλωσε «παρών» στις συμφωνίες για τις ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου, ψήφισε τα 12 μίλια στο Ιόνιο, ψήφισε τα Ραφάλ, ψήφισε επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος, και ιδίως την ψήφο των αποδήμων, ψήφισε τους νόμους για την πανδημία, ψήφισε τον νόμο για την ψηφιακή διακυβέρνηση, ψήφισε τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και άλλα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, ζήτησε έως και οικουμενικό υπουργό Υγείας.
Και το αποκορύφωμα: Προχθές συνόδευσε το αίτημά του για σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών με ένα ρήμα: «Να συναποφασίσουμε!» Προσεκτικοί παρατηρητές του πολιτικού χώρου που καλύπτει ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνουν, μάλιστα, ότι, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, ο Τσίπρας αρνείται να υψώσει τους τόνους στα εθνικά θέματα και αναλώνεται συνήθως σε κριτική χειρισμών προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Επειτα, παρατηρώ το εξής: Κάθε φορά που ο πρωθυπουργός αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη δήλωση ενός υπουργού του -είτε Χρυσοχοΐδης για τον εθνικισμό των 12 μιλίων λέγεται αυτός είτε Γεωργιάδης για τον Αγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης λέγεται αυτός ή Βρούτσης για τα voucher ήταν αυτός-, ο Τσίπρας πρώτα καταγγέλλει και έπειτα δίδει διέξοδο διαφυγής στον Μητσοτάκη.
Για παράδειγμα: Ενώ οι δηλώσεις του Άδωνη προκάλεσαν εισαγγελική παρέμβαση και δικαιολογούσαν άνετα την αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου της αντιπολίτευσης, ο Τσίπρας είπε προχθές ότι ο υπουργός Επενδύσεων μπορεί να λέει «ανοησίες» και κάλεσε τον πρωθυπουργό να τον καλύψει ως… ανόητο. Μόνο ανόητος δεν είναι ο Αδωνις. Ξέρει καλά γιατί προκάλεσε την εισαγγελική έρευνα σε μια περίοδο που η δική του εκκρεμότης παραμένει ανοιχτή.
Και το κορυφαίο που παρατηρώ στις σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών – όχι απαραιτήτως κακό για τον τόπο: μια σιωπηλή συμφωνία, η οποία ενδεχομένως να έχει και εξωτερική ευλογία. Πριν από δύο Κυριακές η κυβέρνηση άφησε να διαρρεύσει στον Τύπο («Καθημερινή») την πρόθεσή της να μη δώσει δικαστική συνέχεια στις υποθέσεις Follie Folli και Καλογρίτσα – Παππά. Θα δούμε αν θα επιβεβαιωθεί. Προχθές ο Τσίπρας δεν ανέφερε λέξη στη Βουλή για εξεταστική με αντικείμενο την πανδημία. Υπενθυμίζω ότι ο Κυριάκος απέφυγε να βάλει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο κάδρο των ποινικών ευθυνών για τη Νοvartis.
Η σιωπηλή συμφωνία κυρίων, έως τώρα, τηρείται. Παρά τα διαλείμματα, με επεισόδια τύπου Πάρνηθας και Σουνίου. Το βασικό ερώτημα για έναν καλόπιστο παρατηρητή, που βλέπει έναν μετριοπαθή Τσίπρα ο οποίος, με τα εσωκομματικά προβλήματα που έχει, θα έπρεπε να βρίσκεται «στα κάγκελα», είναι λοιπόν το εξής: Τι συμβαίνει στον Αλέξη; Γιατί αφήνει το κόμμα του να βυθίζεται;
Γιατί επιτρέπει την όξυνση της εσωκομματικής κρίσης με την ίδρυση νέων συνιστωσών, που φέρουν τα γελοία ονόματα «ΡΕΝΕ» και «Ομπρέλα», τα οποία παραπέμπουν σε ευειδείς Γαλλιδούλες το πρώτο και στον καλλιτέχνη Ζογγολόπουλο το δεύτερο; Τόσο ανόητος είναι; Όσον αφορά τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας είτε είναι δειλός είτε πονηρός. Αφήνει την κρίση να εξελιχθεί για να διαλύσει το, κατά Παππά, «μαγαζί». Ήδη ψιθυρίζεται ότι πρότεινε παρασκηνιακά στη Γεννηματά την ίδρυση νέου προοδευτικού φορέα, του οποίου ο αρχηγός θα εκλεγεί με κάλπη από τη βάση. Δεν διεκδικεί ex officio την αρχηγία. Όσον αφορά τον συναινετικό τρόπο που συμπεριφέρεται ο Τσίπρας στον πρωθυπουργό, οι ερμηνείες θα μπορούσαν να είναι τρεις.
Η πρώτη: Κάθεται καλά, γιατί φοβάται κάτι. Υπαρκτή, αλλά όχι η βασική. Η δεύτερη: Συμπεριφέρεται μετριοπαθώς, γιατί όποτε και να γίνουν εκλογές δεν θα διεκδικήσει την ψήφο του ελληνικού λαού ως αντισυστημικός ταραξίας, όπως το 2015, αλλά ως ρεαλιστής συστημικός που «βάζει πλάτη» στους συμμάχους μεσυμφωνίες τύπου Πρεσπών. (Αφήνοντας όμως και ο ίδιος και ο Μητσοτάκης τεράστιο χώρο για τη δημιουργία νέας Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, έστω πολυκερματισμένης. Το ζήτημα δεν είναι τι ποσοστό θα λάβει κάθε κομματίδιο, αλλά ποιο θα είναι το άθροισμά τους – συζήτηση άλλης ώρας αυτή.) Εν πάση περιπτώσει, ο Τσίπρας, ύστερα από πέντε χρόνια στην πρωθυπουργία, άφησε άριστες εντυπώσεις στην Ουάσινγκτον και στο Βερολίνο, πρωτεύουσες στις οποίες απέδειξε ότι μπορεί να πληρώνει προσωπικό πολιτικό κόστος για να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις τους. Προς τούτο, επιλέγει να καθίσει στον πάγκο της Δύσης και να περιμένει ως εναλλακτική λύση. Εάν τον χρειαστούν, ξέρουν πού θα τον βρουν. Το πώς αλλάζει, άλλωστε, φορά ο αέρας σε πλείστα μέσα ενημέρωσης σε τέτοιες περιπτώσεις, ώστε ο «ανύπαρκτος» να προάγεται σε «σπουδαίο», είναι εκπληκτικό.
Η τρίτη ερμηνεία: Ο Τσίπρας πιθανολογεί ότι ίσως έρθει η στιγμή που, με ή χωρίς εξωτερική επίνευση, τα δύο κόμματα θα εξαναγκαστούν να συνεννοηθούν. Το ρήμα «συγκυβερνήσουν» δεν είναι κατάλληλο αυτή τη στιγμή – το μέλλον, βεβαίως, άδηλον. Ποιος πίστευε το 1985 ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα συγκυβερνούσαν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ; Και επειδή το πιθανολογεί -το μεγάλο τεστ για τη Ν.Δ. θα είναι οι διερευνητικές εντολές ύστερα από εκλογές αναλογικής-, δεν «κόβει» τις γέφυρες επικοινωνίας με τον πρωθυπουργό. Ούτε ο πρωθυπουργός τις «κόβει». Βεβαίως, ό,τι σας περιγράφω αγνοεί τον ξενοδόχο. Με την εξαίρεση μιας μεγάλης δίδυμης κρίσης σε οικονομία και εθνικά, που θα υπαγόρευε την προσφυγή σε έκτακτες, πλην προσωρινές, λύσεις, την τελική λύση θα δώσει ο λαός.
Με βάση την ατμόσφαιρα που θα επικρατεί. Με τη σημερινή, ακόμη και με αναλογική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα λάμβανε έως 45% κατά τους δημοσκόπους. Αλλά, την ώρα που εκκρεμεί η εκταμίευση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα συμφωνούσε άραγε το Βερολίνο; Δύσκολο. Λεπτομέρεια με σημασία: Ο Τσίπρας αποφεύγει να αξιοποιήσει τις αποχρώσεις μεταξύ Μαξίμου και υπουργείου Εξωτερικών στα Ελληνοτουρκικά, γιατί συμφωνεί με τη διαπραγμάτευση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο ως τμήμα ενός συνολικού συμβιβασμού. Καταλήγω, λοιπόν:
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποδύεται ίσως τον «ψόφιο κοριό»: «Πουλάει» συναίνεση στην αδυναμία του και εθνικό ρεαλισμό στα ξένα κέντρα, ώστε να κερδίσει τον χρόνο που αναζητά για την ανασύνταξη του χώρου του. Ως αρχηγός καλομαθημένων συνιστωσών, η φιλοδοξία των οποίων τελειώνει στην παχυλή βουλευτική αποζημίωση, μέλλον δεν έχει. Και το ξέρει. Η τρίτη και τελική διάσπαση επί των ημερών του είναι θέμα χρόνου. Τη συναίνεση τη χρειάζεται κυρίως για τη διάσπαση, λοιπόν – συμπεραίνω.