Θα μπορούσε να είναι και η άχρηστη πληροφορία της ημέρας. Αφορά το γνωστό μέλος της Επιτροπής 2021 καθηγητή Αριστείδη Χατζή, ο οποίος ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων προ έτους όταν υποστήριξε ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν αυταρχικός δικτάτωρ.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Μετά τον σάλο που προεκλήθη και την παραίτηση της καταξιωμένης ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου από την επιτροπή, ο εν λόγω «έριξε» τους τόνους.
Απεσύρθη προσωρινώς εις το βάθος της σκηνής. Περιορίστηκε στην αρθρογραφία του σε κυριακάτικη εφημερίδα, πασχίζοντας από εκεί να μας πείσει πόσο σημαντική ήταν η συμβολή ορισμένων αγγλόδουλων Ελλήνων πολιτικών που πολέμησαν τον Καποδίστρια σε κάθε του βήμα. Η απόπειρα αποκαθήλωσης του πρώτου κυβερνήτη τελικώς απέτυχε, η τρέχουσα βιβλιογραφία κινείται μακριά από τις επιδιώξεις του. Συνιστώ μάλιστα ανεπιφύλακτα το νεοεκδοθέν «Πικρό ποτήρι» της Λένας Λιβάνη (εκδόσεις Πατάκη).
Υποτίθεται, εστιάζει στην αλληλογραφία του Καποδίστρια με τον ανεκπλήρωτο έρωτά του, τη Λωξάνδρα, η οποία ήταν κυρία επί των τιμών στην τσαρική αυλή, ωστόσο μέσα από τις σελίδες του ξεπροβάλλει ο Ευρωπαίος ηγέτης. Ο άνθρωπος που επηρέασε με τη δράση του τις εξελίξεις στην Ελλάδα, στη Ρωσία, στην Ελβετία, στη Γαλλία. Αυτή τη φορά ο κύριος Χατζής δεν μας έκανε να θυμώσουμε. Μας έκανε, μέλος της Επιτροπής 2021 ων, να ευθυμήσουμε. Προσπάθησε να διασκεδάσει το ακροατήριό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω ενός ιστορικού ανεκδότου για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος εφέρετο να διέκοψε την κατανάλωση… μπουγάτσας για να ειδοποιήσει τα παλικάρια του ότι οι Τούρκοι υποχωρούσαν στο Βαλτέτσι.
Πού να ξέρει ο αξιότιμος κύριος καθηγητής ότι ο Κολοκοτρώνης έτρωγε πελοποννησιακή μπογάτσα (πίτα στα κάρβουνα) και όχι μπουγάτσα. Άγνωστη πιθανώς η «βαθιά Ελλάς» σε εκείνον. Θα μπορούσε όμως να διερωτηθεί πώς, διάβολο, υπήρχε μπουγάτσα τον 19ο αιώνα στην Πελοπόννησο τη στιγμή που δεν υπήρχε καν στη Θεσσαλονίκη, καθώς αυτή εισήχθη πρώτη φορά στις Σέρρες έναν αιώνα μετά τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε ο Κολοκοτρώνης.
Δίνω σημασία σε αυτό το ασήμαντο περιστατικό όχι γιατί ένας καθηγητής Ιστορίας ήταν τόσο απρόσεκτος -στον καθένα μπορεί να τύχει εν πάση περιπτώσει-, αλλά διότι δυστυχώς δείχνει την ελαφρότητα με την οποία εξακολουθούν να συμπεριφέρονται μέσα και στο ΈΕτος Ανεξαρτησίας ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Υπονομεύοντας όμως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, σε μια εποχή εξόχως προσωποκεντρική (τα κοινωνικά δίκτυα θρέφονται από την ανοησία και την ύβρι), την ίδια την εικόνα και την αποστολή της επιτροπής. Εξαρχής ο εορτασμός είναι υπονομευμένος: Από την «παράδοση» καταρχάς: Ούτε το 1921 εν μέσω Μικρασιατικής Εκστρατείας καταφέραμε να αποδώσουμε τιμές στους ήρωές μας όπως θα τους έπρεπε, ούτε ως φαίνεται και σήμερα που «εκστρατεύει» εναντίον μας ένας ιός.
Ειρωνεία της Ιστορίας ίσως, αφού ποτέ οι δυνάστες μας δεν επέτρεψαν την πλήρη Ανεξαρτησία μας. Είναι επίσης υπονομευμένος γιατί η Επιτροπή 2021 δεν χρηματοδοτείται από τον Προϋπολογισμό λες και κάνει κάνα έγκλημα, το δε σχέδιο του εορτασμού συρρικνώθηκε από τους πρώτους μήνες λόγω κυβερνητικής απροθυμίας. Παρά ταύτα όμως, αν υπήρχε πολιτική βούληση και όχι το γνωστό ελληνικόν έργο (αναθέτουμε σε κάποιον την «καυτή πατάτα» και μετά του τραβούμε το χαλί κάτω από τα πόδια για να τον εκθέσουμε υποκύπτοντας σε πιέσεις τρίτων), η εικόνα θα ήταν πολύ καλύτερη.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου διάβασε προσεκτικά τη σκληρή κριτική που της ασκήσαμε και εμείς από αυτήν εδώ τη θέση και άλλοι για λάθη στην αρχή της θητείας της, δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ (προς τιμήν της) και πολύ γρήγορα αντελήφθη πως, αν ο εορτασμός δεν ακουμπήσει το λαϊκό αίσθημα, είναι εξ ορισμού χαμένη υπόθεση. Στρώθηκε λοιπόν στη δουλειά, επισκέφθηκε σαράντα πόλεις εν μέσω πανδημίας, προσκύνησε κάθε ιερό κειμήλιο που υπάρχει στην ελληνική επικράτεια -όχι σαν κάποια άλλη που κατέβασε τα καριοφίλια του ‘21 από το γραφείο της- και διαμόρφωσε ένα πρόγραμμα.
Επειδή είμαστε στην αρχή αυτής της ιστορικής χρονιάς την οποία υποδεχθήκαμε με δοξολογία άνευ ανακρούσεως εθνικού ύμνου, πρέπει να αποφασίσουμε γρήγορα τι θέλουμε. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Αυτό αφορά την κυβέρνηση, η οποία ξινίζει με κάθε εθνοπρεπή πρωτοβουλία της Γιάννας, όπως το εξαιρετικό σποτ με τον Διονύση Σαββόπουλο για των «Ελλήνων τις κοινότητες» (το φιλελευθεράτο του Μαξίμου το βρήκε… κιτς), αφορά τα ίδια τα μέλη της επιτροπής (που συμπεριφέρονται ώρες ώρες με ρηχότητα τύπου Χατζή) και βεβαίως όλους εμάς: Την -ας την πούμε, ο Θεός να την κάνει- Κοινωνία των Πολιτών.
Σε χρονιά που αναζητούμε απελπισμένα την ενότητα και τα Ελληνοτουρκικά ευρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας, είναι αδιανόητο να υπάρχουν εκατό διαφορετικές πρωτοβουλίες για το 2021. Τολμώ να πω και κάτι ακόμη. Απαιτείται σεβασμός στην Αγγελοπούλου. Μπορεί κανείς να τη συμπαθεί ως «doer», μπορεί και να την αντιπαθεί ως «πλουσία». Μπορεί να έχει χίλια δίκια κανείς να διαμαρτύρεται για τον ποιον αθλητή πρέπει να έχει ή να μην έχει στις αφίσες του το 2021, τον Λούη ή τον Αντετοκούνμπο. Σύμφωνοι! Μαζί του.
Ωστόσο ο απαξιωτικός τρόπος που της απευθύνονται κάποιοι στον ενικό μέσα από την κίβδηλη δημοκρατία του twitter και του facebook δεν της αξίζει. Διακόσια χρόνια μετά την Ανεξαρτησία δεν μας αξίζει γενικότερα μια ακόμη τυραννία: η τυραννία της οικειότητας στην ελληνική της εκδοχή. Το τελευταίο μεγάλο γεγονός για το οποίο η Ελλάς καμαρώνει μέσα σε αυτά τα διακόσια χρόνια είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Το πώς ανατέθηκαν στην Ελλάδα μόνο η Αγγελοπούλου, ο σύζυγός της Θόδωρος και οι Αθάνατοι το γνωρίζουν.
Καταλήγω λοιπόν: Σοβαρός εορτασμός με δημόσιες ή ιδιωτικές μαχαιριές εναντίον όλων εκείνων οι οποίοι εργάζονται χωρίς προϋπολογισμό για να μας θυμίσουν τα βασικά για την Ιστορία μας δεν μπορεί να γίνει. Άλλο το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά μας για κριτική και άλλο η εμπάθεια και το μίσος.
Ούτε βεβαίως νοείται εορτασμός με απαράδεκτες ελαφρότητες και ρηχότητες. Είναι κλισέ, το γνωρίζω, αλλά το μόνο που πρέπει ως κατάληξη στο παρόν σημείωμα: Ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων αυτή την ιστορική και ελπίζω ευλογημένη χρονιά. Η επόμενη αργεί εκατό χρόνια!