Ο ψεύτης βοσκός

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει η Αντωνία Αντωνά – Ψυχολόγος – Εγκληματολόγος – Συγγραφέας.

Σχεδόν όλοι γνωρίζουμε την ιστορία του ψεύτη βοσκού αλλά για όσους δεν τη γνωρίζουν/θυμούνται, ορίστε τι συνέβη:
Ένας νεαρός βοσκός φύλαγε τα πρόβατά του ώσπου κάποια στιγμή βαρέθηκε και σκέφτηκε να κάνει μία πλάκα στους συγχωριανούς του. Άρχισε λοιπόν να φωνάζει με όλη του τη δύναμη ‘Λύκος! Λύκοοοος!’.

Έντρομοι οι κάτοικοι έσπευσαν να βοηθήσουν αλλά μόλις έφτασαν συνάντησαν το νεαρό βοσκό να έχει πέσει στο γρασίδι και να κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια. Θυμωμένοι, οι χωρικοί έφυγαν. Λίγες μέρες αργότερα, ο βοσκός μας πάλι βαρέθηκε και ξανά έκανε το ίδιο κόλπο: ‘Λύκος! Βοήθεια, τρώει τα ζωντανά μου!’. Ξανά οι καλοί χωρικοί έτρεξαν, ξανά αντίκρυσαν το ίδιο θέαμα. Να μη σας τα πολυλογώ, κάποια στιγμή ήρθε πράγματι ένας λύκος και όταν ο βοσκός φώναξε για βοήθεια, οι χωρικοί δεν πήγαν γιατί νόμιζαν πως ήταν ακόμα ένα κακόγουστο αστείο. Έτσι ο λύκος έφαγε αρκετά πρόβατα και ο βοσκός έμαθε να μη λέει ψέματα.

Σε ένα ιδανικό κόσμο, οι άνθρωποι δε λένε ψέματα. Είμαστε όλοι αρκετά ασφαλείς ώστε να μπορούμε να πούμε την αλήθεια, είτε επειδή αυτή δεν είναι προβληματική είτε γιατί αυτός στον οποίο θα την πούμε θα συνεχίσει να μας αγαπάει παρά τα λάθη μας. Σε ένα ιδανικό κόσμο επίσης, εάν τύχαινε κάποια στιγμή να πούμε ένα ψεματάκι και αυτό επηρέαζε αρνητικά τους γύρω μας, το μάθημα θα μας γινόταν πάθημα, όπως έγινε στο βοσκό. Σε αυτό τον κόσμο όμως, δεν ισχύει τίποτα από αυτά.

Ποιοί είναι λοιπόν οι λόγοι που μπορεί να ωθήσουν κάποιον στο να πει ψέματα; Η πλέον συνηθισμένη και βολική δικαιολογία είναι πως το κάνουμε για να μην πληγώσουμε κάποιον. Έτσι, για παράδειγμα, αν απιστήσουμε, επιλέγουμε να το κρατήσουμε κρυφό από το σύντροφό μας για να μην πληγωθεί. Αν, σαν έφηβοι, ξεκινήσουμε το κάπνισμα, δεν το λέμε στους γονείς μας για να μην τους απογοητεύσουμε. Και ενώ σε ένα πλασματικό επίπεδο έχουμε εκλογικεύσει αυτή τη σκέψη σε σημείο που, όχι απλά βγάζει απόλυτο νόημα, αλλά μας καθιστά και εξαιρετικούς ανθρώπους, η πραγματικότητα είναι μάλλον λίγο διαφορετική.

Οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να πουν ψέματα για να αποφύγουν μία αντιπαράθεση, είτε αυτό αποτελεί μία πραγματική πιθανότητα είτε μία φαντασιακή, και κατά βάση αυτό που δεν αντέχουν είναι η αίσθηση πως απογοητεύουν κάποιον. Ως εκ τούτου, πολύ συχνά, οι παθολογικοί ψεύτες είναι άνθρωποι εξαρτητικοί, των οποίων η αυτοεικόνα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την άποψη που επιθμούν να σχηματίσουν οι άλλοι για το άτομό τους.

Χρησιμοποιώντας τα ψέματα, οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα που είναι πιο κοντά σε αυτό που θα ήθελαν να είναι και έτσι μπορεί να εκλογικεύσουν, να αρνηθούν ή απλά να μην αναφέρουν γεγονότα τα οποία θεωρούν ότι δεν έχουν συνάφεια με τη φαντασιακή προσωπικότητα που επιθυμούν. Με απλά λόγια, ένας άνθρωπος εξαρτητικός, θα προτιμήσει να πει ψέματα για το ότι, παιδιάστικα ενδεχομένως, ξόδεψε όλα του τα χρήματα, λέγοντας μία ιστορία πιθανών τελείως απίθανη, παρά να παραδεχτεί πως τα ξόδεψε με ένα τρόπο ασύμβατο με αυτόν που θα το έκανε ένας ώριμος ενήλικας, πχ. σε τυχερά παιχνίδια.

Είναι τόσο σημαντική αυτή η αποφυγή παραδοχής της πραγματικότητας, που διατίθενται ακόμα και να ρισκάρουν τη θύελλα θυμού ή απογοήτευσης που συχνά επακολουθεί την ανακάλυψη των ανακριβειών τους -κάτι που συχνά συμβαίνει όταν χάσουν τον έλεγχο όσων λένε, καθότι δυστυχώς το ένα ψέμα συνήθως προυποθέτει και ένα επόμενο ψέμα. Οτιδήποτε είναι καλύτερο από την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης και ακόμα και μία παράταση κάποιων ωρών είναι προτιμότερη, έστω κι αν θα επιφέρει ένα χειρότερο αποτέλεσμα.

Μία άλλη ομάδα ανθρώπων που συχνά καταφεύγουν στο ψέμα είναι οι άνθρωποι που υποφέρουν από κάποια εξάρτηση ουσιών ή συμπεριφοράς. Για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το θυμό ή την απογοήτευση κάποιου στον οποίο πχ. υποσχέθηκαν ότι δε θα καπνίσουν ξανά ή ότι θα προσπαθήσουν να ελέγχουν τις διατροφικές τους συνήθειες. Εδώ όμως υπάρχει επιπροσθέτως και ο παράγοντας σωματική και συναισθηματική εξάρτηση, ο οποίος μερικές φορές φαίνεται να λαμβάνει προτεραιότητα έναντι όλων των υπολοίπων. Ο άνθρωπος που είναι εξαρτημένος από κάποια ουσία, θα χρησιμοποιήσει το ψέμα ως μέσον για να φτάσει στο πολυπόθητο αντικείμενο: το τσιγάρο, την ηρωίνη, τη σοκολάτα. Εκείνη τη στιγμή ο εγκέφαλος απαιτεί τη δόση του ναρκωτικού που θα τον επεναφέρει σε ηρεμία και ο εξαρτημένος από ουσίες άνθρωπος φαίνεται αδύναμος να αντισταθεί. Δυστυχώς αυτή η αδυναμία συχνά εκλαμβάνεται από το περιβάλλον ως αδιαφορία, ειδικά αν έχουν προϋπάρξει υποσχέσεις για αλλαγή ή εκβιασμοί όπως ‘Το τσιγάρο ή εμένα, διάλεξε’.

Τα δυναμικά που οδηγούν στο ψέμα είναι πολλά, έχουν όμως στην πλεοψηφία τους ένα κοινό στοιχείο – την ανάγκη να μας αγαπήσουν οι άλλοι με τα ελαττώματά μας. Κάποιες φορές, η ανάγκη αυτή είναι τόσο έντονη που υποσυνείδητα πάμε κόντρα σε αυτό που μας έχει ζητηθεί – ουσιαστικά λέμε ‘Όταν με αγαπήσεις καπνιστή/υπέρβαρο/αλκοολικό, τότε θα κάνω ειλικρινείς προσπάθειες να αλλάξω.’ Είναι μία παθολογία που ξεκινάει από την με όρους αποδοχή και αγάπη των γονιών, η οποία απαιτεί καλούς βαθμούς, καλή συμπεριφορά, προτίμηση του ενός γονέα υπέρ του άλλου σε περίπτωση διαζυγίου και όταν αυτές οι συνθήκες δεν πληρούνται, η αγάπη και η φροντίδα παρακρατώνται.

Είναι όμως εξ’ίσου σημαντικό να φτάσουμε κάποια στιγμή σε μία αποδοχή των γεγονότων και να προσπαθήσουμε, με ευθύνη ενήλικα πλέον, να τα αλλάξουμε. Δυστυχώς με το να επιρρίπτουμε ευθύνες, δεν έρχεται η αλλαγή και εάν υποθέσουμε ότι σε μία οποιαδήποτε σχέση τα 2 βασικότερα στοιχεία είναι ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη, νομίζω είναι πασιφανές το πόσο επιβλαβή μπορούν να αποβούν τα ψέματα και οι ανακρίβειες. Ας μην ξεχνάμε ότι η εμπιστοσύνη δύσκολα κερδίζεται, αλλά εύκολα χάνεται..

ΔΗΜΟΦΙΛΗ