Ο κρίσιμος ρόλος που έπαιξε ο ιεράρχης στην Επανάσταση αλλά και η προσφορά του στην πατρίδα αλλά και την Εκκλησία
Μεταξύ των σημαντικών ιστορικών δημοσιεύσεων που έχουν γίνει από τη στήλη αυτή την τελευταία δεκαετία είναι και τα στοιχεία που αφορούν βιογραφικές πληροφορίες για έναν σπουδαίο εκκλησιαστικό άνδρα: Τον μητροπολίτη Κυνουρίας Διονυσίου (1787-1852), τον κατά κόσμον Διονύσιο Δημητρίου («δημοκρατία», 30 Ιανουαρίου 2012). Επανερχόμαστε, αφενός, για να τιμήσουμε τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα και στην Εκκλησία και, αφετέρου, να συμπληρώσουμε πληροφορίες, αποκαθιστώντας όσα λανθασμένα έχουν δημοσιευτεί ή κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Πρόκειται περί εμβληματικής εκκλησιαστικής φυσιογνωμίας, η ζωή του υπήρξε μία αδιάκοπη προσφορά και ο ψυχικός του κόσμος αντικατοπτρίζει τον σθεναρό χριστιανό ιερωμένο.
Γεννημένος στη Βασιλεύουσα το 1787, ήταν γιος του Κωνσταντίνου Δημητρίου και της Μαρίας, και από μικρός σπούδασε τα ιερά γράμματα. Οταν έφτασε στη νόμιμη ηλικία χειροτονήθηκε διάκονος και διήλθε του βαθμούς της ιεροσύνης μέχρι του μητροπολίτου, στον οποίο χειροτονήθηκε το 1812, σε ηλικία μόλις 25 ετών. Ανήλθε στον θρόνο της Μητρόπολης Ρέοντος και Πραστού, που είχε χηρέψει. Από τότε και έως τον θάνατό του ποίμανε την επισκοπή αυτή και κρίθηκε από το ποίμνιό του για την εκκλησιαστική και τη θεάρεστη διοίκησή του.
Αντιμετώπισε ωστόσο μυριάδες προβλήματα λόγω της αποφασιστικότητάς του να υπηρετήσει με σθένος την αναδιοργάνωση της Ελληνικής Εκκλησίας αλλά και τη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1820 γίνεται μέλος της Συνόδου και αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη, όπου παραμένει έως την έκρηξη της Επανάστασης. Αναγκάζεται να υπογράψει το γνωστό αφοριστικό γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αναχωρεί για τη μητρόπολή του.
Επισήμως επρόκειτο να ταξιδεύσει για να κατευνάσει τα πνεύματα, αλλά στην πραγματικότητα για να υπηρετήσει τον Αγώνα. Τον περίμεναν όμως μεγάλες περιπέτειες. Το πλοίο της επιστροφής ναυάγησε στο Σίγρι της Λέσβου. Ο ιεράρχης διασώθηκε και με καΐκι πέρασε στη Χίο, όπου φυλακίστηκε και βασανίστηκε άγρια από τους Τούρκους για ένα δίμηνο. Εντελώς άπορος όταν επαναστάτησε το νησί, πέρασε στα Ψαρά, για να φτάσει στο Αργος, όπου έδρευε η Υπέρτατη Διοίκηση της Ελλάδος.
Μετακινήθηκε στη Ζάκυνθο αναλαμβάνοντας να προτρέψει την αγγλική κυβέρνηση σε βοήθεια της Ελλάδος. Συμμετείχε στη Β’ Εθνική Συνέλευση του Αργους (1823), συμμετέχοντας στη σύνταξη του «Εγκληματικού Κώδικα», καθώς και στις Συνελεύσεις της Επιδαύρου (1826) και της Τροιζήνας (1827). Προσηνής, οργανωτικός, μεθοδικός και ακούραστος, ήταν εξ εκείνων που παρακινούσε διαρκώς υπέρ της ομόνοιας και της ενότητας των Ελλήνων. Οταν έφτασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας εκτίμησε ιδιαίτερα τον ιεράρχη για τον ακέραιο χαρακτήρα του και τις εκκλησιαστικές γνώσεις του. Εξάλλου, ο Διονύσιος υπήρξε εξ εκείνων που υποστήριζαν τον περιορισμό των ιεραρχών στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντά και την αποχή τους από τις πολιτικές και τις στρατιωτικές εξελίξεις.
Οταν αποκαταστάθηκαν τα πράγματα και έφθασε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Οθων, ο Διονύσιος ήταν εξ εκείνων που συγκρούστηκαν με τη βαυαρική αντιβασιλεία. Προήδρευσε της Ιεράς Συνόδου επί μία πενταετία και με τον επίσκοπο Αττικής (Ταλαντίου) Νεόφυτο Μεταξά υπήρξαν οι στυλοβάτες της Εκκλησίας κατά την Οθωνική Περίοδο. Συνδεόταν άρρηκτα με τον Οικονόμο των εξ Οικονόμων και υπήρξε από τους αρχιερείς που αποφάσισαν την καταδίωξη του Θεοφίλου Καΐρη. Κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους και έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 1852 χτυπημένος από ηπατίτιδα και πάμπτωχος. Διατήρησε μέχρι τέλους τις διανοητικές δυνάμεις του και μέχρι τέλους στάθηκε δίπλα του, ως πνευματικός του, ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων. Ετάφη με δημόσια δαπάνη και κάθε επισημότητα στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών. Υπήρξε στενός φίλος του Κωλέττη και η αλληλογραφία τους αποτελεί σπουδαία πηγή για τη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία. Η διαθήκη του είναι μνημείο χριστιανικής αγάπης, αρετής και διδαχής.
Ελευθέριος Σκιαδάς