Οταν οι εξελίξεις με την Τουρκία πλησιάζουν σε νέα ιστορικά ορόσημα, αναζητώ πάντοτε την άποψη των διπλωματών. Παλαιών και νέων. Εμπειρων αλλά και ανερχόμενων.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Συνταξιούχων και εν ενεργεία. Με κοινό σημείο αναφοράς την καλή γνώση της τουρκικής πραγματικότητας, ίσως και την προϋπηρεσία τους στην ελληνική πρεσβεία της Αγκυρας. Οι συζητήσεις αυτών των ημερών μάς δίνουν ένα νέο δεδομένο, άγνωστο τουλάχιστον σε εμάς.
Γνώριζα, βεβαίως, από παλιά ότι ο πρόεδρος Ερντογάν -ειδικώς στα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του- δεν εμπιστευόταν τη δυτικότροπη διπλωματική ελίτ του υπουργείου του, τη θεωρούσε κεμαλική, γι’ αυτό όταν παρίστατο διπλωμάτης στις συζητήσεις του με τον Καραμανλή τον τραβούσε από το μανίκι και του έλεγε συνωμοτικά: «Τώρα με αυτούς εδώ θα συζητήσουμε για τουρισμό. Για τα άλλα, οι δυο μας».
Η πραγματικότητα αυτή δεν έχει αλλάξει πολύ. Αντιθέτως. Ανταγωνιστής του υπουργείου Εξωτερικών στη γειτονική χώρα είναι το υπουργείο Αμυνας, του οποίου ηγείται ο αμερικανοσπουδαγμένος στρατιωτικός Χουλουσί Ακάρ, τρέφων ίσως και φιλοδοξίες για το μέλλον. Το υπουργείο Αμυνας είναι ο εμπνευστής της «Γαλάζιας Πατρίδας» και του τουρκολιβυκού μνημονίου. Στρατηγικές που «αγόρασε» ο Ερντογάν, γιατί ταιριάζουν με το πολιτικό σχέδιό του έως το 2023. Το υπουργείο Αμυνας εκδίδει σωρηδόν τις NAVTEX για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και καθοδηγεί τέως στελέχη του, απόστρατους αξιωματικούς, να ανοίγουν θέματα κυριαρχίας ακόμα και κατοικημένων ελληνικών νήσων. Το υπουργείο Εξωτερικών διαφώνησε με το τουρκολιβυκό μνημόνιο ανοιχτά. Με δηλώσεις του έμπειρου πρέσβη Ερτσιγές. Το υπουργείο Εξωτερικών της Αγκυρας, όπως μου ελέχθη, δεν έχει θέσει ποτέ ζήτημα κυριαρχίας κατοικημένων νήσων και, γενικότερα, «γκρίζων ζωνών» στις επίσημες ανακοινώσεις του.
Παρά ταύτα, εν όψει των διερευνητικών επαφών, δεν πρέπει να υποτιμούμε ποτέ την οπτική της τουρκικής διπλωματίας, η οποία επιδιώκει να φτάνει στο ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς φασαρία. «Βελούδινα». Μαθαίνω, ακούω, καταλαβαίνω, λοιπόν, ότι το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας θα αξιοποιήσει στις διερευνητικές το θέμα των «γκρίζων ζωνών» όχι για να αμφισβητήσει την ελληνικότητα του Αγαθονησίου, του Φαρμακονησίου και άλλων νησιών μας, αλλά γιατί θέλει να αξιοποιήσει τη διεκδίκηση στο μπρα ντε φερ για τα χωρικά ύδατα.
Κεντρικός στόχος των Τούρκων είναι να μας αναγκάσουν να μειώσουμε τα χωρικά μας ύδατα σε κρίσιμες περιοχές του αρχιπελάγους, όπου δεσπόζουν μεγάλα ελληνικά νησιά, ώστε κάθε τουρκικό και εμπορικό πλοίο που ξεκινά από οιοδήποτε λιμάνι της γείτονος με προορισμό το Γιβραλτάρ (μέσω του ακρωτηρίου Ταινάρου και των Αντικυθήρων) ή το Σουέζ (μέσω των στενών Κρήτης – Ρόδου – Καρπάθου) να διέρχεται μόνο μέσα από διεθνή ύδατα! Χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει άδεια για αβλαβή διέλευση από ελληνικά ύδατα. Στην πραγματικότητα η γείτων μάς ζητεί μέσα από τον διάλογο για τα χωρικά ύδατα να τους χαρίσουμε τόσα μίλια, ώστε να ευνοείται η «χάραξη» δύο ή τριών μεγάλων τουρκικών λεωφόρων στο Αιγαίο, στις οποίες τα πολεμικά πλοία της γείτονος θα κινούνται χωρίς το άγχος του ερυθρού ελληνικού σηματοδότη!
Το θέμα τους δεν είναι, λοιπόν, ούτε το Φαρμακονήσι ούτε το Αγαθονήσι. Θα αναγνωρίσουν την ελληνικότητά τους και θα μας ζητήσουν να πανηγυρίσουμε κιόλας για τη γενναιοδωρία τους. Στόχος τους είναι ο έλεγχος του μισού Αιγαίου. Και για την επίτευξή του είναι αρκετές κάποιες βραχονησίδες που «γεννούν» δικαιώματα για ελληνικά χωρικά ύδατα. Οχι νησιά. Ο στόχος αυτός υπηρετείται, βεβαίως, και από τις απαιτήσεις τους για την υφαλοκρηπίδα.
Αν κατάφερναν ποτέ να επιτύχουν το όνειρό τους και να έχουν δικαίωμα ερευνών δυτικώς των ελληνικών νησιών, μέσα στην «καρδιά» του Αιγαίου, πέραν του 28ου μεσημβρινού (ίσως το επιχειρήσουν de facto), τότε θα κέρδιζαν το τζακ ποτ. Θα γινόταν αυτό, είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον πρόεδρο Μπους το 1991 (αρχείο, τόμος 10): Η διχοτόμηση της ελληνικής επικράτειας. Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι το ζήτημα των χωρικών υδάτων, που αναγκαστικά θα συζητηθεί στις διερευνητικές για την υφαλοκρηπίδα, είναι πριν και πάνω από όλα για εμάς ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Ελέγχοντας τη θάλασσα 200 χρόνια τώρα, κρατάμε την Τουρκία μακριά από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Πέραν αυτών, οιαδήποτε τέτοια αλλαγή μάς στερεί τον στρατηγικό έλεγχο του αρχιπελάγους, για την «κατάκτηση» του οποίου αγωνίστηκαν οι προπάτορές μας. Ο Μιαούλης, ο Κανάρης και άλλοι καπεταναίοι, από τους οποίους έλαβαν νοητά τη σκυτάλη νεότεροι Χιώτες καπεταναίοι. Ιδίως αν χαραχθεί η λεγόμενη «πράσινη ζώνη», διά της οποίας οιοδήποτε εμπορικό ή πολεμικό πλοίο θα περνά από την Κρήτη με κατεύθυνση την Αλεξανδρούπολη και τα Στενά, χωρίς να υφίσταται τον παραμικρή νηοψία για το αν μεταφέρει φυσικό αέριο, όπλα, ναρκωτικά, μετανάστες ή τζιχαντιστές.
Σε αυτή τη «βελούδινη», πλην λίαν επικίνδυνη, στρατηγική του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας προστίθεται και ο βιαστικός αναθεωρητισμός του Πενταγώνου της, που ζητεί να μπει στην ατζέντα του διαλόγου ζήτημα κυριαρχίας ελληνικών νήσων και θέμα αποστρατιωτικοποίησης. Δηλαδή την ώρα που καλούμαστε να συζητήσουμε θέματα ναυσιπλοΐας τα οποία αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της εθνικής μας ασφάλειας, να συζητήσουμε επίσης πώς, εκτός από ύδατα, θα παραδώσουμε και τα όπλα! Στην αρχή εγκαταλείποντας μόνιμα πεδία βολής, έπειτα καταργώντας ετήσιες στρατιωτικές ασκήσεις σε περιοχές που ενοχλούν τους Τούρκους, μετά με την κατάργηση στρατιωτικών φυλακίων σε μικρά νησιά και στο τέλος με την απόσυρση των αμερικανικών όπλων από τα μεγάλα νησιά. Τζακ ποτ. Οπως αντιλαμβάνεστε, αυτά που συζητούνται ξεπερνούν έναν πρωθυπουργό και μία κυβέρνηση. Αφορούν το μέλλον του έθνους.
Και είμαι βέβαιος ότι κανείς στην Ελλάδα δεν θέλει να είναι ο επόμενος που θα γραφτεί το όνομά του στις δέλτους της Ιστορίας, όπως κάποιοι άλλοι, μεταβατικοί πρωθυπουργοί της Κατοχής. Ονόματα δεν χρειάζεται να πω! Το πιθανότερο είναι να διαφωνήσουμε στις διερευνητικές και να ζητήσουμε να τα λύσει όλα η Χάγη. Στο σημείο αυτό παίρνει τον λόγο παλαιός διπλωμάτης: «Ξέρεις, παιδί μου, καμιά κυβέρνηση στην Ευρώπη που να ανέθεσε σε δεκαπέντε άγνωστους σε αυτή δικαστές να κρίνουν θέματα ασφάλειας και κυριαρχίας στο έδαφός της;»
Το ερώτημα για εμάς, κατόπιν όλων αυτών, είναι πώς θα οργανώσουμε την αντίδρασή μας και πώς θα αποφύγουμε να συζητήσουμε εφ’ όλης της τουρκικής ατζέντας. Το ζήτημα επίσης, δεδομένου ότι δεν έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, ποια στρατηγική θα ακολουθήσει ο Ερντογάν: του υπουργείου των Εξωτερικών του ή του υπουργείου Αμύνης του, που υπερακοντίζει σε θέματα αμφισβήτησης ελληνικής κυριαρχίας κατά τη διάρκεια μιας χρονιάς-ορόσημο για εμάς, το 2021. Και οι δύο οπτικές είναι εξίσου επώδυνες για εμάς.
Η δεύτερη, μάλιστα, περισσότερο, γιατί έχει αποκτήσει δυναμική στην Τουρκία (η κεμαλική αντιπολίτευση άνοιξε το θέμα κυριαρχίας των Αντικυθήρων, πλειοδοτώντας) και είναι πολιτικά επωφελής για τον Ερντογάν: Εάν μας καταφέρει χτύπημα το 2021, θα «εορτάσει» με θόρυβο το 20(19)22. Τι θα κάνει, λοιπόν; Θα αναμένει να συμφωνήσει «βελούδινα» την τύχη της Ελλάδος σε συνάντηση με τον Μπάιντεν, όπως το έπραξαν ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν στο Κρεμλίνο (όχι στη Γιάλτα, λάθος!) ή θα «βιαστεί» να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα, τα οποία δεν ενοχλούν τους Αμερικανούς ούτως ή άλλως; Διότι σκοπός τους αιώνιος είναι να μειώσουν την κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο. Προσωπικώς, βιαστικό τον βλέπω τον Τούρκο πρόεδρο.
Πρέπει να διασφαλίσει ότι θα φτάσει το 2023 και ότι δεν θα έχει δικαστικές περιπέτειες. Για να επανέλθει σε δυτική τροχιά, θα ζητήσει ανταλλάγματα αμέσου αποδόσεως. Για να είναι κατοχυρωμένος, νομίζω ότι δεν θα καθίσει καλά.