Στις 18 Δεκεμβρίου, το Δ.Σ. της τράπεζας θα κληθεί να εγκρίνει την εκποίηση της θυγατρικής της στη CVC έναντι απαράδεκτα χαμηλού τιμήματος. Αντιδρούν οι εργαζόμενοι.
Με την κεκτημένη ταχύτητα των Μνημονίων και λόγω της ασφυκτικής πίεσης που εξακολουθούν να ασκούν στις ελληνικές συστημικές τράπεζες τα ξένα εποπτικά όργανα φαίνεται ότι θυσιάζεται -με κυβερνητικές ευλογίες ασφαλώς- η κερδοφόρος και πολλά υποσχόμενη Εθνική Ασφαλιστική.
Σε μία εβδομάδα από σήμερα, όπως όλα δείχνουν, το Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας θα κληθεί να εγκρίνει την ουσιαστική εκποίηση του «φιλέτου» της πιο σημαντικής θυγατρικής της έναντι απαράδεκτα χαμηλού τιμήματος, αλλά και πολύ σοβαρών μελλοντικών δεσμεύσεων έναντι του αγοραστή!
Μοναδικό πρόσκαιρο όφελος, που μένει να αποδειχθεί κατά την υπογραφή της συναλλαγής, είναι ότι τίμημα (κατά πληροφορίες, μόλις 450-460 εκατ. ευρώ για το 80% των μετοχών) θα καταβληθεί εμπροσθοβαρώς – «μπροστάντζα», δηλαδή, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια της διοίκησης της Εθνικής να αυξήσει τα εποπτικά κεφάλαια της τράπεζας εις βάρος της θυγατρικής της, προφανώς για να μην της τραβήξουν το… αυτί οι ξένοι.
Η άρον άρον πώληση της εταιρίας με τίμημα μικρότερο και από το ήμισυ των ίδιων κεφαλαίων της, που γίνεται με διμερείς διαπραγματεύσεις και με έναν μόνο ενδιαφερόμενο (αφού «αποθαρρύνθηκαν» με έντεχνο τρόπο κινεζικοί και άλλοι κολοσσοί, που προσέφεραν τιμήματα κατά 40%-50% υψηλότερα), φαίνεται ότι αποτελεί επίμονη απαίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού DGComp, στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης αναγκαστικής «αποεπένδυσης» των ελληνικών τραπεζών – της πώλησης, δηλαδή, των «ασημικών» τους σε τιμή ευκαιρίας με αγοραστές ξένα funds.
Ένα από αυτά είναι και το CVC Capital Partners, που έχει ήδη εισβάλει σαν σίφουνας στην ελληνική αγορά εξαγοράζοντας νοσοκομειακές μονάδες, και πιο πρόσφατα τη Vivartia.
Το ερώτημα όμως που γεννάται είναι γιατί, ενώ η χώρα έχει ξεφύγει -υποτίθεται- από τη στενή μνημονιακή επιτήρηση, η διοίκηση μιας -σε μεγάλο βαθμό κρατικής- τράπεζας ξεπουλάει, υπό εξαιρετικά αντίξοες διεθνώς οικονομικές συνθήκες, το «φιλέτο» της, ζημιώνοντας και το Ελληνικό Δημόσιο, που είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Εθνικής;
Απάντηση επ’ αυτού καλείται να δώσει και η κυβέρνηση. Γιατί δεν διεμήνυσε στις Βρυξέλλες ότι η πώληση αυτή πρέπει να αναβληθεί ή και να ματαιωθεί και γιατί δεν επέλεξε πιο συμφέρουσες λύσεις, όπως αυτή της εισαγωγής της εταιρίας στο Χρηματιστήριο;
Γνώστες της ασφαλιστικής αγοράς σημειώνουν πως η διαδικασία πώλησης ευνοεί κατά πολύ τον αγοραστή και ζημιώνει σε βάθος χρόνου την Εθνική Τράπεζα. Εξηγούν ότι η λογιστική τιμή (450.000.000 ευρώ) για το 80% της εταιρίας είναι πολύ χαμηλότερη από την τιμή που αναγράφεται στα «πάγια» της Εθνικής Τράπεζας, η οποία, κατά τρόπο σκανδαλώδη, φρόντισε εσχάτως να μειώσει την αξία με την οποία εμφανίζει την κερδοφόρο θυγατρική στα βιβλία της. Επιπλέον, η τιμή αγοράς έπρεπε να βασίζεται στην αποτίμηση μελλοντικών χρηματοεισροών της εταιρίας, σε συνάρτηση με τη φήμη και το μερίδιο αγοράς.
Σημειώστε ότι πέρυσι η Εθνική Ασφαλιστική είχε κέρδη 81,6 εκατ. ευρώ! Επομένως, το τίμημα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερο και όχι αυτό των 450-500 εκατ., που προσδιόρισε ως «εύλογο» ο σύμβουλος της Εθνικής, Price Water House Coopers(PWC), που όλως συμπτωματικώς είναι και σύμβουλος του αγοραστή!
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο οι παρατυπίες και το εξευτελιστικό τίμημα, αλλά και ότι η CVC ως αγοραστής αποκτά το «δικαίωμα» (και η Εθνική Τράπεζα την υποχρέωση, φυσικά) να πάρει πίσω μέρος του τιμήματος (ρήτρα clawback), σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται προκαθορισμένοι στόχοι πωλήσεων ασφαλιστικών προϊόντων, μέσω του δικτύου της τράπεζας. Πωλούν, δηλαδή, μια υγιέστατη εταιρία σε πολύ χαμηλό τίμημα και αναλαμβάνουν δεσμεύσεις για τη μελλοντική της υπερκερδοφόρα πορεία, αλλιώς ο αγοραστής έχει δικαίωμα να διεκδικήσει και τα χρήματά του πίσω!
Ένα πρόσθετο επιλήψιμο στοιχείο στην ανορθόδοξη συναλλαγή είναι ότι η CVC κατέχει ήδη δεσπόζουσα θέση στον χώρο της Υγείας και δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα πάροχος υγειονομικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών. Θα έχει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς θα τοποθετηθεί επ’ αυτού όχι βεβαίως η δική μας, εγχώρια ανύπαρκτη Επιτροπή Ανταγωνισμού, αλλά η λαλίστατη αντίστοιχη ευρωπαϊκή, που πίεσε για την πώληση, όταν βρεθεί αντιμέτωπη με προσφυγές.
Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής Ασφαλιστικής: «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Υπαλλήλων Εθνικής Ασφαλιστικής σε χθεσινή σκληρή ανακοίνωση ανέφερε ότι «πρόκειται για συμφωνία με τιμή πώλησης σε εξευτελιστικά επίπεδα και, παράλληλα, συζητείται η έκδοση από πλευράς της Εθνικής Ασφαλιστικής ομολογιακού δανείου μειωμένης διασφάλισης». Οι εργαζόμενοι ξεκάθαρα κάνουν λόγο για σκάνδαλο, καλώντας «την κυβέρνηση, το ΤΧΣ και τα πολιτικά κόμματα να παρέμβουν».
Έμπειρο στέλεχος των ευρωπαϊκών αγορών σημειώνει στη «δημοκρατία» πως η Εθνική Ασφαλιστική είναι εύρωστη επιχείρηση και μπορεί να «γυρίσει» ως κέρδος στον νέο ιδιοκτήτη -αν κάνει τις κατάλληλες κινήσεις- το ποσό που θα καταβάλει. Θα είναι, δηλαδή, σαν να αποκτά τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρία της χώρας εντελώς δωρεάν, αφού απλώς θα δανείσει τα χρήματά του για πέντε χρόνια στην τράπεζα! Και η τράπεζα θα δεσμευτεί με τη σειρά της όχι μόνο να ξεπουλήσει το καλύτερό της «ασημικό», αλλά να προωθήσει τα ασφαλιστικά προϊόντα της εταιρίας που έχει νέο ιδιοκτήτη.
Μάλιστα, αν δεν το πράξει επαρκώς, θα έχει ρήτρα «οικονομική»! Με λίγα λόγια, «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» υποστηρίζουν οι εργαζόμενοι της Ασφαλιστικής. «Θα επιτρέψουν τα μέλη του Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας ένα τέτοιο παζάρι, που μόνο ζημιώνει την τράπεζα και επισύρει και νομικές συνέπειες στα ίδια τα μέλη που θα υπογράψουν;» επισημαίνουν χρηματοικονομικοί παράγοντες. Τέλος, υπογραμμίζουν πως καθόλου τυχαίο δεν είναι πως η ΠΑΕΓΑΕ (θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας) κινήθηκε νομικά εναντίον της «αδελφής» της, Εθνικής Ασφαλιστικής, για να μπορέσουν να χαμηλώσουν το τίμημα και να «ξεπουληθεί» η Εθνική Ασφαλιστική στα μέτρα του… πορτοφολιού της CVC.