Δύο μηνύματα απόρριψης του ελληνικού αιτήματος για ακύρωση ή αναστολή παράδοσης στην Τουρκία των έξι γερμανικών υποβρυχίων κλάσης U-214, που θα μεταβάλουν την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει μεταδώσει το Βερολίνο προς την Αθήνα, διαψεύδοντας τις θεωρίες περί προνομιακής σχέσης του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με την καγκελάριο Ανγκ. Μέρκελ.
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
«δημοκρατία»
Η πρώτη απόρριψη, σύμφωνα με εγκυρότατες πηγές, αφορά προσωπικό μήνυμα του κ. Μητσοτάκη, το οποίο μετέφερε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ν. Παναγιωτόπουλος στη Γερμανίδα ομόλογό του Αν. Κραμπ-Κάρενμπαουερ, στην πρώτη φάση της κρίσης με το ερευνητικό «Oruc Reis», προ τριμήνου.
Η κυρία Κραμπ-Κάρενμπαουερ φέρεται να επιφυλάχθηκε επί της ουσίας και να δεσμεύτηκε επί λεπτομερούς εξέτασης του θέματος με τους συναρμόδιους Γερμανούς υπουργούς, ώστε να απαντήσει σε σύντομο χρόνο. Έκτοτε επικρατεί απόλυτη σιωπή στους διαύλους επικοινωνίας των υπουργείων Αμυνας των δύο χωρών για το συγκεκριμένο θέμα.
Παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο κ. Μητσοτάκης έθεσε και δημόσια το ζήτημα επιβολής εμπάργκο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα μέσα Οκτωβρίου, ενώ θα επιμείνει στη λήψη ανάλογων μέτρων κατά της Τουρκίας και στην αυριανή σύνοδο. Οι νεότερες αυτές πληροφορίες προστίθενται σε παλαιότερο δημοσίευμα της «δημοκρατίας» (της 21ης Οκτωβρίου) που αποκάλυπτε ότι «ηγετικά στελέχη και εξωτερικοί σύμβουλοι ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών» γνώριζαν ήδη ότι «η ελληνική κυβέρνηση είχε βολιδοσκοπήσει ανεπιτυχώς τη γερμανική για το ζήτημα των υποβρυχίων. Η απάντηση του Βερολίνου ήταν αόριστη, με υπεκφυγές περί ανάγκης διαβουλεύσεων εντός της γερμανικής κυβέρνησης και των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών».
Η δεύτερη απόρριψη αφορά την -τεκμηριωμένη και αυστηρότατη- επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια προς τον ομόλογό του Χ. Μάας στα τέλη Οκτωβρίου (ανάλογες επιστολές απεστάλησαν και προς τις κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας για τις εξαγωγές δικών τους συστημάτων προς την Τουρκία). Ενώ η συνήθης πρακτική -ιδιαίτερα μεταξύ συμμάχων στο ΝΑΤΟ και εταίρων στην Ε.Ε.- επιβάλλει την αποστολή επίσημης απαντητικής επιστολής, το Βερολίνο προτίμησε να γνωστοποιήσει την εν ψυχρώ απορριπτική στάση του μόνο σε υπηρεσιακό επίπεδο. Αρμόδιος Γερμανός αξιωματούχος ενημέρωσε ότι ουδεμία παρελθούσα παραγγελία της Τουρκίας, είτε για τα υποβρύχια είτε για άλλες προμήθειες, θα ακυρωθεί.
Αν και ο αξιωματούχος δεν εισήλθε σε κομματικά θέματα, φαίνεται πως οι συμμετέχοντες στον κυβερνητικό συνασπισμό (Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες) ομονοούν στη στάση τους έναντι της Τουρκίας, με κάποιες ίσως επιφυλάξεις για μελλοντικές παραγγελίες της.
Στη γερμανική απάντηση δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πολιτικών, οικονομικών ή νομικών επιχειρημάτων, αλλά -όπως έχει επισημάνει η «δ»- η ακύρωση του προγράμματος των υποβρυχίων, που η αξία τους φθάνει τα 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ, θα προκαλούσε εσωτερικό οικονομικό πρόβλημα. Γιατί το 64% του κόστους της ναυπήγησης, των δοκιμών εν πλω και των πρώτων ετών τεχνικής υποστήριξης καλύπτεται από γερμανικές κρατικές εγγυήσεις (τις «Hermesdeckungen») που θα καταπέσουν. Ασφαλώς, εκτός της κατάπτωσης των εγγυήσεων, η κυρία Μέρκελ λαμβάνει υπόψη και τις μείζονες ανάγκες αποτροπής επιδείνωσης στο Μεταναστευτικό και συγκράτησης της Τουρκίας στη Δύση, καθώς και τις νομικές συνέπειες της μη παράδοσης όπλων. Η Αγκυρα, όπως έχει απειλήσει τις ΗΠΑ με αντίποινα για την καθυστέρηση παράδοσης των F-35 (η Τουρκία μετείχε στο βιομηχανικό του πρόγραμμα), μπορεί να εγείρει αξιώσεις κατά του Γερμανικού Δημοσίου και τεράστιων ομίλων. Μεταξύ αυτών, η ThyssenKrupp για τα υποβρύχια και η Airbus για τα μεταγωγικά Α400Μ (αναλογίες με τα F-35, αν και σε μικρότερα οικονομικά μεγέθη, λόγω συμμετοχής της Turkish Aerospace Industries στο βιομηχανικό πρόγραμμα από το 2006).
Παράλληλα, θετικότερες είναι οι εξελίξεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετά τη δημοσιοποίηση από τη Βουλή και τη Γερουσία των ΗΠΑ του νομοσχεδίου για τον προϋπολογισμό και συνδεόμενα θέματα του υπουργείου Αμυνας. Το νομοσχέδιο επιβεβαιώνει το περιεχόμενο όλων των βασικών διατάξεων του ειδικού νόμου για την επιβολή κυρώσεων (ο λεγόμενος «CAATSA» του 2017) που μπορούν να υιοθετηθούν ως αντίδραση στην αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 από την Τουρκία.
Αν και είναι πολύ νωρίς για προβλέψεις και δεν θα πρέπει να επικρατεί ενθουσιασμός στην Αθήνα για επικείμενη στροφή της πολιτικής της Ουάσινγκτον έναντι της Αγκυρας, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζ. Μπάιντεν θα μπορεί να επιλέξει 12 εναλλακτικές κυρώσεις κατά των προσώπων (Τούρκων ή άλλων) που ενέχονται σε συναλλαγές με τη Ρωσία. Οι κυρώσεις ξεκινούν από την ακύρωση χρηματοδοτήσεων από αμερικανικούς φορείς, φτάνοντας μέχρι το «μπλοκάρισμα» διακίνησης κεφαλαίων και χρήσης περιουσιακών στοιχείων κάθε μορφής.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη