Καθώς βαδίζουμε προς την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όλα δείχνουν ότι αν εν τέλει επιβληθούν στην Τουρκία κυρώσεις, θα είναι προσχηματικές και ασύμμετρα ελαφρές σε σχέση με την συμπεριφορά της.
Συμπεριφορά που πέρα από την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, συνιστά και περιφρόνηση της διεθνούς νομιμότητος. Θα θέσουμε λοιπόν ευθέως το ερώτημα: Μήπως ήλθε η ώρα να ασκήσει και η Ελλάδα το δικαίωμά της για βέτο, προκειμένου να υποχρεώσει τους Ευρωπαίους εταίρους να δουν το ζήτημα με την δέουσα σοβαρότητα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ένωση 27 κρατών με διαφορετικές προτεραιότητες εθνικής πολιτικής και διαφορετικά έως και αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα. Είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι μπορεί ποτέ αυτά να συγκερασθούν σε ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική. Πόσο μάλλον να επιτευχθεί η πολιτική ένωση, την οποίαν ονειρεύονται κάποιοι ρομαντικοί.
Το βέτο είναι μια ασφαλιστική δικλείδα, η οποία ετέθη από τις προσωπικότητες που ίδρυσαν την ΕΟΚ και εν συνεχεία την ΕΕ, ακριβώς για να υπάρχουν όρια. Για να μην μπορεί ποτέ να επιβληθεί μια «ενιαία» πολιτική βλαπτική έστω για ένα εκ των κρατών μελών που την απαρτίζουν. Κάτι που αφορά πρωτίστως τα μικρότερα κράτη μέλη.
Ίσως οι Γερμανοί να τον έχουν ξεχάσει αλλά ο Κόνραντ Αντενάουερ ήταν ένας από τους πρωτεργάτες εκείνης της πολιτικής. Αλήθεια όμως, μπορεί κάποιος από τους σημερινούς Γερμανούς πολιτικούς να συγκριθεί με το ανάστημα εκείνου, του πρώτου μεταπολεμικού Καγκελαρίου της ελεύθερης Γερμανίας;
Επί του προκειμένου Πολωνία και Ουγγαρία να απειλούν με βέτο θεωρώντας ότι το Ταμείο Ανάκαμψης, που σημειωτέων αποτελεί μια σανίδα σωτηρίας για όλη την ΕΕ, θίγει τα συμφέροντά τους καθώς η εκταμίευση των κονδυλίων συνδέεται με το κράτος δικαίου, για το οποίο αμφότερες είναι υπόλογες στην ΕΕ. Η Πολωνία μάλιστα κατά το παρελθόν, υπό την απειλή βέτο, διαμόρφωσε την κοινή ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική την οποία «κατάπιαμε αμάσητη» αποδεχόμενοι τις καταστροφικές συνέπειές της στην ελληνική γεωργία. Θα μπορούσαμε και εμείς να συμβάλλουμε στην διαμόρφωση αυτής της πολιτικής, αν απειλούσαμε με βέτο για να υποστηρίξουμε τους παραγωγούς μας. Δεν το πράξαμε.
Η δε Βουλγαρία επιμένει σε βέτο για την ευρωπαϊκή πορεία των Σκοπίων μη αποδεχομένη την «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα. Σε αντίθεση με εμάς, η Σόφια δεν θέλει πλέον να ιδιοποιηθεί το όνομα της Μακεδονίας -όπως επεχείρησε στις αρχές του περασμένου αιώνα- αλλά επιμένει πως οι κάτοικοι των Σκοπίων είναι κατά βάσιν βουλγαρικής καταγωγής. Κάτι που υποστηρίζεται άλλωστε από το γλωσσικό ιδίωμα που μιλούν.
Εμείς από την άλλη πλευρά, υπογράψαμε εκείνη την Συμφωνία των Πρεσπών, που αναγνωρίζει στους Σκοπιανούς δικαιώματα σε πολιτισμικά στοιχεία που δεν τους ανήκουν και παρακολουθούμε απαθείς τις συνεχείς παραβιάσεις που διαπράττουν. Μια καταγγελία της συμφωνίας με ταυτόχρονο βέτο της ενταξιακής τους πορείας θα ήταν η ενδεδειγμένη στάση. Δεν το πράττουμε, επιδεικνύοντας για μιαν ακόμη φορά απαράδεκτη ατολμία. Την συμπεριφορά δηλαδή η οποία οδηγεί τα έθνη στην διεθνή απαξίωση και χλεύη.
Τι δηλαδή θα πρέπει να ανεχθούμε ακόμη για να προτάξουμε την ενδεδειγμένη αποφασιστική στάση στο πλαίσιο της οποίας η άσκηση του βέτο είναι απαραίτητη; Θα πρέπει να φθάσουν οι Τούρκοι στο Σούνιο;
Όταν το Oruc Reis βγήκε για έρευνες ακούσαμε όλοι τον Πρωθυπουργό να διακηρύσσει ότι η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα συμπαγές ευρωπαϊκό μέτωπο. Αν δεν το έχει αντιληφθεί, οι εταίροι μας, με την κωλυσιεργία και την άρνηση να συναινέσουν σε ουσιαστικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας ήδη τον έχουν εκθέσει, για να μην χρησιμοποιήσουμε πιο οξεία έκφραση.
Στο σημείο αυτό θα έπρεπε ήδη να έχει κατανοήσει ότι η άσκηση βέτο σε διάφορα ευρωπαϊκά ζητήματα (αυτά που καίνε τους άλλους) είναι ο μοναδικός πλέον τρόπος για να επιτύχουμε αποφάσεις που δεν θα θίγουν τα εθνικά μας συμφέροντα. Περισσότερο όμως από αυτό, είναι η μόνη στάση που διασώζει την αξιοπρέπεια. Και της χώρας και του Πρωθυπουργού της.