Γράφει ο Κωνσταντίνος Γρίβας
Μία από τις μεγάλες “επαγγελματικές ασθένειες” των στρατευμάτων στο πέρασμα της Ιστορίας είναι η απροθυμία τους να παρακολουθούν τις αλλαγές στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου και να εναρμονίζονται με τα νέα δεδομένα. Σε αντίθεση δε με ό,τι γενικώς πιστεύεται, αυτές οι αλλαγές δεν σχετίζονται πάντοτε με εξελίξεις στην τεχνολογία.
Μπορεί ένα στράτευμα να αναπτύσσει ολοένα και πιο εξελιγμένα από τεχνολογικής άποψης οπλικά συστήματα, τα οποία όμως να βρίσκονται σε δυσαρμονία με το επιχειρησιακό περιβάλλον. Ένα υψηλής τεχνολογίας στράτευμα μπορεί να απειλείται από όπλα που θα βασίζονται σε πιο πρωτόγονες τεχνολογίες, οι οποίες όμως θα στοχεύουν την αχίλλειο πτέρνα τεχνολογικά πιο προηγμένων συστημάτων.
Μια άλλη συχνά εμφανιζόμενη επαγγελματική ασθένεια των στρατευμάτων ανά τον κόσμο είναι τα στεγανά που προκύπτουν μεταξύ των Κλάδων (Στρατός Ξηράς, Ναυτικό, Αεροπορία), μεταξύ των Όπλων (Πεζικό, Τεθωρακισμένα, Πυροβολικό, Διαβιβάσεις, Μηχανικό), ακόμη και μεταξύ επιμέρους οπλικών συστημάτων, με αποτέλεσμα ο καθένας “να κάνει τον δικό του πόλεμο” και να αποκτά νοοτροπία μονομάχου.
Έτσι, προκύπτει η τάση να εξετάζεται πως μια ομάδα πεζικού μπορεί να αντιμετωπίσει μια άλλη ομάδα πεζικού, ένα μαχητικό αεροσκάφος ένα άλλο μαχητικό αεροσκάφος, ένα πλοίο ένα άλλο πλοίο, ένα άρμα ένα άλλο άρμα κοκ, θέτοντας στο περιθώριο μεθοδολογίες Συνδυασμένων Όπλων (combined Arms), διακλαδικότητας και υπερκλαδικότητας. Σχετιζόμενος με αυτήν την παθογένεια είναι και ο εγκλωβισμός σε απλοϊκά σχήματα αναφορικά με τις μαχητικές ικανότητες. Εγκλωβισμός, ο οποίος οδηγεί σε μια χιμαιρική αναζήτηση του απόλυτου όπλου, ή της τέλειας μαχητικής μεθοδολογίας.
Το παράδειγμα του Γιομ Κιπούρ
Από αυτήν την “ασθένεια” έχουν προσβληθεί και επιτυχημένα στρατεύματα, όπως το ισραηλινό. Οι επιτυχίες των ισραηλινών αρμάτων στον Πόλεμο των Έξι Ημερών και σε μικρότερο βαθμό στον Πόλεμο στο Σινά το 1956, οδήγησαν σε μια υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη όσον αφορά τις ικανότητες των αρμάτων, ξεκομμένων από το πυροβολικό και το πεζικό.
Αποτέλεσμα ήταν στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, τα ισραηλινά τεθωρακισμένα να υποστούν συντριπτικά πλήγματα στην πρώτη φάση των συγκρούσεων, όταν το αιγυπτιακό πεζικό πέρασε το Σουέζ. Τα ισραηλινά άρματα βρέθηκαν ενώπιον των φορητών αντιαρματικών πυραύλων. Κατευθυνόμενοι αντιαρματικοί πύραυλοι πρώτης γενεάς AT-3 “Sagger” (9M14 Malyutka) και εκτοξευτές μη κατευθυνόμενων αντιαρματικών ρουκετών RPG-7, αφάνισαν τα ισραηλινά άρματα, που είχαν σταλθεί για να “πατήσουν” τους Αιγύπτιους πεζικάριους.
Πιθανόν μια παρόμοια κατάσταση απειλεί σήμερα τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Υπάρχει ένα φαινόμενο “άρνησης” με τη ψυχιατρική έννοια του όρου. Κάποιος αρνείται την ύπαρξη μιας δυσάρεστης γι’ αυτόν πραγματικότητας, η οποία απαιτεί δράσεις που βρίσκονται εκτός του πλαισίου της “φυσιολογικότητας”. Ο λόγος για την ύπαρξη τουρκικών χερσαία εδραζόμενων πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD).
Έτσι, η άκρως πολωμένη συζήτηση για το ποια φρεγάτα πρέπει να αγοράσει η Ελλάδα, ελάχιστα λαμβάνει υπόψη τα τουρκικά δίκτυα αναγνώρισης-κρούσης (reconnaissance-strike), τα οποία –κατά την άποψη του γράφοντος– είναι η μεγαλύτερη απειλή που θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα ελληνικά πλοία επιφανείας τα επόμενα χρόνια.
Τα επικίνδυνα πλέγματα A2/AD
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι όπλα όπως οι αντιπλοϊκοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ASBM) δεν ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας, όπως πιστεύουν κάποιοι εν Ελλάδι. Είναι υπαρκτή πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια. Επειδή τα συστήματα αυτά έχουν ταυτιστεί με την Κίνα, εμφανίζεται συχνά το “επιχείρημα” ότι το Αιγαίο είναι διαφορετικό από τη Σινική Θάλασσα, άρα οι απειλές δεν υφίστανται.
Η πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίθετη. Όσο πιο μικρών διαστάσεων είναι ένας θαλάσσιος χώρος τόσο πιο επικίνδυνα καθίστανται τα πλέγματα Α2/AD, ακριβώς γιατί μπορούν να χρησιμοποιούν περισσότερα όπλα. Από βαλλιστικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς και πυραύλους cruise, μέχρι τακτικά συστήματα πυροβολικού και “μεταλλαγμένα” βαρέα όπλα πεζικού. Στα τελευταία περιλαμβάνονται οι ισραηλινοί πύραυλοι Spike NLOS τους οποίους, πολύ σοφά, η ελληνική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία αποφάσισε(;) να αποκτήσει πριν λίγο καιρό. Ωστόσο, δεν είναι μόνοι.
Αντίστοιχα όπλα είναι οι σερβικοί πύραυλοι ALAS που καθοδηγούνται με οπτική ίνα και το βεληνεκές τους κυμαίνεται μεταξύ 25 και 60 χλμ. Το πιο εντυπωσιακό, από άποψη επιδόσεων, όπλο αυτής της κατηγορίας, είναι ο ρωσικός πύραυλος Germes (Ερμής). Το σύστημα αυτό χρησιμοποιεί ως βάση τον αντιαρματικό πύραυλο Vikhr, ο οποίος τοποθετείται πάνω σε έναν πυραυλοκινητήρα που τον μεταφέρει στην περιοχή του στόχου και εκεί τον απελευθερώνει.
Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει το εντυπωσιακό βεληνεκές των 100 χλμ και την εντυπωσιακή ταχύτητα του 1,3 χλμ ανά δευτερόλεπτο. Αυτό καθιστά πολύ δύσκολη την αναχαίτισή του και μεγιστοποιεί τα καταστρεπτικά αποτελέσματα στο στόχο χάρη στη πολύ μεγάλη κινητική ενέργεια που προσφέρει η υψηλή ταχύτητα. Ο πύραυλος καθοδηγείται με ραδιοζεύξη, ή είναι αυτοκατευθυνόμενος με κεφαλή αναζήτησης θερμότητας. Αντίστοιχα όπλα αναπτύσσονται και στην Κίνα και αλλού.
Τι αναπτύσσει η Τουρκία
Τέτοια συστήματα είναι εύκολο να προμηθευτεί η Τουρκία. Είναι μάλλον θέμα χρόνου να αναπτύξει και δικά της, δεδομένης της προόδου που έχει κάνει στην ανάπτυξη και κατασκευή εγχώριων αντιαρματικών πυραύλων, όπως ο UMTAS. Αυτός επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 8 χλμ, εκτοξευόμενος από αεροχήματα Bayraktar και μπορεί να εφοδιαστεί με κεφαλή αναζήτησης θερμότητας για αυτόνομη καθοδήγηση προς τον στόχο στην τερματική φάση προσβολής.
Στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε πως ήδη οι Τούρκοι έχουν αναπτύξει συστήματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής. Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, η τουρκική εταιρεία Roketsan παρουσίασε ένα σύστημα-συστημάτων (system of systems) για προσβολή χερσαίων και θαλάσσιων στόχων. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει το αερόχημα TB2 Akinci και τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών TRGL-230, ο οποίος εξαπολύει ρουκέτες των 230 χιλιοστών με ημιενεργή καθοδήγηση λέιζερ (SAL).
Το TB2 θα διεξάγει κατάδειξη στόχου, καθοδηγώντας τις ρουκέτες, το βεληνεκές των οποίων φθάνει τα 75 χλμ. Κι αυτό είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Είναι δεδομένο ότι η Τουρκία αναπτύσσει (πιθανώς ήδη διαθέτει) παρόμοια πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης, που μπορούν να χτυπήσουν μονάδες επιφανείας σε απόσταση που ξεπερνά τα 100 χλμ.
Οι ρουκέτες αυτές δεν είναι υποχρεωτικό να καθοδηγούνται με κατάδειξη λέιζερ. Μπορεί και σε αυτές να τοποθετηθούν κεφαλές υπερύθρων (IIR) που θα αναζητούν το θερμικό ίχνος του στόχου, έτσι ώστε να μην χρειάζονται κατάδειξη στην τερματική φάση προσβολής. Ένα σχετικό πρόγραμμα είναι το EPIK (Electro-optical Precision Kit) της ισραηλινής εταιρείας Rafael. Αυτό είναι ένα σύστημα θερμικής καθοδήγησης, βασισμένο στην κεφαλή του πυραύλου αέρος-αέρος Python 3, που τοποθετείται σε ρουκέτες των 122 χιλιοστών και τις μετατρέπει σε όπλα προσβολής ακριβείας, τα οποία καθοδηγούνται από το θερμικό ίχνος χερσαίων, θαλασσίων και εναέριων στόχων.
Η απειλή των πλεγμάτων αναγνώρισης-κρούσης
Άρα, λοιπόν, πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο πως μέσα στα επόμενα χρόνια στις τουρκικές ακτές θα εδράζονται πολυεπίπεδα πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης, που θα διαθέτουν θαλάσσιες και εναέριες “προεκτάσεις“, με τη χρήση μη επανδρωμένων αεροχημάτων (UAV) και σκαφών επιφανείας (USV), τα οποία θα εντοπίζουν τις μεγάλες μονάδες επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού και θα τις προσβάλουν με σαρωτικές επιθέσεις κορεσμού, αδρανοποιώντας τις άμυνές τους.
Για την αποκάλυψη των πλοίων-στόχων, εκτός από τα UAV και τα USV, θα χρησιμοποιούνται και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου που θα εντοπίζουν τα πλοία από τις εκπομπές των ηλεκτρονικών τους μέσων, όπως είναι τα ραντάρ. Επίσης, ρόλο πανοπτικού συστήματος επιτήρησης, αναγνώρισης και πρόσκτησης στόχων (ISTAR) μπορούν να παίξουν και τα τουρκικά αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (AEW & C). Το πανίσχυρο ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης MESA που διαθέτουν μπορεί να εντοπίσει και πλοία επιφανείας σε μεγάλες αποστάσεις.
Ούτε έχει νόημα να πούμε ότι τα τουρκικά πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης θα τα αντιμετωπίσει η Eλληνική Αεροπορία, όπως υποστηρίχθηκε από πολλούς ότι θα γίνει. Γιατί και η Τουρκία έχει αεροπορία, όπως και αεράμυνα. Και αναρωτιέται κανείς τι θα πρωτοκάνουν τα ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη. Θα αδρανοποιήσουν την τουρκική αεράμυνα; Θα κυνηγάνε πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών, φορτηγάκια με πυραύλους, ταχύπλοα και αεροχήματα; Ή θα αντιμετωπίζουν τα τουρκικά μαχητικά, που είναι και η κύρια δουλειά τους;
Φετιχιστική η συζήτηση για τις φρεγάτες
Η συζήτηση αναφορικά με το ποια είναι η καλύτερη φρεγάτα είναι φετιχιστική. Πρέπει να κατανοήσουμε πως οποιαδήποτε μεγάλη μονάδα επιφανείας, αμερικανικής, γαλλικής, ή οποιασδήποτε άλλης προέλευσης, η οποία έχει όπλα μικρού βεληνεκούς και αισθητήρες μικρής εμβέλειας, θα χρειαστεί να δρα κοντά στις τουρκικές ακτές για να έχει συμμετοχή στα πολεμικά δρώμενα.
Αυτό σημαίνει ότι θα καθιστά πιθανότατη την καταστροφή της! Μόνο όποια μεγάλη μονάδα επιφανείας έχει δυνατότητες προβολής ισχύος από μεγάλες αποστάσεις και συνακόλουθα θα μπορεί να λειτουργήσει εκτός της ζώνης θανάτου των τουρκικών πλεγμάτων A2/AD θα είναι πολύτιμο στοιχείο του ελληνικού μαχητικού οικοδομήματος. Τόσο απλά!
Τέλος, θα πρέπει επίσης, κάποια στιγμή, να εναρμονιστούμε με την εποχή και να αντιληφθούμε ότι αυτά τα πλέγματα αντιπρόβασης και άρνησης περιοχής είναι σαν να έχουν φτιαχτεί κατά παραγγελία για την Ελλάδα! Κι αυτό γιατί η χώρα μας κατέχει την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου. Αυτό σημαίνει ότι ενώ τα τουρκικά συστήματα A2/ΑD εδράζονται σε μια γραμμή κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής, τα αντίστοιχα ελληνικά μπορούν να είναι διάχυτα σε όλο τα βάθος του Αιγαίου, διαμορφώνοντας ένα αδιαπέραστο δίχτυ θανάτου για οτιδήποτε θα διείσδυε σε αυτό, πλοίο επιφανείας, ελικόπτερο ή μη επανδρωμένο αερόχημα.
Υπό μία έννοια, ενώ η τουρκική αρχιτεκτονική A2/AD είναι δυσδιάστατη, η αντίστοιχη ελληνική (εάν και εφόσον αναπτυχθεί) θα είναι τρισδιάστατη. Από τα όπλα που απαιτούνται για τη δημιουργία αυτής της αρχιτεκτονικής, πολλά ήδη υπάρχουν στο ελληνικό οπλοστάσιο και αρκεί να ενταχθούν σε ενιαία δικτυακή δομή. Αυτά που χρειάζονται να αποκτηθούν είναι σχετικώς φθηνά, ενώ πολλές τεχνολογίες είναι εμπορικά διαθέσιμες, ή μπορούν να αναπτυχθούν εν Ελλάδι. Άρα, ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα! Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν μπορούμε, αλλά αν θέλουμε.