Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε το «Αξιον Εστί» συγκλονισμένος από δύο εικόνες: Στην πρώτη πρωταγωνιστούσαν λιπόσαρκα, πεινασμένα, ξυπόλυτα, ρακένδυτα Ελληνόπουλα, τα οποία βρίσκονταν σε ένα οικόπεδο πέριξ του αεροδρομίου του Ελληνικού κατά την αναχώρησή του για τη Γενεύη. Το 1948. Στη δεύτερη πρωταγωνιστούσαν καλοζωισμένα, ευτραφή, βουτυράτα Ελβετόπουλα με ροδοκόκκινα μάγουλα.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
«Έπεσε» πάνω τους κατά την άφιξή του στην ελβετική πρωτεύουσα και σε έναν περίπατο του στη Λοζάνη. Αυτή ήταν η αφορμή για να ζητήσει από τον «Ήλιο τον νοητό» και από τη «Μυρσίνη τη δοξαστική» το σπαρακτικόν «μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου!».
Η πείνα ήταν πείνα τότε. Και η φτώχεια φτώχεια. Πέθαινες. Η πατρίδα μας περνούσε, για να μιλήσουμε με όρους της εποχής μας, «ανθρωπιστική κρίση». Δεν μου αρέσει η μετάφραση της ορολογίας αυτής από την αγγλική, καθώς είναι στεγνή συναισθημάτων, αλλά τι να κάνουμε, αυτή επικράτησε.
Παρηγορούμεθα ότι περιέχει λέξη ελληνική, συνυφασμένη με την Ιστορία μας: Crisis. Στους καιρούς μας η φτώχεια είναι διαφορετική. Η νέα φτώχεια. «Είμαι φτωχός» δεν σημαίνει πλέον «πεθαίνω της πείνας», αν και μέσα στην κρίση των Μνημονίων συγκλονιστήκαμε με τα μαγκάλια και τις λιποθυμίες των μαθητών. Ενα πιάτο φαγητό το βρίσκει κανείς σήμερα.
Θες η οικογένεια που είναι ισχυρότατος παράγων κοινωνικής συνοχής παρά την κρίση που περνά ως θεσμός, θες η Εκκλησία με τα συσσίτια, θες η Αυτοδιοίκηση, θες ακόμη και η γειτονιά, σπανίως μένει κάποιος αβοήθητος. Η νέα φτώχεια ξεκινά από άλλη βάση και άλλη αφετηρία σήμερα.
Νέα φτώχεια σημαίνει ότι δεν μπορώ να τρέξω και να ακολουθήσω την υπόλοιπη κοινωνία. Να κάνω ό,τι κάνει. Δεν μπορώ να πάω δέκα μέρες διακοπές, δεν μπορώ να αγοράσω υπολογιστή στο παιδί μου για να παρακολουθήσει την τηλεκπαίδευση, νέα φτώχεια σημαίνει ότι δεν μπορώ να αγοράσω «έξυπνο» κινητό ούτε εξ αποστάσεως (click away), νέα φτώχεια σημαίνει ότι αδυνατώ να πληρώσω κάρτα και Εφορία και με κυνηγούν οι εισπρακτικές, νέα φτώχεια σημαίνει -ατιμωτικό- ότι μου έκοψαν το ρεύμα. Η νέα φτώχεια δεν σημαίνει ασιτία, σημαίνει αδυναμία να παρακολουθήσω τον ρυθμό της κοινωνίας στα βασικά.
Σημαίνει ανισότητα. Σημαίνει ντροπή για αυτό που μου συμβαίνει. Κατηγορώ τον εαυτό μου. Γράφω το σημερινό σημείωμα με αφορμή τη συζήτηση που έγινε στη Βουλή μεταξύ πρωθυπουργού και αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Σύλληψη που, μολονότι μοιάζει σοσιαλιστική, είναι επινόηση νεοφιλελεύθερη.
Ανήκει στον γκουρού της σχολής του Σικάγου Μίλτον Φρίντμαν (Ελεύθερος να διαλέξεις, εκδόσεις Ευρωεκδοτική 1980), ο οποίος εισηγήθηκε πολλά χρόνια πριν, μαζί με τη σύζυγό του Ρόζα, τη γενναία ενίσχυση των οικονομικώς αδύναμων οικογενειών που δήλωναν «αρνητικό εισόδημα» στην Εφορία, κοινώς «έμπαιναν μέσα».
Γράφω όχι για να επικεντρωθώ σε αυτό που ο Τσίπρας ονόμαζε «χθες» κατά τη βασιλεία του «μέρισμα» και «σήμερα» ο Μητσοτάκης στην αυτοκρατορία του «εγγυημένο εισόδημα», είχε μάλιστα και την πρόνοια να το κατοχυρώσει και στο Σύνταγμα. Τα ποσά που φθάνουν κάθε Χριστούγεννα σε ορισμένους δικαιούχους είναι συγκεκριμένα και δεν επιλύουν το πρόβλημα.
Απλώς αποτρέπουν την παρόξυνσή του και διασφαλίζουν ότι δεν θα γεμίσουν οι δρόμοι απελπισμένους ανθρώπους. Γράφω κυρίως με αφορμή τις «ωραίες» ιδέες που περιγράφει η έκθεση Πισσαρίδη περί του κοινωνικού κράτους για να εκφράσω την ανησυχία μου.
Ναι, συμφωνώ, όλοι συμφωνούμε, ότι χρειάζεται αναμόρφωση το κοινωνικό κράτος. Και διότι στο παρελθόν κατέστησαν δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων πλούσιοι των βορείων προαστίων οι οποίοι στις φορολογικές τους δηλώσεις εμφανίζονταν πένητες και διότι ορισμένοι καλοί Ελληνάρες ζουν παρασιτικώς εις βάρος όλων, εισπράττοντας παρατύπως κάτω από τα ραντάρ δυο τρία επιδόματα μαζί. Ναι, συμφωνώ ότι σε δεκάδες περιπτώσεις τα επιδόματα λειτουργούν ως αντικίνητρο για εργασία και ως κίνητρο για παρασιτισμό. Με δυο τρία επιδόματα και με ένα ημερομίσθιο στη χάση και στη φέξη, μαύρο και αφορολόγητο, ορισμένοι αισθάνονται βασιλιάδες.
Και προκαλούν την κοινωνία. Είτε είναι εντόπιοι είτε μετανάστες ή μέλη μειονοτήτων. Τα ΑΤΜ έχουν γίνει «λεφτόδεντρα» για τεμπέληδες, κατά βάση μετανάστες. Εκτός από αυτούς όμως που πρέπει να εντοπιστούν ώστε τα χρήματα που εισπράττουν παρατύπως να διοχετευτούν στους έχοντες ανάγκη, υπάρχουν και οι αληθινοί νεόπτωχοι. Οι μακροχρονίως άνεργοι. Αυτοί που δεν έχουν στέγη και κοιμούνται στις καρέκλες των καφενείων όταν οι ιδιοκτήτες τούς το επιτρέπουν. Που δεν έχουν να μείνουν και εγκαθίστανται σε τροχόσπιτα στα δάση της Αττικής. Που δεν έχουν πού να κάνουν ένα μπάνιο για να νιώσουν παστρικοί και ζητούν εξυπηρετήσεις σε ντους και αποδυτήρια γυμναστηρίων.
Και μια «σκάλα» πάνω από αυτούς υπάρχουν νέα παιδιά που ζουν σε τρύπες και πληρώνουν ενοίκια των 200 και των 250 ευρώ για να ζουν σε τρώγλες των 30 τετραγωνικών. Υπάρχουν μονογονεϊκές οικογένειες με μητέρες εργαζόμενες σε ταμεία και σκάλες πολυκατοικιών, που δεν έχουν έναν μισθό για να πάρουν iMac στο αγγελούδι τους. Ρωτάτε πού είναι αυτοί; Γιατί δεν τους βλέπουμε; Μα, δίπλα μας είναι. Διαρκώς. Αόρατοι εξαιτίας της αλαζονείας μας.
«Απαρατήρητοι», που θα έγραφε και η φίλη μου η Αγγελική Σπανού. Με ρούχα αγορασμένα από τότε που γύριζε ο τροχός. Κυκλοφορούν με αξιοπρέπεια και διεκδικούν ζωή για τη ζωή τους. Διεκδικούν να μην τους αφήνουμε πίσω. Δεν πολυμιλάνε για το πρόβλημά τους, οι Eλληνες έχουν μια αξιοπρέπεια εκπληκτική, γι’ αυτό και ξένισε – άφησε ενεούς τους πάντες η δημόσια έκκληση της «άπορης» θυγατέρας του πλούσιου εθνικού μας συνθέτη.
Ξένισε διότι ένας φτωχός δεν κρεμιέται ποτέ με δική του πρωτοβουλία στα μανταλάκια. Σε όλους αυτούς είναι η έννοια μας λοιπόν σήμερα. Έχουμε έννοια μην τους πάρει η «μπάλα» της αναμόρφωσης του κοινωνικού κράτους. Να μη χάσουν στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως τα χρήματα που τους επιτρέπουν να ζουν στη δεύτερη, έστω στην τρίτη ταχύτητα της κοινωνίας μας. Θα απαιτηθεί προσοχή.
Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους πρέπει να οδηγήσει σε αναδιανομή. Όχι σε διεύρυνση των ανισοτήτων. Επειδή ο δρόμος προς την κόλαση είναι πάντοτε στρωμένος με καλές προθέσεις, θέλω να παρακαλέσω τώρα που είναι νωρίς και όλα είναι στα χαρτιά: Αυτά τα ωραία σχέδια για ενοποίηση όλων των επιδομάτων σε ένα να μην έχουν ως αποτέλεσμα το ένα κομμάτι ψωμί που δίνει το κράτος σε ανήμπορους για να φάνε, να νοσηλευτούν, να μετακινηθούν (με συγκοινωνίες) να μετατραπεί σε αντίδωρο.
Το στοίχημα είναι να ανεβάσουμε αυτούς τους ανθρώπους στο τρένο, όχι να τους κατεβάσουμε! «Αξιοι εστί» και αυτοί να ζουν με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια ανάμεσά μας.