Οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, όπως αυτές καταγράφονται τόσο στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και στο σχέδιο προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών για το 2021,που κατατέθηκε προ ημερών στη Βουλή, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο.
Τελικά το ΥπΟικ αποδέχτηκε, ότι η ύφεση το 2020 θα ανέλθει στο -10,5% μετά από μια σειρά υπεραισιόδοξων εκτιμήσεων, οι οποίες ξεκινούν από το +2,8% του προϋπολογισμού, για να περάσουν στο 0% στις 18/3 και στη συνέχεια στο -3% στις 3/4, όταν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναφέρονταν σε διψήφιο ποσοστό. Έχει μικρότερη σημασία η προσωπική μου εκτίμηση για ύφεση γύρω στο 10% από την αρχή της κρίσης, όπως συχνά αναφέρεται σε σχετική αρθρογραφία μου, καθώς και η αναθεώρησή της μετά το δεύτερο κύμα της πανδημίας σε ποσοστό άνω του 11%.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ακόμη και βασικοί θεσμοί, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, τα στοιχεία της οποίας θεωρούνται ανέκαθεν ως πλέον αξιόπιστα από τους οικονομολόγους, δημιούργησαν λανθασμένη εντύπωση στο κοινό για το ύψος της ύφεσης, προβάλλοντας κυρίως το βασικό σενάριο των υποδειγμάτων τους, ως το πλέον πιθανό να επαληθευτεί. Αυτές οι τοποθετήσεις δημιούργησαν δύο πολύ σημαντικά προβλήματα: Πρώτον, σε μικροεπίπεδο στους σχεδιασμούς τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρηματιών λόγω εσφαλμένων προσδοκιών και δεύτερον σε μακροεπίπεδο ο όποιος σχεδιασμός οικονομικής πολιτικής βασίστηκε σε λάθος υποθέσεις για την επιλογή των μέτρων που ελήφθησαν ως απάντηση στην κρίση και τα οποία κρίνονται ως ανεπαρκή, κάτι που απορρέει και από την αναγνώριση του δυσμενούς σεναρίου, ως το πλέον πιθανό να επισυμβεί.
Χωρίς αμφιβολία, υπό τις παρούσες συνθήκες, όπου είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς τόσο το βάθος όσο και την έκταση του φαινομένου της υγειονομικής κρίσης, είναι δύσκολο να επεξεργαστεί κανείς αξιόπιστες προβλέψεις. Όμως, η καλλιέργεια κλίματος υπεραισιοδοξίας αποτέλεσε το υπόβαθρο για την επιλογή αμυντικών δημοσιονομικών πολιτικών, σε μια στιγμή μάλιστα όπου όλες οι επιλογές αλλά και οι προτάσεις των υπερεθνικών οργανισμών, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΟΟΣΑ, συνιστούσαν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σταθεροποίησης της ύφεσης και ανάκαμψης της οικονομίας. Πρόκειται για μια καθαρά ιδεολογική επιλογή νεοφιλελεύθερης κοπής, η οποία αδυνατεί να αποδεχθεί, ότι σε περιόδους μεγάλης πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας, μειωμένης επενδυτικής και καταναλωτικής ζήτησης, το κράτος θα πρέπει να αναλάβει δράση, καλύπτοντας με αυξημένες δαπάνες πολίτες και επιχειρήσεις που επλήγησαν από την κρίση χωρίς δική τους υπαιτιότητα. Η άποψη που ακούστηκε, ότι «οι δαπάνες του σήμερα είναι οι φόροι του αύριο» δείχνει ξεκάθαρα, ότι κάποιοι αδυνατούν να αντιληφθούν, ότι οι αυξημένες κρατικές δαπάνες για κατανάλωση και επένδυση, με μεγάλο μάλιστα δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, οδηγούν σε ανάπτυξη (με μειωμένη ύφεση αρχικά στην παρούσα συγκυρία), αύξηση των εισοδημάτων και συνεπώς και αύξηση των εσόδων του κράτους. Έτσι, καλύπτονται σταδιακά και οι δαπάνες του παρελθόντος, εξαφανίζονται τα ελλείμματα και ο προϋπολογισμός επανέρχεται σε ισορροπία.
Όμως, η καταγραφή των μέχρι τώρα αρνητικών εξελίξεων, προσφέρει ελάχιστα, αν η αξιολόγησή τους δεν συμβάλλει στην κατανόηση των επιδράσεων που θα έχουν μελλοντικά και κυρίως στα οικονομικά μεγέθη του 2021. Η αναμενόμενη επανεμφάνιση της πανδημίας τους καλοκαιρινούς μήνες και η τραγική εξάπλωσή της σε όλη τη χώρα μέχρι τώρα, φανέρωσε, ότι η χώρα μας είναι ανοχύρωτη για να αντιμετωπίσει ένα δριμύ κύμα της πανδημίας. Πολύ νωρίς, έγινε φανερό, όταν εισήλθαμε στη φάση της εκθετικής διασποράς, ότι οι αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας ήταν περιορισμένες. Λογικό επακόλουθο και πολύ σωστά η χώρα τέθηκε πάλι σε καθεστώς 2ου πλέον Lockdown. Συνεπώς κάθε σκέψη για εφαρμογή ενός μαλθακού, μερικού, τομεακού Lockdownήταν εκτός πραγματικότητας. Έτσι και το δίλημμα που τέθηκε στις περισσότερες χώρες, αν είναι προτιμότερο για την οικονομία ένα γενικό Lockdown και μετά άνοιγμα της οικονομίας και επιστροφή στην κανονικότητα ή ένα αποσπασματικό και βλέποντας και κάνοντας με την αβεβαιότητα όμως να κυριαρχεί, για τη χώρα μας δεν είχε θέση. Αυτό σημαίνει, ότι και μετά την παρέλευση του 2ου κύματος σε περίπτωση ενός τρίτου, κάτι που οι ειδικοί λοιμοξιολόγοι θεωρούν πολύ πιθανό, θα είμαστε υποχρεωμένοι πάλι να επιλέξουμε τη λύση ενός τρίτου γενικού Lockdown. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι πολύ οδυνηρή, πρώτα και κύρια επειδή συνοδεύεται με εκατόμβες ανθρώπινων θυμάτων, αλλά και επειδή αυξάνει το λογαριασμό για το κράτος και ακυρώνει τις προοπτικές μιας ισχυρής ανάκαμψης για τον 2021.
Στο σχέδιο προϋπολογισμού για το νέο έτος που κατατέθηκε στη Βουλή, προβλέπεται μια δυναμική μετάβαση από τη βαθιά ύφεση του 2020 σε ανάπτυξη της τάξεως του 4,8%, το δε δημοσιονομικό έλλειμμα θα περιοριστεί από 7,2% του ΑΕΠ στο 3,88%. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται σε δύο πολύ βασικές υποθέσεις. Πρώτον, στην προοπτική αποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας μέσω των κυοφορούμενων εμβολίων μέσα στο 1ο τρίμηνο του έτους και δεύτερον στη μαζική εισροή πόρων από το υπό σύσταση Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Μπορεί το ΥπΟικ να μετρίασε τις προ 15θημέρου υπεραισιόδοξες προβλέψεις του για ανάπτυξη 7,5% το 2021, όμως το αβέβαιο περιβάλλον στο οποίο κινείται η οικονομία δεν έχει αλλάξει. Η ανακοίνωση των τριών μέχρι στιγμής εταιρειών για την ανάπτυξη εμβολίων, ώριμων για να υποβληθούν αιτήματα προς αδειοδότηση από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές των ΗΠΑ και της Ευρώπης, αποτελεί ένα πολύ θετικό γεγονός, κάτι όμως που δεν αναμένεται να λύσει το πρόβλημα άμεσα. Αυτό που τονίζουν οι όπου γης ειδικοί λοιμοξιολόγοι είναι, ότι το εμβόλιο θα παράσχει ουσιαστική βοήθεια την επόμενη υγειονομική περίοδο, δηλαδή μετά το Σεπτέμβριο. Συνεπώς σε ότι αφορά την ανάγκη για πρόσθετες δαπάνες στήριξης, πέραν του προϋπολογισθέντος ποσού, αυτό θα εξαρτηθεί από την επανεμφάνιση ή μη ενός νέου κύματος μετά τη λήξη του 2ουLockdown.Παρόλα αυτά όμως, η προοπτική και μόνον ότι σύντομα θα κυκλοφορήσει το εμβόλιο, αναμένεται να περιορίσει τα επίπεδα φόβου και συνακόλουθα να ενισχυθεί η εσωτερική κατανάλωση. Εκείνο όμως που είναι δύσκολο να ανατραπεί, είναι η ανασφάλεια και η διστακτικότητα που συνδέεται με τον τουρισμό και τις υπόλοιπες δραστηριότητες που εξαρτώνται απ’ αυτόν. Όλες οι μελέτες δείχνουν, ότι στον πολύ σημαντικό αυτόν τομέα για την ελληνική οικονομία, η κανονικότητα θα αργήσει να επιστρέψει. Έτσι, μετά από ένα δύσκολο πρώτο εξάμηνο, θα πρέπει να υπολογίζουμε και σε ένα καλύτερο βέβαια από το φετινό, αλλά μέτριο τουριστικό προϊόν για το επόμενο καλοκαίρι.
Σε ότι αφορά τις εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης, την πραγματικά πολύ σημαντική αυτή προοπτική μαζί με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο ύψους συνολικά 72 δις, η συνεισφορά του δεν αναμένεται να βαρύνει ιδιαίτερα στο σχηματισμό του ΑΕΠ για το 2021. Είναι γνωστό, ότι το Ταμείο ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί, κυρίως λόγω των αντιδράσεων της Πολωνίας και της Ουγγαρίας σε σχέση με τις προβλέψεις για αποκλεισμό χωρών που εμφανίζουν προβλήματα με το Κράτος Δικαίου. Για τις χώρες αυτές έχουν ξεκινήσει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαδικασίες για παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της Ε.Ε. Συνεπώς, με την εμπειρία των χαμηλών ταχυτήτων που κινείται η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, τα πρώτα χρήματα από το Ταμείο θα πρέπει να αναμένονται το 3ο τρίμηνο του έτους. Έτσι, η ανάγκη για συνέχιση μιας εντονότερης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής καθίσταται πιο επιτακτική, κάτι που δεν αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό, όπου αντίθετα προβλέπεται μείωση των δαπανών κατά 2,1 δις και αύξηση των εισπράξεων κατά 3,6 δις Ευρώ.
Αρνητικά επίσης στη διαμόρφωση του ΑΕΠ για το 2021 θα επιδράσουν και οι αυξημένες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες θα κληθούν να καταβάλλουν τις εξ αναστολής υποχρεώσεις τους στο κράτος και τα ταμεία για το 2020. Πρόβλημα επίσης θα υπάρξει και με την απασχόληση και τα εισοδήματα, όλων εκείνων, οι οποίοι συμμετέχουν στο πρόγραμμα Συνεργασία, μετά το τέλος του οποίου είναι άγνωστο πόσοι θα επιστρέψουν στις εργασίες τους.
Συμπερασματικά, κάθε ειλικρινής πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας το επόμενο χρονικό διάστημα, σε ένα εκρηκτικό περιβάλλον με τόσες αβεβαιότητες, είναι παρακινδυνευμένη. Η εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών για ανάπτυξη 4,8% είναι υπεραισιόδοξη. Θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι, αν με όλες αυτές τις δυσκολίες καταφέρουμε να καταγράψουμε ένα θετικό πρόσημο της τάξεως του 2-3%.
(Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)
Πηγή: ieidiseis.gr