«Την έγδυσαν, την έδεσαν σε ένα στρατιωτικό τζιπ και την έσερναν μέσα στους δρόμους. Η αλύγιστη κυρά της Λαπήθου που δεν αποκάλυψε που έκρυψε 12 στρατιώτες από τους Τούρκους …»
Σην άνιση μάχη της Λαπήθου στις 6 Αυγούστου 1974, δώδεκα στρατιώτες αποκόπηκαν και έμειναν εγκλωβισμένοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Αυτούς τους 12 στρατιώτες εντόπισε η κυρία Ευφροσύνη Προεστού και τους φρόνισε για έναν μήνα. Τρεις από αυτούς ανήκαν στο 256 Τάγμα Πεζικού και οι άλλοι εννιά στο 286 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού. Όλοι τους κατάγονταν από περιοχές εκτός της επαρχίας Κερύνειας και δεν γνώριζαν τη Λάπηθο. Η κυρά Φροσύνη που τους βρήκε, στάθηκε δίπλα τους σαν μάνα. Τους έκρυψε, τους τάισε. Εκείνο τον Αύγουστο, απέκτησε άλλα δώδεκα παιδιά: τους Πανίκο Παραλιμνίτη, Κώστα Καστελλανή, Γιώργο Χριστοφή, Στέλιο Θεοδούλου, Κούλλη Κυριάκου, Νίκο Παπαναστασίου, Παύλο Νικολάου, Ανδρέα Γρηγορίου και Νίκο Νικολάου, Πολύκαρπο Πέτρου, Αντώνη Φιλίππου και Γιώργο Παπανικολάου.
Στις 6 του Αυγούστου από τις 3.00 π.μ. άρχισαν οι εκρήξεις… Κατά τις 11.00 π.μ. ήρθαν δώδεκα παιδιά μέσα στο σπίτι μου. «Γιαγιά, σώσε μας». Τους είπα: «Πού να σας βάλω, γιε μου!». Εράγισεν η καρδιά μου. Εκρούζαν τα δέντρα, εσκοτείνιαζεν η Λάπηθος· ενόμιζες ότι εχαλούσαν τα βουνά, φωδκιές, εκρήξεις… Ήταν όλοι δεκαοκτώ χρονών. Τους είπα: «Γιε μου, αν θα γλυτώσετε έχει ένα υπόγειο λαγούμι εδώ δίπλα· εκεί να κρυφτείτε».
Το στόμα του λαγουμιού ήταν σαν το τζάμι της τηλεόρασης. Εμπήκαν εκεί μέσα… Η Λάπηθος έπηξε από το στρατό. Εγώ έκαμνα πίττες στη σάτζιη, έβαζα σε μια τσάντα ό,τι άλλο είχα και τα έβαζα σ’ έναν καλαμιώνα.
Μου λέει: «Όλοι έφυγαν, εσύ γιατί δεν έφυγες, κοκκώνα;». Εσκέφτηκα τα δώδεκα παιδιά που ήταν στο λαγούμι. Του λέω: «Άκουσα εις το ράδιο ότι εν να έρτει ο τουρκικός στρατός να φέρει την ειρήνη και την έκκληση να μείνουν ούλλοι οι Έλληνες στα σπίθκια τους. Όπου θέλετε, γιε μου, εγώ πάω, αλλά να σας παρακαλέσω να με αφήσετε σπίτι μου τζιαι εν να ‘ρτουν οι κόρες μου να με πάρουν».
Αυτόν που με ρώτησε τον ήξερα· τον είχα γεννήσει εγώ. «Φεύγουμε», λέει στους άλλους. Εκείνος έκοψε πίσω τζιαι μου είπε: «Έμπα έσσω τζιαι κλείσε την πόρτα». Τη νύχτα τους είπα: «Να μη βγείτε από το λαούμι, γιατί ήρθαν οι Τούρκοι· έστω και ένας να χαθεί, εγώ θα κλαίω ώσπου ζω. Προσέξετε κι εγώ θα σας φροντίζω όσο μπορώ»….
Η πεισματική άρνηση όμως της κυράς Φροσύνης να μετακινηθεί από το σπίτι της κίνησε τις υποψίες των Τούρκων στρατιωτών. Στις 4 Σεπτεμβρίου έγινε επίθεση εναντίον του σπιτιού του Καπλάνη στο οποίο κρύβονταν οι 12 στρατιώτες. Ένας από αυτούς ξεκίνησε πεζός και έφτασε στον Αστρομερίτη κι από εκεί στον Αγρό. Ένας δεύτερος συνελήφθη στην περιοχή του Βαβυλά ενώ ένας τρίτος κατάφερε να φτάσει μέχρι την Κερύνεια και να παραδοθεί στον Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος είχε συνάντηση με τον Ραούφ Ντεντκάς. Οι υπόλοιποι 9 συνελήφθησαν μαζί με την κυρά Φροσύνη.
Συνελήφθη πρώτη από τους Τούρκους μόλις τους εντόπισαν. Την ανέκριναν πολύ σκληρά στον αστυνομικό σταθμό του Αγίου Λουκά. Την ξυλοκόπησαν άγρια για να ομολογήσει που βρίσκονταν οι 12 στρατιώτες. Όμως η Κυρά της Λαπήθου δεν άνοιξε το στόμα της. Κράτησε κρυφή οποιαδήποτε λεπτομέρεια αφορούσε τους 12 νέους. Ήταν έτοιμη να υποστεί τα φρικτά ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια. Την έγδυσαν, την έδεσαν σε ένα στρατιωτικό τζιπ και την έσερναν μέσα στους δρόμους για να ομολογήσει την κρυψώνα τους. Η κυρά Φροσύνη όμως δεν λύγισε. Παρά τον διασυρμό, δεν της πήραν ούτε μία λέξη.
«Εβάλαν με μες σε μια κάμαρη που είχαν πεθάνει τα ξημερώματα δύο γέροι. Η κάμαρη γεμάτη αίματα. Εχτυπούσαν με. Έμεινα αναίσθητη. Η μίση μου πάντα (πλευρά) ήταν ολόμαυρη. Εκλωτσούσαν με με τα παπούτσια μες τα μάθκια, με τα παπούτσια τα στρατιωτικά. Εφκάλαν μου την καδένα που είχα στον λαιμό με τον σταυρό τζιαι εβάλαν με να φτύνω πας τον σταυρό». Όταν έφεραν μπροστά της τους στρατιώτες που βοηθούσε, βλέποντας την όψη της, θεώρησαν πως είχε ομολογήσει. Ρώτησαν τον πρώτο: «τη γυναίκα αυτή την ξέρεις;». Ο στρατιώτης απάντησε «Ναι, μου έδωσε φαγητό». Τότε η κυρά Φροσύνη, έξυπνη καθώς ήταν, γύρισε στον στρατιώτη και απάντησε: «Τι ώρα ήρτες γιε μου και τάισα σε; Πρωί ή βράδυ;». Ο Κυριάκος αντιλήφθηκε το λάθος του. Απάντησε «βράδυ» και η κυρά Φροσύνη, εκμεταλλευόμενη τα τούρκικα που ήξερε στράφηκε στον ανακριτή και είπε: «Καλά γιε μου, αν έρκεσουν εσύ νύχτα εν θα σου εδίουν φαί; Που ξέρω εγώ ποιος εν τη νύχτα. Εγιώ δαμέσα εξεγέννησα τις μισές Τουρκάλλες. Μπορεί να τουν Τούρκος μπορεί να τουν Έλληνας. Που να ξέρω;». Και με αυτόν τον τρόπο ξεγέλασε τους ανακριτές, οι οποίοι θεώρησαν πως η 74χρονη γυναίκα δεν είχε κάποια σχέση με τους στρατιώτες. Τα βασανιστήρια κι ο εξευτελισμός συνεχίστηκε μέχρι που την αναγνώρισε ένας Τουρκοκύπριος ανακριτής. Η κυρά Φροσύνη, μαία της περιοχής για σαράντα χρόνια, είχε ξεγεννήσει κι αυτόν.
Η κυρά Φροσύνη, απεβίωσε στις 17 Απριλίου 1993 σε ηλικία 93 ετών. Οι δώδεκα στρατιώτες που γλύτωσαν την είχαν ως μητέρα τους. «Το ότι ζούμε σήμερα, το χρωστάμε στην κυρά Φροσύνη», παραδέχονται.
Πηγή: www.mixanitouxronou.com.cy