Το μήλο έπεσε κάτω απο την μηλιά όπως γινεται πολύ συχνά. Η Μαργαρίτα Χατζηνάσιου, όμως δεν ακολουθεί απλώς τα χνάρια του πετυχημένου πατέρα της, αλλά χαράζει παράλληλα και την δίκη της πετυχημένη και προσεγμένη πορεία στον χώρο της μουσικής.
Ας την θυμηθούμε σε μια από τις πιο αξιόλογες συνεντεύξεις της που είχαμε διαβάσει πριν δυο χρόνια περίπου στο Πρωτο Θέμα με τίτλο: “Μαργαρίτα Χατζηνασιου: Η μουσική οικογενειακή της υπόθεση.”
Η κόρη του γνωστού μουσικοσυνθέτη τραγουδάει τζαζ μελωδίες με ελληνικό στίχο στο εξωτερικό και, ναι, σκίζει
«Πρέπει να το ακούσεις». Αυτό έλεγαν όλοι για την πρώτη δισκογραφική δουλειά της Μαργαρίτας Χατζηνάσιου «Stories of Margo». Ποια είναι αυτή η Margo και τι ιστορίες θέλει να πει; «Η Μargo πέρα από το προφανές που θα σκεφτόταν κανείς, ότι δηλαδή λειτουργεί ως το alter ego μου, έχει έναν βαθύ συμβολισμό. Είναι ο καλλιτέχνης μέσα μου. Μargo ονόμασα τη δημιουργική ενέργεια που υπάρχει μέσα σε όλους και σε όλα.
Η Margo εκφράζει την έννοια της Μούσας, της έμπνευσης. Για κάποιον άλλον μπορεί να σημαίνει το κρυμμένο παιδί μέσα του ή τη δύναμη και τα ταλέντα του που ίσως να αγνοεί, να κρύβει ή να καταπιέζει και που ζητούν επίμονα να εκφραστούν, να γειωθούν και να υπάρξουν ελεύθερα. Η Margo έχει πολλές ιστορίες να πει. Ιστορίες αγάπης, έρωτα, απουσίας, αγωνίας, μοναξιάς, εσωτερικής αναζήτησης. Κι άλλες πολλές. Ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή», λέει η Μαργαρίτα Χατζηνάσιου.
Γιατί κάποιος με τόσο αναγνωρίσιμο και μουσικά καταξιωμένο επίθετο επιλέγει το κονσεπτικό πρόσωπο της Margo Nancyfor και δεν υπογράφει την πρώτη δισκογραφική δουλειά με το όνομά του; «Εύλογη ερώτηση. Το επίθετο Χατζηνάσιου στο εξωτερικό δεν είναι εύκολο να το διαβάσει ή να το προφέρει ο ξένος! Εχω βασανιστεί πολύ. Αναφορικά με την Ελλάδα, ήθελα να αποφύγω όσο μπορώ τη στάμπα “η κόρη του…” που κατατρύχει -καλώς ή κακώς- όλα τα παιδιά των διάσημων καλλιτεχνών παγκοσμίως. Θέλησα να δώσω στη μουσική μου αυτή την ευκαιρία να ακουστεί χωρίς προκατάληψη. Το όνομα αυτό δεν είναι τυχαίο. Φέρει τη δική του ιστορία κι έχει ιδιαίτερη σημασία για εμένα».
Ελληνικός στίχος και τζαζ μελωδίες. Είναι ένας συνδυασμός που μπορεί να πετύχει; Γιατί μια νέα γυναίκα που μένει χρόνια εκτός Ελλάδας επιλέγει τη μητρική γλώσσα της και όχι αγγλικά ή γαλλικά; «Πολλοί έχουν αναρωτηθεί το ίδιο. Είναι νωρίς για να πω με βεβαιότητα αν είναι ο συνδυασμός που μπορεί να πετύχει. Σίγουρα όμως είναι διαφορετικός συνδυασμός και προσωπικό στοίχημα. Αλλωστε η επιτυχία με την έννοια της εμπορικότητας δεν ήταν το πρωταρχικό ζητούμενο όταν αποφάσισα να ηχογραφήσω το άλμπουμ. Ηταν για μένα σημαντικό να ηχογραφήσω τα τραγούδια μου ακριβώς όπως τα έγραψα, με ελληνικό στίχο, εκεί που υπάρχουν σε όλη τους την αλήθεια. Γι’ αυτό άλλωστε μπήκα στη διαδικασία να τα ηχογραφήσω. Ηθελα να τα αφήσουν να υπάρξουν όπως γεννήθηκαν χωρίς να σκέφτομαι το αποτέλεσμα και τι είναι πιο σωστό εμπορικά. Εχω έναν δικό μου τρόπο που εκφράζομαι στιχουργικά στα ελληνικά. Νιώθω κάθε λέξη. Δεν είναι το ίδιο για μένα όταν γράφω στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Σίγουρα υπάρχει η ιδέα να μεταφράσω κάποια τραγούδια, αλλά ήθελα να γίνει σε δεύτερο χρόνο κι όχι σε πρώτο».
Πόσο καιρό σκεφτόταν την ιδέα της Margo και ενός δικού της άλμπουμ; «Η σύλληψη της Margo και η ιδέα του άλμπουμ γεννήθηκαν σε πολύ διαφορετικές στιγμές. Γράφω μουσική από μικρή. Από 14 ετών ξεκίνησα να γράφω και τα πρώτα μου τραγούδια, οπότε η επιθυμία να τα ηχογραφήσω υπήρχε έκτοτε. Το κόνσεπτ της Margo γεννήθηκε ακριβώς πριν από έναν χρόνο. Ξεκίνησε εντελώς πρακτικά. Ηθελα να μπορώ να απευθυνθώ και σε κοινό μη ελληνόφωνο. Οπότε αποφάσισα να γράψω μια ιστορία στα αγγλικά που να ενώνει τα τραγούδια μεταξύ τους.
Μετά συνειδητοποίησα ότι τελικά ήταν εσωτερική ανάγκη να μιλήσω για ένα θέμα πολύ δικό μου. Τη σχέση του καλλιτέχνη με την έμπνευσή του και την τέχνη του». Πώς βρέθηκε στη Νέα Υόρκη να συνεργάζεται με τον Ντέιβ Εγκαρ (έχει κάνει ενορχήστρωση σε άλμπουμ των Coldplay, Τέιλορ Σουίφτ, Πάτι Σμιθ, Τζον Λέτζεντ, Νόρα Τζόουνς) και τον Ρον Σεν Τζερμέιν; «Γνώρισα τον Ρον Σεν Τζερμέιν στη Νέα Υόρκη μέσω του καλού μου φίλου Χρήστου Τερζίδη. Είχαν συνεργαστεί μαζί του στο παρελθόν για την παραγωγή του άλμπουμ της αγγλόφωνης μπάντας My Excuse.
Οταν έψαχνα για παραγωγό ο Χρήστος μού πρότεινε να τον συναντήσω και να του παίξω τη μουσική μου. Κι έτσι και έγινε. Είχαμε πολύ καλή χημεία, κοινές ιδέες και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Ηταν πραγματικά μια μοναδική εμπειρία για μένα να δουλέψω με αυτό τον σπουδαίο παραγωγό και ηχολήπτη και με όλους τους συνεργάτες του. Οταν κοιτούσαμε λοιπόν για πιθανούς ενορχηστρωτές, ο κ. Σεν Τζερμέιν πρότεινε κάποια ονόματα κι εγώ διάλεξα τον Ντέιβ Εγκαρ, γιατί, πέρα από το κλασικό υπόβαθρο που μοιραζόμασταν, είναι ένας μουσικός χαμαιλέοντας, έχει την εμπειρία, τη γνώση και το θάρρος να συνδυάσει διαφορετικά μουσικά είδη ώστε να παραδώσει στον καλλιτέχνη ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του. Ο Ντέιβ μπόρεσε να σεβαστεί στο απόλυτο τον ήχο που ήθελα να έχει κάθε τραγούδι και μαζί φτιάξαμε έναν κόσμο που αφήνει κάθε τραγούδι να λάμψει στην απλότητά του».
Με τι ακούσματα μεγάλωσε η Μαργαρίτα Χατζηνάσιου; Ποιοι είναι οι μουσικοί ήρωές της; «Τα ακούσματά μου μεγαλώνοντας ήταν πολύ συγκεκριμένα: τζαζ, κλασική μουσική που σπούδαζα από μικρή, μουσική κινηματογράφου και φυσικά οι συνθέσεις του πατέρα μου που ερχόντουσαν από το στούντιο στα αυτιά μας κάθε στιγμή της ημέρας. Θυμάμαι, για να κοιμηθώ έπαιρνα τα mixtapes της εποχής που έφτιαχνε ο καλός φίλος του πατέρα μου και παραγωγός ταινιών Κλέαρχος Κονιτσιώτης και που μέσα είχαν όλα τα jazz standards: Νατ Κινγκ Κόουλ, Αρίθα Φράνκλιν, Μπίλι Χόλιντεϊ, Λούις Αρμστρονγκ, Νίνα Σιμόν. Εβαζα το κασετόφωνο δίπλα στο αυτί μου και αποκοιμιόμουν με αυτή τη μουσική. Με ταξίδευε. Επηρέασε όμως αρκετά τη μουσική μου σκέψη και η γαλλική μουσική, το λεγόμενο chanson, μια και πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια στο Παρίσι. Οι δικοί μου μουσικοί ήρωες είναι όσοι καλλιτέχνες εκφράζουν την τέχνη τους με ειλικρίνεια, αυθεντικότητα και χωρίς συμβιβασμούς».
Εχει άγχος τώρα που εμφανίζεται live; Ποιο είναι το πιο περίεργο μέρος που έχει τραγουδήσει/παίξει μουσική και ποιο το πιο «φοβερό»; «Φυσικά και έχω. Νομίζω πάντα θα έχω. Το πιο περίεργο μέρος που έχω παίξει μουσική θα έλεγα ότι είναι κάπου στα βάθη της Αριζόνας. Το πώς βρέθηκα εκεί είναι μια άλλη ιστορία, αλλά έτυχε να βρεθώ σε μια καθολική εκκλησία όπου αφού τελείωσε η τελετή μού ζήτησαν να παίξω πιάνο. Ενα όρθιο πιάνο κρυμμένο στον πάνω όροφο. Δεν μπορούσα να τους δω κι ούτε αυτοί εμένα. Ωστόσο άκουσα καλά το χειροκρότημά τους! Ηταν όντως περίεργη εμπειρία».
Πώς άλλαξε η καθημερινότητά της τώρα που προστέθηκε και η Margo στη ζωή της; «Δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Συνεχίζω να μελετάω πιάνο, να γράφω μουσική, να πηγαίνω τα παιδιά μου στο σχολείο, να ασχολούμαι με τη μουσικοθεραπεία και να ταξιδεύω συχνά. Απλά θα έλεγα ότι έχει γίνει πιο πυκνή (!) αφού με την κυκλοφορία του άλμπουμ έχουν αρχίσει και οι πρόβες για την πρώτη μου συναυλία εδώ στη Γενεύη, μαζί με κάποιους από τους συντελεστές που συμμετείχαν στο άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου και του Ντέιβ Εγκαρ φυσικά».
Είναι αυστηρός κριτής ο μπαμπάς της; Της έδωσε κάποια συμβουλή όταν του ανακοίνωσε ότι θέλει να γράψει τις ιστορίες της Μάργκο; «Είναι πολύ αυστηρός, αλλά ευτυχώς έχει αρχίσει και μαλακώνει. Συμβουλή δεν μου έδωσε. Νομίζω πως έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο σχέσης που εμπιστεύεται τις επιλογές μου. Ωστόσο όταν ετοίμασα το υλικό, ήταν από τους πρώτους που το έστειλα να το ακούσει».
Γιατί την κέρδισε η μουσικοθεραπεία στις μουσικές της σπουδές; «Είχα μόλις γυρίσει Ελλάδα από τις σπουδές μου στο Παρίσι, όταν πήγα να ακούσω έναν φίλο μουσικό που έπαιζε σε μια ημερίδα. Ηταν μια ημερίδα για τη μουσικοθεραπεία κι όταν έφυγα από εκεί δεν ήμουν ποτέ ξανά η ίδια. Είπα, αυτό θέλω να το σπουδάσω. Οταν ξεκίνησα τις συνεδρίες με άτομα με ειδικές ανάγκες και συνειδητοποίησα μέσα από την εμπειρία πια τον βαθύ δεσμό που μπορούσα να αναπτύξω μαζί τους έχοντας ως γλώσσα μόνο τη μουσική, τότε κατάλαβα γιατί επέλεξα αυτό τον δρόμο. Πέρα από τα πολλά οφέλη της μουσικοθεραπείας και τη συνδρομή της στην ποιότητα της ζωής τους, η χαρά τού να μπορώ να δίνω την ευκαιρία σε άλλους να εκφράσουν τον εαυτό τους μέσα από τη μουσική και να βλέπω την πρόοδό τους είναι και θα είναι για μένα πάντα ανεκτίμητη».